Mirandolina

30.12.05

Εντελβάις ή Αντί προλόγου

"Συναντιόμασταν συχνά με τον Πωλ Κλέε. Συνήθως συναντιόμασταν στο μεσημεριανό ή μετά το γεύμα στο καφενεδάκι της Theatiner Strasse (του Μονάχου). Ο Καντίνσκυ, όταν βρίσκονταν στην πόλη, εμφανιζόταν καθημερινά στην ώρα του και μονοπωλούσε το κοινό σαν βασιληάς χωρίς στέμμα.Ο Κλέε, αν και όποτε εμφανιζόταν, περνούσε απαρατήρητος. Ξαφνικά ήταν εκεί, έπαιρνε μια καρέκλα και χωνόταν σε μιαν άκρη καβαλώντας την ανάποδα, πετώντας το βαρύ ελβετικό του «Was machst Du?». Φαινόταν να με συμπαθεί γι αυτό συχνά ερχόταν να καθήσει δίπλα «σε αυτόν το νεαρούλη».

Δεν μπορούσες ποτέ να έχεις μια κανονική συζήτηση με τον Κλέε. Μία στο τόσο θα έκανε μιαν ερώτηση, αλλά στις απαντήσεις του ήταν πάντα μονολεκτικός. Όταν η συζήτηση άναβε, θα πετούσε ξαφνικά και όχι πολύ συχνά κάποιο δυνατό, κοφτό, προσβλητικό και ειρωνικό σχόλιο. Η βαριά ελβετική του διάλεκτος εισέβαλε ξαφνικά στο χώρο και προκαλούσε ξεσπάσματα γέλιου στην ομήγυρη. Συνήθως μόλις καθόταν έβγαζε από την τσέπη του κάποια μολύβια, όχι μεγαλύτερα από μια ίντσα, κι έψαχνε κάπου να ζωγραφίσει --το μενού, τα περιθώρια της εφημερίδας, ή συχνότερα το σημειωματάριό μου, που το έπαιρνε χωρίς να ρωτήσει. Ζωγράφιζε ακατάπαυστα ότι κι αν συνέβαινε γύρω του. Τα δάχτυλά του έπρεπε να είναι απασχολημένα. Ποτέ δεν μάζευε τις ζωγραφιές του. Έχω κρατήσει τα σημειωματάριά μου με ντουζίνες σχέδιά του.

Το έτος 1912 ήταν μοιραίο για την ομάδα του Γαλάζιου Καβαλάρη. Ο Καντίνσκυ επιτέλους εγκατέλειψε οριστικά τη σχηματοποίηση και έγινε απολύτως αφηρημένος. Ο Κλέε, ο οποίος ως τότε δούλευε μόνο γραφικά, ξαφνικά ανακάλυψε το χρώμα.

Θυμάμαι ένα διασκεδαστικό επεισόδιο. Σπάνια έτρωγα το μεσημέρι στο καφενείο. Μια μέρα όμως αποφάσισα να παραγγείλω ένα κλασσικό γερμανικό πιάτο, Ei mit Spinat, τηγανητό αυγό με σπανάκι. Πριν μου σερβίρουν το φαγητό μου, χρειάστηκε να αφήσω τη θέση μου διότι με κάλεσαν έξω. Όταν επέστρεψα, βρήκα τον Κλέε να έχει καθήσει με το πιάτο μου μπροστά του και με τη μύτη του μολυβιού του να σχεδιάζει χρησιμοποιώντας κατά βούληση το λευκό, το κίτρινο και το πράσσινο του φαγητού. Μια γελαστή παρέα τον είχε περικυκλώσει. Φυσικά, έχασα την όρεξή μου όταν το φαγητό μου μου παρουσιάστηκε αλά Κλέε. Όμως, αποφάσισα να πάρω αυτό το καλλιτεχνικό πρωτόλειο στο σπίτι. Αλλά, δεν κατάφερα να το συντηρήσω.

Ο Κλέε δεν είπε τίποτε. Όλα αυτά ήταν απολύτως φυσικά για κείνον."

Ernest Harms, άρθρο στο Art Journal, Χειμώνας 1972-1973

Του μπη κοντίνιουντ με το νέον έτος.Καλή χρονιά, όμορφα παιδιά - η περιπέτεια αρχίζει!

το πρώτον έργο είναι Βασίλης Κανδίσκυς και το δεύτερον Πωλ Κλέε. Στον Κλέε ευκόλως ανακαλύπτεται ένα αυγό μάτι. Δικός μου ο Πωλ. Μ αρες που ο Γαλάζιος Καβαλάρης λινκ ξεχωρίζει ως γαλάζιος.

27.12.05

Το γράμμα του στον Άγιο

"Αγαπημένε μου Αϊ-Βασίλη,

Θα ήθελα πολύ μερικά βιβλία με αρκετές γνώσεις και σελίδες που να μιλάνε και να αναλύουν για τα ζώα,
τα φυτά,
τα πετρώματα,
τους πολύτιμους λίθους,
για τους βίους των αγίων,
τη ζωή του Χριστού,
για τα θαύματα του Χριστού,
για τα εφτά θαύματα του κόσμου,
για την ιστορία των αρχαίων,
για τους θεούς και τις θεές των άλλων λαών,
για τα θαύματα των θεών των άλλων λαών.

Θα ήθελα κιόλας ένα βιβλίο με ωραία ανέκδοτα και μία ωραία κασετίνα έτοιμη με ξυσμένα τα μολύβια της και όλα της τα χρώματα.
Θα ήθελα επίσης να είμαστε όλοι καλά και υγιείς.
Με πολύ αγάπη,
.."

Δεν είχα σκοπό να ποστάρω πριν γυρίσουν οι αδειούχοι και ηρεμήσουμε στη δουλειά και πριν χορτάσω οικογένεια και φίλους (πάει να πει με το νέον έτος) αλλά έβαλα τέτοια γέλια (όχι μπροστά του!!) που έπρεπε να το μοιραστώ. Εμείς τους Αγίους μας, φίλε μου, τους έχουμε πολύ χουβαρντάδες!

Καλή χρονιά, Χρόνια Πολλά και να χαίρεστε που σας αγαπούν!

Η αγιογραφία είναι από δω

24.12.05

HAPPY NEW KARATRANSAVANGUARDIA YEAR

Καλή χρονιά, Χρόνια Πολλά!



Το επίτιμον καρατρανσαβανγουαρδιομέλος,
Μιραντολίνα

υγ Σε λίγες μέρες και πάλι κοντά σας!

23.12.05

Guy Gavriel Kay: «Κάθε βιβλίο ταξιδεύει μόνο»

Συνέντευξη του γνωστού συγγραφέα φάντασυ στη Μιραντολίνα. Δόθηκε μέσω ημέηλ στις 19 Δεκεμβρίου 2005.

Ο αγαπημένος μου σύγχρονος συγγραφέας Φάντασυ, ο Guy Gavriel Kay, θεωρείται από την κριτική ως ένας από τους κορυφαίους της εποχής μας. Γεννημένος στον Καναδά το 1954, έγραψε τα δύο πρώτα του βιβλία (το ένα δε δημοσιεύτηκε ποτέ) στην Κρήτη των 70ς. Νωρίς αγάπησε την Ελλάδα – όχι μόνο την αρχαία, αλλά και τη σύγχρονη- και τους Έλληνες. Αα, πριν απ όλα αυτά είχε βοηθήσει τον Τόλκιεν τζούνιορ να ολοκληρώσει το Σιλμαρίλλιον.

Είχα το μέηλ του από την εποχή που έκανε έρευνα για το Σαραντινό Ψηφιδωτό κι ερευνούσε την περίοδο του Ιουστινιανού. Το είχα «ψαρέψει» σε κάποιες επιστημονικές λίστες όπου έκανε έρευνα. Στο δίτομο έργο που προέκυψε κι αναφέρεται στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, πρωταγωνιστεί και ένας ξακουστός δημιουργός ψηφιδωτών – μου τον θύμισε η MaHS. Το πιο συγκινητικό όμως είναι πως, ρόλο αόρατης ραχοκοκαλιάς κρατά συχνά ο Καβάφης, στίχοι του οποίου διανθίζουν το κείμενο, χωρίς παραπομπές, λειτουργώντας ως μια μικρή συνομωσία μεταξύ του συγγραφέα και των μυημένων (ή των Ελλήνων). Ο Καβάφης είναι ο αγαπημένος ποιητής του Γκάυ – έχει πει ότι στενοχωριέται που δεν μπορεί να τον χαρεί στο πρωτότυπο.

Σκέφτηκα λοιπόν πως, μετά τη Ζουραροσυνέντευξη, θα μπορούσα να πάρω δυό κουβέντες από τον Γκάυ, έστω κι αν ήξερα ότι δουλεύει πυρετωδώς για να ολοκληρώσει (αρχές του χρόνου) το νέο του βιβλίο. Είναι ιδιαίτερα ευγενής και λεπτός άνθρωπος. Όντως, δέχθηκε να απαντήσει μερικές ερωτήσεις σε κάποιο διάλειμμα της δουλειάς του. Οι ερωτήσεις, δηλαδή, δεν ήταν ακολουθία η μία της άλλης αλλά στάλθηκαν όλες μαζί με μέηλ.

-- Γιατί φάντασυ κι όχι κάποιο άλλο, συγγενικό, είδος λογοτεχνίας, πιο ευπώλητο, όπως η ιστορική νουβέλα ή τα ιστορικά μυστήρια;

--Πάντα επιθυμούσα να χρησιμοποιώ την φάντασυ σαν ένα μέσο για την εξερεύνηση της ιστορίας. Νομίζω πως έτσι επιτρέπεται στα θέματα του βιβλίου να παραμένουν παγκόσμια, να μην περιορίζονται σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο.

--Έχετε κάποιον συγκεκριμένο τρόπο δουλειάς, ίδιο σε όλα σας τα βιβλία; Έχετε συγκεκριμένο ημερήσιο πρόγραμμα όταν δουλεύετε;

-- Κάθε βιβλίο έχει διαφορετική ρίζα, άλλη προέλευση, αλλά από τη στιγμή που θα αρχίσω να δουλεύω προσπαθώ να κρατάω μια σταθερή ρουτίνα. Λέω πάντα πως η συγγραφή ενός μυθιστορήματος δεν είναι αγώνας ταχύτητας αλλά μαραθώνιος.

-- Προτιμάτε κάποιο τύπο υπολογιστή για τη δουλειά σας; Συγκεκριμένα προγράμματα; Είστε φανατικός των υπολογιστών;

-- Δεν νομίζω ότι έχει καμμιά σημασία από συγγραφικής πλευράς, αλλά πάντα χρησιμοποιούσα Μάκιντος. Όντως απολαμβάνω τους υπολογιστές, κι όχι μόνο ως εργαλείο δουλειάς. Το διαδίκτυο είναι ένα επικίνδυνα γοητευτικό γήπεδο!

-- «Κλέβετε» από τις καθημερινές σας επαφές κι επιρροές ή δημιουργείτε υπόβαθρο χρησιμοποιώντας τες; Ας πούμε, ο Μαρκές έλεγε ότι άνοιγε το πρωί ένα λεξικό ώστε να «χωνέψει» καμμιά 30αριά λέξεις μαζί με το πρωινό του.

--Όχι, δε δουλεύω με αυτό τον τρόπο. Αυτό όμως που κάνω είναι πως, κατά τη διάρκεια της συγγραφής γίνομαι πιο παρατηρητικός, προσέχω περισσότερα πράγματα στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου. Έτσι λοιπόν κάποιες χειρονομίες, ένας συγκεκριμένος τρόπος ομιλίας, ο τρόπος που κάποιος χτενίζει τα μαλλιά του μπορεί πολύ εύκολα να βρουν το δρόμο για το βιβλίο μου!

-- Πόσο δύσκολη είναι η επιστημονική έρευνα; Ποιο από τα βιβλία σας ήταν το πιο δύσκολο από ερευνητικής πλευράς;

-- Η ερευνητική δουλειά είναι πραγματικά η πιο απολαυστική περίοδος της όλης διαδικασίας! Είναι η περίοδος κατά την οποία μαθαίνω καινούρια πράγματα, κάτι που λατρεύω – και παράλληλα τίποτε δε με υποχρεώνει (ακόμη) να χρησιμοποιήσω όσα μαθαίνω.

-- Πως κρατάτε σημειώσεις;

-- Έχω ένα σημειωματάριο έρευνας πάντα μαζί μου και εκεί γράφω εν συντομία πράγματα από τα διαβάσματά μου ή άλλα που συναντώ στα ταξίδια μου.

-- Μου φαίνεται ότι σταδιακά, με κάθε καινούριο σας βιβλίο, το σύμπαν σας, ο κόσμος σας, οι λαοί σας, η εποχή, γίνονται πιο ξεκάθαρα. Φαίνεται να είστε ένας συγγραφέας που δεν ξεχνά τα παιδιά του.

--Λοιπόν, κάθε βιβλίο ταξιδεύει μόνο του πια… αλλά μ αρέσει να επαναφέρω σε τελική μορφή θέματα τα οποία έχω εξερευνήσει στο παρελθόν. Στο «Ψηφιδωτό», για παράδειγμα, υπάρχει η ιδέα ότι, για μια αγροτική οικογένεια, τα «μεγάλα» γεγονότα μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικά από ότι ο θάνατος ενός εργάτη λίγο πριν τη συγκομιδή. Η ίδια μετατρέπεται σε κυρίαρχο μοτίβο στους «Πολεμιστές του Λυκόφωτος». Κατ αυτή την έννοια, τα βιβλία μπορεί να βρίσκονται σε ένα είδος διαλόγου μεταξύ τους. Ωστόσο, δε θα ήθελα ποτέ να θεωρήσουν οι αναγνώστες ότι οφείλουν να διαβάσουν πρώτα ένα για να απολαύσουν ύστερα κάποιο άλλο.

Στην Ελλάδα, τα βιβλία του G. G. Kay κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Anubis.

Αγαπημένο, απ όλα τα βιβλία του, είναι Οι Λέοντες του Αλ Ρασάν ( ποτέ δε θα μπορούσα να αντισταθώ σε έναν ποιητή, διπλωμάτη, πολεμιστή και δολοφόνο...), οι οποίοι συγκίνησαν και το Χόλυγουντ. Δεύτερο, το Σαραντινό Ψηφιδωτό. Όμως, οι σκληροπυρηνικοί της Φάντασυ αγαπούν πολύ περισσότερο το Υφαντό της Φιόναβαρ. Βιογραφικά του συγγραφέα μπορεί τα βρείτε εδώ στα ελληνικά. Το επίσημο σάιτ του είναι εδώ.

21.12.05

Personal History Χ

Μιραντολίνα, ντιζ πουά! Πάντα έτσι κέρδιζα – όταν έχανα. Τι νομίζετε, πως τίποτε δεν έμαθα στη ζωή μου;

Έχω ένα φίλο που θέλει να νικάει. Καθημασανατολίτης με δυτικά σουσούμια, δηλαδή. Όμως πολύ τον αγαπώ και δεν του χαλάω χατήρια. Τον αφήνω να νικάει. Δηλαδή, κερδίζω χάνοντας. Πολύ πεισμώνει μ αυτό, όταν δε γελάει τρυφερά μ αυτό. Ε, κι εγώ του δίνω χρόνο. Όσο περιμένω να παραδεχθεί την ήττα μου και να μετανοήσει για το σφάλμα της νίκης του, του μουρμουρίζω τραγουδάκια, ύμνους στην ομορφιά και τη μοναδικότητα του ετέρου κι ημετέρου.

Την προηγούμενη φορά που το έσκασε από την περιοχή ευθύνης της καρδιάς μου, του είχα μεταφράσει κάποια σίτζο(sijo). Σίτζο σημαίνει "εποχή" μα και "τραγούδι", στην κορεατική. Θα τα αδικούσα αν τα έλεγα κορεάτικα χαϊκού, αλλά νομίζω πιο εύκολα αντιλαμβάνεστε έτσι περί τίνος πρόκειται.

Τα σίτζο είναι τρίστιχα. Σε κάθε στίχο υπάρχει μια "ανάσα" που τον κόβει στα δυό. Βλέπετε, τα σίτζο δεν γράφτηκαν πρώτα- τραγουδήθηκαν. Οι στίχοι τους είναι κάτι μακρυνάρια να, με το συμπάθειο. Γι αυτό κι όλοι οι μεταφραστές τους τα τσακίζουν (τι φρίκη, ε;) ακριβώς στην ανάσα που λέγαμε. Έτσι, στις δυτικές συλλογές εμφανίζονται ως εξάστιχα ή, όταν ο κορεάτης καλλιτέχνης το έχει παρακάνει, ως οκτάστιχα.

Αυτό που συμβαίνει όταν πας να μεταφράσεις κορεάτικη ποίηση, χαρακτηρίζεται ειδεχθές ως έγκλημα. Οι μεταφραστές τους στην αγγλική, δηλώνουν πως κακοποιούν τη γλώσσα μεταφράζοντας. Κοινώς, η δική μου (δεύτερη) μετάφραση είναι ασέλγεια επί πτώματος (τόσον γοητευτικού ωστόσο!). Βλέπετε, η κορεατική είναι μία από τις πιο ποιητικές γλώσσες του κόσμου, μια γλώσσα που δε βιάζεται να περιγράψει την ομορφιά. Αυτό που εμείς λέμε (και μεταφράζουμε) "Άνοιξη" είναι ο "Ανατολικός Άνεμος του Τρίτου Φεγγαριού". (Άμα σου λέω οι ανατολίτες παραμυθάδες είναι που ξέρουν να σ αγκαλιάζουν στο σκοτάδι και να σε νανουρίζουν διώχνοντας όλους τους φόβους μακρυά…).

Με συγκινούν. Τόσο που ψάχνω να μάθω κορεάτικα.

Την προηγούμενη φορά μετάφρασα επτά σίτζο. Τώρα, επειδή μου υπέδειξε ότι πρέπει να ξαναχάσω, μετάφρασα άλλα τρία. Η μικρή ταύτη συλλογή μεταφρασμένων σίτζο, λοιπόν, ονομάζεται Συλλογή Χ (και χρόνια του πολλά και χρόνια πολλά σε όλους!).

Ι*
Μαργαριτάρια ας ήταν τα δάκρυά μου
να τα κρατούσα, να τα στοίβαζα ένα ένα

Όταν ξανάρθεις, όταν περάσει ο καιρός
σε μαργαριταρένιο κάστρο να χεις θρόνο

μα τούτα ειν’ σκέτα δάκρυα, που ούτε ίχνος δεν αφήνουν
δάκρυα αυτού που μένει ολομόναχος

ΙΙ
Μην την απλώσεις τη μικρή σου ψάθα
θέλω να κάτσω στα πεσμένα φύλλα
μην τον ανάψεις το δαυλό με το ρετσίνι
γύρισε το φεγγάρι που χτες είχε πνιγεί

μη συζητάς αν το κρασί μας ξύνισε
κι αν το λερώσαν οι βελόνες
που στάζουν απ τα πεύκα
βάλε να πιούμε - φτάνουν αυτά και περισσεύουν

ΙΙΙ
(του Κιμ Τονγκνυόνγκ - ηγέτη της αντίστασης στην Ιαπωνική κατοχή, το 16ο αι. Πέθανε στη φυλακή. Το σίτζο τούτο το έγραψε εκεί, σε ηλικία 28 ετών)

Το ανοιξιάτικο βουνό πήρε φωτιά
μπουμπούκια καίγονται κλειστά

Με το νερό θα σβήνανε
οι φλόγες του βουνού

Την άκαπνη φωτιά εντός μου μόνο
καν χείμαρρος δεν υπάρχει να τη σβήσει

ΙV
πήγαν τ αγόρια να μαζέψουν φτέρες
ειν’ άδειο πια το σύδεντρο με τα μπαμπού

ποιός θα μας βάλει στη σειρά
έτσι που σκορπιστήκαμε πιόνια και σκακιέρα?

Καλύτερη λοιπόν η μέθη στη ρίζα του πευκόδεντρου
παρά μια ακόμη αυγή που δε θα ξημερώσει αληθινά ποτέ

V
(Τσονγκ Μονγκου, <1337)

Ακόμη κι αν τούτο το σώμα πρέπει να πεθάνει
ακόμη κι αν χρειαστεί να το θρηνήσουν εκατό φορές

τα ολόλευκά μου κόκαλα να γίνουν τόσες σκόνη
η ψυχή μου ακόμη τόσες να υπάρξει ή να χαθεί

μη θα μπορούσε τούτη τη μια, η αδιαίρετη καρδιά
ν αλλάξει που φλέγεται από την πίστη της σε σένα, Κύριέ μου?

VI
(Γιου Χουιτσούν, >1530)

Ένα κλωνάκι μαϊντανό
έκοψα κι έπλυνα μονάχη

Δεν ήτανε για όποιον να ΄ναι
ήταν για σένα

η γεύση του ειν’ απαλή
γεύσου, ξανά δοκίμασε, και δες

VII
(Χουανγκ Τσίνι, αρχές 16ου αι. - θρυλικής ομορφιάς κορίτσι)

Εκείνο που ποθώ ειν’ οι γαλάζιοι λόφοι
τα πράσινα ρυάκια η αγάπη μου αγαπά

οι λόφοι οι ακίνητοι μπορούν να αλλάξουν κοίτη
στα ρυάκια που αδιάκοπα κυλούν;

κι όταν μονάχους τους αφήνουν, θρηνητικά,
μπορούνε άραγε τα ρυάκια να ξεχάσουν;


VIII
(Χο Σοκκυούν, 19ος αι.)

Είναι τώρα καιρός απ όταν έφυγες –
Μπας και μπόρεσα να σε ξεχάσω μια στιγμή;

Στην απαλή βροχή που αφήνεται στο ανοιξιάτικο ρυάκι
Οι πάπιες απολαμβάνουν τη ζωή

Τη νύχτα κρύα δάκρυα βαφτίζουν το άδειο μου προσκεφάλι
-- μα εσύ που να το μάθεις, αγαπημένε μου;

IX
Κιμ Σανυόνγκ (1561-1637)

«Αγάπη». Ψεύτρα λέξη.
Πως μ αγαπάς. Κι αυτό ένα ψέμμα.

«Ο αγαπημένος πάντα έρχεται στο όνειρό σου»
αυτό κι αν είν’ ψευτιά!

Πως θα μπορέσω εγώ, που αγρυπνώ,
Να ελπίσω να σε δω στα όνειρά μου;

X
(Χουάνγκ Τσινί, η κουκλάρα που λέγαμε)

Θα σπάσω δυό κομμάτια τη ραχοκοκαλιά
της ατελείωτης νύχτας του χειμώνα

Θα τα τυλίξω, θα τα κρύψω
Κάτω από την λεπτή κουβέρτα μου

Και τη νύχτα που πάλι η αγάπη μου θα έρθει να με βρει
Θα τα ξεθάψω να τα ενώσω, ο χρόνος να μακρύνει.

*Όπου δε γράφεται ποιητής, είναι Ανωνύμου του Κορεάτου.

Τα μεταφρασμένα σίτζο έχουν επιλεγεί από την συλλογή The Bamboo Grove, σε μετάφραση Richard Rutt και εισαγωγή του David R. McCann. Εκδόσεις Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, 1998. Όταν τα διάβασα κατάλαβα γιατί η Ορθοδοξία πάει τοσο καλά στην Κορέα (το υποψιαζόμουν από τότε που είδα τι γίνεται εκεί στις πορείες, αλλά το σιγούρεψα με την ποίηση, δηλαδή).

20.12.05

I got you under my skin

με τον Τσάρλυ στα σαξόφωνα και την Κατρίνα ηττημένη

Μια Καρτ Ποστάλ
για
τον Αλόβαρο που με πήρε από τις μηχανές και μου ’βαλε στα χέρια το λύχνο του Αλλαδίνου
και
τον
Ακίνδυνο που ζήτησε να γράψω ένα δυό πράγματα που ξέρω γι αυτήν
και
Τον που μου ταξε ταξίδι να με πάει

Now, won't you batter down by Baton Rouge, River Queen, roll it on.
Take that woman on down to New Orleans, New Orleans.
Go on, I've had enough; dump my blues down in the gulf.
She loves you, Big River, more than me...

Στη Νέα Ορλεάνη, δεν ισχύει σχεδόν τίποτε από αυτά που ισχύουν στην υπόλοιπη ΟΥΖΑ. Στην αγγλοαμερική σερβίρουν αλκοόλ ως τις 12, άντε ως τις 2 το πρωί κι αυτό στις ανεκτικές πολιτείες. Στη Νέα Ορλεάνη, όμως, χτυπάει 24ωρο το πιοτί, σε πολλά μαγαζιά μάλιστα, μετά τις 2, που η κατανάλωση πέφτει κάπως, προσφέρουν δύο ποτά στην τιμή του ενός. Και βεβαίως, μουσική, τόση μουσική, τόση μουσική – περπατούσα με ρυθμό, χαμογελούσα και δάκρυζα με ρυθμό και τραγουδούσα και ήλπιζα με ρυθμό, ήλπιζα με ρυθμό πως αν ήταν να πάω από τραμ σαν τον μαρμαρωμένο Αντώνη, θα με πατήσει ένα της γραμμής Σαιν Τσαρλς που το πληγωμένο αγόρι το ’πε Α στρηητκαρ νέημντ ντηζάια’…

Στην Μπέρμπον στρητ κυκλοφορούν συνέχεια τουρίστες, μα ακόμη μ αρέσει. Μαγαζιά στη σειρά, το εκπληκτικό Γαλλικό Τετράγωνο, αρχιτεκτονική, κάγκελα στολίδια και «η παρθένα με το σατανά» λίτεραλλυ. Τζαζ, μαγαζιά με κορίτσια, ροκιές, φαγητό, όλα το ένα δίπλα στο άλλο. Σε ένα πορνείο με παράθυρο, το κορίτσι, όχι και τόσο κορίτσι πια, είχε βάλει μια κούνια στο δωμάτιο που έβλεπε στο δρόμο. Με θανατερό στιλέτο, μαύρη διχτυωτή κάλτσα και ζαρτιέρα με ένα τριανταφυλλάκι στολισμένη, έκανε κούνια. Κάθε που ερχόταν προς τα μπρος, δύο γυναικεία πόδια, έτσι στολισμένα, παρουσιάζονταν για λίγο στο δρόμο, βγαίναν απ το παράθυρο κι ύστερα γύριζαν πίσω για να τα πεθυμήσεις. Τέχνη αλήθεια.

Σε αυτη την άκρη, όλα είναι μουσική -- ως κι οι γκαλερί μοστράρουν όσους ζωγραφίζουν τη μουσική, τους μουσικούς, τις κιθάρες, τα πνευστά, τα κρουστά, τον αέρα που πάλλεται. Είναι γεμάτος γκαλερί ο πεζόδρομος που κατεβαίνει στην γαλλική αγορά. Πιο πέρα αρχίζει η περατζάδα στα πόδια του θεϊκού ποταμού, και αράζει ένα ποταμόπλοιο με ρόδα σαν αυτά που δούλευε μικρός ο Σαμουήλ ο Επιεικής, το ποταμόπλοιο Σάντσες, που σε πάει βόλτα τη νύχτα στο ποτάμι, με μπάντα να παίζει και ατμόσφαιρα άγριας δύσης. Στην όχθη είναι κι ένα υπέροχο Ακουάριουμ. Εδώ είναι ακίνδυνα. Λίγο πιο κάτω, στην πόλη, βρίσκεται το σημείο των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη πέτυ κράημ εγκληματικότητα: ο τάφος του Λούις Άρμστρογκ.

Ένα μαγαζί ταύτισα με τα πρωινά στην Νέα Ορλεάνη. Είναι ένα καφενείο, στο δρόμο που βγάζει από την Κανάλ στη Γαλλική Αγορά, απέναντι από το κυβερνείο, σε ανοιχτωσιά –αν και δε βλέπεις το ποτάμι. Το καφενείο μου λέγεται Καφέ ντι Μοντ, κι έχει μεγάλες πράσινες τέντες. Είναι ουσιαστικά μια μικρή –για τα αμερικάνικα δεδομένα- αίθουσα με μια μεγάλη αυλή σκεπαστή. Ακριβώς απ’ έξω, στο πεζοδρόμιο, κάθονται τρεις μεσήλικες τζαζίστες, που παίζουν ολλ τάημ κλάσσικς απ’ το πρωί ως το βράδυ, για να βγάλουν το μεροκάματο. Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν σε αυστηρά φιξαρισμένες ώρες –ακόμη έχω την απορία αν σερβίρουν ποτέ πρωινό τα ξενοδοχεία της Νέας Ορλεάνης ή έχουν βρει έναν ωραίο τρόπο να σε βάζουν να το πληρώνεις ξέροντας ότι ποτέ δε θα προλάβεις.

Καθημερινώς, λοιπόν, μετά το (τύπου άμα και όποτε γουστάρω) ξύπνημα, έβαζα my adidas, έκανα το ρυθμό της σφυγμό μου και ξεκινούσα. Σταθερή πρώτη στάση το καφέ ντι μοντ. Λουκουμάδες και καφές με τσίκορι, η σπεσιαλιτέ του. Παρά τη γαλλοθρεμένη παράδοση, και στη Νέα Ορλεάνη ο καφές δε γλίτωσε την αμερικανιά. Είναι νερόπλυμα – απλώς του προσθέσανε τσίκορι. Πιο γευστικός, αν σ αρες αυτό το πράμμα ίσως τον πεις και νόστιμο, αλλά δε σε ξυπνάει γαμωτ’. Την ώρα λοιπόν που καταναλώνω ωραίους λουκουμάδες κι αγωνίζομαι να μη γίνω χιονάνθρωπος από την άχνη, οι τρεις μεσήλικες τζαζίστες παίζουν λούις, πόρτερ, μπιμποπ. Παίζουν καλά, παίζουν κεφάτα, έχουν τη σκανταλιά στο μάτι κάθε φορά που συνεννοούνται για κάποιαν έκπληξη προς το αξιότιμο ακροατήριο.

Ε, φεύγοντας παίρνω μερικά σεντσια από τα ρέστα και τα ρίχνω στο θηκάρι που έχουν ακουμπισμένο μπρος τους οι κύριοι του τρίο. Μία, δύο, τρεις, την τέταρτη φορά ήρθε το κομπλιμέντο (γι αυτό τα κάνω όλα…). Την τέταρτη μέρα, λοιπόν, ο στρηητ αρχιμουσικός με τα πνευστά, με ρώτησε από που είμαι, σταματώντας να παίζει. Από την Ελλάδα, είπα, κοκκινίζοντας σαν αστακός –πατζάρια δεν έχει στη Λουϊζιάνα, αστακούς και μπλε καβούρια έχει. Κι εκείνος με έβγαλε βούκινο: «Ορίστε, κυρίες και κύριοι, το κορίτσι ήρθε από την Ελλάδα κι αγαπάει τη τζαζ, κάθε μέρα έρχεται να μας ακούσει, γιατί η Νέα Ορλεάνη είναι αυτό που ζεις στους δρόμους της», βροντοφώναζε ενώ εγώ παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί αλλά χαιρόμουν κιόλας και τον θυμάμαι ακόμη, αν τον δω στο δρόμο θα τον γνωρίσω…

Εκεί έγινε κι η συνάντηση με το Γιατρό το Γιάννη: ένα από εκείνα τα πρωινά ή μεσημέρια, θα σας γελάσω, που έπινα καφέ στο καφέ ντι μοντ, εκεί, στο φανάρι, ακριβώς απέναντι, είδα να περιμένει στη διάβαση το μεγαλοφυές αγόρι της Νέας Ορλεάνης, που όχι μόνο θεραπεύει πάσαν νόσο και πάσα μαλακία, αλλά του χρωστάω και μερικές ζημιές από τις πιο όμορφες της ζωής μου…

Τις υπόλοιπες μέρες καθόμουν σε τραπεζάκι σχεδόν απέναντι από το φανάρι, μπας και ξαναδώ εκείνο το μαγικό βάδισμα, και το μπαστουνάκι του, αλλά, τίποτε. Ήξερα ότι τον περισσότερο καιρό ζει στη Νέα Υόρκη κι ότι εδώ ερχόταν μόνο για να ηχογραφήσει - άρα εκείνη την εποχή κάτι ετοίμαζε. Δεν είναι πως δε σκέφτηκα να τον πλησιάσω - αλλά πάγωσα. Άλλο στις συναυλίες, στη χώρα μου αβάδιστα, αβίαστα, αβασάνιστα, άλλο στη δική του πατρίδα που τότε γινόταν πατρίδα μου. Αν και, ακόμη με μαλώνω που δεν του μίλησα. (Χρόνια αργότερα, όταν πήγα να του φιλήσω το χεράκι κι έσκυψε κείνος και φίλησε το δικό μου, όταν μου φόρεσε ένα φτερό στα μαλλιά και έχασα το γοβάκι μου όχι όπως η σταχτοπούτα μα όπως οι αρχαίες μάγισσες στην πανσέληνο, με μάλωσε κι αυτός.).

Τα βράδυα τα γέμιζε η μουσική. Στο πρεζερβέισον χωλ, ικανοί μουσικοί βάζουν τη τζαζ σε κονσέρβες ποιότητος. Βρίσκεται σε μια κάθετο της Μπέρμπον, και απαγορεύεται όταν ακούς εκεί τζαζ να πίνεις και να καπνίζεις. Έλεος, κομπανιέροι, αυτό είναι διαστροφή, τους λέω, τίποτε αυτοί. Τους αφήνω κι εγώ, πάω σε άλλο μαγαζί όπου οι κακές συνήθειες αποθεώνονται και περνάω καλά χορεύοντας και χαμογελώντας στους ερωτευμένους. Όταν η ώρα χτύπησε τρεις το ξημέρωμα, κι άρχισα να φοβάμαι ότι η άμαξα θα γίνει κολοκύθα, πήρα το δρόμο για το ξενοδοχείο, που ήταν στην όχθη του Μισισιπή, και είχε και δωμάτια καπνιζόντων και παράθυρο στο Θεό.
Τόση μουσική –πληγή…
Η Κανάλ βγάζει κατευθείαν στο ποτάμι κι είναι δρόμος πολύ φαρδύς, σαν ένα ποτάμι ασφάλτου προς το ποτάμι της λάσπης. Γωνία οδών Μπέρμπον και Κανάλ παίζει σαξόφωνο ένας νεαρός –μάλλον μιγάς- παίζει καλά και παίζει το χάρλεμ νοκτυρν. Μόλις στρίβω την Κανάλ, προς τη μεριά του ποταμούπατέρα, τσουπ! ένα φεγγάρι τεράστιο, κατακίτρινο, μουν ρίβερ, το φεγγάρι των Νέβιλ μπράδερς... Γύρισα δίπλα μου, να βρω ένα ζευγάρι μάτια. Δε ήταν κανείς. Ακόμη με γεμίζει θλίψη… είναι η πιο έντονη μνήμη από την Ορλεάνη μου.
Ακριβώς την επόμενη νύχτα, επειδή ένα Χίλτον είναι χτισμένο μέσα στο ποτάμι (τα εστιατόρια και τα σχετικά δηλαδή), μου λέω, ντήαρεστ, επειδή μου μελαγχόλησες, θα σε πάω εκεί να σου κάνω το τραπέζι, να τα πείτε λίγο με το φεγγάρι, να τα βρείτε εσείς οι δυό, που σε πλήγωσε το τέρας! Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που με υπάκουσα κι άξιζε τον κόπο -- δε θα με κατηγορήσω.

«Πόσοι είστε;». Εγώ η ίδια αυτοπροσώπως. Πληγώθηκε το αγόρι – το είδα στα μάτια του. Αποφάσισε λοιπόν να με περιποιηθεί. Με βάζει δίπλα σε ένα παράθυρο που βλέπεις το ποτάμι και τον ουρανό και τα φώτα της πόλης, όλα μαζί ομού και ταυτοχρόνως και παραλλήλως δεν έχεις επαφή με το λοιπό κοινό. Πως λέμε «μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα»; Έτσι.

Πίσω η μπάντα παίζει – μπιμποπ. Του λέω, δεν ξέρω τι θα φάω, θέλω κρασάκι. Μου φέρνει το wine list και τι ανακαλύπτω; Τι; Ότι, ότι κι αν θες, σερβίρεται ποτήρι –ακόμη και κρασιά 20 και 30 ετών παλαιωμένα. Λοιπόν, να μη τα πολυλογώ, του λέω του σομελιέ, διάλεξέ μου τα τρία καλύτερα και διάλεξέ μου και κάτι ελαφρύ που να πηγαίνει με το πρώτο –ποιος θέλει φαγητό στην παράδεισο του κρασιού; Κι αρχίζει η ιστορία… Ήπια τα 6 καλύτερα κρασιά της λίστας, φίλιωσα με το φεγγάρι, μουρμούρισα τα μινορακια μι μου, τσάκισα την πιστωτική, και γύρισα στο ξενοδοχείο μου νοιώθοντας ένα με τον κόσμο όλο.

Άλλη μία φορά, έξω από αυτή, ήμουν η μόνη λευκή στην παρέα, όσο βρισκόμουν στη Νέα Ορλεάνη. Ήταν όταν αποφάσισα να κάνω τη βόλτα “Μαύρη Κληρονομιά” –black heritage tour εις την αγγλική- την πιο blues βόλτα στον πλανήτη. Ανεβαίνεις σε ένα λεωφορείο, κι ύστερα σε ένα πλατύ βαρκάκι, και, όση ώρα διασχίζεις πόλη, the bayou, ποταμό, η φωνή του ξεναγού με την έντονη ντόπια προφορά, σου εξηγεί πόσες χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει προσπαθώντας να αποδράσουν, έχουν δολοφονηθεί, βιαστεί, θαφτεί ζωντανοί, στην land of the free και home of the brave. (Όταν ο ξεναγός, κοιτώντας με, είπε ότι “η λάσπη του Μισισιπή είναι φτιαγμένη από τα κορμιά των μαύρων που πνίγηκαν προσπαθώντας να αποδράσουν από την ζωή των φυτειών” ντράπηκα κι ας μην έφταιξε κανείς από μας… Ευτυχώς μετά, στις μπύρες, λύθηκαν οι παρεξηγήσεις).

Παραλίγο να το ξεχάσω… Οι πιο ωραίες μουσικές στην πόλη γεννιούνται στο μαιευτήριον Τιπιτίνα. Μου το πε ο γιατρός ο Γιάννης όταν μου χάρισε φτερά.

Πάντα νοιώθω ελάχιστη όταν πρέπει να διηγηθώ αυτή την πατρίδα. Ελπίζω να μη την πρόδωσα.

Για το φαγητό και το ποτό άλλη φορά -- θέλει πολλές ώρες ένα σοβαρό ποστ για την κουζίνα της Λουιζιάνας. Τις κάρτες ταχυδρομείου που στόλισαν το κείμενο δανείστηκα από εδώ κι από δω

18.12.05

Un songe de bonte


«Ο Μαξ Ερνστ είχε την πρώτη του επαφή με τον κόσμο των αισθήσεων στις 2 Απριλίου 1891, στις 9.45 π.μ. ώρα Κολωνίας, όταν αναδύθηκε από το αυγό που η μητέρα του είχε γεννήσει στη φωλιά ενός αητού και το πουλί είχε κλωσήσει για επτά χρόνια...

Είχε επηρεαστεί από το μυστήριο των τηλεγραφικών στύλων που κινούνται όταν τους βλέπει κανείς από το τρένο που προχωρά, αλλά μένουν ακίνητοι όταν μένεις κι εσύ ακίνητος. Για να μπορέσει να εξερευνήσει το μυστήριο των τηλεγραφικών στύλων και για να ξεφύγει από την τυραννία του πατέρα του, ο πεντάχρονος Μαξ το έσκασε από το σπίτι.

Γαλανομάτης, ξανθός, με κόκκινο νυχτικό, κι ένα καμτσίκι στο αριστερό του χέρι, διέσχισε το δρόμο κι ανακατεύτηκε σε μια πομπή προσκυνητών... πράγμα που με τη σειρά του ενέπνευσε τον πατέρα του, που τον ζωγράφισε, με τα γαλανά του μάτια και τις ξανθές του μπούκλες τη στιγμή που ευλογεί τον κόσμο, ντυμένο με ένα κόκκινο νυχτικό και με ένα σταυρό -αντί για καμτσίκι- στο αριστερό του χέρι...

Δεύτερη επαφή με τη ζωγραφική: είδε τον πατέρα του να ζωγραφίζει ένα πίνακα από το τοπίο στον κήπο τους και να τον τελειώνει στο στούντιο. Ο πατέρας του παρέλειψε ένα θάμνο από τον πίνακά του γιατί ενοχλούσε τη σύνθεση. Μετά έκοψε το θάμνο από τον κήπο για να μην υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στον κήπο και τον πίνακά του... Ένα βιβλίο που έγραψε την περίοδο της εφηβείας του δεν εκδόθηκε ποτέ. Ο πατέρας του το βρήκε και το έκαψε. Τίτλος του ‘διάφορες σελίδες από το ημερολόγιό μου’.

Ο Μαξ Ερνστ πέθανε την 1η Αυγούστου του 1914. Επέστρεψε στη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1918. Έφηβος που ήθελε να γίνει μάγος και να ανακαλύψει τον κεντρικό μύθο της εποχής του. Πότε-πότε συμβουλευόταν τον αητό που είχε προστατεύσει το αυγό της προγενέστερης ύπαρξής του. Οι συμβουλές του πουλιού μπορούν να γίνουν αισθητές μες από το έργο του».

Ημερολόγιο του Μαξ Ερνστ (Χανς Ρίχτερ, Νταντά, εκδόσεις Υποδομή), του δεύτερου Μάξιμου του Ομολογητή και επ’ αγιοτήτι τιμηθέντος λοχαγού στη χωρεία της καρδιάς μου.


Μη με κοροϊδέψετε μα, πολλές φορές, τα βράδυα που δε με πιάνει ύπνος, φαντάζομαι έναν καφενέ της Κολωνίας, εκεί που βρίσκονταν ο Μαξ Έρνστ κι ο ΖανΑρπδηλαδήοΧανςΑρπ, σκανταλιάρικα όμορφα αγόρια, για να ετοιμάσουν μια ακόμη ρεβίστα ή ένα χάπενινγκ στα δημόσια ουρητήρια -- τι να μας πείτε περί σκανδάλων μικροί και γελοίοι γραφιάδες των προστακτικών, τι να μας πείτε* -- φαντάζομαι το Μαξ να παίζει σχεδιάζοντας στους καταλόγους, να θυμώνει ο καφετζής -- άλλη φορα θα φιλήσω στο κούτελο το ΖανΑρπδηλαδήτοΧανςΑρπ-- και τον αγαπάω μ όλη τη δύναμη της καρδιάς μου, τον αγαπάω σαν προσευχή κι έρχεται ύπνος.

Άλλες φορές σκέφτομαι τον ΖανΑρπδηλαδήτονΧανςΑρπ να του δείχνει, έι, Μαξ, είναι μια μεγαλοκοπέλλα εκεί στο βάθος του χρόνου, τη βλέπεις; Ναι, ναι τη βλέπω, κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά, κι ύστερα βάζουν τα χέρια στους κροτάφους, παλάμες ανοικτές προς τα έξω, και μου βγάζουνε τη γλώσσα και τους πιάνω στο κυνηγητό και περνάω την κορνίζα του χρόνου που την κρατά ο Μαξ όπως στο σκάκι και περνάω και τους πιάνω και αγκαλιαζόμαστε και γελάμε, πόσο γελάμε.

Και μετά πάμε στο δωμάτιο του Μαξ, πετώντας πάνω από τα τριαντάφυλλα κρυφά από τον μπαμπά Ερνστ, και πιάνουμε τα μολύβια και τα χαρτιά και τα νομίσματα και τους μικρούς όγκους των σπουδαίων πραγμάτων,
χαλκομανίες και χαρτιά και κλωστές και κουβαρίστρες και μια φωτογραφία του Μαξ όταν έσκαγε απ τ αυγό
και φτιάχνουμε όλο τον κόσμο πριν έρθουν οι μεγάλοι και τα πουν αυτά κολλάζ, χαλκομανίες και φροτάζ, πριν πουν πως "ο Μαξ Ερνστ ήταν εκείνος που πέρασε στην τέχνη του το κολλάζ και τις χαλκομανίες κι εκείνος που ανακάλυψε το φροτάζ", δηλαδή αυτό, δες,
που βάζουμε τη δραχμούλα κάτω από το χαρτί και μετά περνούμε από πάνω το μολύβι και φτιαχνεται μολυβί η δραχμούλα στο χαρτί κι ύστερα τόσο περήφανοι, δες, δες τι έκανα!


Ο Μαξ Ερνστ σήμερα, Μίνιμαξ, Ντανταμαξ, γιατί ο Κάπταιν Κουκ χτες και γιατί ο σουρρεαλισμός για πάντα.
Ο τίτλος - Ένα όνειρο αθωότητας - εκ του "Μια εβδομάδα αθωότητας", τίτλου βιβλιοέκδοσης των κολάζ του.

*Τι να μας πείτε,τι να μας πείτε περί σκανδάλων μικροί και γελοίοι γραφιάδες των προστακτικών, τι να μας πείτε, σας ζωγράφισε, εκεί, στο παραθυράκι, άκαρδοι, άκεφοι, ψηλομύτηδες, όνταμη, όνταχωρίς, ανθρωπάρια των προστακτικών
--!Δείτε!Διαβάστε!Ακούστε!Λατρέψτε!Γαμηθείτε!Φάτε!Πιείτε!Κάντε τούμπες!Προσκυνήστεμας! -- ανθρωπάρια των προστακτικών είστε εκεί και είστε αυτοί, ακριβώς αυτοί...

17.12.05

Ακολουθεί Διαφήμιση Μέρος Βήτον


Το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2005, μία μέρα πριν κλείσει η εικαστική έκθεση της ομάδας «Καρατρανσαβανγκάρντια» στο Μύλο de Salonica, το μέλος της ομάδας Γίγας θα ολοκληρώσει τον κύκλο του δρώμενου (ελληνιστί χάππενινγκ) «Τέχνη Με το Μέτρο».

Το έργο, διαστάσεων 3,5m X 3,5m θα κοπεί σε μικρότερα κομμάτια, αναλόγως των παραγγελιών – σε διαστάσεις 0,5 ή 1,00 ή 1,5 ή 2,00 μέτρων— όπου επιλέγει ο κάθε αγοραστής. Κατόπιν, θα πουληθούν τα υπόλοιπα «Ρετάλια της Τέχνης».

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2005, ενώ οι τρεις εικαστικοί θα ξεστήνουν την έκθεση, σε ένα τοίχο θα προβάλλεται, ανά μία ώρα, η δεκάλεπτη ταινία «Κριστμας Γκριτινγκς από το Γίγα», που τελεί υπό την αιγίδα της «Καρατρανσαβαντγκάρντια».

Σε όσους παραβρεθούν θα μοιραστούν δώρα- έκπληξη.

Στην πρώτη φωτό βλέπετε την "Τέχνη με το μέτρο". Στην δεύτερη, το μέτρο που μ αρεσε περσότερο. Και σε αυτή που ακολουθεί το πιο πολιτικό σχόλιο του πάντα ιδιαιτέρως πολιτικού Γίγα.

16.12.05

Κώστας Ζουράρις: «Είμαι σα βοτσαλάκι φρόνιμο»

Συνέντευξη του γνωστού πολιτειολόγου και, από μηνός, εκδότη της εφημερίδας «Μακεδονία». Δόθηκε τηλεφωνικώς, το απόγευμα της Πέμπτης 15 Δεκεμβρίου 2005, στη Μιραντολίνα.



-Κύριε Ζουράρι, καλησπέρα σας.
-Καλησπέρα.
-Ξέρετε, ζήτησα αυτή τη συνέντευξη, αλλά απέκρυψα το γεγονός ότι δε θα δημοσιευτεί σε ένα συμβατικό μέσο. Θα δημοσιευτεί σε ένα βλογ. Ξέρετε τι είναι βλογ;
-Ναι, μου έχουν πει. Και πως σε λένε;
-Μιραντολίνα.
-Πως;
-Μιραντολίνα. Ιταλικό είναι. Είμαι δικτυακή ξενοδόχος, κυβερνολοκαντιέρα.
-Α, μάλιστα.
-Έχετε πρόβλημα να δώσετε συνέντευξη σε βλογ;
-Όχι, όχι. Πέστε μου.
-Δεν έχετε και πολύ καλή σχέση με την τεχνολογία, ε;
-Δεν έχω καλή σχέση με τους υπολογιστές, όχι με την μηχανολογία. Και δεν έχω καλή σχέση, διότι δεν τρέχουν. Πρέπει να τρέχει η μηχανολογία για να μ αρέσει. Αυτοί, οι υπολογιστές, δεν τρέχουν. Τρέχουν με μεγαμπιτς, πως τα λέτε, αλλά αυτά είναι του κώλου τα εννιάμερα. Ταχύτητα είναι να διακινδυνεύεις κι εσύ. Το κομπιούτερ δε σε πάει επί πτερύγων ανέμων, όπως σε πήγαινε μια Ντουκάτι ή μια Φερράρι ή μια Μοτογκούτσι ή μια Λάντσια κουάτρο. Όπως σε πάνε και τα πόδια σου στην ορειβασία – άλλη υπέροχη νηφάλιος μέθη.
-Κι όμως, στο διαδίκτυο είναι πολλοί οι άνθρωποι που αγωνίζονται για την διάσωση της παράδοσης, υπέρ του πολυτονικού, υπέρ όλων όσων πρεσβεύετε κι εσείς – ομοϊδεάτες σας - που μάλιστα υιοθετούν τις νεώτερες τεχνολογίες.
-Με πολύ αγάπη το βλέπω και τους λέω γέρα, γερά και με υπομονή να παλεύουν για τα υπεράχρονα και τα ακίνητα της ελληνίδος φιλοκαλίας.
-Να περάσουμε στα δικά σας. Πρόσφατα επιστρέψατε στην μητρώα πόλη, τη Θεσσαλονίκη.
-Ναι.
-Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν σε αυτό;
-Είναι πολλοί οι λόγοι. Κυρίως όμως, κάνω ότι κάνει κι ο γέρικος ελέφαντας, που όταν καταλαβαίνει ότι έρχεται το τέλος παίρνει το δρόμο προς το κοιμητήριο.
-Κι αφήσατε την Κρήτη, το Βραχάσι..
-Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκαν στο Βραχάσι, αλλά ξέρουν ότι δεν το έχω εγκαταλείψει. Στο Βραχάσι θα αναπαυτούν τα οστά μου. Εμείς δεν έχουμε οικογενειακό τάφο στη Θεσσαλονίκη πια. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε για μένα κοιμητήριο ζώντων, το Βραχάσι κοιμητήριο τεθνεώτων.
-Θέλετε να πεθάνετε στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή.
-Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος. Μπορεί να ψοφήσω και σε κανένα ΚΤΕΛ. Σε ΚΤΕΛ, σε πλοίο, σε αεροπλάνο…
-Μα τι λέτε τώρα;
- Είμαι συνέχεια στους δρόμους. Μιλάω για τη στατιστική πιθανότητα.
-Είναι αλήθεια πως, όπου σας καλούν πηγαίνετε.
-Πηγαίνω διότι ανήκω στην χωρία της αποστολής. Είμαι αποστολικός. Συνέκδημος, αποστολικός, παρεπίδημος – όλα αυτά της πορείας. Πως το λέει ο Χρυσόστομος : μη λέγετε έχω την δε την πόλιν. Ουκ έχω πόλιν. Οδίτης κι οδοιπόρος. Είμαι οδίτης κι οδοιπόρος.
-Με παρασύρετε και δεν έχω ρωτήσει ακόμη αυτά που ήθελα να ρωτήσω. Αναδειχθήκατε σε σημαντική μορφή της λεγόμενης νέο-ορθοδοξίας, τη δεκαετία του 80. Τότε ήταν πραγματικά πάρα πολλοί οι άνθρωποι που αγκάλιαζαν τον ορθόδοξο τρόπο βίου, νήστευαν, λειτουργούνταν, κοινωνούσαν. Σήμερα, από όλους εκείνους ενεργοί πιστοί έχουν μείνει σχετικά λίγοι.
-Ε, δεν είναι λίγοι.
-Τέλος πάντων, ο μεγάλος όγκος εγκατέλειψε. Ίσως παραμένει σεβαστικός, αλλά δεν είναι πιστός.
-Κατ αρχήν, εγώ δεν δέχθηκα τον όρο νεορθόδοξος ποτέ. Η ορθόδοξη παράδοση είναι μια. Αυτό το «νεορθοδοξία» καθιερώθηκε από τους δημοσιογράφους, είναι δημοσιογραφικό κι έγινε για λόγους ευκολίας. Τι έμεινε από όλο αυτό που λέτε; Έμεινε η αναζωπύρωση των Πατερικών Σπουδών στον ελλαδικό και τον ελληνορθόδοξο κόσμο – στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Αμερική, αγάπησαν οι νέοι την θεία λειτουργία, τα μυστήρια, απέκτησαν τη βιωματική εμπειρία, εβίωσαν τη σύναξη κι όχι τα λόγια.
-Κι ύστερα τους έδιωξε ο Χριστόδουλος.
-Δε διώχνει κανείς Χριστόδουλος ή μη χριστόδουλος. Αυτά είναι προσωρινά όλα.
-Και τότε, γιατί εγκατέλειψαν το χώρο της πίστης τόσοι πολλοί από τους κάποτε ολόθερμους αριστερούς ορθοδόξους;
-Γιατί η εκκοσμίκευση είναι δυνατή. Και πάντα υπήρχε. Αν διαβάσεις Χρυσόστομο ή Μέγα Βασίλειο, θα δεις ότι λένε αυτά που είπες. Πρήζεστε από φαΐ, τρέχετε στα θέατρα και τα χαζοκούτια, χειροκροτείτε φούσκες. Η νοσταλγία νίψεως, νηφαλιότητας εκκλησιαστικής, επίσης υπάρχει, όμως.
-Περί τούτων όλων, των της εκκοσμίκευσης, έχετε κατηγορηθεί κι εσείς ως γυναικάς.
-Δεν είμαι εγώ γυναικάς! Να κατηγορείς τις κυρίες που είναι οι πιο ζουραρικές των νεορθοδόξων, των ορθοδόξων ή των μη ορθοδόξων. Εγώ είμαι σα βοτσαλάκι φρόνιμο κι έρχονται αυτές και ποδοπατούν το βοτσαλάκι. Τι φταίει το φρόνιμο το βοτσαλάκι γι αυτό;
-Σας ακούω βιαστικό. Έχω πολλά να ρωτήσω αλλά δεν θέλω να είμαι αγενής. Μια τελευταία ερώτηση;
-Λέγε.
-Πως σας φαίνετε που ο λαός του ΠΑΟΚ σας ζητάει, από όταν αναλάβατε το συγκρότημα Βελλίδη, να αναλάβετε και την ΠΑΕ; Τι θα λέγατε στα ΠΑΟΚια που σας το ζητούν;
-Θα τους έλεγα να πάνε να γραφτούνε μέλη του ερασιτέχνη. Είναι η πρώτη πράξη έμπρακτης αγάπης. Να την πάρουν στα χέρια τους με ανιδιοτέλεια κι αγάπη. Να αρχίσει η εξυγίανση και βεβαίως να γίνει η εταιρία λαϊκής βάσης του ΠΑΟΚ.
-Επιτρέψτε μου άλλη μια τελευταία ερώτηση, κατά το ελληνικόν έθος, τότε. Μάθατε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε πως λάθος πληροφορίες τους οδήγησαν να επιτεθούν στο Ιράκ.
-Ε, αν μπήκαν κατά λάθος, ας κάνουν και το δεύτερο λάθος – ας βγούνε κατά λάθος.

Ο Κώστας Ζουράρις αρθρογραφεί στις εφημερίδες «Μακεδονία της Κυριακής» και «Σπορ του Βορρά».

Την φωτογραφία δανείστηκα από το σάιτ της εφημερίδας της Κομοτηνής Χρόνος.

14.12.05

Όπου και να σας βρει το κακό, αδελφοί...

μνημονεύετε Ερρίκο Τέρνερ, μνημονεύετε Μάλκομ Χ.

Στη μνήμη του Στάνλυ Τούκυ Ουίλλιαμς.


Αφηγητής:
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλει την 14η και την 15η τροπολογία του Συντάγματος, εξασφαλίζοντας το δικαίωμα ψήφου στους μαύρους, οι Αφροαμερικάνοι εκλέγονταν σε όλα τα κυβερνητικά σώματα του Νότου. Αλλά μετά από μερικά χρόνια, αυτού που θα μπορούσε να αποκληθεί «Ριζική Αναδόμηση» (Radical Reconstruction) τα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα του Βορρά φτάσανε σε συμφωνία με εκείνα του Νότου, που προέβλεπε να αποσύρουν την ομοσπονδιακή εξουσία και να επιτρέψουν στο λευκό Νότο να κάνει ότι θέλει. Ο Ερρίκος ΜακΝηλ Τέρνερ, εκλεγείς στο πολιτειακό κοινοβούλιο της Γεωργίας, εκδιώχθηκε από το σώμα το 1872. Πριν φύγει, απευθύνθηκε στους συναδέλφους του.

Ερρίκος Τέρνερ - 1872
Κύριε πρόεδρε της Βουλής. Ελπίζω τα μέλη του Κοινοβουλίου να κατανοήσουν την θέση που παίρνω. Θεωρώ ότι είμαι μέλος αυτού του σώματος. Γι αυτό ακριβώς, κύριε, ούτε θα κοιτάξω να καλοπιάσω ούτε θα φοβηθώ μπρος σε οποιονδήποτε, ούτε θα παρακαλέσω γονατιστός για τα δικαιώματά μου. Είμαι εδώ για να απαιτήσω τα δικαιώματά μου και να κεραυνοβολήσω όποιον τολμήσει να περάσει τα όρια που θέτει ο ανδρισμός μου.

Όσα διεξάγονται στο κοινοβούλιο σήμερα δεν έχουν όμοιό τους στην ιστορία του κόσμου. Ποτέ, στην ιστορία του κόσμου δεν βρέθηκε ένας άνδρας να στέκεται μπρος σε ένα σώμα ενδεδυμένο νομοθετική, δικαστική ή εκτελεστική εξουσία, αντιμέτωπος με την κατηγορία πως είναι πιο σκούρος από τους συναδέλφους του. Απέμεινε στην Πολιτεία της Γεωργίας, στην καρδιά του 19ου αιώνα, να καλέσει ενώπιον του σώματος κάποιον και να τον κατηγορήσει για κάτι για το οποίο είναι τόσο υπεύθυνος όσο και για το κεφάλι που κουβαλάει στους ώμους του. Η αγγλοσαξωνική ράτσα, κύριε, είναι εκείνη που πάντα θα εκπλήσσει. Δεν γνώριζα πως είναι στο χαρακτήρα αυτής της ράτσας τόση δειλία ή τόση μικροψυχία. […]

Μας λέτε πως, αν οι μαύροι θέλουν να μιλήσουν, πρέπει να μιλήσουν μέσω λευκών σαλπιγκτών, αν οι μαύροι θέλουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους πρέπει να τα νοθέψουν και να τα στείλουν με λευκούς αγγελιοφόρους, που θα τους ψέγουν, θα τους αποφεύγουν και θα αμφιλέγουν με την ταχύτητα εκκρεμούς.
Το μεγάλο ερώτημα, κύριε πρόεδρε, είναι: Είμαι άνθρωπος; Αν είμαι, τότε ζητώ τα δικαιώματα του ανθρώπου. Βλέπετε, κύριε, αν και δεν είμαστε λευκοί, καταφέραμε πολλά… Χτίσαμε τη χώρα σας, δουλέψαμε τα χωράφια σας, μαζέψαμε τις σοδειές σας για διακόσια πενήντα χρόνια. Και τι σας ζητήσαμε σαν αντάλλαγμα; Μήπως ζητήσαμε αποζημίωση για τον ιδρώτα των προγόνων μας που χύθηκε για σας, για τα δάκρυα που προκαλέσατε, για τις καρδιές που ραγίσατε, για τις ζωές που στερήσατε, για το αίμα που χύσατε; Μήπως ζητήσαμε αντίποινα; Δε ζητήσαμε. Είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε το παρελθόν να θάψει τους νεκρούς του, όμως τώρα πια ζητούμε τα δικαιώματά μας.

Αφηγητής:
Στον αγώνα για φυλετική ισότητα, δεν αποδέχονταν όλοι οι μαύροι το μήνυμα αγάπης και μη βίας του Μαρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Λίγο μετά την Πορεία της Ουάσιγκτον, του 1963, στην οποία ο Μ.Λ. Κινγκ μίλησε για το «όνειρό» του, τέσσερα ανήλικα μαύρα κορίτσια βρήκαν το θάνατο από βομβιστική ενέργεια σε μια εκκλησία του Μπέρμινχαμ (σμ- της Αλαμπάμα). Για τον Μάλκομ Χ, που μεγάλωσε στο βόρειο γκέτο, έκανε φυλακή κι έγινε μουσουλμάνος, το γεγονός αυτό αναδείκνυε τα όρια του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων (σμ- του Μ.Λ. Κινγκ). Εκείνη την άνοιξη, ο Μάλκομ Χ μίλησε σε ένα συνέδριο του Ντιτρόιτ. Δύο χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε.

Μάλκομ Χ - 1964
Όσο ο λευκός σας έστελνε στην Κορέα, ματώνατε. Σας έστελνε στη Γερμανία, ματώνατε. Σας έστελνε στο νότιο Ειρηνικό να πολεμήσατε τους Γιαπωνέζους, ματώνατε. Ματώνετε για τους λευκούς αλλά όταν δείτε τις εκκλησιές σας να βομβαρδίζονται, τα κοριτσάκια σας να δολοφονούνται, δε σας έχει μείνει αίμα. Ματώνετε όταν σας πει ο λευκός να ματώσετε, δαγκώνετε όταν σας πει ο λευκός να δαγκώσετε και γαυγίζετε όταν σας πει ο λευκός να γαυγίσετε. Με ενοχλεί που το λέω για μας, μα είναι αλήθεια.

Πως θα είστε κατά της βίας στο Μισσισσιππή, όντας βίαιοι στην Κορέα; Πως δικαιολογείτε να είστε μη βίαιοι στο Μισσισσιππή και την Αλαμπάμα, όταν οι εκκλησιές σας βομβαρδίζονται και τα κοριτσάκια σας δολοφονούνται;

Αν η βία είναι λάθος στην Αμερική, τότε η βία είναι λάθος κι έξω από αυτήν. Αν είναι λάθος να καταφεύγεις στη βία για να υπερασπιστείς τις μαύρες γυναίκες και τα μαύρα παιδιά και τα μαύρα μωρά και τους μαύρους άνδρες, τότε είναι λάθος για την Αμερική να μας επιστρατεύει και να μας οδηγεί στη βία για να την υπερασπιστούμε. Κι αν είναι σωστό για την Αμερική να μας επιστρατεύει, τότε είναι σωστό για σένα και για μένα να κάνουμε ότι είναι απαραίτητο για να υπερασπίσουμε το λαό μας μέσα σε τούτη τη χώρα.

Ασάντι Άστον - 2004
Ναι μαι λοιπόν εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες να αγωνίζομαι για την Απελευθέρωση των Μαύρων και ν’ αναρωτιέμαι: πως μπορούμε να αποφύγουμε αυτές τις καταστάσεις; Ο Αναρχισμός μου έδωσε έναν τρόπο να απαντήσω στο ερώτημα, επιμένοντας ότι πρέπει να φτιάχνουμε, καθώς αγωνιζόμαστε σήμερα, αντιαυταρχικές δομές λήψης αποφάσεων και να συνεχίσουμε να πλησιάζουμε τους ανθρώπους, να φέρνουμε όλο και περισσότερους κοντά μας, όχι να περιμένουμε κάποιοι πεφωτισμένοι να παίρνουν τις αποφάσεις για τους υπόλοιπους.

Οι ίδιοι οι άνθρωποι πρέπει να δημιουργήσουν τις δομές μέσα από τις οποίες θα ακουστούν όντων οι φωνές τους και θα είναι δικές τους οι αποφάσεις. Καμμία άλλη ιδεολογία δε μου το έδωσε αυτό, εκτός από τον αναρχισμό. Η πρακτική απέδειξε ότι οι αναρχικές δομές λήψης αποφάσεων λειτουργούν. [..]

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία του Αναρχισμού για μένα είναι η επιμονή του ότι δεν πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι σε παλιές προσεγγίσεις, αλλά συνεχώς να προσπαθούμε να βρούμε νέους τρόπους να δούμε τα πράγματα, τα αισθήματα και την οργάνωση. [..] Ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα που έμαθα από τον αναρχισμό, ήταν η ανάγκη να ψάχνω για όλα τα ριζοσπαστικά πράγματα που ήδη κάνουμε και να προσπαθώ να τα ενθαρρύνω. Γι αυτό και θεωρώ ότι υπάρχουν οι δυνατότητες επίτευξης αναρχισμού στις μαύρες κοινότητες: πάρα πολλά απ΄ όσα ήδη κάνουμε είναι αναρχικά, και δεν υπάρχει σ αυτά ρόλος του κράτους, της αστυνομίας ή των πολιτικών. Νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλο, φροντίζουμε ο ένας τα παιδιά του άλλου, πάμε στα μαγαζιά για τα ψώνια του άλλου, βρίσκουμε τρόπους να προστατεύουμε τις κοινότητές μας. Ακόμη, οι εκκλησίες μας έχουν οργανωθεί σε πολλά ως κομμούνες.

Έμαθα λοιπόν πως υπάρχουν τρόποι να είμαστε ριζοσπαστικοί και να δρούμε ριζοσπαστικά χωρίς να βάλουμε κανέναν να διαβάσει τα φυλλάδια και τα βιβλία μας και χωρίς να λέμε στους ανθρώπους «έτσι έχουν τα πράγματα, αν τα διαβάσετε αυτά θα γίνεται αυτομάτως Επαναστάτες». Για παράδειγμα η συμμετοχή είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα για τον αναρχισμό κι είναι εξίσου σημαντικό για τη Μαύρη Κοινότητα. Σκεφτείτε τη jazz, είναι μια από τις καλύτερες απεικονίσεις μιαν υπάρχουσας ριζοσπαστικής πρακτικής γιατί συγκροτεί τον δεσμό συμμετοχής ανάμεσα στο πρόσωπο και το σύνολο, κι επιτρέπει την έκφραση της ταυτότητας του προσώπου μέσα ακριβώς στο σύνολο, βασιζόμενο στην απόλαυση κι ευχαρίστηση της μουσικής. Οι κοινότητες μας έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν έτσι. Μπορούμε να ενώσουμε τις διαφορετικές οπτικές και να κάνουμε μουσική, να κάνουμε Επανάσταση.

Πως μπορούμε να δυναμώσουμε κάθε πράξη ελευθερίας; Είτε πρόκειται για ανθρώπους στη δουλειά μας είτε για τους τύπους που βλέπουμε στη γωνιά του δρόμου, πως μπορούμε να σχεδιάσουμε και να προχωρήσουμε δουλεύοντας μαζί; Χρειάζεται να διδαχθούμε από τους διαφορετικούς αγώνες σε ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι δεν έχουν βασιστεί σε πρωτοπορίες. Υπάρχουν παραδείγματα στη Βολιβία. Υπάρχουν οι Ζαπατίστας. Υπάρχουν ομάδες στη Σενεγάλη. Πρέπει πραγματικά να κοιτάξουμε τους ανθρώπους που προσπαθούν να ζήσουν κι όχι απαραίτητα να ακολουθήσουν τις πιο προοδευτικες ιδέες. Πρέπει να αφαιρέσουμε ισχύ από το αφηρημένο και να επικεντρωθούμε σε αυτό που συμβαίνει επί τόπου.

Πως μπορούμε να φέρουμε τα διάφορα παρακλάδια κοντά; Πως μπορούμε να φέρουμε τους Rastas; Πως μπορούμε να φέρουμε τους ανθρώπους της δυτικής ακτής που ακόμη μάχονται κατά της κυβέρνησης για την κλοπή της γης των ιθαγενών; Πως μπορούμε να ενώσουμε όλους τους ανθρώπους και να δημιουργήσουμε το όραμα μιας Αμερικής που είναι για όλους μας; Ο συγκρουσιακός τρόπος σκέψης και τα ρίσκα του είναι απαραίτητα. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικά σήμερα κι ένας από τους λόγους που με οδηγούν να σκέφτομαι ότι ο αναρχισμός έχει τόσες δυνατότητες να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε. Δεν μας ζητείται να ακολουθήσουμε δογματικά τους πατέρες της παράδοσης, αλλά να την ανοίξουμε με όποιο τρόπο αυξάνει τη δημοκρατική μας συμμετοχή, την δημιουργικότητα μας και την ευτυχία μας.

[…] όχι μόνο στις δικές μας έγχρωμες κοινότητες αλλά και σε κάθε κοινότητα είναι ανάγκη να σταματήσουμε να εφαρμόζουμε ετοιματζίδικα σχέδια, και να εμπιστευτούμε ότι οι άνθρωποι μπορούν συλλογικά να αποφασίσουν τι ν α κάνουν με τούτο τον κόσμο. Νομίζω ότι έχουμε την ευκαιρία να αφήσουμε στη γωνία αυτό που νομίζαμε ότι μπορεί να αποτελεί μιαν έτοιμη απάντηση και να πολεμήσουμε όλοι μαζί για να εξερευνήσουμε τα οράματά μας για το μέλλον. Μπορούμε και πρέπει να δουλεύουμε σε αυτή την κατεύθυνση ενώ προχωράμε.

Παρότι θέλουμε να αγωνιστούμε, τα πράγματα θα είναι δύσκολα λόγω των προβλημάτων που κληρονομήσαμε από αυτήν την Αυτοκρατορία. […] δεν πρόκειται να ξεπεράσουμε ορισμένες εσωτερικές μας δυναμικές που μας κρατούν διχασμένους, αν δεν είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε μερικούς ιδιαίτερα σκληρούς αγώνες. Και γι αυτό λέω ότι δεν υπάρχει απάντηση έτοιμη. Απλώς πρέπει να μπούμε στη διαδικασία.

Οι δικοί μας αγώνες, εδώ, στις ΗΠΑ, επηρεάζουν όλους τους ανθρώπους, σε όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκονται. Είναι βασικός ο ρόλος των έσχατων, αυτών που βρίσκονται στη βάση και ο τρόπος που θα συνδεθούμε μαζί τους θα αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικός. Αρκετοί από μας είναι προνομιούχοι και μπορούν να αποφύγουν κάποιες από τις μεγαλύτερες προκλήσεις και θα πρέπει να εγκαταλείψουν κάποια από αυτά τα προνόμια για να χτίσουμε το νέο κίνημα. Οι δυνατότητες υπάρχουν. Μπορούμε ακόμη να νικήσουμε και να επανακαθορίσουμε το νόημα της λέξεως «νίκη» αλλά και την ευκαιρία να προχωρήσουμε ένα πλουσιότερο όραμα για ελευθερία που όμοιό του ποτέ ως τώρα δεν υπήρξε. Πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να προσπαθήσουμε.

Ως Πάνθηρας και ως κάποιος που πέρασε στην παρανομία ως αντάρτης πόλης, ρίσκαρα τη ζωή μου. Είδα συντρόφους μου να πεθαίνουν και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου στη φυλακή. Ακόμη πιστεύω ότι μπορούμε να νικήσουμε. Ο αγώνας είναι πολύ σκληρός και όταν περάσεις τη γραμμή κινδυνεύεις να πας φυλακή, να τραυματιστείς σοβαρά, να πεθάνεις, να βλέπεις τους συντρόφους σου να τραυματίζονται σοβαρά και να πεθαίνουν. Δεν είναι καθόλου όμορφα, αλλά έτσι είναι όταν πολεμάς τον οχυρωμένο καταπιεστή. Αγωνιζόμαστε και θα κάνουμε τα πάντα πιο δύσκολα για τον αντίπαλο, αλλά ο αγώνας είναι δύσκολος και για μας.

Γι αυτό πρέπει να βρούμε τρόπος να αγαπάμε και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο στους όλο και δυσκολότερους καιρούς που έρχονται. Είναι κάτι περσότερο από την πίστη μας στη νίκη: χρειάζεται να έχουμε τις δομές έτοιμες ώστε να μας σπρώχνουν όταν έρθει η ώρα που θα νοιώσουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε άλλο βήμα. Αυτό το σύστημα πρέπει να γκρεμιστεί. Μας πληγώνει κάθε μέρα και δεν έχουμε δικαίωμα να εγκαταλείψουμε. Πρέπει να φτάσουμε στο στόχο μας και να βρούμε νέους δρόμους.

Ο Αναρχισμός, αν σημαίνει κάτι, σημαίνει να είμαστε ανοικτοί στο μυαλό και τη ζωή και τις σχέσεις μας, να ζήσουμε μια γεμάτη ζωή και να νικήσουμε. Πολλά με οδηγούν να πω ότι αυτά είναι ίδια: όποιος ζει μια γεμάτη ζωή έχει νικήσει. Φυσικά πρέπει και θα συγκρουστούμε με τους καταπιεστές μας και πρέπει να βρούμε τις σωστές μεθόδους γι αυτό. Να θυμάστε κείνους στη βάση που είναι εκείνοι στους οποίους ο αντίκτυπος είναι μεγαλύτερος. Μπορεί να έχουν άλλη οπτική για τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αγωνιστούμε. Αν δεν μπορούμε να βρούμε τρόπους να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο και να λύσουμε τις όποιες διαφορές, τα παλιά φαντάσματα θα ξαναγυρίσουν και θα ξαναβρεθούμε στην παλιά γνωστή κατάσταση που έχουμε τόσες φορές βρεθεί. Έχουμε το όραμα. Έχουμε τη δημιουργικότητα. Ας μην επιτρέψουμε σε κανένα να μας τα αφαιρέσει.

Τα δύο πρώτα αποσπάσματα (τα έχοντα αφηγητή) είναι από το τευχίδιο “The People Speak: American Voices, Some Famous, some little known” του Howard Zinn, σε ολόφρεσκη μετάφραση. Ο συγγραφέας του People´s History of the United States έχει επιμεληθεί τα συγκεκριμένα κείμενα ώστε να αποδίδονται θεατρικά. Τα λόγια των ηρώων μεταφέρονται επί λέξη. Ο Ερρίκος Τέρνερ κι ο Μάλκομ Χ είναι ήρωες του αφροαμερικάνικου λαού.

Η ομιλία του Ασάντι Άστον δημοσιεύτηκε, στην παρούσα μετάφραση, στην εφημερίδα Βαβυλωνία. Ο Ασάντι είναι μέλος του Ιδρύματος Αναρχικών Σπουδών της Νέας Υόρκης, πρώην μέλος του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων και του Μαύρου Απελευθερωτικού Στρατού (ιδιότητα για την οποία συνελήφθη και διετέλεσε αιχμάλωτος πολέμου) και συνάντησε τον αναρχισμό ενώ ήταν στη φυλακή. Η ομιλία του αυτή δόθηκε στο Κολλέγιο Χάντερ της Νέας Υόρκης.

12.12.05

A luv story

Για την Χουανίτα που δίνει απλόχερα.
Συνήθως, όταν λένε Σκωτία εννοούν τα Χάιλαντς. Δίκαιον, από μια μεριά. Τα τοπία των Χάιλαντς, η μυθολογία τους, ο Γενναιόκαρδος, τα θρεμμένα αγέρωχα ζώα, οι κλανς, οι φάρμες, οι ροδομάγουλοι κελτοβίκινγκς με τη βαριά προφορά… Και οι άνθρωποι, ειδικά οι γεροντότεροι αγρότες, που σερβίρουν τσάι και βουτήματα το απόγευμα («από όταν φύγαν τα παιδιά, για να μην είμαστε μόνοι μας»), κάποτε νοικιάζουν κι ένα δυό δωμάτια («του παιδιού είναι, έρχεται πίσω μόνο λίγες μέρες στις γιορτές πια»), αναζητώντας συντροφιά.. Ναι, τα Χάιλαντς είναι τόπος μαγικός κι άξια κλέβουν την παράσταση. Τα Λόουλαντς, όμως, έχουν κι εκείνα ομορφιά. Κι έχουν και γλύκα.

Τόπος που οι τουρίστες δεν αγαπούν πολύ, και μπαίνουν στις εφημερίδες μόνο αν τύχει να πέσει κανά αεροπλάνο στις κωμοπόλεις τους (γιατί άλλο να ήξερες το Λόκερμπυ;), τα λόουλαντς είναι πιο τρυφερά, πιο θηλυκά, με γεφυράκια σε μικρούς ποταμούς, ρυάκια με χήνες, πράσσινο, χωριάτικες μονοκατοικίες με την κλασσική κρεμαστή γλαστρούλα στην είσοδο και λιμνούλες στην πίσω αυλή για να λούζονται οι πάπιες…

Σαχλαμάρες. Δεν δέθηκα μαζί τους γι αυτά. Αγαπάω τα Λόουλαντς γιατί αγαπάω τους ανθρώπους τους. Κι αγαπάω τους ανθρώπους τους γιατί μ αγκάλιασαν τόσο ζεστά, με τόση τρυφερότητα και καλοσύνη που πονάει η καρδιά μου από τη νοσταλγία όταν τους θυμάμαι. Ειδικά το ζευγάρι που κρατούσε το χάνι (δηλαδή pub και bed εν breakfast) που έμεινα, με το διόλου πρωτότυπο όνομα King´s Arms.

Το χάνι μου βρίσκεται στην χάι στρητ των λόου λαντς. Λειτουργεί εδώ και κοντά τέσσερις αιώνες. Στο ισόγειο η παμπ, φιλοξενεί αποκλειστικώς οπαδούς των σέλτικς και ποδοσφαιρικούς αγνωστικιστές. Οι οπαδοί των ρέηντζερς πήγαιναν στο άλλο μαγαζί του χωριού – μετεμφυλιακή περίοδο διανύουμε. Από πάνω είναι τα δωμάτια. Μου έδωσαν ένα που έβλεπε στο δρόμο. Κοορντιναρισμένες κουρτίνες, παπλώματα, σκεπάσματα πολυθρόνας, πατάκια… τόσο λέλουδο δεν έχει δει ούτε η Λέηντυ Άντζυ στη ζωή της. Μ άρεσε, όμως. Ταίριαζε με έναν τρόπο. Ακόμα, ήταν πεντακάθαρο και σχετικά φτηνό.

Είχα φτάσει βράδυ. Άργησα κι έφταιγε το ανάποδο οδήγημα. Είχα κλείσει δωμάτιο, όμως, τηλεφωνικώς, από το πρωί, και με περίμεναν. Δηλαδή, περίμεναν να μου δώσουν το κλειδί, να μου δείξουν το δωμάτιο και να με δουν το πρωί στο πρωινό. Δεν περίμεναν ότι η ώρα δώδεκα το βράδυ δε θα είχα φάει τίποτε και θα επιθυμούσα ένα ποτήρι μπύρα κολασμένα.

Το πρόβλημα δεν ήταν το φαγητό. Ούτε καν το τζάκι που έσβηνε κείνη την ώρα και τώρα έπρεπε να ανάψει πάλι για να ξεκουραστεί η ταξιδιώτισσα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο φίλος μου ο Ροδρίγος (έτσι τον ονομάτισα – μετά το γιατί), ο ιδιοκτήτης και μπαρ τέντερ (σαν την καρδιά ενός μαρουλιού στ αλήθεια) είχε μόλις καθαρίσει τους σωλήνες, τα πάιπς της βαρελίσιας μπύρας. Έκανα ότι κατάλαβα όταν μου το εξήγησε απολογητικά. Όμως η καλή του, μια πανύψηλη, κατάξανθη βαλκυρία, έπιασε το βλέμμα της απογοήτευσης. Μην ανησυχείς, λουβ! Τα πάιπς ξαναλερώθηκαν, καθήσαμε μισή ωρίτσα μαζί, είπαμε πέντε κουβέντες κι ύστερα πήγα για ύπνο κι ο Ροδρίγος μου κάθησε να ξανακαθαρίσει φτου κι από την αρχή, αγόγγυστα.

Ήταν λογικό να ξέρουν τούτοι οι άνθρωποι πως θα φερθούν, πως θα ξεκουράσουν και θα κερδίσουν τον ταξιδιώτη. Τρεισήμισι αιώνες μετράει το χάνι. Σε ένα από τα δωμάτιά του κοιμήθηκε ο Σερ Ουώλτερ Σκωτ του Ιβανόη και της Κυράς της Λίμνης – από κει μου θύμιζε το Ροδρίγο ο οικοδεσπότης μου. Το τζάκι καίει κάθε βράδυ τόσους αιώνες, τα τραπέζια γεμίζουν κάθε βράδυ τόσους αιώνες, οι χύτρες ετοιμάζουν ζεστό φαί κάθε βράδυ τόσους αιώνες… Ήμουν σε καλά χέρια.

Το πρωινό ήταν εξαιρετικό. Το χωριάτικο μπέηκον το έφτιαχνε η κυρία Βαλκυρία με τα χεράκια της. Αν εξαιρέσεις τα φασόλια (τι εμμονή κι αυτή!), όλα τα άλλα ήταν υπέροχα.

Την έκανα νωρίς. Είναι υπέροχη η Σκωτία. Μαγική. Πήγα στο σπίτι του Ροβέρτου που Καίει-- αγαπούσε κι εκείνος τα τριαντάφυλλα κι έχω αδυναμία. Αγόρασα και κούπα με το Ολ λανγκ Σhάιν η τουρίστας – αμε! Κι ύστερα ξαναγύρισα, κουρασμένη, έτοιμη να αφεθώ στις περιποιήσεις των οικοδεσποτών μου.Ζήτησα ένα ουίσκυ, αυτή τη φορά. Για την ακρίβεια ζήτησα ένα γκλενφίντιχ με το νερό του. Μου χε αρέσει αυτό. Απίστευτη ξιπασιά: σου σέρβιραν το Γκλένφιντιχ με ένα μικρό μπουκαλάκι νερό της πηγής γκλενφίντιχ, για να μην αλλοιωθεί τάχα μου η γεύση από άλλο νερό ή πάγο. Σιγά μη και καταλάβαινα τίποτε – άσε που κάπνιζα σα φουγάρο! Όμως ο Ροδρίγος μου δεν τσίμπησε στην ανόητη περιηγήτρια. Με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια κι είπε: «Γκλενφιντιχ; Μα, τι βρίσκεις σε αυτό το πράγμα;».

Σοκ και δέος! Τι βρίσκω στο Γκλένφιντιχ; Γιατί; Δεν σας αρέσει; «Ε, δεν είναι καλό μολτ». Ξεροκατάπια. Τι να του πω του πολέμαρχου Ροδρίγου του Σκώτου; Ρώτησα, λοιπόν, δειλά, πιο είναι καλό. «Κάτσε να το βρεις μόνη σου», μου είπε. Τα μπουκάλια των άγνωστών μολτ κατέβαιναν ένα ένα, τα ποτήρια άλλαζαν μπρος μου με ταχύτητα. Δεν είχε κόσμο – ήταν καθημερινή.

Περάσαμε ένα εξαιρετικό βράδυ, ένα βράδυ ποίησης κατά το οποίο, αφού εντρυφήσαμε σε όσα δημιούργησε ο άνθρωπος πριν την τελειότητα, ξυγγράψαμε άσματα λυρικά και ύμνους αγάπης για δυό μπουκάλια κεχριμπάρι: το ΜακΆλλαν και το Αμπερλούρ. Τα μυστικά πίσω από το έργο του σερ Ουώλτερ αποκαλύφθηκαν όπως κάποτε αποκαλύφθηκε η βαρύτητα στο Νεύτωνα. Για κείνον ήταν ένα μήλο, για μας μισό δάχτυλο νέκταρ. Όπως εκείνος, έτσι κι εμείς στεκόμασταν στους ώμους γιγάντων. Κελτών και Βίκινγκς θεόρατων που πίναν κάποτε από το καύκαλο του ηττημένου εχθρού – τι ποτό αξίζει τέτοιας τιμής, τέτοιας γιορτής και αλαζονείας;

Έτσι χτίστηκε η σχέση μου με τα δυό αυτά μολτ. Έγιναν ο ριζοσπάστης μου – τα διάβαζα όπως άλλοι τον καφέ, τα διέδιδα γιατί άξιζαν στους φίλους μου.

Πάντα, όποτε βάζω μια σταλιά ή και δυό, θυμάμαι τον Ροδρίγο τον ποιητή, που μου τα κέρασε όλα, ό-λα, και όταν είδε πως άρχισα να κουδουνίζω και τα ποιήματα μου να θυμίζουν Χούγκο Μπαλ, μου χάιδεψε το κεφαλάκι, μου είπε Καληνύχτα Λουβ, και με παρέδωσε στη Βαλκυρία.

Πέρασα το μισό καιρό με τους καινούριους φίλους. Μου άρεσε να επιστρέφω στο χάνι, στο Ροδρίγο, τη Βαλκυρία του και το ΜακΆλλαν. Κι εκείνου του άρεσε να πιστεύει πως έχω σκωτσέζικη ρίζα. Μα, είναι φάτσα ελληνίδας αυτή; Ήμουν αίμα τους. Ακους, λουβ;

Τη μέρα που έφευγα, με έσφιξαν μέχρι σκασμού στην αγκαλιά τους, με φίλησαν και με έβαλαν να υποσχεθώ ότι θα ξαναπάω. Το υποσχέθηκα και ακόμη δεν έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου. Ίσως γιατί χρειάστηκαν αυτά τα λίγα χρόνια να καταλάβω πως είμαι αίμα τους. Στ αλήθεια.

Χρόνια αργότερα, στο Δουβλίνο, στην ουισκερία του Τζέημσον, είδα ένα φιλμάκι που απέδιδε την πρώτη παρασκευή ουίσκυ στους αρχαίους ημών κι έλεγε πως το αναφέρει κι ο Αριστοτέλης. Χάρηκα πολύ. Είχα μια ακόμη απόδειξη πως το αίμα νερό δε γίνεται. Γίνεται ουίσκυ.

Barcelona es buona και μάλιστα πολύ!

Ξεκινάω να γράψω τουριστικόν οδηγό Βαρκελώνης για τους ταξιδιώτες του μέλλοντός μας, και καταλήγω να βουλιάζω στην ομορφιά της μνήμης και να χαμογελάω σα βλάκας – Ανχελίτο τι μου έκανες! Τεσπα, μπαίνω στο τριπ και λέω ότι αγαπάω.
Ισπανία για μένα είναι πρώτα η Βαρκελώνη (Οι καταλανοί ευχαρίστως θα με βουρδούλιζαν που λέω Ισπανία την Καταλούνια, αλλά τι να κάνω η κόρη της απωλείας, έτσι νοιώθω…).

Την αγάπησα πριν πάω. Είναι η πατρίδα του Ντουρούτι, του Ασκάσο, των αναρκίστας που μακάριοι εδίψασαν δικαιοσύνη. Την αγαπάω ακόμη πιο πολύ τώρα, που γνωριστήκαμε. Είναι πατρίδα μου – μια πατρίδα που επέλεξα. Έχω τα στέκια μου, τις αγαπημένες βόλτες, ξέρω τα ονόματα των δρόμων και μπορώ να δώσω οδηγίες στους τουρίστες (ξιπασμένη, όχι αστεία!), καταλαβαίνω τους τσαντάκηδες από ένα χιλιόμετρο, ξέρω που είναι τα νεκροταφεία αυτοκινήτων και που ζουν οι τσιγγάνοι μου. Δε θα σας πω, λοιπόν, για τον μαρμαρωμένο Αντόνι, για το Φαουνταθιόν Μιρό και το Μουζέου Πικάσσο, για το ίδρυμα Τάπιες και τα μουσεία της Αουτονομίας. Ούτε να μη φάτε στη ράμπλα θα σας πω, γιατί θα πέσετε στα τουριστικά, ούτε να πάρετε μπότες Τόνυ Μóρα που έχουν μισή τιμή απ ότι στην Ελλάδα. Αυτά θα τα βρείτε μπροστά σας. Θα σας πω μονάχα αυτά τα μικρούτσικα που, μες σ όλα τα πανέμορφα γνωστά και τουριστικά, κάνουν την πόλη δική μου.

*Χάνι: Οστάλ Ρεζιντένθια Ράμος, στην κάγιε Οσπιτάλ (κάθετη στη Ράμπλα, πίσω από τη μποκερία – σταθμός μετρό Λυσέου). Φτηνό, καθαρό και μεσογειακό. Έχει κάμποσες κατηγορίες δωματίων – τα με δικό τους μπάνιο που κοιτούν στην μικρούλα πλάθα είναι τα καλύτερα. Του υιού μου του αγαπητού του αρέσει το πάτωμα-σκακιέρα (ιδανικό για κουτσό) κι η μεγάλη, στριφογυριστή σκάλα της εισόδου. Είναι στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου μοντερνίστα, του 1900, με έναν ελαφρύ αέρα ντεκαντάντσας. Οι άνθρωποι του εξαίρετοι, τσακίζονται να βοηθήσουν. Δεν έχει πρωινό αλλά έχει δίπλα έναν ωραιότατο φούρνο που κάνει εξαιρετικές μίνι μανταλένες (μπουκίτσα) και διάφορα μπογαδίλιος, και έχει βάλει και δύο τρία τραπεζάκια για τον κόσμο από το Ράμος. Και, άλλα είκοσι βήματα πιο πέρα έχεις μπει στη Μποκερία – με τα χαμόν και τα κέσος (τυράκια πολύ ωραία – ειδικώς τα κατσικίσια) και τα μανιτάρια κι ότι τραβάει η ψυχή σου. Και κυρίως το χαμόν θίνκο χότας, πέντε ιώτα δηλαδή, το οποίον δεν παίζεται, και παρά το κόστος αξίζει να το δοκιμάσετε. Εμείς πήραμε από μία φετούλα κι από άλλη μια από ένα πάγκο στην μποκερία (τα κάνω αυτά έξω. Εδώ με κοιτάνε σα γύφτο αμα ζητώ ένα σοκολατάκι. Μα, αφού ένα θέλω γιατί να πάρω δέκα; Ε;)

*Το πρωί συνήθως η ψυχή μου τραβάει γκράνχα Ντουλσινέα για σοκολάτα ή καφέ δελ Οπερά για καφέ. Τα τσούρος μου τα προτιμώ του δρόμου (όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα). Για τα μη του δρόμου, οι διευθύνσεις στο τέλος.

*Η Γκράνχα, είναι είδος παραδοσιακού καφενείου. Η Ντουλτσινέα, αριστερά, σε ένα στενάκι παράλληλο στη ράμπλα, όπως πας από την πλάθα Καταλούνια προς τη θάλασσα, είναι η παράδοση ζωντανή. Ζεστή κι όμορφη, ντυμένη ξύλο, με γκαρσόνια γέρικα, όμορφα, ολόλευκα πουκάμισα, μανικέτια και παπιγιόν η στολή τους, γλυκά σκαμμένα μεσογειακά πρόσωπα η μνήμη. Μετά τις δύο-τρεις πρώτες φορές, δεν παραγγέλνεις- θυμούνται. Κι ένα χρόνο μετά θυμούνται.

*Η Ντουλτς προσφέρει την καλύτερη σοκολάτα της Βαρκελώνης, εθιστική και ερωτική -- σκέτη αμαρτία. Τη ζητάτε ως σουίθο, σερβίρεται με μισο κιλό σαντιγύ από πάνω – η Στέλλα της Σοκολάτας, μόνο που κρατάμε κουτάλι… Στη Ντουλτς κάνουν και ωραίο μπικίνι (δηλαδή μισό τοστ με χαμόν και τυρί. Οι πονηρούληδες είδατε πως το ονόμασαν…). [Granja Dulcinea, Petritxol 2, μετρό Λυσέου].

*Τώρα αν τη σοκολάτα σου τη θες πιο μοντέρνα ή προτιμάς γλυκό για πρωινό, λίγο πιο πέρα, είναι το xocoa, με σοκολάτες παντός είδους (και τάρτες και κρέμα καταλάν, που μας την κλέψαν οι κλεφτογάλλοι όπως και τη μαγιονέζα, και κανουν ότι είναι δικά τους. Τσου γε Λακί, που θα μου πεις και τον Πικάσο γάλλο ζωγράφο..).

*Το Καφέ δελ Οπερά είναι απέναντι από την όπερα, στη Ράμπλα. Είναι τουριστικό και ολίγον ακριβούτσικο, αλλά δεν πραζ, είναι χάρμα– στο τραπεζάκι στο βάθος βάθος δεξιά έχω χτίσει πολύ όμορφες ιστορίες – να πείτε σε όποιον κάθεται εκεί ότι το τραπέζι έχει καλό κάρμα (κι ας μη πιστεύω στο κάρμα).

(Νύχτα έχω δει τον πολιτισμό του λαού μου, νύχτα που έπαιζε ο Ροστροπόβιτς στην όπερα. Είχαν μαζευτεί οι πουτάνες που κάνουν πιάτσα στα γύρω στενά, κι όταν βγήκε από την αίθουσα, πολύ μετά τον κόσμο, τον ανέβασαν στους ώμους τους, κάποιες γυμνώσαν τα στήθη τους για χάρη του, και τον αποθέωσαν. Αξέχαστη νύχτα.).

*Τα τσούρος είναι μακρόστενοι λουκουμάδες άγλυκοι, που στα σερβίρουν με ένα μπωλ καυτής σάλτσας σοκολάτας. Τα τρων συνήθως το βράδυ –μετά το γλέντι και το ποτό, που ζητάει ο οργανισμός το κατιτίς του. Τώρα, ευγενής λαός που έχει ανακαλύψει τον πατσά γιατί τρώει σοκολάτες για βράδυ, θα σε γελάσω… Ίσως για να υποκαταστήσει το σεξ – τα χουν αυτά οι ρωμαιοκαθολικοί…

*Τα πρωινά της Κυριακής, οι καταλανοί μου τιμούν την ελληνική τους ρίζα (έχουν κι από αυτή φυσικά). Μαζεύονται στην πλάθα δε λα Καθεδράλ, αφού λειτουργηθούν στον Καθεδράλ (δεν άντεξα εκεί μέσα ούτε πέντε λεπτά), και χορεύουν τη σαρδάνα. Εστιν ουν σαρδάνα χορός κυκλωτικός, που οι καταλανοί μου αναγνωρίζουν ότι πήραν από τους έλληνες της Σαρδηνίας (χενς ελ νόμπρε) και τον έκαναν εθνικό τους χορό (άμα σου λέω, στο βάθος όλοι οι καλοί δικοί μας είμαστε…). Δεν ξέρω γιατί αλλά ο περσότερος κόσμος που πάει Βαρκελώνη δεν τιμά τη σαρδάνα. Μάλλον τους πέφτει βαρύ το πάπλωμα την Κυριακή… Όμως, αλήθεια, αξίζει η εμπειρία.

*Τάπα είναι η …τάπα. Τα παλιά χρόνια τα μελαχροινά αγόρια της Ανταλούθ σκεπάζαν με μια φέτα ψωμάκι το κρασί τους, να μη το μαγαρίζουν τα έντομα του θέρους. Το ταπώναν, δηλαδή. Ε, οι ταβερνιάρηδες αρχίσαν να τους δίνουν και το κατιτίς τους με το ψωμάκι κι εξεκίνησε η ωραία παράδοση… Πάντως, στη Βαρκελώνη τα τάπας άνοιξαν ως περιφερειακή κουζίνα (από άλλη περιφέρεια), πολλαπλασιάστηκαν για τους τουρίστες και δεν είναι καθόλου καταλανική παράδοση.

*Τα καλύτερα τάπας μπαρ, αυτά που πάνε οι ντόπιοι, είναι πίσω από το πάρκο της Αουτονομίας. Για την ακρίβεια, πάνω από το σταθμό της Φράνθιας και αριστερά όπως κοιτάς το πάρκο από την παραλία (δεξιά από το Αρκ δε Τριούμφο, που θα πας με το μετρό). Άμα δε σας πάρουν παραγγελία, μη τρομάξετε! Σε κάποια από τα τάπας, κυρίως τα βασκικής καταγωγής, περνούν οι δίσκοι με τους μεζέδες, παίρνετε ότι θέλετε με την οδοντογλυφίδα, κρατάτε στο πιατάκι τις οδοντογλυφίδες και στο τέλος ο σερβιτόρος μετράει τις οδοντογλυφίδες και σου βγάζει το λογαριασμό.

*Μπορεί τα τάπας να μην είναι καταλανική παράδοση, καταλανικά πιάτα όμως έχουν στον κατάλογό τους. Ότι είναι αλιόλι είναι καταλάνικο, ότι έχει μαζί ψάρι και κρέας, ότι έχει υπέροχες σάλτσες, όπως οι πατάτες μπράβες, ότι έχει πολλά μανιτάρια ή την ωραιοτάτη σάλτσα πικάδα (σκορδαλιά με αμύγδαλο – άμα σου λέω πολύ τους πάω!). Μ αρες πολύ κι η εξαιρετική φακή με καταλανικά χωριάτικα λουκάνικα και λαρδί (για χειμώνα ότι πρέπει) αλλά αυτή την έχω φάει σε σπίτι – δεν ξέρω που την πουλάνε έξω.

*Παντού θα δεις ψωμί με λαδάκι και τριμμένη ντομάτα. Κάποτε βάζουν και κατιτίς από πάνω (ως κι ένα αγριογούρουνο, μα τον Τουτατη). Στην καταλανική λέγεται pa amb tomaquet, δηλαδή ψωμί και ντομάτα κι είναι ο ντάκος της Καταλούνιας και προϊόν της επανάστασης. Τότε, που λέτε, στα λέητ θέρτιζ, το ψωμί ξεραινόταν αλλά δεν το πετάγαμε. Μετά μου κακομάθατε με τις σπατάλες. Τρίβαμε λίγη ντομάτα από πάνω και το ζουμάκι της το μαλάκωνε, ώστε να τρώγεται. Άντε και λίγο σκορδάκι που το αγαπάμε για τη γεύση, να το το φαγητάκι, που λέει κι ο Μαμ(αλακης). Ε, μετά ήρθε ο Φράνκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα, και είχαμε και χαμόν και κέσος και πράσσινα κουφέτα– ελευθερία δεν είχαμε αλλά αυτό δεν είναι της ώρας – οπότε η συνταγή της ανάγκης εμπλουτίστηκε κι έγινε παραδοσιακό πρωινό, δεκατιανό, απογευματινό, έχωμιαλιγουριανό.

*Πολύ μ αρες το μαύρο ρύζι (arroz Negro), για το οποίο είχε δώσει ο Αθήναιος μια εξαιρετική συνταγή, μ αρες ο εμπλουτισμένος αρτίσιμα φιδές fideua, και μ αρες και το τυρί με μέλι – το κανουμε κι εμεις μ ανθότυρο αυτό κι είναι πολύ ωραίο.

*Την τελευταία φορά που πήγαμε, ο Κοπίτο δε νιέβε, ο χιονονιφάδας, ήταν ζωντανός. Πόσο τον είχαμε αγαπήσει – έχω φωτογραφία και τη δείχνω του χαϊδεμένου να μη ξεχνά πόσο τυχερός στάθηκε. Έχει λατρεία με τους γορίλλες. Ο Κοπίτο ήταν ο μόνος αλμπίνος γορίλας που έζησε ποτέ σε κλουβί. Εμπειρία είναι και το ακουάριο στη Μπαρσελονέτα…

*Τον καιρό των ιντερέηλ, άφραγκοι να ’μασταν, μια και μόνο μια μέρα, πηγαίναμε στο καλύτερο μαγαζί με τοπική κουζίνα. Αυτό αλλάζει – η Βαρκελώνη έχει πολύ δυνατή γαστρονομική σκηνή (και το ελ μπουλί που όμως ως του χρόνου δεν υπάρχει ελεύθερο τραπέζι). Τις υπόλοιπες μέρες τη βγάζαμε στην αγορά, με φρούτα, με ιβηρικά χαμόν, σαλάμια και λουκάνικα, με τυρί, ψωμί, κρασί…Αριστούργημα, παρ ότι δεν αγάπησα εκδορέα (χάλια οι ξένοι εκδορείς -- εκδορέα απ τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένος).

*Τελευταία φορά πήγα μαζί με τον όμορφο που με οδηγεί στην παιδική ηλικία. Το Μάρτη του 2001. Του άρεσε πολύ. Πιο πολύ του άρεσε το παγωτό που ζωγράφισε ο Μιρό και που το βλέπεις μόνο αν ξαπλώσεις στο πάτωμα και δεις όλους τους πίνακες στο φαουνταθιόν ανάποδα (είμαστε ρεντίκολα, ναι). Δεύτερο, του άρεσε το πάρκο των ξωτικών, που το έχτισε ο καλός βασιληάς Γκαουντι.

*Στο Μονχουίκ είναι θαμμένος ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι.

*Πριν λίγες εβδομάδες οι καταλανοί απέδειξαν πως παραμένουν Ωραίοι Σαν Έλληνες

*Κι επειδή αν δεν παινέψεις τη λοκάντα σου θα πέσει να σε πλακώσει, αν θέλετε ιταλικό (που δεν έχετε κανένα λόγο να θέλετε) προτιμήστε το εστιατόριον La Locanda, ιταλικόν εστιατόριον, οδός δοκτόρου Joaquim Pou 4, μετρό Ουρκινάονα.

*Το κλασσικό τοπς μου, σι τιένες μονέδα για φαγητό, παραμένει το Els Pescadors, στο μετρό Πομπλενού, στην πλατέα Prim 1. Με διαφορά στήθους το Ca l´Isidre (χάνει πόντο διότι δε γουστάρω το Νταλί και το χε στέκι). Carrer de Les Flors 12 ο Ισίδωρος.

Και σε αυτό το σημείο, παρακαλείσθε, αγαπητοί, να προσθέσετε τι αγαπάτε σεις στην πόλη μας (στέλνουμε Αγχελίτο, θα πάω κι εγώ με το Μαίανδρο, άντε, βάλτε ένα χεράκι!)

10.12.05

Μenja bé, caga fort, Καχανιέρε μου!*


Τέτοιο καιρό, στην Καταλούνια μου, γεμίζει ο τόπος τουρρόν – σκεύασμα συγγενές του μαντολάτου. Είναι το γλυκό των Χριστουγέννων στα (άλλα) μέρη μου. Φανταστείτε τη χαρα μου όταν το βρήκα σε πολυκατάστημα! Και φανταστείτε τη νοσταλγία όταν έφαγα ένα κομματάκι. Με τη γεύση στο στόμα, λοιπόν, έκανα μια βόλτα στα ισπανόφωνα καταλανικά σάιτ να δω τι κάνει η άλλη πατρίδα.

Και τι ανακαλύπτω κυρίες και κύριοι; ΤΙ; Αυτοί οι γελοίοι, οι υποκριτές, οι ναμηπωτιποτεβαρυτερο της δημαρχίας και της εξουσίας της Βαρκελώνης απεφάνθησαν, λέει, ότι ο Caganer δεν πρέπει να στολίσει φέτος την κεντρική σκηνή της Γεννήσεως, σα να λέμε τη φάτνη της πόλης, στο Μπάρριο Γκόθικο, διότι, λέει, είναι «απολίτιστος». Βρε ουστ από δω ουραγκοτάγκοι που μου μάθατε και τον πολιτισμό! Ευάγγελοι Βενιζέλοι, ε, Ευάγγελοι Βενιζέλοι!

Ξέρω, ξέρω, πάλι βιάζομαι. Καθήστε λοιπόν να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από δω ο Caganer, ο παραδοσιακός Χέζων της Καταλωνίας. Από δω, οι ρωμιοί βλόγερς. Όχι, βρε, δεν προσβάλλεται ο Caganer! Αυτό σημαίνει Caganer. Καγαν(ι)έρ ίσον ο Χέζων. Αυτός που hace caca, κάνει κακά του (προσέξτε πως λέγονται τα κακά ισπανιστί – ναι, σωστά καταλάβατε). Είναι, τύπικαλλυ, αγαλματάκι στο οποίο αποτυπώνεται ένας χωρικός καταλανός, με το παραδοσιακό κόκκινο καπέλλο-μαντήλι και τα φτωχικά του ρούχα, την ώρα που κάνει την ανάγκη του. Χέζει. Δεν υπάρχει φάτνη καταλανικού σπιτιού που σέβεται τον εαυτό του στην οποία να μην συναντά κανείς τον φιλαράκο μας. Νταξ, παραδέχομαι, την πρώτη φορά που θα τον δεις δίπλα στις άλλες φιγούρες της Φάτνης, σοκάρεσαι λίγο. Δηλαδή, εγώ την πρώτη φορά ψιλοσοκαρίστηκα. Γέλασα το γνωστό αμήχανο χάχανο. Μετά ρώτησα κι έμαθα πως βρέθηκε εκεί ο Καχανιέρος και μου αποκαλύφθηκε πως είναι ένας πιονέρος. Αυτό το έγραψα για την ομοιοκαταληξία, νταξ. Αυτό που μου αποκαλύφθηκε είναι το πώς και το γιατί.

Αν ρωτήσετε σήμερα για την επίσημη άποψη, θα σας πουν ότι ο Καχανιέρος αποτελεί μια υπενθύμιση του ρόλου του ανθρώπου στην ευφορία της γης. Ο Καχανιέρος μας τρώει από τους καρπούς της γης κι ύστερα αποδίδει σε αυτήν ότι δε χρειάζεται ώστε να παραμείνει (η γη) εύφορη. Άρα, είναι σα μια ευχή τίποτε να μη λείψει από το σπίτι, να δώσει η γη πλούσια τα αγαθά της. Αυτό θα σας πουν. Θα πουν ότι, όπως σε όλο τον χριστιανικό κόσμο υπάρχουν ήθη κι έθιμα που συνδέουν τα Χριστούγεννα με τον υλικό πλούτο, την απόδοση της γης ή των ζώων (εξαρτάται από την μορφή της οικονομίας), έτσι και στην Καταλωνία. Μόνο που ο καταλανός μας φίλος είναι πιο προκλητικός, πιο ασεβής και πιο παράξενος απ οποιοδήποτε άλλο έθιμο των Χριστουγέννων. Κι ακόμη πιο παράξενη είναι η πλήρης αποδοχή του από τους Καταλανούς.

Λογικά αναρωτιέται κανείς: γιατί οι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι της Καταλωνίας δέχθηκαν τον Καχανιέρο, που τον έβαλαν στις «φάτνες», τις αναπαραστάσεις των Χριστουγέννων; Γιατί αυτό το αγαλματίδιο, που πρωτοεμφανίζεται στον 18ο αιώνα, εμφανίζεται μαζικά στις «φάτνες» το 19ο; Τι τρέχει; Τρέχει η προεπαναστατική περίοδος, αυτό τρέχει. Είμαστε σε περίοδο που το πουέμπλο μου το αγαπημένο, ο λαός φενταπίζεται (fed up) από τους εκμεταλλευτές λανλόρδους και καρδινάλιους. Ούτω, επιθυμεί σφοδρώς να τους χέσει. Ποιοι, εκείνα τα χρόνια έχουν την οικονομική δυνατότητα να στήνουν καταλανικές «φάτνες», δηλαδή ολόκληρη αναπαράσταση της Βηθλεέμ την ημέρα της Γεννήσεως; Οι πλούσιοι, οι λανλόρδοι, οι καρδινάλιοι κι όλοι οι κλέφτες κι οι απατεώνες της εξουσίας που προκαλούν αλαζονικά το αίσθημα του πουέμπλο μου. Τι κάνει λοιπόν, το πανέξυπνο κι εφευρετικό πουέμπλο μου για να τους εκδικηθεί; Τους χέζει, κι αυτούς και τα υλικά τους αγαθά που τόσο προκλητικά τα επιδεικνύουν. Ο Καχανιέρος, που είναι ένας τυπικός φτωχός χωρικός, ντυμένος με τα ρούχα της παράδοσης, εμφανίζεται «βαλτός» στις αναπαραστάσεις των «φατνών», ως πράξη οργισμένης πλάκας, δηλαδή επαναστατική. (Αυτό διαβάζεται υπό τους ήχους του κλασσικού δημοτικού άσματος «Άιντε Καταλού-λούνια, Καταλούνια, άιντε πως σου πα- σου πάνε τα αναρχούδια». Ευχαριστώ.)

Κοινώς, κομπανιέρες και κομπανιέροι, ο Καχανιέρος είναι ο αγρότης που χέζει τα αφεντικά, δεξιά κι αριστερά, κι ετοιμάζεται για την πρέπουσα επανάσταση. Αυτά μου πε ένας σύντροφος σε ένα ατενέουμ της ΘεΝεΤε κι αυτά σας λέω, κι έτσι εξηγείται και ο φόβος της σημερινής εξουσίας για τον Καχανιέρο μου, τον επαναστατικό πιονέρο μου (οι φτηνές ομοιοκαταληξίες είναι το φόρτε μου).

Λοιπά Λαογραφικά: Στις αναπαραστάσεις των Χριστουγέννων, ο Καχανιέρος τοποθετείται κάπου μακρυά από την σκηνή της Γεννήσεως. Είναι συνήθως κρυμμένος πίσω από κάποιο θάμνο. Ένα από τα παιγνίδια των καταλανόπαιδων, τα Χριστούγεννα, είναι να βρουν τον Καχανιέρο στην οικογενειακή φάτνη. Όποιος τον βρει πρώτος, κερδίζει ένα ολόκληρο τουρρόν!

Άλλες ερμηνείες του Καχανιέρου είναι πως

αποτελεί "υπενθύμιση του γήινου φρονήματος", λέει ο καταλανός Xavier Fàbregas- Ζουράρις,

ή της "ιδιοπροσωπείας το νέου καταλανισμού" (τίτλος συνεδρίου),

ή "αναφέρεται στην ανάγκη κάθαρσης του ανθρώπου ώστε να υποδεχθεί τον σωτήρα του" κατά τον J.M. Puig i Roca – Μεταλληνό,

ή "αποτελεί ενσάρκωση του ετέρου, με όλα τα βάρη που φέρει ως έτερο", κατά τον Agustí Pons – Ζιάκα

η "είναι σύμβολο του τόπου ολόκληρου, καθώς χωρίς τον Καχανιέρο θα έχανε την ταυτότητά της η πατρίδα, καταντώντας η ίδια μια μακέτα, κι όχι ένα μακέτο της εκσυγχρονιστικής κατάντιας της γλώσσας", όπως λέει ο Joan Barril – Γιανναράς.

Διεθνείς αντιδράσεις:

"Δεν ξεχέζει μόνον τους εκμεταλλευτές – προσέξτε: το τσιμπούκι που καπνίζει σε όλες τις αναπαραστάσεις ο Καχανιέρος αποτελεί απόδειξη της αντιευρωπαϊκής, αντι-ιμπεριαλιστικής, αντι-καπιταλιστικής στάσης του", ανέφερε η Λιάνα Josep Pernau Κανέλλη

"Είμαστε Όλοι Καχανιέρος, από τον τελευταίο εργάτη ως τον Παπουτσή (Θαπατέρο Σουμάχερ)", τόνισε ο Mossen Josep Ballarín- Κλίντον.

Λοιπά: Σύγχρονες και παραδοσιακές μορφές του Καχανιέρου θα βρείτε εδώ. Ιδού επίσης το κείμενο για την άρνηση τιμής στον Καχανιέρο στα ισπανικά, ένα ενδιαφέρον σχετικό με τον Καχανιέρο άρθρο στην αγγλική και το σχετικό άρθρο της ουικιπαίδειας.

Οι δηλώσεις που χρησιμοποιώ είναι σύντομες αποδόσεις (και λίγο αλλαγμένες, νταξ) όσων όντως αναφέρονται στο άρθρο για την άρνηση τιμής στον Καχανιέρο.


* «Φάε καλά, κάν’ τα γερά!» αντεξουσιαστική καταλανική παροιμία αντίστοιχη του «αγάπα το κελλί σου και τρώγε το φαΐ σου για να μπορείς να τους ξεχέσεις…».

Ιδού κι ένας καχανιέρος -- ευγενής προσφορά της Χουανίτας, την οποία ευχαριστούμε θερμώς κι εγώ κι η Καταλούνιαcaganer

8.12.05

Egaleo City στρέι θρου


"Πέντε ήμασταν, εγώ το μόνο κορίτσι. Είχε διοριστεί ο πατέρας δάσκαλος στο Αιγάλεω κι έτσι αποκτήσαμε εκεί το πρώτο μας σπίτι στην Αθήνα. Με δόσεις αγοράσαμε το οικόπεδο, με τους χωριανούς χτίσαμε το σπίτι. Έτσι γινόταν τότε, άμα κατέβαινες στην Αθήνα. Πρώτες μέρες έμενες σε κάποιο χωριανό, έρχονταν όλοι να σε δουν, να σε καλωσορίσουν. Θυμάσαι, κι η μάνα, θεοσχωρέστην, φιλοξενούσε όποιον έρχονταν. Είχαμε κείνο το ντιβάνι στην κουζίνα… ποιόν δεν κοίμισε. Ήταν πολύ προκομμένη η μάνα μου. Ένα κοτόπουλο τρία φαγητά έβγαζε. Άμα δεν κοίμιζε και δεν τάιζε τον ξένο το χε σε κακό. Εδώ τον πατέρα σου, που του νοικιάζαμε μια κάμαρα όταν ήταν φοιτητής, και τον είχε σαν παιδί της. Ήταν αδελφός μας από την ώρα που μπήκε στο σπίτι. Ήταν ορφανεμένος κι η μάνα τον πονούσε. Τι πως χτίζαμε; Είχε χωριανούς οικοδόμους, μαζεύονταν κι οι υπόλοιποι, χτίζανε το σπίτι όλοι μαζί. Η μάνα έβαζε τσουκάλι για δέκα, μπορεί και δεκαπέντε κάθε μέρα…

Ναι, θα σου πω για το Ζαμπέτα. Που λες, κοντά στο σπίτι στο Αιγάλεω ήταν ένα κέντρο, όπου έπαιζε ο Ζαμπέτας. Νομίζω ότι ήταν και δικό του το μισό, αλλά δεν είμαι σίγουρη, θα σε γελάσω. Η μάνα δε μας άφηνε να πλησιάσουμε σε κείνο το μαγαζί. Τώρα εσείς τα τραγουδάτε κιόλας τα ρεμπέτικα, αλλά τότε μαύρο φίδι που θα μας έτρωγε αν τολμούσαμε να τα ακούσουμε καν. Ούτε κοντά στο κέντρο μας άφηναν να πάμε, ήταν σημάδι ενός άλλου κόσμου, που δεν ήταν σαν κι εμάς, έλεγε η μάνα. Κακό δεν έλεγε, αλλά ούτε καλό. Μόνο να μένουμε μακρυά.

Τότε δεν κλείναν ξημέρωμα τα μαγαζιά, κλείναν πρωί. Εφτάμισυ οκτώ η ώρα έβγαινε ο Ζαμπέτας από το μαγαζί μαζί με έναν ακόμη, έναν ψηλό με μουστάκι. Ήξερα πως τον λέγανε κι αυτόν μα το χω ξεχάσει τώρα. Έβγαινε που λες έξω και μαζευόταν η μαρίδα όλη γύρω. Ε, όχι όλη. Εμάς δε μας άφηναν, σου είπα. Εμείς καθόμασταν από μακρυά και κοιτάζαμε και ζηλεύαμε. Έβγαινε ο Ζαμπέτας, μαζευόταν η μαρίδα και τους έδινε από ένα πενηνταράκι του καθενός. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι τρώγαν ψωμί απ αυτό; Ξέρεις τι ήταν τότε ένα δεκάρικο, και, το μήνα; Σιγά μη τα ψωνίζανε! Στη μάνα κατευθείαν πήγαιναν τα λεφτά. Έτσι έλεγε κι αυτός. «Άιντε τώρα στη μάνα σας!» έλεγε.

Εμείς δεν πηγαίναμε κοντά. Εκτός από το Δημήτρη. Μια μέρα δεν άντεξε και πήγε με τα άλλα. Γύρισε με το πενηνταράκι στο χέρι. Έλαμπε ολόκληρος. Και τι πήγε και πήρε; Ποια σοκολάτα μου λες… Πελτέ πήρε. Τι κυδώνι, βρε! Πελτέ, τοματοπελτέ, να βάζουμε στο ψωμί που μας έδινε η μάνα. Ψωμί κι όξω από την πόρτα. Στις γιορτές μια στάλα λάδι, λίγη ζάχαρη. Στις καλές μέρες ψωμί με τοματοπελτέ ή ψωμί με ζαχαρούχο γάλα. Τις πιο πολλές, ψωμί με ψωμί. Έτσι σπούδασαν τα αγόρια, έτσι τελείωσα εγώ το γυμνάσιο και μου δώσαν προίκα. Και να σκεφτείς, εμείς είχαμε. Ο μισθός του πατέρα, νοικιάζαμε και το δωμάτιο, ήταν κι η μάνα οικονόμα…

Ναι, ο Ζαμπέτας. Ο Δημήτρης, δηλαδή. Μετά την πρώτη φορά καλόμαθε κι άρχισε να πηγαίνει κάθε δυό τρεις μέρες. Δεν ήταν μοναχοφάης, ότι έπαιρνε ήταν για όλους. Σταμάτησε να πηγαίνει όταν τον ρώτησε ο Ζαμπέτας ποιανού είναι. Έφυγε τρέχοντας. Δεν μπορούσε να πει «του δάσκαλου» γιατί αν το μάθαινε ο πατέρας θα του έκοβε τα πόδια […]

Όταν ξανάδα το Ζαμπέτα ήμουν 25 χρονώ. Ήμουν παντρεμένη, είχα και τα δυό παιδιά. Είχαμε βγει, πήγαμε εκεί που τραγουδούσε. Δεν ήξερα από αυτά, ούτε τα τραγούδια ήξερα. Ήταν η Ρόζα κι ο άντρας της στην παρέα, αυτοί πήγαιναν συχνά, τους ήξερε ο Ζαμπέτας. […] Πήραμε, που λες, γαρδένιες και δεν είχα ιδέα γιατί. Έβλεπα τους άλλους, τις πετούσαν, εγώ τη δική μου την κράταγα. Με είδε ο Ζαμπέτας, ήμουν και νοστιμούλα, άλλο αν ήμουν αθώα και δεν καταλάβαινα, ήρθε κοντά και μου λέει «Μανταμίτσα, για ποιόν την κρατάς την γαρδένια και δε μου την πετάς;». Ε, κοκκίνισα εγώ, γέλασε ο Ζαμπέτας, ευκαιρία βρήκαν οι άλλοι και τον φώναξαν στο τραπέζι. Κάθησε ώρα μαζί μας κι όλο μανταμίτσα με ανέβαζε, μανταμίτσα με κατέβαζε. Χαμπάρι δεν πήρα ότι του άρεσα, ώσπου μου το πε ο άντρας μου, κι έσκασε στα γέλια την ώρα που φεύγαμε."

Η Α.Π. θυμάται την παιδική της ηλικία στο Αιγάλεω κι η Μιραντολίνα καταγράφει. Ευχαριστίες στον Πάνο που μου θύμισε την Α.Π. και το Αιγάλεω Σίτυ.