Mirandolina

29.6.06

And I want a ticket to anywhere...

My jeans and my t-shirt...And my blue Chevrolet...

Hallelujah, hallelujah,
ride my Chevrolet

Let me introduce you to my Rocket 88[…]
V-8 motor and this modern design
my convertible top and the gals don’t mind
sportin’ with me, ridin’ all around town of joy

Everybody knows about your pink cadillac,
Everybody´s wonderin´ when you´re comin´ back
Everybody's waitin´ just to hear ya sing
Hey Elvis, you´re still The King...

Well buddy when I die throw my body in
the back
And drive me to the junkyard in my Cadillac


My baby drove up in a brand new Cadillac
Yes she did!
My baby drove up in a brand new Cadillac
She said, "Hey, come here, Daddy!"
"I ain't never comin' back!"

I love you for your pink Cadillac

I remember when rock was young
…Had an old gold Chevy
and a place of my own

Took my chevy to the levee but the levee was dry

Well, I'm back in black
Yes, I'm back in black
Back in the back
Of a (black?) Cadillac

Little red corvette
Baby you ’re much too fast
Little red corvette
You need a love that s gonna last

And then times they are a-changing...

Oh Lord, wont you buy me a Mercedes benz?

Mercedes limousine with a hardcore tint
I'm captain of the ship

Slim Shady hotter than a set of twin babies
In a Mercedes Benz wit the windows up...

Then I cracks for the Mercedes, I act shady…

Kαι τώρα θα με πας επιτέλους βόλτα; Ε; E; Στην ανάγκη, φώναξε τον τραμπαρίφα, βρε καρδιά μου!

Η χρυσή σhέβυ από δω κι η μία πινκ κάντυ από δω. Ο τίτλος από το γρήγορο αυτοκίνητο της Τρέισυ Τσάπμαν.

27.6.06

Ποτίζοντας τις χασισιές στον τάφο του από πάνω

"Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα με μια παρέα φίλους... Αυτοί ήταν μεγάλοι, τριανταπέντε, σαράντα χρονώ χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ. ... Ήμουν δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ... Τι με έκανε και ξαναπήγα; το ντερβισιλίκι μου. Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ αγαπάγανε, τους αγάπαγα. Είμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση με αλανιάρηδες που κλέβανε και κάνανε διάφορες ατιμίες. Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα κι αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του και το πρωί πάλι δουλειά...
[...]
Εκείνο που κυνηγούσαν οι μάγκες ήταν καλό πράμα να έχουν να φουμάρουν και ησυχία απόλυτη από όλους, μα ιδιαίτερα από την αστυνομία. Να φουμάρουνε ναργιλέ γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα, όχι άψε σβήσε. Στο βουνό, στις σπηλιές. Πηγαίνανε σε μια σπηλιά και καθόντουσαν εκεί και είχανε κρυμμένο αργιλέ και πηγαίναν οι μάγκες και φουμέρνανε. Δεν είχε τεκετζή εκεί. Ο καθένας έπαιρνε μαύρο και τουμπεκί και καθότανε εκεί, φούμερνε τον ναργιλέ. Μερικές φορές φέρναν και νερό γιατί δεν είχε νερό στο βουνό. Νερό να μη πνιγεί και κανένας και για τον αργιλέ.
[...]
Τεκές πραγματικός και κανονικός ήταν του Γραβαρά στο Μενίδι, ο οποίος ήταν άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν. Ότι θα ζητούσες θα το 'βρισκες. Μέσα είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και καθόμαστε στη σάλα. Κατόπι απ το μαστούρωμα, το γλυκό ήταν ότι έπρεπε. Κανένα μπακλαβά, κανένα καταίφι, γλύκαινε ο στόμας σου. Όλοι αυτοί οι τεκετζήδες φουμέρνανε. Εκαθότανε κι έκανε δυό, τρεις, πέντε ναργιλέδες, μαστούρωνε κι αυτός.
[...]
Ο Σάλωνας (σ.σ. έτερος τεκετζής) ήταν πάντοτε ντυμένος πολύ καλά. Με τα δαχτυλίδια του, με το κουστούμι του. Κύριος. Αυτός ήταν μάλλον από τη Σαλονίκη... Από καλές οικογένειες άνθρωποι ήτανε. [...] Τα ίδια ήταν κι ο Μίχαλος (σ.σ. επίσης τεκετζής). Στου Μίχαλου πηγαίνανε οι πιο φίνοι μάγκες. Στου Σάλωνα πηγαίνανε οι πιο φουκαράδες ενώ στου Μίχαλου οι πιο λεφτάδες, οι πιο ντερβίσηδες οι πιο καλοί.
[...]
Όλα αυτά που τα συζητάμε, από το τριάντα μέχρι το σαράντα. Και στην πείνα υπήρχανε. Στην κατοχή ευρισκότανε χασίσι και μάλιστα πιο αβέρτα πουλιότανε.
[...]
Τώρα φουμέρνουν τσιγαριλίκι, τσιγάρα, μα εμένα μ αρέσει ο ναργιλές. Το τουμπεκί και το χασίσι πέρναγε από νεράκι από το καλάμι, φιλτραριζότανε. Με το τσιγαριλίκι τι κάνεις? όλες οι βρώμες μέσα. Κακό πράμα. Εμείς οι χασικλήδες οι μάγκες δε φουμέρναμε τσιγαριλίκι. Δεν είναι καλό το τσιγαριλίκι για το λαιμό.
[...]
Οι μάγκες στον τεκέ θέλανε απόλυτη ησυχία να μαστουριάσουν να ονειρεύονται. Στον τεκέ θα μπεις μέσα θα κάτσεις ήσυχα και φρόνιμα αμίλητος, όχι και μουγγός, αλλά πάντως άκρα ησυχία. Εάν ο τεκετζής τα κάνει όλα μόνος του, θα κάνει τον ναργιλέ. Έχει καλώς, ειδεμί φωνάζεις, ρε Παναγιώτη, ρε Μάρκο, αν έχει τέτοιο όνομα μέσα, δεν πλένεις λίγο τουμπεκάκι φρέσκο να το κόψουμε ψιλό ψιλό να φουμάρουμε να μαστουριάσουμε όλοι;

Τουμπεκί είναι ένα φύλλο του καπνού το οποίο δεν το κόβουν όπως τον καπνό. Το αφήνουμε μεγάλο και αυτό το κόβουνε ψιλό ψιλό με το μαχαίρι. Αλλά, οι χασικλήδες το κόβουν. Όχι να είναι έτοιμο να πα να τ' αγοράσουν. Και μάλλον περσότερο δε φουμέρνανε τα τουμπεκιά, φουμέρνανε τα καήματα των των τουμπεκιών, των ναργιλέδων εκείνων πίνανε που δεν είχανε χασίσι. Τα καήματα των γυάλινων ναργιλέδων που είχαν στα καφενεία.

Τα καήματα εκείνα τα
μαζεύανε και τα λέγαμε εμείς οι χασικλήδες, τζούρες. Πάγαινε Μάρκο στο καφενείο του τάδε να πας να πάρεις τις τζούρες να τις πλύνουμε με φρέσκο νεράκι. Έπλενε αυτός τις τζουρίτσες τις καμμένες. Τις βάζαμε στα χέρια μας, τις στίβαμε, τις πατάγαμε με το παπούτσι, έφευγε το νερό και μετά με ένα λεπίδι πάνω σε ξύλο τις κόβαμε.

Η λέξη τζούρα πάντως σημαίνει και ρουφιξιά. Τον κράταγες εσύ τον αργιλέ και σου λεγα. Ρε Αποστόλη, φέρε να τραβήξω και γω μια τζούρα, δηλαδή ρουφηξιά.
[...]
Ο αργιλές πότε ήταν με καρύδα, πότε με σταμνάκι σαν αυτό που αγοράζουν τα παιδάκια στα πανηγύρια, το πήλινο το λέγανε, πιο φρέσικο, και πότε με ντενεκέ του γάλακτος.
[...]
Την καρύδα την εσκάβανε από μέσα και εβγάζανε από μέσα το φαγί που είχε κι έμενε σκέτη. Μετά βάζανε το καλάμι που ήτανε ο λουλάς επάνω δηλαδή στο σέρι. Ο λουλάς είναι ο ίδιος που υπάρχει στο ναργιλέ το γυάλινο που έχουν στο καφενείο στην Πόλη, όπου φουμάρανε σκέτο τουμπεκί αυτοί. Ο λουλάς πήλινο είναι. Με τη διαφορά, οι χασικλήδες έκαμαν λουλά από πέτρα που τη σκαλίζανε, από πουρί, ένα είδος τούβλο στρογγυλό με πέντε έξι τρύπες στη μέση, όσο το δεκάρικο τώρα. Σαν φλυτζανάκι. Το εβάζανε επάνω στο σέρι. Βάζανε και το καλαμάκι, σα το δάχτυλό μου φάρδος και μακρύ όσο δυό καινούρια μολύβια.

Από τη μια μεριά της καρύδας ήταν η ντουμανότρυπα. Από την άλλη ήταν του καλαμιού η τρύπα και το σέρι στη μέση. Όλοι πίνανε από ένα καλάμι, όσοι και να ήτανε. .... Τις καρυδες αυτές τις φέρνανε από τις Ινδίες. Τις πουλούσανε οι μανάβηδες στον κόσμο να τις φάει. Αλλά οι νοικοκυρές δεν τις κρατούσαν να κάνουν ναργιλέδες. Ο τεκετζής πήγαινε στο μανάβη κι αγόραζε όμορφη, ταιριασμένη καρύδα γι αυτό το σκοπό. Ήταν γερό πράμα κρατούσε πολύ καιρό. Εξόν να πέσει απ το χέρι σου να σπάσει.
[...]
Τα σταμνάκια ήταν μπαρδακάκια μικρά, απ αυτά που παίρνουν στα παιδιά. Κάναμε μια τρύπα για το καλάμι και μια ντουμανότρυπα. Το ξύναμε με το μαχαίρι. Άλλους ναργιλέδες δεν είχαμε. Αυτοί ήτανε οι κανονικοί ναργιλέδες του χασισιού.
[...]
Το χασίσι, αυτό που ήτανε σα μαστίχα ήταν το καλύτερο.Εκείνο που τρίβαμε ήταν άψητο. Μόλις το έψηνες γινόταν σα μαστίχα, χρώμα μαύρο καφέ. Καλό χασίσι. Καϊνάρι χασίσι. Εβάζαμε μέσα σε ένα λαδόχαρτο και το τυλίγαμε καλά στο λαδόχαρτο και μετά τυλίγαμε απ έξω άλλο χαρτάκι πιο πολύ. Κι αυτό το τριγυρίζαμε πάνω από το μαγκάλι, τη φωτιά, το κάναμε έτσι μέχρι να καταλάβουμε ότι είχε ζεσταθεί κι είχε σφίξει. Κι όταν λοιπόν το αφήναμε λίγο καιρό εκει πέρα να ψηθεί ας πούμε μετά το πατάγαμε. Το βάζαμε έτσι πακεταρισμένο πως ήτανε κάτω στη γης και το πατάγαμε πολύ δυνατά. Και μόλις κρύωνε ήταν δεμένο, ψημένο. Κι ύστερα εκόβαμε δοντιές απ αυτό, με τα δόντια και το βάζαμε στο λουλά.
[...]
Το καλύτερο πράμα ήτανε από την Προύσα της Τουρκίας. Αλλά είχαμε κι εδώ στην Ελλάδα ένα μέρος που έβγαζε καλό, στην Ιτέα. Είχαμε και βουργάρικο το οποίο δεν ήταν τίποτες. Είχαμε κι αιγυπτιακό τα οποία δεν ήταν όπως το τούρκικο και της Προύσας. Και της Καλαμάτας να πούμε. Της Καλαμάτας ήταν πολύ πράμα, μπόλικο, αλλα όχι και να φτάσει της Προύσας ή της Ιτιάς στην ποιότητα.
[...]
Όταν πρωτάρχισα εγώ να καπνίζω έδινες δυό τάλαρα και φούμαρες έναν ναργιλέ. Τώρα όμως ανέβηκε πάρα πολύ. Τώρα δεν υπάρχει ναργιλές.
[...]
Όταν καταλαβαίνανε ότι ο τεκετζής δεν είχε καλό μαύρο, του λέγανε. Πάνε ρε Γιώργο να πάρεις κανά δυό τσίκες απ το μπαρμπα-Βαγγέλη να φουμάρουμε. Η τσίκα ήταν μισό δράμι... Αφού μαστουριάζαμε, ο τεκετζής έλεγε σ έναν εκεί: βίρα, Απόστολε, βάλτα στη ζούλα τους. Σ ένα μέρος οπουδήποτε για να μη φαίνονται. Και να ρθει η αστυνομία να ψάξουνε και να μη τα 'βρουνε.
[...]
Αφού φουμέρναμε δεν κάναμε τίποτε. Καθόμασταν μαστούρια σε ένα μέρος. Κοιτάζαμε, ρεμβάζαμε. Μας άρεσε να βλέπουμε, μας άρεσε ν ακούμε. Έτσι λέγανε: να βάλω αυτί ν ακούσω. Τίποτες παραπάνω.
[...]
Εγώ έπαιζα μπουζουκάκι μες στα μαστούρια που τανε όλοι μαστουρωμένοι και δεν έβγαζε κανένας μιλιά παρά μόνο ακούγανε το όργανο, το μπουζούκι. Και τους άρεζε. Και για μένα που 'παιζα ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Δε με ένοιαζε για τίποτες, για τίποτες."

Μάρκος Βαμβακάρης- Αυτοβιογραφία - Εκδ. Παπαζήση, 1978

Ο τίτλος από Μάρκειο άσμα. Οι φωτογραφίες από δω κι από δω, το σκίτσο του Μπόστ από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου. Η αγία τετράς, ο τραγικός Αρτέμης (Ανέστης Δελλιάς), ο Μάρκος, ο Παγιουμτζής κι ο Μπάτης, από δω. Το ποστ μνημόσυνο και στο Μάρκο και στον Aρτέμη, γιατί έτσι, όπως γιατί έτσι η αγάπη. Τα μπολντ δικά μου, βεβαίως.
Άιρι αδέλφια.

24.6.06

Πάντα Πλήρη Θεών

"Η Πολιτεία ή οι αρχηγοί, η οικογένεια και το άτομο στον κόσμο της Ιλιάδας, σε κάθε κίνηση ή εκδήλωσή τους, βρίσκονται σε εξακολουθητική σχέση με τη θεότητα και η μεγάλη σημασία της λατρείας στο Ποίημα φανερώνει τη βαθιά πίστη των ανθρώπων αυτών στους θεούς τους που κάθε μέρα προσεύχονται και θυσιάζουν.

Οι θεοί στον κόσμο της Ιλιάδας δεν είναι καθόλου γεννήματα
παραμυθιού ή απλά γεννήματα τέχνης. Το λέω αυτό επειδή βρέθηκαν μεγάλοι άνθρωποι στην Ευρώπη που ταύτισαν και παραλλήλισαν τον εαυτό τους με τον κόσμο της Ιλιάδας αλλά και την Αρχαία Ελλάδα γενικότερα, από αφορμή της αντίθεσής τους εκείνων με τον κόσμο της πίστης, δηλ., στην περίπτωση της εποχής τους, με τη χριστιανική πίστη.

Με βεβαιότητα, που κρύβει μάλιστα και κάποιο καμάρι, ο "Oλύμπιος" Γκαίτε ονομάζει τον εαυτό του Einem alten Heidem -γράμμα στον Φριτζ Τζάκομπι, 1808- θέλοντας να δηλώσει με αυτό πως εκείνος ευθυγραμμίζεται με την αρχαία Ελλάδα, ήγουν με το αντίθετο από τον κόσμο της πίστης (στο προκείμενο τον χριστιανισμό). Αλλά, που το βρήκε γραμμένο ο Γκαίτε πως ο κόσμος της Ιλιάδας και της Αρχαίας Ελλάδας, γενικότερα, και πως οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν πίστη δική τους, διαφορετική, όπως ακριβώς έχουν σήμερα πίστη (αν έχουν) οι χριστιανοί;

Μια πρόχειρη αναφορά στα κείμενα της Αρχαίας Ελλάδας ένα απλό ταξίδεμα στα μνημεία του γεωγραφικού της χώρου, φτάνει για να πείσει και τον πιο αμετανόητο πως εκεί βασιλεύει πάντα κυρίαρχος ο λόγος ενός από τους δικούς τους, του Θαλή:
Πάντα Πλήρη Θεών.

Και που το βρήκε γραμμένο ο σοφός
Γερμανός- ή ο νεώτερος άνθρωπος- πως το αντίθετο από τον κόσμο της πίστης είναι η απιστία (η δική του) κι όχι μια πίστη διαφορετική από μια άλλη. Η αντίθεση με τους εθνικούς στον Ευαγγελιστή Ματθαίο (στ, 7) απομένει πάντα μέσα στον κόσμο της πίστης και σημαίνει αντίθεση, όχι με την απιστία αλλά με τη λαθεμένη πίστη.[...]

Στον κόσμο της πίστης, στον κόσμο-πατέρα των πολιτισμών της πίστης (δεν υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί) ανήκουν κι ο Όμηρος κι οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Πατέρες [...] Με τον Όμηρο αρχίζει εδώ, για τον Ελληνικό κόσμο, μια χρυσή αλυσίδα που συνδέει στενά ορισμένα θέματα από ορισμένες λέξεις από κείνες που ο Μέγας Βασίλειος μνημονεύει για τον Ποιητή των ποιητών: πάσα μεν η ποίησις τω Ομήρω αρετής εστιν έπαινος (προς τους νέους V, 26). Με άλλα λόγια ολόκληρη η ποίηση του Ομήρου παινεύει την αρετή. [...]

Αλλά, η λέξη αρετή βγαίνει από το θέμα που βγαίνει κι η λέξη Αρείων που είναι το συγκριτικό του αγαθός που είναι το θετικό του άριστος. Και από το ίδιο θέμα με την αρετή βγαίνει ακόμη το αρέσκω, το αρμόζω και το αρμονία"

"Παλίμψηστον του Ομήρου", Ζήσιμου Λορεντζάτου, Αθήνα 1978, εκδ. Δόμος

Το ποστάκιον διότι η ζωή με φέρνει στο Ζή κι αυτό το κείμενο ξανά και ξανά. Οι εικόνες όλες της θεάς Αθηνάς, που την φόρεσα χρόνια στο πέτο και τώρα τη φορά ο αυτοκράτωρ.

22.6.06

The black survivors


Παρακαλώ σε πρώτα εδώ, για τη μουσική.


Χωριό το χωριό, αφήνοντας την Μπούσουα, την αγαπημένη των χίππυδων στα 60ς, αρχίζουμε να ακολουθούμε τα ίχνη του αίματος. Δεκάδες. Περίπου πενήντα λέει ο ταξιδιωτικός οδηγός της Brandt. Τα περισσότερα μισοερειπωμένα. Έτοιμα να πέσουν, κατοικημένα από νυχτερίδες κι όρνια.

Όχι όλα. Υπάρχουν και τα καλοδιατηρημένα. Αυτά που αναπαλαιώθηκαν για να διασώσουν τη μνήμη, να μπορούν να προσκυνήσουν οι επίγονοι όσων πουλήθηκαν σκλάβοι και τώρα γυρνούν να βρουν τη ρίζα τους - ευλογημένε Κούντα Κιντέ- ή για να στεγάσουν ανάγκες, όπως το φρούριο της Άκκρας που στεγάζει την κυβέρνηση. Σε αυτό δεν είχαμε μπορέσει να μπούμε μέσα, φυσικά. Απαγορευόταν.

Μέρα μεσημέρι, δίπλα στους ανοικτούς υπόνομους της πρωτεύουσας, με σαράντα βαθμούς και αποπνιχτική οσμή να αναδύεται, δεν θυμάμαι παρά τους χοντρούς του τοίχους και τους ευγενικούς φρουρούς. Κρίστιανμποργκ. Το πρώτο από τα φρούρια.


Τα χτίσανε άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι, ολλανδοί, δανοί, σουηδοί, γερμανοί. Ευρωπαϊκός πολιτισμός, παιδί μου! Ξέρεις ποιά εποχή: υψηλές αξίες, Αναγέννηση, καλπασμός προς το Διαφωτισμό…

Οι απόγονοι των δουλεμπόρων κάνουν τουρισμό και νοικιάζουν δωμάτια στο χόστελ- πρώην χεντκουόρτερζ των παππούδων τους στη Σενυα Μπερακού. Εκεί που πέθαναν, που βασανίστηκαν, που πουλήθηκαν κι αγοράστηκαν, που βιάστηκαν, που δολοφονήθηκαν και εξανδραποδίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι, εκεί, οι απόγονοι των δολοφόνων, των βιαστών, των βασανιστών, των δουλέμπορων, των ληστών, νοικιάζουν τα δωμάτια που κάποτε κοίμιζαν τους προγόνους τους για να έχουν να το λένε. Ο ρόλος των ευρωπαίων στον εκπολιτισμό της Αφρικής. Το αίμα στα κεφάλια τους και στα κεφάλια των παιδιών τους.


Τα φρούρια. Μοιάζουν μεταξύ τους. Μπουντρούμια στη σειρά. Από δω οι γυναίκες, από κει οι άντρες, απέναντι τα παιδιά. Δεν είχαν και πολλούς για φύλακες στα μπουντρούμια, οπότε τα έχτιζαν κατηφορικά. Φαντάσου το σα μια καρότσα που ξεφορτώνει. Ανθρώπινο φορτίο. Τους πετάγανε εκεί μέσα. Κι εκεί έμεναν εβδομάδες. Να πεθάνουν οι αδύναμοι, που έτσι κι αλλοιώς δε θα έβγαζαν το ταξίδι ως την Αμερική, δε χομ οβ δε φρηη, να έρθουν οι έμποροι να διαλέξουν το καλό εμπόρευμα, να καθαρίζουν με ότι απομείνει.

Στα μπουντρούμια μέρα κι άλλη μέρα κι άλλη κι άλλη κι άλλη... Μες στα κόπρανά τους, μες στα ούρα τους, χώρος ίσα να μισοσταθούν ο ένας δίπλα στον άλλο, ίσα να απλώσουν χέρι να αρπάξουν την τροφή που τους πετούσαν. Απ την ψυχή ν’ απλώσουν χέρια προσπαθώντας να βγουν επάνω. Στο φως.

Αυτά τα χαράγματα στο επικλινές, τι είναι; Νυχιές. Βαθιές, απείραχτες απ το χρόνο. Νυχιές όσων προσπαθούσαν να βγουν έξω, να ακολουθήσουν την αντίθετη πορεία, να συρθούν στην ελευθερία. Τουριστικό αξιόθεατο: οι νυχιές. Δίπλα κοιμούνται οι πολιτισμένοι. Μα δεν ξέρεις τι ωραίο ύπνο κάναμε στην Αφρική!

Από πάνω απ τα μπουνρούμια, τα διαμερίσματα του διοικητή και των αξιωματικών. Έκοβε τις βόλτες του και άμα του ερχόταν όρεξη, διάλεγε κάποια από το εμπόρευμα. Να ξαλεγράρει. Τι ευκαιρίες για διασκέδαση να χει εδώ που τον έριξε η μοίρα; Η μόνη της ευκαιρία για μπάνιο. Προσπαθώ να φανταστώ πως θα ένοιωθε η γυναίκα που από το απόλυτο σκοτάδι, από τη βρωμιά, από τον τρόμο, θα έβγαινε στο φως. Ίσως κι ευγνώμων, ίσως να ήλπιζε πως δε θα ξαναγύριζε εκεί μέσα. Πώς να ένοιωθε στην πορεία προς το φως. Στα «γραφικά» στενά και τα γεφυράκια. Πως θα ανάσαινε. Πως θα βάδιζε. Αν ήταν γενναιόδωρος ο διοικητής, είχε κέρασμα από το εμπόρευμα και για τους αξιωματικούς. Είναι σε τι άνθρωπο θα πέσεις...

Το πρώτο μεγάλο, καλοσυντηρημένο κάστρο, στην Ελμίνα, ένα μεγάλο ψαροχώρι. Ελ μίνα δε όρο, το χρυσωρυχείο, έτσι βάφτισαν την περιοχή οι πορτογάλοι όταν έφτασαν κι έχτισαν εδώ το κάστρο του Αγίου Γεωργίου. Πριν φύγει ο Κολόμβος για την Αμερική. Μετά, το πήραν το κάστρο οι ολλανδοί. Στήσανε τα κανόνια κι άρχισαν το δουλεμπόριο. Περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι περνούσαν ετησίως από δω, στο δρόμο για τα σκλαβοπάζαρα των νέων χωρών.

Δεύτερο καλοδιατηρημένο κάστρο το Κέηπ Κόουστ. Το ίδιο εντυπωσιακό. Και με βίντεο. Αναπαράσταση του δρόμου της σκλαβιάς. Τον ελεύθερο φυσικό άνθρωπο, τον "απολίτιστο", πως τον εκπολιτίζανε...

Οι νεοφιλελεύθεροι της εποχής, οι δουλέμποροι. Της ελεύθερης αγοράς, προσφορά και ζήτηση, με το ελάχιστο δυνατό ρίσκο, επιδιώκοντας μεγάλα περιθώρια κέρδους, έχοντας υπολογίσει και κάποιες ζημίες όσο νάναι...

Οι δουλέμποροι έφταναν εδώ σε τακτά χρονικά διαστήματα να αγοράσουν φρέσκια πραματεια. Οι αιχμάλωτοι οδηγούνταν στην ολλανδική εκκλησία. Τους κοιτούσαν και ξεδιάλεγαν, μες από δυό μισοκρυμμένες σχισμές. Ποτέ κατά πρόσωπο. Είχαν τα όπλα και παρέμεναν δειλοί.


Δεν αντέχεις πολύ στα φρούρια. Θες να βγεις στο φως, στην ελεύθερη Γκάνα. Να μοιάζουν άχρηστα και σκουριασμένα τα κανόνια και οι μπάλες τους, η παράταιρη εικόνα της ειρήνης να συνεχίζει να ξεψαρίζει τα δίχτυα της, να καταβρέχει γελώντας τα παιδιά της, δίπλα στο στοιχειωμένο τόπο. Θυμάμαι πάλι τα λόγια του Τζέημς: Οι Αμερικάνοι είναι οι σημερινοί Άγγλοι. Να σαι καλά όπου κι αν είσαι, αδελφέ μου.

Οι φωτογραφίες από το ταξίδι εκείνο. Η αγγελία παλιό ψάρεμα στο δίκτυο μα δε θυμάμαι από πού. Για τους μαύρους σκλάβους στην Αμερική εδώ. Λεπτομέρεια: ο ορθόδοξος αδελφός Μπομπ Μάρλεϋ, είχε βρει ότι κι οι δικοί του πρόγονοι είχαν γευτεί την υψηλή ευρωπαϊκή φιλοξενία σε από ένα από τα κάστρα της Γκάνας. Έτσι δέθηκε με τη χώρα – κι αυτός κι η Ρίτα. Στο όνομά του κι από το κληροδότημά του χτίζεται νοσοκομείο, έχουν χτιστεί σχολειά. Για το φετινό Africa Unite στη Γκάνα εδώ. Για το Africa Unite της Αιθιοπίας, ωραίο φωτογραφικό του BBC εδώ. Και τα λόγια της Ρίτας για τους black hearted εδώ.

21.6.06

Τα παρτάλια του Θεόφιλου
τα παρτάλια του Κοκτώ

Του Αμπρόζ μου

Ήμουνα από κείνα τα συνήθη παιδιά. Τα βαρετά. Που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, που θέλουν τον κόσμο και τον θέλουν τώρα και που, απολύτως προβλέψιμα, δεν ξέρουν από που ν αρχίσουν. Έκανα, λοιπόν, όλες τις βαρετές κι αναμενόμενες επιλογές, αφού όμως ανακάλυψα πως δεν μπορούσα να πάω στην Πολωνία να σπουδάσω τσιρκολάνα. Το μεγάλο μου όνειρο όφειλα να το εγκαταλείψω. Δεν εχρηματοδοτείτο. Έπρεπε να αρκεστώ σε κάτι λιγότερο. Νόμισα, λοιπόν, πως εκείνο που έπρεπε να κάνω ήταν να γίνω ηθοποιός.

Μια παρένθεση εδώ. Πρέπει να σου συστήσω το Γιάννη. Ο Γιάννης, που λες, ήταν ηθοποιός και φωτοσυνθέτης και ποιητής. Είχε το γραφείο του δυό βήματα από την πλατεία των Εξαρχείων, στη Μεταξά. Φωτοσύνθεση. Αντιστασιακός απ αυτούς που δεν εξαργύρωσαν τίποτε. Κορμί νεύρο σκέτο και μια καρδιά μέλι. Με περιμάζευε, ακόμη δεν ξέρω γιατί.

Ήταν ο μόνος ηθοποιός που ήξερα. Τόλμησα να του πω ότι σκεφτόμουν τη δραματική. Τι άγχος! Ακόμη το θυμάμαι! Στεκόμουν εκεί, με την ποδιά, με το γαλάζιο γιακαδάκι, περιμένοντας το κατσάδιασμα. Αντ αυτού, γέλασε και μου έμαθε να κάνω το ψάρι. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις το ψάρι! Όμως ο Γιάννης το έκανε τέλεια. Ύστερα έπρεπε να διαλέξω ρόλους, τραγούδια... Κι ένα ποίημα. Οπωσδήποτε του Γκόρπα, είπε ο Γιάννης. Του φίλου του, του Θωμά Γκόρπα. Κάποτε, που το αστέρι μου ζήτησε να μετρήσω πληγές στα γόνατα κι ανοιγμένες μύτες, το διηγήθηκα έτσι:

κι ο Γκόρπας, ο Γκόρπας, που τον διάβαζε υπέροχα, πριν εκδοθεί, ο Γιάννης, ηθοποιός και φωτοσυνθέτης, σε ένα ποιητικοθεατρικό φωτοσυνθετάδικο στα Εξάρχεια, σε μια μικρή με κοτσίδες και μπλε ποδιά, κι η μικρή που δεν ήξερε καν τι είναι δρόμος κατάλαβε πως ήταν αλήτισσα..

Έτσι λοιπόν συναντήθηκα με το Γκόρπα κι άλλαξε η ζωή μου. Δεν έγινα ηθοποιός, γλίτωσε το θέατρο, γλίτωσαν και τα ψάρια τον εξευτελισμό. Έγινα αλητάκι. Κι αυτό σημαίνει πως όποτε έρχονται τα δύσκολα, γυρίζω στους αγαπημένους μου ελάσσονες.

Άρα, λοιπόν, Αμπρόζ μου:

Πληγή από σίδερο πληγή από κάψιμο πληγή από χάδι
πληγή από το φιλί τρελλής ξανθιάς
πληγή από σφύριγμα το βράδυ
πληγή από της ερημιάς το μελαγχολικό τραγούδι
πληγή απ αγκάθι ρόδου
πληγή από την καλημέρα ξένου
πληγή από ανυπόφορη αγάπη

λυσσασμένη γάτα
λυσσασμένη γυναίκα
λυσσασμένη αγαπημένη
λυσσασμένο εργοδότη

πληγή απ τ αδυσώπητο εργαλείο της δουλειάς
πληγή απ την καλοσύνη ανυποψίαστης αγκαλιάς
πληγή απ το μεγαλείο της φτώχειας
πληγή απ ανάμνηση κι από βαρειά κουβέντα

απ το μαχαίρι του ριγμένου φίλου
απ το χαμόγελο του πεθαμένου φίλου



πληγή από φωτιά φωτιά κι από φωτιά ονείρου
πληγή απ τ αποτυχημένου τη ντροπή
κι απ τη σιωπή του ντροπιασμένου

πληγή απ τα νύχια τρομοκρατημένου
πληγή απ τα νύχια απ τα δόντια απ τα αχ απ τα φιλιά
της προδομένης που γατζώθηκε πριν φύγει πάνω σου
και μένει εκεί για πάντα να σου γδέρνει την καρδιά

πληγή της εξορίας της φυλακής της ελευθερίας
πληγή απ τη μάχη κι απ τη μάχη σου στο σπίτι
πληγή απ αυτόν που σ έριξε στο παζάρι
πληγή απ το πικρό παράπονο του αλήτη

πληγή απ το στόμα της που βασανίζεται στην ξενητιά
κι ακόμα
η πληγή για την πληγή που δεν ομολογεί κανένα στόμα...


Η ουσία δική μας μα ο τίτλος του Έζρα:
Τα παρτάλια του Θεόφιλου τα παρτάλια του Κοκτώ
τσακίζονται αβοήθητα στο ρεύμα..

19.6.06

Τώρα, και για τους δυό μας...

Στο σπίτι των Στάιν, στις μικρές συναντήσεις που οργάνωνε η Γερτρούδη, πρωτοσυνάντησε ο Πάμπλο τον Ανρί. Ανρί Εμίλ Μπενουά Ματίς, ο Δεσπότης της γιορτής των χρωμάτων, ο "βασιλιάς των αγρίων θηρίων", των φωβιστών. H ειρωνία του πράγματος: ο τρομερός γέρων-παις, μόνον άγριος δεν ήταν. Γεμάτος δύναμη, ναι. Μα αυτή η δύναμη δεν ήταν μόνο ζωική, ήταν και πνευματική. Οι δυό τους εις σάρκα μία. Το έργο του Ματίς... Όσο για το χαρακτήρα του, ήταν φτυστός εκείνου του Πικάσο ως προς την ξεροκεφαλιά και την εμμονή. Μάλιστα, ο Ματίς θεωρούνταν πιο νευρικός, πιο ανυπόμονος – ήταν αυτή την πλευρά του που κατεύναζε με το χρωμα.

Ο Πάμπλο, όταν γνωρίστηκαν, ήταν βυθισμένος στο μπλε. Η νιότη του κουβαλούσε σαν παράσημο μιαν άγρια, επιθετική θλίψη. Αν κάτι δεν καταλάβαινε ήταν αυτή η μανία του Ανρί με τη γιορτή, την νίκη επί του θανάτου, που ο Πικάσσο δεν έχει κατορθώσει ακόμη. Εκνευριζόταν και λίγο που όλοι αποκαλούσαν το Ματίς «Δάσκαλο». Ήταν λογικό να αισθανθεί έτσι – η συνάντηση των δύο ανδρών δεν έγινε μπρος σε δικό του έργο. Έγινε, λέει ο θρύλος, μπρος σε έναν Ματίς που είχαν αγοράσει οι Στάιν. Το «σκανδαλιστικό» κατά την κριτική, «Γυναίκα με καπέλο». Παρά το βάρος της γνωριμίας, παρά την ένταση των αισθημάτων του Πικάσσο, αναγνωρίζονται. Όπως τα λιοντάρια μυρίζουν το ένα το άλλο, ξέρουν πολύ καλά το ένα την περιοχή του άλλου. Αναγνωρίζονται ως «ίδια ράτσα» -οι βιογράφοι του Πικάσσο σημειώνουν πως είναι «δύο εχθροί γεμάτοι σεβασμό ο ένας για τον άλλο». Εχθροί γιατί ξεκινούν από τελείως διαφορετικές αφετηρίες, Ο άγριος Πικάσο του 1905 πίστευε πως «ο πόνος είναι η μοναδική πηγή κάθε τέχνης». Ο Ανρί Ματίς είναι ορκισμένο παιδί –ξέρει πως η τέχνη είναι το αιώνιο δικαίωμα σου στο παιγνίδι. Ο Ματίς ζωγραφίζει, και το λέει, τη «χαρά της ζωής».

Παρα τις διαφωνίες τους, ο Πικάσσο θα εμπιστευτεί, σε καιρούς σκληρής δουλειάς, τον γιό του, τον μικρό Πάουλο, στο Ματίς. Όταν ο μπαμπάς Πάμπλο ετοιμάζει έκθεση, ο εξάχρονος Πάουλο μένει στο σπίτι του κυρίου Ματίς. Ο Ματίς απασχολεί το μικρό, μαθαίνοντάς του να φτιάχνει κολάζ – τι άλλο! Κι όταν ο Ματίς δημιουργεί, ο Πάουλο ζωγραφίζει. Αυθόρμητα, χωρίς καθοδήγηση, υπογράφει τα παιδικά του έργα ως «Πάουλο Ματίς». Ο μπαμπάς Πικάσσο δεν το πρόσεξε στην αρχή. Όταν επιτέλους το είδε, όμως, παραξενεύτηκε ιδιαίτερα. Είχε μια μεγάλη συζήτηση με τον Πάουλο, και προσπάθησε να τον πείσει ότι είναι πραγματικά ένα αξιοπρεπές όνομα για ζωγράφο το «Πικάσσο». Γιατί κανείς να το απαρνηθεί; Ο λόγος ήταν απλός, του είπε ο Πάουλο, χωρίς δεύτερη σκέψη. «Αφού, μπαμπά, ο κύριος Ματίς είναι σοβαρός ζωγράφος. Εσύ όχι!».

Την ημέρα του θανάτου του Ματίς, ο Πάμπλο Πικάσο τον αναγνώρισε ως ισότιμο- κάτι που ο μέγας στρατηγός της Μονμάρτης δεν είχε ξανακάνει ποτέ για κανέναν. Τη μέρα του θανάτου του Ματίς, ο Πάμπλο Πικάσσο είπε στοργικά: «τώρα λοιπόν θα πρέπει να ζωγραφίζω και για τους δυό μας». Λίγο μετά αρχίζει να ζωγραφίζει τη χαρά της ζωής.

Ότι μου θύμισε η γιορτή του πατέρα. Χτες και για το Χ. μου.

Δύο Ματίς κι ένας Πικάσσο στη σειρά. Υπέροχοι δεν είναι; Η χαρά της ζωής!

15.6.06

School s out! Καλό Καλοκαίρι!

Ποδιές τέλος.
Προσοχές και πειθαρχίες και υπακοή τέρμα.
Ο νόμος καταργείται.

No more pencils/ No more books/
No more teacher's dirty looks.

Σήμερα ελευθερία!
Αυτή η μικρή δική του ελευθερία

Καλοκαίρι
Out for summer/ Out till fall/
We might not go back at all!

Σήμερα πετάει!
Σήμερα θα μπουγελωθεί και θα βραχεί
και θα γλιστρήσει και θα ξεκαρδιστεί
και θα συγκινηθεί και θα χαιρετήσει τους φίλους του

η καρδιά κι ο νους γεμάτα Χαλκιδική
παππού και γιαγιά
μπαχτσέ ντομάτες πεπόνια μελιτζάνες ελαιώνες ροδάκινα
αρκεί ν απλώσεις το χέρι
ήλιο φως
μετρημένα ένα ένα τα μπάνια
παράσημα του γυρισμού
τα απογευματινά μετράνε χωριστά
σιγά ρε μη μετράνε!
το λες γιατί εσύ δεν πήγαινες
ε ε εεε ε ε εεε

μετρημένα τα ξυλάκια απ τα παγωτά
έχασα μερικά στο ΚΤΕΛ
να μη τα έχανες, δε μετράνε
μετρημένες οι πληγές στα γόνατα
για να λάβουν ασπασμό κάποτε απ τα κορίτσια


Σήμερα θα γυρίσει από το σχολείο
θα τον αγκαλιάσω
και θα είναι η ώρα που επισήμως λέμε


Καλό Καλοκαίρι!

Καλό Καλοκαίρι, μωρό μου!

Θα είσαι πάλι εκεί,
εκεί που πρώτα έμαθες τη θάλασσα,
ο μπαμπάς σε κράτησε τρυφερά, οδηγώντας σε
εκεί που θα σε προσέχουν και θα σε φροντίζουν
πάντα μου λείπεις
το καλοκαίρι πάντα μου λείπεις
να ήξερες πόσο
όμως
πρέπει να μαθω και να χαίρομαι
να χαίρομαι που

"Δε μου λείπεις καθόλου, μαμά!"

Δε θέλω να σου λείπω. Θέλω να πετάς.
Να ανησυχώ και να χαίρομαι
και να σιωπώ και να προσμένω
και να προσεύχομαι να γυρίσεις καλά


Το δώρο για το πρώτο μακρινό ταξίδι στον κόσμο
οκτώ κι ένα χρόνια μείνανε
το δώρο για το ταξίδι που θα ξεκινήσει τέτοιες μερες
με τραίνο, οπωσδήποτε με τραίνο
στο έχω φυλαγμένο.
Να φορτωθείς στην πλάτη την περιπέτεια.

Καλό καλοκαίρι μωρό μου! Καλό καλοκαίρι σε όλους!
School's out forever/ School's out for summer/
School's out with fever/ School's out completely

14.6.06

At the Legendary Jazz Alley

Ο Γιάννης Δημητρίου, γνωστότερος στα λημερια του ως John Dimitriou, ιδιοκτήτης του θρυλικού τζαζ κλαμπ της Δυτικής Ακτής Jazz Alley, μιλάει στη Μιραντολίνα για τη μουσική, τους τζαζίστες φίλους του και τη νύχτα που ο Σταν Γκετζ έγινε παπί.

Jazz Alley. Dimitriou´s Jazz Alley. Μαγαζί θρύλος για το Σηάτλ αλλά και άπασα την δυτική ακτή των ΗΠΑ. Στα πάνω από 30 χρόνια της ιστορίας του έχει ζήσει ιστορικές στιγμές, έχει φιλοξενήσει γίγαντες του είδους και έχει δώσει καλτ στάτους στο Γιάννη Δημητρίου, τον ιδιοκτήτη του. Αναμενόμενο: το Dimitriou´s Jazz Alley ήταν πάντα ένα προσωπικό στοίχημα. Ο Γιάννης Δημητρίου, που με χαρά του δέχθηκε να μου μιλήσει, είναι η ψυχή, το μυαλό και τα χέρια που δημιούργησαν και στήριξαν το χώρο αυτό, ένα ιερό της τζαζ όπου ετέλεσαν μυστήρια ο Ταζ Μαχάλ, ο γιατρός ο Γιάννης, ο ΜακΚόυ Τάυνερ, ο Μπράντφορντ Μαρσάλις, ο Όσκαρ Πέτερσον, η Έρθα Κιτ, ο Πατ Μεθενυ, η Νάνσυ Ουίλσον –κι η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Ο Γιάννης στο Τζαζ Άλλυ

«Η ιστορία του Τζαζ Αλλυ στηρίζεται στις προσωπικές σχέσεις. Με τους μουσικούς είμαστε φίλοι, περνάμε καλά. Η μπάντα που παίζει εδώ έρχεται και θέλει να ξανάρθει» λέει. Η κουβέντα μας γίνεται μισή στα αγγλικά μισή στα ελληνικά. Τηλεφωνικώς – δεν τα μπορεί τα ημέηλ κι εγώ θέλω να σας τον συστήσω. Περηφανεύεται ότι μιλάει ελληνικά. Τα χρησιμοποιεί με επιμονή, επιστρέφει πεισματικά σε αυτά ακόμη κι όταν φτάνουμε στα δύσκολα, ακόμη κι αν γυρνάμε για λίγο στην ευκολία της αγγλικής.

Είναι ο μόνος από την οικογένειά του που γεννήθηκε στις ΗΠΑ. «Οι γονείς μου ήρθαν στην Αμερική από την Ελλάδα κι είχαν ήδη τον αδελφό μου. Η μαμά μου είναι από το Κριεκούκι κι ο μπαμπάς μου από το Ερημόκαστρο». Η τζαζ ήταν η μεγάλη του αγάπη από τα μαθητικά του χρόνια. «Άρχισα να παίζω πολύ νέος. Έπαιζα τρομπέτα και ντραμς στο σχολείο, στη σχολική μπάντα. Έχω παίξει και στην Ελλάδα! Ξέρεις, όταν ήμουν δεκατριών ετών γυρίσαμε με τη μητέρα μου για οκτώ μήνες στην Ελλάδα. Τότε, λοιπόν, έπαιξα στην μπάντα της αμερικάνικης ακαδημίας όπου φοίτησα. Συνέχισα με τη μουσική χρόνια. Έπαιζα μουσική στο γυμνάσιο, μουσική στο κολέγιο, αλλά ήξερα πως δεν ήμουν και πολύ καλός».

Στο κολέγιο ξεκίνησε να δουλεύει σε εστιατόρια, για να μπορεί να πληρώνει τις σπουδές του, κατά το αμερικάνικο συνήθειο. Η αγάπη για τη μουσική, ειδικά για τη τζαζ, δεν τον εγκαταλείπει. «Ο αδελφός μου άνοιξε το 1972 ένα εστιατόριο, το Pioneer Banque Restaurant. Μου ζήτησε να κλείνω μουσικά σχήματα για το μαγαζί του. Έτσι έμαθα τη δουλειά αυτή κι άρχισα να κάνω παρέα με τους μουσικούς. Το 1975 έφυγα από το Pioneer και πήγα ανατολικά, στην Ουάσιγκτον ΝτιΣι, όπου δούλεψα πάλι σα μάνατζερ μουσικών σχημάτων για το Booze Alley. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου. Μαζί αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο Σηατλ και να ανοίξουμε το Τζαζ Αλλυ».

Άνοιξαν το πρώτο μαγαζί στην περιοχή του πανεπιστημίου. Μια μικρή, για τα αμερικάνικα δεδομένα, αίθουσα. Μόλις 150 άτομα. «Έκανα τα πάντα μόνος μου, με μόνη βοηθό τη σύζυγό μου». Δεν πήγαν καλά. Έφταιγε κυρίως η περιοχή. Έτσι, το 1984 μετακομίζουν στο κέντρο. Το καινούριο μαγαζί χωρά 250 άτομα και, μετά μιαν επέκταση, φτάνει να χωρά 400. Πάνε πολύ καλύτερα. «Δεν ήταν μόνο ο χώρος καλύτερος. Είμασταν κι εμείς καλύτεροι σε αυτό που κάναμε, είχαμε πείρα».

Η πείρα είναι δευτερεύουσα, όταν αγαπάς τόσο τη μουσική. Οι καλλιτέχνες που έρχονται το καταλαβαίνουν πολύ καλά. «Ο Δρ. Τζων παίζει εδώ όποτε έρθει στο Σηάτλ, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια». Το «όποτε» σημαίνει μία ή δύο φορές το χρόνο. Η λίστα με τα ονόματα όσων αγάπησαν το μαγαζί κι έχουν ή είχαν φιλική σχέση με τον Γιάννη Δημητρίου συνεχίζει ακόμη πιο εντυπωσιακή: Ντίζυ Γκιλέσπι, Σταν Γκετζ, Αχμάντ Τζαμάλ..

«Αυτός που σκέφτομαι με την περισσότερη αγάπη είναι ο ΜακΚόυ Τάυνερ. Ένας πάνγλυκος άνθρωπος κι ένας αληθινός πρωτοπόρος της μουσικής. Ακούς δυό νότες και ξέρεις: αυτό είναι ΜακΚόυ Τάυνερ». Εδώ το νέημντρόπινγκ έχει χαρακτήρα νοσταλγικό, ανάμνησης. Συγκινούμαι. Κι έτσι κάπως βρισκόμαστε μετά από λίγο να λέμε τι θυμόμαστε απ τις αγάπες μας που είχαμε τη χαρά να ζήσουμε από κοντά, έστω για λίγο. Πάντα ο λόγος πρώτα σε κείνον.

«Διηγούμαι συχνά και γελώ, τι συνέβη όταν είμασταν στην περιοχή του Πανεπιστημίου, στο μικρό μαγαζί και φιλοξενούσαμε τον, ήδη φτασμένο, Σταν Γκετζ, με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι από την εποχή που τον έκλεινα για το Πάιονίιρ και το Μπουζ. Ερχόταν, ήρθε να παίξει, επειδή ήμασταν φίλοι, δηλαδή. Τώρα, στο κτίριο που πρωτοστεγαστήκαμε, εκεί κοντά στο Πανεπιστήμιο, το μόνο μαγαζί της περιοχής ήταν το Τζαζ Άλλυ. Από πάνω, όλο το κτίριο ήταν διαμερίσματα. Που λες, είναι Σάββατο, παίζει ο Σταν Γκετζ σ αυτό το μικρό μαγαζί του Σηάτλ κι η κυρία που μένει στο διαμέρισμα ακριβώς από πάνω, αποφασίζει να κάνει το μπάνιο της. Ανοίγει τη βρύση να γεμίσει την μπανιέρα, πάει μέσα στο σαλόνι της, καταπιάνεται με κάποια δουλειά και ξεχνιέται. Το νερό ξεχειλίζει, περνά από τις σχισμές στις σανίδες κι αρχίζει να μπαίνει στο μαγαζί, στην αρχή σε σταγόνες, γρήγορα …τρεχούμενο, ακριβώς μπροστά στο Σταν. Ο Σταν σταματάει να παίζει για ένα λεπτό, κοιτάει το νερό που τρέχει καταρράχτης, στρέφεται στο κοινό και λέει ’Δεν το πιστεύω πως παίζω ακόμη σε τέτοια μέρη’. Κι ύστερα συνέχισε κανονικά να παίζει, αγνοώντας το νερό που έτρεχε».

Σήμερα, που το πείσμα κι η αγάπη του Τζων έχουν αναδείξει το Τζαζ Άλλυ σε σημείο αναφοράς, οι φιλίες του με τους μουσικούς έχουν γίνει πολύ στενότερες. «Ο Ταζ Μαχάλ παίζει εδώ κάθε χρόνο τα τελευταία 15 χρόνια και πάντα Νοέμβριο, γιατί θέλουμε να περνάμε μαζί την ημέρα των Ευχαριστιών».

Είναι ωραίο να μοιράζεται κάποιος αυτό που αγαπάει. Υπάρχει, όμως, τίποτε που μισεί; Μισεί τους πουρίστες, αυτοί τον κάνουν να «αηδιάζει τη τζαζ ώρες ώρες». Αυτοί, λέει, ξεχνούν ότι «η μουσική οφείλει να αλλάζει. Αν δεν αλλάζει πεθαίνει. Η μουσική οφείλει να αλλάζει για να είναι ζωντανή». Όχι όμως αλλαγή για την αλλαγή, ούτε ανόητες επιδείξεις. Είναι αυστηρός. «Βλέπεις τόσους τύπους να παίζουν όχι μουσική αλλά νότες-ακροβατικά και να λένε ότι αυτό το πράγμα είναι τζαζ. Και τολμούν αυτοί οι τύποι να ξεστομίζουν ότι, ας πούμε, ο Δρ. Τζων δεν είναι τζαζ. Δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο μουσικός είναι ο Δρ. Τζων, πόσοι λίγοι άνθρωποι είναι τόσο μουσικοί όσο ο Δρ. Τζων». Πιάσαμε τον καλό γιατρό -- από τα πιο αγαπημενα μου θέματα. Του διηγούμαι τη συνάντησή μας, το βράδυ που με μάγεψε για πάντα, ανεβασμένος στη σκηνή, καλοκαίρι στη Χαλκιδική. Αυτό που ακούς στο δίσκο δεν έχει σχέση με αυτό που ζεις στην ζωντανή εμφάνιση, συμφωνούμε. «Ο Χιου Μασεκέλα είναι καταπληκτικός όταν παίζει ζωντανά. Δεν μπορείς να φανταστείς αυτό το λάηβ από τους δίσκους του». Ε, μήπως μπορείς να φανταστείς το πανηγύρι των ρωμέηκων κλαρίνων ακούγοντάς τα κονσέρβα;

Φυσικά όχι -- γιατί τα κλαρίνα είναι τζαζ. «Τι είναι η τζαζ; Είναι η μουσική που δεν έχει ληντ, δεν έχει παρτιτούρα, είναι η μουσική του αυτοσχεδιασμού. Η καρδιά της τζαζ είναι ο αυτοσχεδιασμός. Κι η παραδοσιακή ελληνική μουσική, ειδικά τα κλαρίνα, είναι αυτοσχεδιασμός».


Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, συζητάμε πόσο γλυκός άνθρωπος είναι ο Ράντυ Νιούμαν, και ξανά πόσο αγαπάμε κι οι δύο το Δρ. Τζων. Με καλεί στο Σηατλ: θέλω να δω τον Καλό Γιατρό στο Τζαζ Αλλυ; Αν θέλω λέει! Iko iko, mess around κι ένα καινούριο φτερό στα μαλλιά, και μάλιστα μαζί με το Τζων Δημητρίου, που ζει κι αναπνέει τη τζαζ… Όχι – με διορθώνει. Όχι τη τζαζ.
«Η μουσική δε λέγεται τζαζ πια, λέγεται σκέτα μουσική, κι αυτό μ αρέσει. Η πιο όμορφη μουσική φτιάχνεται στην Ευρώπη, να ξέρεις. Υπέροχες μπάντες! Κι ελευθερία – πολλοί αμερικανοί που δεν μπορούν να περπατήσουν εδώ λόγω της κατάστασης, εγκαταλείπουν την Αμερική και βρίσκουν κοινό στην Ευρώπη. Είναι το δεύτερο κύμα τζαζ φυγάδων στην Ευρώπη. Ας πούμε, ο καταπληκτικός Όσκαρ Πήτερσον παίζει μόνο στη ΝΥ όταν έρχεται στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη υπάρχει και η Ευρώπη τον ζει». Άλλωστε, η τζαζ, εεεε η μουσική του αυτοσχεδιασμού δεν έχει πατρίδα. Ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, του λέω. Good Night κύριε Δημητρίου. «One thing, ξέρεις το Μόντυ Αλεξάντερ;». Όχι. «Είναι ένας τζαμαϊκάνος πιανίστας μοναδικός. Να τον έχεις στο νου σου».

13.6.06

Q&A με τον Κώστα Γιαννακίδη

Οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου του Έψιλον και οι απαντήσεις μου (από τις οποίες δημοσιεύτηκαν λίγα αλλά μάλλον εξάχθηκαν περισσότερα).


Πως βλέπετε την ελληνική δικτυακή κοινότητα των blogs; Μεταφέρει ελληνική πραγματικότητα ή δείχνει το δρόμο προς μια υγιώς εναλλακτική αντίληψη των πραγμάτων;

Ούτε την ελληνική πραγματικότητα μεταφέρει, ούτε δείχνει το δρόμο προς μια εναλλακτική αντίληψη των πραγμάτων. Είναι ένα χωριό ατόμων με …ειδικές δεξιότητες. Όταν έρχεσαι ξένος στο χωριό, συνήθως πέφτεις στα ωραία, αυτά που τραβάν το μάτι: υπάρχουν καλοί γραφιάδες, υπάρχουν άνθρωποι βαθείς και ευαίσθητοι, άνθρωποι ταλαντούχοι, άνθρωποι που σε προβληματίζουν, που σε κάνουν να γελάς, που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, σε ενημερώνουν, σου συστήνουν πλευρές της ανθρώπινης δημιουργίας, σε σαγηνεύουν με το λόγο τους…

Όμως, σύντομα καταλαβαίνεις ότι κι εδώ υπάρχουν όλα τα προβλήματα των μικρών κοινοτήτων, και, παράλληλα, λόγω του μέσου, αυτό εδώ το χωριό χωράει πολύ ψέμμα και παραμύθι, πολύ εγωκεντρισμό, ευκολία και ημιμάθεια, μειωμένη ανεκτικότητα...

Πιστεύετε ότι το blog σας υποκαθιστά, κατά κάποιο τρόπο, τη συμβατική μορφή ενημέρωσης;

Οχι. Το ευλογ μου μπορεί και να διαλεχθεί με κάποιους οι οποίοι μοιραζονται τα ίδια κολλήματα, είναι ψώνια σαν και του λόγου μου, βουρκώνουν με τα τραγούδια του Κας, δεν αντέχουν τον επαρχιωτισμό του ελληνικού Τύπου, γουστάρουν να κάνουν παράξενες ερωτήσεις σε παράξενους προσωπικούς ήρωες... Και επίσης, μπορεί να διαλεχθεί με τους καθαρούς τη καρδία, που δεν νοιώθουν θεοί, ήλιοι καλοκαιρινοί, αλλά επιθυμούν να συνομιλήσουν ειλικρινά με τον άλλο. Δηλαδή, ζητώ μοίρασμα και κοινωνία που μου χαρίζουν απλόχερα οι αναγνώστες μου, των οποίων και είμαι αναγνώστις.

Αισθάνεστε, ειδικά εσείς που γράφετε σε μεγάλους κόμβους, ότι το περιεχόμενο που δημιουργείτε, χρησιμοποιείται για την προώθηση επιχειρηματικών σχεδίων του provider;

Όσο αισθάνεστε κι εσείς που γράφετε σε μεγάλα ΜΜΕ ότι το περιεχόμενο που δημιουργείτε χρησιμοποιείται για την προώθηση των επιχειρηματικών σχεδίων των ιδιοκτητών, φαντάζομαι.

Η ερώτηση «για ποιο λόγο δημιουργήσατε blog» θεωρείται αυτονόητη.

Ανήκω στη γενιά των 40ρηδων και περίμενα να με χρησιμοποιήσει στην κυβέρνηση ο Καραμανλής, αλλά έμεινα απέξω. Το ΄ριξα, λοιπόν, στο blogging για να ξεχάσω τον πόνο μου. Αστειεύομαι. Έφτιαξα το ευλογ μου γιατί συνάντησα το ευλογ του Θας (vitamo.blogspot.com), έμαθα τι είναι ευλογ και δεν ήθελα να του γραφω ως ανώνυμη, κι επίσης γιατί ένας καινούριος φίλος, με τον οποίο συζητούσα την ευλογόσφαιρα, με ρώτησε, πολύ απλά: «εσύ γιατί δεν κάνεις blog;». Δεν είχα τίποτε να του απαντήσω. Πήγα σπίτι κι άνοιξα λογαριασμό στο blogger. Αυτό είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να κρατήσεις και να διατηρήσεις ένα ευλογ, ειδικά αν αποκτήσει κάποια αναγνωσιμότητα, οπότε, αναπόφευκτα, σου έρχονται και διάφορα περίεργα φρούτα…

Αυτονόητη είναι και η θερμή υποδοχή που θα έχει οποιαδήποτε άλλη άποψη θέλετε να διατυπώσετε.

Μερικές αποσπασματικές σκέψεις:

Νομίζω ότι, όπως έγραψε η Γιουτζίν (http://youtzin.blogspot.com/) πρόσφατα, πολύ σύντομα τα ευλογζ θα αποτελούν θέμα εργασιών στα πανεπιστήμια. Ακόμη και τα ελληνικά ευλογζ.

Είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι του Τύπου που διατηρούν ευλογζ. Το θέμα μάλλον χρήζει ερμηνείας.

Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι η χυδαιότητα ορισμένων, λίγων, προερχόμενων προφανώς από τα irc και τα alt., οι οποίοι ζητούν με κάθε τρόπο επιβεβαίωση και θεωρούν την ανωνυμία ευκαιρία για χυδαιότητα. Υπήρξαν στιγμές που εξαιτίας τους σκέφτηκα πολύ σοβαρά να εγκαταλείψω – στο κάτω κάτω το κέφι μου κάνω και δεν χρειάζεται να ανέχομαι τον κάθε έναν. Όμως μου περνάει γρήγορα, ακριβώς γιατί αυτοί είναι οι λίγοι και γιατί η άμεση ανταμοιβή είναι γεγονός συγκλονιστικό.

Παρακαλώ ενημερώστε με αν θέλετε να εμφανιστείτε με τα πραγματικά σας ονόματα ή, τέλος πάντων, δώστε μου έναν προσδιορισμό της ιδιότητας σας στον πραγματικό κόσμο.

Είμαι η Μιραντολίνα. Λοκαντιέρα. Στον μη βίρτσουαλ κόσμο εργάζομαι για τους μετανάστες. Είμαι στο διαδίκτυο από το 1994.

12.6.06

Aγρυπνούμε την καινούρια οδύνη

Μια εικόνα του βίου στο Γκουαντάναμο και τις μαύρες φυλακές των ΗΠΑ

"Όταν θα έφτασε στη μόνιμη φυλακή του θα ήταν ήδη κατάκοπος, πεινασμένος, πληγωμένος και γεμάτος φόβο – αν όχι για τον εαυτό του, για τη σύζυγο και τα παιδιά του, που είχαν συλληφθεί είτε ταυτόχρονα με τον ίδιο είτε μερικούς μήνες νωρίτερα• εξαρτάται απ την πηγή που επιλέγεις να πιστέψεις. Θα τον είχαν προειδοποιήσει ότι άρνηση συνεργασίας θα σήμαινε την πιθανή παράδοσή του στους πολύ πιο άμεσους και κτηνώδεις ανακριτές άλλου κράτους.

Θα τον είχαν κλειδώσει σε ένα κελί όπου δε θα έμπαινε ίχνος φωτός. Ο χώρος θα ήταν γεμάτος μέρα και νύχτα από έντονο τεχνητό φως και θόρυβο και θα ήταν τόσο μικρός που δε θα μπορούσε να σταθεί όρθιος, να καθίσει αναπαυτικά ή να ξαπλώσει ολότελα. Θα φρόντιζαν να κρυώνει, να είναι ξύπνιος και βρεγμένος. Αν παρ όλα αυτά κατόρθωνε να τον πάρει ο ύπνος, θα τον ξυπνούσαν βίαια. Θα τον τάιζαν σε άτακτες ώρες και μόνον ισχνά άγευστα γεύματα. Μερικές φορές η αδιάκοπη ανάκριση θα κρατούσε μέρες, μερικές φορές λίγα λεπτά ή λίγες ώρες. Το ανθρώπινο μυαλό εκλιπαρεί την ρουτίνα και μπορεί να προσαρμοστεί σχεδόν στα πάντα αρκεί να είναι αυτή παρούσα. Έτσι οι δεσμοφύλακές του θα φρόντιζαν επισταμένως να μη δημιουργηθεί καμμία μορφή ρουτίνας.


Η ανάκριση θα ήταν επίπονη – μερικές φορές άγρια και με φωνές, άλλες ήσυχη και φιλική, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος είτε για το ένα είτε για το άλλο. θα ανακρίνονταν άλλοτε από έναν άλλοτε από δυό τρεις. Η κάθε ανάκριση θα κρατούσε μέρες με τους ανακριτές σε βάρδιες ή θα κρατούσαν λίγα λεπτά. Θα του υπέβαλαν τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά και τότε ξαφνικά θα του παρουσίαζαν κάτι που δεν θα περίμενε επ ουδενί – μία λεπτομέρεια ή ένα μυστικό που θα ήταν σοκ γι αυτόν να μάθει ότι το ξέρουν. Θα του προσέφεραν ευκαιρίες να αποκτήσει την ελευθερία του ή καλύτερες συνθήκες κράτησης για τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Αν ήταν συνεργάσιμος κι οι πληροφορίες που έδινε αποδεικνύονταν αληθινές, οι συνθήκες κράτησης θα βελτιώνονταν. Σε ορισμένες περιπτώσεις θα του έδωσαν ναρκωτικά για να ανεβάσουν τη διάθεσή του πριν την ανάκριση: μαριχουάνα, κοκαΐνη και νιτρική πεντοθάλη έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν να αρθεί η απροθυμία συνεργασίας κι η μεθαμφεταμίνη μπορεί να προκαλέσει απίστευτη λογοδιάρροια ακόμη και στο πιο ξεροκέφαλο υποκείμενο, λογοδιάρροια που η ίδια της η ένταση θα έκανε να φανερωθεί και το πιο πολύπλοκο ψέμμα. Αυτά τα ναρκωτικά μπορούν άνετα να ανακατευτούν στη τροφή ή το νερό και με δεδομένη την κατάσταση του κρατουμένου μπορεί ακόμη και να του προσφέρουν μια σύντομη περίοδο ανακούφισης κι ευχαρίστησης, δημιουργώντας του έτσι μια ολοκαίνουρια προσμονή και κάνοντας αποδοτικότερη την ανάκριση
.
Αποκομμένος από κάθε εξωτερική πληροφορία, ο Σεΐχης Μωχάμεντ θα γινόταν όλο και περισσότερο επιρρεπής στην χειραγώγηση. Για παράδειγμα, σταχυολογημένες πληροφορίες μετά από επιτυχημένες επιθέσεις της Αλ Κάιντα στο Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία, μπορεί να του προσφέρονταν σποραδικά κι αποσπασματικά, ώστε να υπονοήσουν αποτυχία των επιχειρήσεων.
[…]
Κάποιες από τις πληροφορίες που θα του προσφέρονταν θα ήταν αληθινές, κάποιες θα ήταν ψεύτικες. Θα του είπαν πως συνεργάτες του-κλειδιά συνεργάζονταν μαζί τους ή ότι αποκήρυξαν δημοσίως τη τζιχάντ. Όσο θα περνούσε ο χρόνος οι δικές του γνώσεις θα μειώνονταν ενώ των ανακριτών του θα καλυτέρευαν. Θα έφτασε να βλέπει τα κάποτε ζωτικά του σχέδια ως άνευ σημασίας ή ως ήδη γνωστά στους ανακριτές του. Η σημασία συγκεκριμένων μυστικών θα μειώθηκε σταδιακά.

Απομονωμένος, συγχυσμένος, εξαντλημένος, πεινασμένος, φοβισμένος, βασανισμένος, ο Σεΐχης Μωχάμεντ θα ξέπεφτε σταδιακά σε μα ταραγμένη συλλογή των βασικών αναγκών, κι όλες αυτές θα τις ήλεγχαν οι ανακριτές του. Το κλειδί για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών θα ήταν πάντα το ίδιο: όφειλε να μιλήσει.

[…]
Άνδρες σαν το Σεΐχη Μωχάμεντ που πιάστηκαν ζωντανοί σε αυτό τον πόλεμο είναι οι κλασσικοί υποψήφιοι για τις πιο επιδέξιες πρακτικές αυτής της σκοτεινής τέχνης (της ανάκρισης). Έξυπνοι, μορφωμένοι, εκλεπτυσμένοι, βαθιά θρησκευόμενοι και καλά εκπαιδευμένοι, αποτελούν την τέλεια πρόκληση για τον ανακριτή. Παίρνοντας τις πληροφορίες που κατέχουν, μπορούμε να προλάβουμε επικείμενες επιθέσεις, να ξεσκεπάσουμε την οργάνωσή τους, να σώσουμε χιλιάδες ζωές. Αποτελούν, αυτοί κι οι στόχοι τους, ένα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα για να δικαιολογηθεί η χρήση των βασανιστηρίων στη σύγχρονη εποχή.
[…]
η λέξη torture προέρχεται από το λατινικό ρήμα torquere, στρίβω. Σύμφωνα με το λεξικό Ουέμπστερ σημαίνει «την επιβολή σφοδρού πόνου για την απόσπαση πληροφοριών, ομολογιών, προς εκδίκηση κλπ». Προσέξτε τη χρήση της λέξης «σφοδρός» (severe) που αμέσως φέρνει στο νου τον τροχό, τη βίδα για το σπάσιμο των δακτύλων, την τύφλωση, τα σίδερα του σημαδέματος, τους καυτούς λάκκους, τα εργαλεία παλουκώματος, τα ηλεκτροσόκ κι όλα τα άλλα διαβολικά εργαλεία που χρησιμοποιούν τα ανθρώπινα όντα για να ακρωτηριάσουν και να πονέσουν τους ομοίους τους. Όλα τα είδη αυτής της εφευρετικής σκληρότητας παραμένουν σε χρήση σε περιοχές όπως στην Κεντρική και Νότιο Αμερική, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
[…]
Ύστερα είναι και οι μέθοδοι που, σύμφωνα με ορισμένους, δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθούν βασανιστήρια.
Αποκαλούνται «βασανιστήρια λάιτ» και περιλαμβάνουν στέρηση ύπνου, έκθεση σε ζέστη ή κρύο, χρήση ναρκωτικών που προκαλούν σύγχυση, άγρια συμπεριφορά (σφαλιάρες, σπρωξίματα, ταρακούνημα), υποχρέωση του κρατουμένου να στέκεται όρθιος συνεχόμενα για μέρες ή να κάθεται σε καθόλου άνετες στάσεις, παιγνίδι με τους φόβους του για τον ίδιο και την οικογένειά του. Αν και οδηγούν το θύμα τους στα άκρα, αυτές οι μέθοδοι δεν αφήνουν μόνιμα σημάδια και δεν κάνουν μόνιμη σωματική ζημιά.

[…]
Το 1987 το Ισραήλ αποπειράθηκε να κωδικοποιήσει την διάκριση μεταξύ βασανιστηρίων, τα οποία είναι απαγορευμένα, και «μέτριας φυσικής πίεσης», που επετράπη σε ειδικές περιπτώσεις. Όντως, πολλοί αστυνομικοί, στρατιώτες και πράκτορες που απεχθάνονται τις «ισχυρές» μεθόδους, πιστεύουν ότι η απαγόρευση όλων των μεθόδων σωματικής πίεσης για την απόσπαση πληροφοριών θα ήταν απλοϊκή.

[…]
Πολλοί έμπειροι ανακριτές θεωρούν ότι οι μέθοδοι βασανισμού είναι απολύτως δικαιολογημένες όταν πρόκειται να σώσεις ζωές – είτε υποχρεώνοντας τον στρατιώτη του εχθρού να ομολογήσει τις θέσεις των δικών του είτε υποχρεώνοντας τρομοκράτες να αποκαλύψουν λεπτομέρειες για μελλοντικές τους επιθέσεις. Όπως λένε αυτοί οι ανακριτές, πρέπει να ζυγίσεις από τη μια την υγεία του κρατούμενου κι από την άλλη τις ζωές που πρόκειται να σώσεις υποχρεώνοντάς τον να μιλήσει. Μια μέθοδος που μας δίνει πληροφορίες οι οποίες μπορεί να σώσουν ζωές χωρίς να προκαλέσει μόνιμες ζημιές στον ανακρινόμενο δεν είναι απλά προτιμητέα, μοιάζει και ηθικώς ακέραια. Γι αυτό από δω και πέρα θα χρησιμοποιώ τη λέξη «βασανιστήρια» (torture) εννοώντας τις παραδοσιακές μεθόδους και «πειθαναγκασμός» (coercion) για να αναφερθώ στα λάιτ βασανιστήρια ή μέτρια φυσική πίεση."[...]

Αποσπάσματα από βραβευμένο άρθρο του Atlantic Monthly, που υπογράφει ο Mark Bowden, με τίτλο The Dark Art of Interrogation, τεύχος Οκτωβρίου 2003. Μετάφραση της ταπεινότητάς μου. Τα αποσπάσματα αναφέρονται στα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη ο Σεϊχης Χαλίντ Μωχάμεντ, ο θεωρούμενος από τις ΗΠΑ ως αρχιτέκτονας και των επιθέσεων κατά των Δίδυμων Πύργων (της αποτυχημένης του 1993 και της επιτυχούς 11/9). Έχει πολύ ενδιαφέρουσα η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο δημοσιογράφος. Η νιουσπηηκ της νέας βίας, επιθυμεί να μετατρέψει τον πλανήτη σε ένα απέραντο Ισραήλ.

Ο τίτλος, στίχος του Ελύτη. Ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ από όσα ειπώθηκαν στον ΟΗΕ για τα αμερικάνικα βασανιστήρια εδώ. Οι ζωγραφιές είναι από δω. Το στένσιλ είναι του Μπάνκσυ.

8.6.06

L'aventure n'est pas morte -- Occupa y Resista

It was twenty years ago today,
Sgt. Pepper taught the band to play


Ήταν η τελευταία αναλαμπή για τη γενιά μας, για το ΑΠΘ. Η κατάληψη του 1987 στην Κτηνιατρική. Το εξάμηνο που χάθηκε. Η γενιά που έμπαινε ονειρευόταν πως θα της δώσουν μερτσεντέ με το κλειδί στο χέρι σε πέντε χρόνια που θα χε πάρει πτυχίο. Η γενιά μας που έφευγε, είχε αντιπαλέψει το νόμο πλαίσιο κι ήθελε να αφήσει ακέραια την αγωνιστική παράδοση σε μια πολύτιμη σχολή, μια σχολή παραγωγής.

They've been going in and out of style
But they're guaranteed to raise a smile

Ήταν οι τελευταίες μου συνελεύσεις. Ήταν ο αποχαιρετισμός στη σχολούλα μας, στα χρόνια που πέρασα στην αγκάλη της. Μετά την κατάληψη δεν ξαναπάτησα παρά για να δώσω μαθήματα και για να μάθω που θα έκανα το αγροτικό μου. Όμως, ήμουν μία από τους αποφασισμένους να μην αφήσουμε αυτή τη σχολή να χαντακωθεί, χάνοντας το χαρακτήρα της, παραδίδοντας αμαχητί στην πολιτική των διαπλεκόμενων την παραγωγή.

So may I introduce to you
The act you've known for all these years
Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band

Οι τελευταίες μου συνελεύσεις.. Το αμφιθέατρο κι οι τέσσερις πόρτες. Ο Σάββας στο προεδρείο μονίμως. Καθόμασταν πάνω πάνω, οι ορεινοί. Πέντε έξι καθίσματα πιο πέρα καθόταν ο Γιώργος ο Λιερός, καταπληκτική φυσιογνωμία, εξαιρετικός, κι οι λοιποί οι οργανωμένοι στη συσπείρωση. Εμείς είμασταν οι μοναχικοί λύκοι. Η ταπεινότης μου, ο Ξενοκράτης, η Γεωργία… ο Ξι, απίστευτο μυαλό. Έπαιζε τη φιλοσοφία στα δάχτυλα. Και την οικονομία. Και την ιατρική. Και την πρέφα. Και γιου νέημ ιτ, χη χαζ ιτ. Αν δεν ήταν γαύρος θα ήταν ο τέλειος άνδρας, ο άνδρας ο σωστός που λέει κι ο Τσαλίκης.

Εκείνο τον καιρό οι δαπίτες μας ήθελαν να γίνουν νεοφιλελεύθεροι. Ως τότε ήταν απλώς ή άχρωμοι δεξιούληδες («δε γίνεται να ψηφίσουμε πριν τις τοποθετήσεις γιατί έχω διάβασμα;») ή φιλοβασιλικοί ή χρυσαυγίτες με κάλυψη ή τύποι απ αυτούς που επί χούντας διάβαζαν. Όχι ότι ήξεραν τι πάει να πει νεοφιλελεύθερος, δηλαδή. Την τύφλα τους ήξεραν. Τσατρα πάτρα θατσερισμός του κώλου: το νέο δεξιό τρεντ, η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το τραμπουκαριό. Ο αρχίδα-πίτης μας, λοιπόν, το είχε κάνει καραμέλα για να μας βοηθήσει να το αποδεχθούμε. "Εμείς οι φιλελεύθεροι" κι "εμείς οι φιλελεύθεροι", μας έλεγε συνεχώς …

Παρεμπιπτόντως, ένας καλός τρόπος να καταλάβεις τα ασπόνδυλα είναι αυτός: συναντάνε τα τότε κωλόπαιδα, τα ακουν να «νοσταλγούν» πως ήταν κένταυροι και τραμπούκοι και… γελάνε για τις νεανικές τρέλλες. Αυτοί που δεν έχουν τσίπα πάνω τους…

Ε, λοιπόν, ο Ξι δεν άντεξε, σηκώθηκε όρθιος με το τέλος της δαπιτοαηδίας, και λέει του προεδρείου: θα ήθελα να κάνω 20 ερωτήσεις.

Σοκ και δέος. Που πας πουλί μου, κι είναι άλλοι πενήντα που περιμένουν να ασκήσουν το δικαίωμα του μπινελικώματος ημιμαθούς δαπίτη; «Θα είναι σύντομες, υπόσχομαι», λέει ο Ξι. Με τα πολλά, το προεδρείο επιτρέπει και ο Ξι αρχίζει να ρωτά:

-Τι σου λέει το όνομα Ρικάρντο;
-Τίποτε.
-Τι σου λέει το όνομα Φρηντμαν;
-Τίποτε.
[3,4,5…18 ονόματα…]
-Τι σου λέει το όνομα φον Χάγιεκ;
-Τίποτε.
-Ε τότε ρε μαλάκα τι σόι φιλελεύθερος είσαι;

Άλλη συνέλευση, είχαμε κατεβάσει δήλωση στο προεδρείο, απάντηση στη χυδαιότητά τους και το θατσερικό- νεοφιλελευθερισμό- λέμε- τώρα, η οποία έγραφε «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Νίκος Εγγονόπουλος». Έλα όμως που κάποιοι δεν τον ήξεραν. Και με το που διαβάζεται η δήλωσις, ο ήδη γνωστός μας αρχιδα-πίτης φιλελεύθερος και τρεις τέσσερις τραμπούκοι διπλανοί του, σηκώνονται, κοιτάνε κατά τη μεριά μας απειλητικά και φωνάζουν: «ποιος είναι ο πούστης; Να σηκωθεί επάνω!». Ε, έγινε χαμός.

Θυμάμαι, μετά το μπινελίκι, μια μικρούλα πρωτοετούλα δαπιτούλα μου έλεγε πως δεν ήρθε να μάθει τον Εγγονόπουλο, επιστήμων ήρθε να γίνει, κι ήμουν εγώ ο εχθρός ανάμεσα στη γνώση και σε κείνη... κι ανακάλυπτα πόσο βαθύ χάσμα μπορεί να είναι πέντε χρόνια – όπως τώρα ανακαλύπτω πως τα είκοσι είναι ίδια κι απαράλλαχτα… Ανακάλυπτα ακόμη πως τούτα δω έρχονταν με κάτι βασιλικούς βαθμούς και τη βαθύτερη άγνοια μαζί...


Κάπως έτσι, με αυτό το μαγευτικό επίπεδο, τη χάσανε τη συνέλευση τα καλά παιδιά που δεν θέλανε καταλήψεις, μια θεσούλα στο δημόσιο θέλανε και αν δεν έβγαινε απο κει η μερτσεντέ θα βρίσκαν αυτά τρόπο…

Τι κάναμε ύστερα; Είμασταν μια γροθιά, αυτό κάναμε. Όλοι μαζί. Η σχολή ήταν το σπίτι μας. Ακόμη και για μένα. Δούλευα ήδη τότε, ήξερα πως δεν ήμουν για κτηνίατρος, αλλά ήμουν παρούσα. Η μέρα κυλούσε έτσι: δουλειά, σπίτι για ένα γρήγορο ντουζ και μαγείρεμα, γέμισμα τάπερ, σχολή. Ξενύχτι. Πρέφα, μπουρλό, τάβλι. Δυό ώρες ύπνος στην καρέκλα. Το πολύ κι άλλες δυό σε κάποια γωνιά με το σλιπιν μπαγκ. Και φτου κι απ την αρχή. Φροντίζαμε και τα πειραματόζωα. Κάναμε και τις μετρήσεις. Καθηγητής δεν έμπαινε μέσα αλλά δεν αφήσαμε πειραματική δουλειά να πάει χαμένη. Παίζαμε μουσική. Χορεύαμε. Τραγουδούσαμε. Ερωτευόμασταν. Εκεί στο πλάι του αμφιθεάτρου, το μικρό κρυφό καμαράκι τι δεν είχε δει και τι δεν είχε ακούσει… Παίζαμε ξύλο με τους τραμπούκους που προσπαθούσαν ξανά και ξανά να μας σπάσουνε. Μπήκαμε μπροστά από πόρτες, παράθυρα, κλειδαριές. Πορευτήκαμε.


Κι ήταν ο Αργύρης ο κνίτης κι ο Δήμος ρηγάς μας (με τα μπουκλάκια), ο Λεωνίδας, διαφυγών πασόκος, τότε σε κάποιο γκρουπούσκουλο που χε φτιάξει ο Αρσένης, ο Ξι, η Γεωργία κι η Γωγώ, η Μαίμη, ο Μήτσος το κουρέλι, ο Κώστας ο συγκάτοικός μου, η Παυλίνα, ο Γιώργος, ο Νίκος, ο που ονόμαζε τον εαυτό του «Εμείς οι Αγωνιστικές Κινήσεις Κτηνιατρικής», οι ορεσίβιοι εμείς, που ακόμη αγαπιόμαστε γιατί τότε, για δυό μήνες, είδαμε το ίδιο όνειρο με τα μάτια ανοιχτά. Το λέει κι ο Πρατ στον Κόρτο – είναι επικίνδυνοι όσοι ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά…

Μετά, όταν όλα τελείωσαν, όταν αρχίσαμε πάλι να δίνουμε μαθήματα, μας έμεινε συνήθειο να μαζευόμαστε καθημερινά. Όλοι οι αγαπημένοι. Ήταν πιά άλλου είδους η μεταξύ μας σχέση. Ο κύκλος φίλων που ήδη συγκεντρωνόταν στο σπίτι της Πατρών, γνωστό ως "το σπίτι των κτηνιάτρων", άνοιξε πολύ. Το σπίτι μας. Παλιό νεοκλασσικό, δίπλατο, τεράστιο, πάνω από 150 τετραγωνικά, αυλή, μέχρι φάντασμα είχαμε.

Το σπίτι των κτηνιάτρων ήταν το ισόγειο. Πήγαινε από χέρι κτηνιάτρου σε χέρι κτηνιάτρου. Κάτι σαν παράσημο να ανήκεις σ’ αυτούς που θα τους τύχαινε να τους παραδοθεί. Ήμουν πολύ περήφανη, ναι. Πατρών 22, Ανάληψη – για τους Θεσσαλονικείς. Κοντά στα «μπακαλιαράκια» της Ανάληψης.

Εδώ γινόταν όλα τα μεγάλα πάρτυ των παιδιών της σχολής. Αλλά κι όταν δεν είχε πάρτυ, μαζευόμασταν κάθε βράδυ. Χωρίς να χρειάζεται να ρωτήσει κανείς. Σταθερό ραντεβού. Με μπουζούκια και κιθάρες και φυσαρμόνικες και κλαρίνο. Τραγούδια ξένα και ελληνικά και άλλων και του Γιώργου μας (που ίσως τον ξέρετε από τον Ωκεανό των Micro) και μεράκια και γέλια και δάκρυα και… οι μπάτσοι που τους φώναζε ο ξενέρωτος ο από πάνω αλλά μας ήξεραν πια και τους ξέραμε και μεις και δε μας πτοούσαν. Μαζεύαμε τα όργανα και βουρ για το πάρκο της Μπότσαρη, τραγουδώντας όλο το δρόμο, αγοράζοντας μπύρες από την Αθηνά, όπου γυρίζαμε το πρωί για μπουγάτσα και γάλα, πριν φύγουμε για τα Σφαγεία…

Ότι πιο πολύτιμο και τρυφερό κράτησε η καρδιά μου από το πανεπιστήμιο, ήταν αυτή η περίοδος του όλοι ζωή μαζί. Αυτό που τώρα το γεύονται οι ερχόμενοι. Που ακόμη μια φορά βγάζουνε ψεύτη το Ντεμπόρ. Όμορφα παιδιά, η περιπέτεια πάντα αρχίζει…


Στα όμορφα παιδιά του τώρα, λοιπόν, και στον Άνεμο, που για χάρη του άργησα να γράψω προσπαθώντας να πω όσα σκέφτομαι. Δεν τα κατάφερα – κι αυτό γιατί όλα επιμένουν πως εδώ δεν είμαστε για να υπηρετούμε την ασχήμεια αλλά την ομορφιά, με όποιο κόστος κι όποιο πόνο. Αδελφέ, την απολογία του Πισιμίση τη θυμάσαι; Εγώ δεν ήμουνα περαστικός… Ας μείνουμε αυτοί που ποτέ δε θα είναι περαστικοί, λοιπόν (νο οφενς στον συνευλογερ με το συγκεκριμένο νικ).
Αν κάποιος αναγνωρίσει τον εαυτό του ή τον κτηνίατρό του σε φωτό, ας στείλει μέηλ, σας παρακαλώ.