Mirandolina

27.4.07

Gracias, maestro!

Στη μνήμη του, στο δάσκαλο, στη μουσική και στο Γιάννη, για να με σχωρέσει που δεν πρόλαβα να στείλω μεηλ την αγάπη πάλι - κι ας προλαβαίνει εκείνος πάντα

Πρέπει να ήταν το '87. Δεν είμαι σίγουρη. Μπορεί το '89. Μία από τις πρώτες μας φορές στη Βαρκελώνη μου, που και τότε δεν τη χόρταινες και τώρα, ένα απ' τα πρώτα μας ταξίδια στο εξωτερικό, έρωτας μεγάλος, μνήμη ιερή. Na σου πω, μη ξεχάσω, η κλασσική δεν είναι η μουσική μου, πλην του Λούι της καρδιακής ακοής και του Φρέντυ της αρρώστειας του έρωτα, άντε και του λοχαγού Κιγιέ, ο γιέ, κι αυτού γιατί οι αγαπημένοι επέμειναν κι έτσι αγάπησα, μαναμ', αγάπησα κι εγώ. Είμασταν που λες στη Μπάρτσα μας, προ ολυμπιακών και καταστροφών, το σούρουπο μας εύρισκε στο πάρκο μόνους, να κυνηγιόμαστε με τα ξωτικά και να μιλάμε σιγανά με όμορφα αστραλέζικα αγόρια, το βράδυ, το πρωί, το μεσημέρι μας έτρωγαν οι δρόμοι, μα το πρωί, το βράδυ, το μεσημέρι, τα τσούρος ή ο καφές ή η σοκολάτα μας σερβίρονταν στο καφέ ντελ οπερά. Στη ράμπλα.

όποιος την πόλη γνώρισε το ξέρει. Εκεί που οι τουρίστες χαζολογάνε τις καταλανές με τα μακρυά, γεροδεμένα πόδια και τα μελαχροινά αγόρια με το κορμί μαχαίρι, εκεί τη νύχτα βγαίνουν τα κορίτσια για πελάτες, ακουμπισμένα στις αρχαίες πέτρες, το πόδι προτεταμένο, όπως στις ζωγραφιές της χάρτινης τέχνης, με το μέηκ απ βαρύ - κάποτε όχι - τα μίνι, το δίχτυ, τα στερεότυπα του ξωφλιμένου κόσμου που αγοράζει ανθρώπους και κάνει και παζάρι χωρίς να κοκκινίζει.

στη ράμπα, λοιπόν, στο καφέ ντελ οπερά, το αρ νουβώ, με τους καθρέφτες, στο τραπέζι στο βάθος δεξιά, όταν δεν εύρισκα -και συνήθως δεν εύρισκα- τραπέζι έξω -δυό όλα κι όλα-, έγραφα κι έστελνα στον ΗΧΟ τη στήλη.

εκείνο το βράδυ βρήκαμε τραπέζι έξω. ο αδελφός με ακουμπισμένη την παλιά Ζενίτ στο στήθος κοιτούσε - όπως κοιτούν όσοι γνωρίζουν να κοιτούν - εγώ έγραφα, ήτανε μία ή δύο το πρωί, θα σε γελάσω, έγραφα όταν άρχισε η φασαρία, η γιορτή, το χειροκρότημα, και τα άφησα όλα, τα χαρτιά, την μικρή μου ολοκόκκινη φορητή μπράδερ, σήκωσα το βλέμμα, ο αδελφός σήκωσε τη μηχανή, να απαθανατίσει το Μαέστρο στη μέγιστη αποθέωση

το Μαέστρο που, αφού είχε φύγει το κοινό που 'χε την ευτυχία να τον χαρεί, αφού χάρηκε την λεπτότητα του κτιρίου και την οσμή των άνθεων φαντάζομαι, στο μεστό λουλούδια καμαρίνι του φαντάζομαι, είχε βγει από την όπερα απέναντι, είχε βγει στο δρόμο ήρεμος νόμιζε, μόνος κι ήσυχος νόμιζε, να χαρεί τη πόλη χωρίς φανφάρες νόμιζε

μα η πόλη ποτέ δεν κοιμάται κι ας νόμιζε κι έτσι τον είδαν τα κορίτσια, τον αναγνώρισαν οι πουτάνες, αυτές οι πόρνες της Βαρκελώνης της κλασσικής και του Πικάσσο κι άρχισαν να χειροκροτούν και να τον πλησιάζουν οι πρώτες κι ύστερα κι άλλες κι άλλες και ένα κορίτσι μεγαλόσωμο, δίμετρο, ζουμπουρλούδικο, με στήθη ολόλευκα δεν άντεξε και τα έγδυσε μπροστά του, δωρεάν, ωσάν αυτή που έλαβε, κι έτσι μαζευτήκανε καμμιά εικοσαριά πόρνες να χειροκροτούν και τότε τρεις τέσσερις τον πιάσανε και τον σηκώσανε στα χέρια, τον χαμογελαστό, ευτυχισμένο Μαέστρο που ολοφάνερα το απολάμβανε και το τσέλο του, για το οποίο στιγμή δεν ανησύχησε -μονάχα εγώ γαμώ τον μικροαστισμό που με πιάνει ώρες ώρες, μονάχα εγώ ανησύχησα μη του το κλέψουν, μα εκείνος ήξερε, κι έτσι διέσχισε τη ράμπλα, ψηλά, στα χέρια των πορνών της ράμπλας, με τα χειροκροτήματα τα τους και τα μας, με το τσέλο γυροβολιά και τους που τον συνόδευαν να χαμογελάν και να ακολουθούν σε κάποια απόσταση το χορικό της ράμπλας.

Ψάχνω τις φωτογραφίες μα δεν τις βρίσκω. Θα ξαναδώ, να τις βρω, να τις ανεβάσω. Νομίζω, ήμουν παρούσα σε μία από τις πιο όμορφες νύχτες του κόσμου και του Ροστραπόβιτς.

21.4.07

Συ λαέ βασανισμένε...

μη ξεχνάς ποιοί ήταν πάντα οι προσκυνημένοι. Αλλά και να ξεχνάς, δεν πραζ, όλο και κανα πρωτοσέλιδο απ' τα παλιά, μετά Κούδα ή άνευ, θα στο θυμίζει...

19.4.07

I'd like to introduce you to...

Τραγουδάει πιο αληθινά κι από το χαμόγελό της, αν το πιστεύεις. Και βρίσκει την Αθήνα όμορφη - δη άι οβ δη μπηχόλντερ, δηλαδή. Τα ελληνικά της φέρουν την ομορφιά της επιλογής, μα προτίμησε τα μητρικά αγγλικά για να μας δείξει την πόλη που αγαπάει πιο πολύ από μας. Να σας συστήσω ένα εξαίρετο κορίτσι:

http://athensneighbourgoods.blogspot.com/

Welcome, Darling, and Keep Up the Good Work!

16.4.07

Εικοσιδύο και δύο

Ήτανε χινόπωρο π' αντάμωσα
ώριο παληκάρι και το λάβωσα
σε πολέμου μπόρα και κακή μαλιά
κι είχ' η γης στρωσίδι κάμει με κορμιά
κι ήβγαιν' απ' τ' αχείλι το βερτζί μιλιά
που μου μαχαιρώνει χρόνια την καρδιά.

Είναι σκληρός άνθρωπος. Καμμιά φορά δεν πίστευα πως μπόρεσε να αγαπήσει ποτέ κανέναν - αυτά όταν πέρασε η εβδομάδα των παθών και της τύφλωσης, έρωτά μου. Ήτανε άνθρωπος σκληρός κι αδάκρυτος. Κανόνα τον κανόνα, μπας και σπάσει το δάκρυ στην κόχη κι ευλογηθεί η γης της μετάνοιας το νερό. Ήταν σκληρός άνθρωπος. Κι ακόμα, ποτέ δεν καθόταν να δει μαζί μου τις ειδήσεις.

Έτρεφε βαθιά περιφρόνηση γιά την ενημέρωση και βαθιά πίστη στην επιστήμη. Μπορούσε να περνά ώρες με τον Τσαντρασεκαρ μα δεν άντεχε ούτε πέντε λεπτά τη Χούκλη.

Είχε κάποιους δασκάλους που τους αγαπούσε πολύ. Τον Ξανθόπουλο, τον Τραχανά, τους κρητες του. Όσους είχαν τα ίδια μυαλά, νομίζω, μα στον υπερθετικό. Του χρωστάω που μου σύστησε το Φέυνμαν, τον Τσαντρασεκαρ, τον ΑμπουΣαλαμη μου τον θεόσταλτο - όλα εκείνα τα μαγεμένα αγόρια ενός κόσμου που φωτίζεται απ' τα μάτια τους. Κι αυτός χρωστά στην Κρήτη, στο Γιάννη και στους Χαϊνηδες - αυτό το φυσικό της Κρήτης αχ!

Θε μου σαν ποθάνω κάμε με δεντρό
και παρέκει βρύση με κρυγιό νερό
νά 'ρχουνται οι έμορφες να λούζουνται
και στον ασκιανό μου να δροσίζουνται.


Να περάσει μιάν αυγή κι η π' αγαπώ
ξωτικό να κόψει και γλυκύ καρπό
κι ο καρπός να βγάλει όνειρου καημούς
να γεμίσει ο κόσμος αναστεναγμούς.
Και στη βρύση μαγικό νερό να βρει
του καημού να σβήσει το θαμπό κερί
να τη δω να φεύγει να μακραίνεται
δίχως αναμνήσεις να πικραίνεται.

Δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Δεν ήταν κάτι σοβαρό. Όμως κείνη τη μέρα κάθησε να δει ειδήσεις μαζί μου. Κάθησε να δει τις ειδήσεις! Και τα χείλη των ασεβών ελάλησαν το φόνο. Ο Πνευματικός κι ο Ξανθόπουλος. Ράγισε. Που σου, σκληροκαρδία, το κλέος; Ράγισε. Έπεσε από τον καναπέ μπροστά, στα γόνατα κι άρχισαν δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια του. Δεν είχα δει ποτέ ξανά τα δάκρυά του. Ούτε θα τα ξανάβλεπα. Ράγισε. Κι όταν άρχισα να λέω τις μπαναλιτέ της παρηγόριας, ο πόνος του ολόφωτος κι αληθινός ξεχύλισε από το ρήγμα της ζωής, μουρμουρητό ξανά και ξανά:

Δεν καταλαβαίνεις... Δεν είναι μόνο που χάθηκε το Νόμπελ της Ελλάδας, εδώ ολόκληρος Τσαντρασεκαρ ερχόταν εδώ τζάμπα για χάρη του, είναι που οι φοιτητές που θα έρθουν δε θα τον γνωρίσουν ποτέ.

Τίναξε το χέρι μου, έμεινε στη μοναξιά της μόνης αγάπης στη ζωή του. Να μουρμουρίζει

Δεν καταλαβαίνεις, άσε με, δεν καταλαβαίνεις...

Μά 'τανε θολούρα και απόβραδο
κι ο Θεός δεν είδε στο ματόκλαδο
πού 'χε κρουσταλλιάσει ένα δάκρυ του
λύπηση γεμάτο απ' την αγάπη του.
Μα τον εσυμπόνεσ' ένα νέφαλο
κόκκινο και τού 'ριξε προσκέφαλο
μιά βροχή που ξέπλυνε τη λύπηση
κι έμεινε η ρίμα και η θύμηση.

Κάθε φορά που ο θάνατος σκεπάζει βαρύς τα πανεπιστήμια, το θυμάμαι. Κάρφος και έλεος. Ο Θεός ας αναπάψει τις ψυχές τους που ξέχασαν τον κόσμο, που ονειρεύτηκαν τα αστέρια, που ονειρεύτηκαν τη λύτρωση, το φάρμακο, τη γνώση και την παραμυθία του κόσμου του αυριανού και του καλύτερου - Αμήν...

Στις ψυχές που χάθηκαν σήμερα απ' την παράνοια και τη φρίκη που γεννά ο μη κόσμος, το λάθος καπιταλισμός. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τους σκεπάσει.

13.4.07

Ει, Κούρτη μου, που πας;

Μη φεύγεις έτσι - που μ' αφήνεις; τα ίδια με το Μπουχτσιν πέρισυ... τι παιδιά κι εσείς. Πάω στοίχημα πως είστε συνεννοημένα. Τα άτακτα παιδιά της δικής μου κοντινής Αμερικής.

- Μάρεϊ, αυτή η μικρή λέει ότι μας ονειρεύεται. Εσύ, λέει, κάθεσαι σε κείνο το παγκάκι, κάτω από τη φτελιά σου, μισοακουμπισμένος στο μπαστούνι σου, χαμογελάς, τα μαλλάκια σου ανυπότακτα, κι αυτή, λέει, είναι γονατιστή λίγο πιο πέρα κι ούτε μιλάει ούτε λαλάει, μόνο σε ακούει και το χεράκι σου φιλεί. Κι εγώ, λέει, ακούς Μάρεϊ, εγώ κάθομαι στο φως, είναι ένα ξέφωτο μαγικό πιο πέρα, κάθομαι στο φως στο ξέφωτο που γύρω σκοτεινιά, λες και θα με απαγάγουν για χάρη επεισοδίου των X-Files, μα τότε, λέει, καταλαβαίνουν πως το φως ιλαρόν δεν είναι πέρι αλλά εντός, πως μοριοδοτώ την καρδιά του κόσμου, κύτταρο κι αίμα και ζωή αιώνιος.

Κι ο Μάρεϊ γελάει, κι εγώ γελάω και συ κοιτάς όπως σε τούτη τη φωτογραφία, σκανταλιάρικο ηπειρωτάκι -- ήταν το αστείο μας αυτό, το λέγαμε στην παρέα όσοι σε αγαπούσαμε, ότι ήσουν όχι κουρτ μα κούρτης, ηπειρωτάκι, λάτρης του κλαρίνου, και θα ξεπρόβαλες μες στα άσπρα σου στο πανηγύρι το μικρό μας του χωριού, όπως μια ζωή με τα άσπρα σου ήσουν στο πανηγύρι το μεγάλο μας του κόσμου, και θα σε κερνούσαμε κόκκινο απ' το δικό μας κι ένα φιλί.

Αγιογραφία μου, Κούρτη μου γελαστέ, βλέμμα θεώρατο, πάλι μετέωρη με αφήνεις. Ενα σκαλί λιγότερο, να πάω να σταθώ να ανέβω.

Κούρτη μου, προχτές κάηκε το σπίτι του Τζόννυ μας. Και, ξες, στον τόπο μου λέμε, στον τόπο σου λέμε πως, το κακό το έχει να τριτώνει. Κατέβα ένα λεπτό, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ. Κατέβα ένα λεπτό και κράτα μου το χέρι. Πες μου "Χριστός Ανέστη" και κράτα μου το χέρι. Φοβάμαι, η αχάριστη, η άπιστη. Φοβάμαι.

6.4.07

Καλή Ανάσταση


Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα
βλέπει τον Αη- Γιάννη.
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιού μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και εσέ Διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό,
τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου
και με ο δάσκαλός μου!


Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
άμα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει,
κι όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.
Και από αύριο, ανθίζει ο κόσμος μέχρι να ξαναβρεί τα όπλα του...

Μετά τά μεσάνυκτα, αφού έγινεν ή Ανάστασις, και ήστραψεν ό ναός όλος, ήστραψε και ή πλατεία από το φώς των κηρίων, τά παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω είς το πρόναον, και τίνες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τά βαρέα καρφία με τα καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τάς πτωχάς γραίας, αίτινες, μεθ' όλον τον διωγμόν όν εκίνουν κατ΄αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ΄έτος οί επίτροποι, αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς είς τον γυναικωνίτην, ούχ ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, είς την μίαν κόγχην. Είς δ' επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ότι όλοι οί εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς, εφοίτων κατά προτίμησιν είς την κάτω εκκλησίας, είς δε την επάνω ηναγκάζοντο να ψάλλωσιν οι ιερείς, τι εσοφίσθη;

Πιάνει και αποσπά από τον γυναικωνίτην τα καφάσια, τα δικτυωτά, δι' ών εφράττοντο τέως αί γυναικείαι μορφαί από της όψεως των ανδρών, και αφήνει τον γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε διά μιάς όλοι οί ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών κ' έτρεξαν όλοι είς την επάνω. Είτα τά μικρά παιδία και τίνες παιδίσκαι τετραετείς, με τας κομψάς ποικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τον χορόν, περί τά δύο αναλόγια, και παρά το εικονοστάσιον, και ήρχισαν να θορυβώσι, να παίζωσι, να στάζωσιν είς τους είς τους λαιμούς αλλήλων, και να τσουγκρίζωσι είς αυγά των. Και έν παιδίον εξαετές, πονηρότερον των άλλων (ήτο ο υιός της Μηλιάς της γειτόνισσας) είχε πλαστόν αυγόν είς τον κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφή και δι' αυτού έσπαζε τά αυγά όλων των παιδιών, και τα έπαιρνε, κατά την συμφωνίαν, και τά άτρωγε.

Μία παιδίσκη και είς παίς, πενταετής, ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος ή λαμπάδα ήτο ευμορφότερα.
- Όχι, η δική μου ή λαμπάδα είναι καλύτερη.
- Όχι, ή δική μου.
- Εμένα ο πατέρας μ' την εδιάλεξε, κ' είναι πλιό καλή.
- Εμένα η μάννα μ' την εστόλισε μονάχη της.
- Και ξέρει να κάμη λαμπάδες ή μάννα σ' ;
- Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ'!
- Τέτοια παλιολαμπάδα!
- Ναι, παλιολαμπάδα; ..... να! .....
- Να κ' εσύ!
- Να κι άλλη μια!


Καλή Ανάσταση να έχουμε - ότι ποθείτε αγαθό!


Το πρώτο του λαού, το δεύτερο του ανοξείδωτου κυρ-Αλέξανδρου. Οι ευχές από την καρδιά μου.

3.4.07

Μάκη ζούμε Αρχιεπίσκοπο να σε δούμε!

Μεσημέρι - την ώρα που ο Σκάης έχει αθλητικά και η ζωή με στέλνει τσιφ στα κακά κορίτσια. Μόνο που σήμερα μπήκα λίγο νωρίτερα στο αμάξι, οπότε με έστειλε τσιφ στο Μάκη. Ξέρετε, το Δημοσιογράφο, το Ζούγκλα, τον Ταμ Ταμ Ταμ. Ήτο λίγο πριν τελειώσει την ζουγκλερή του εκπομπή στον Αντέννα.

Έτσι, λοιπόν, ανακάλυψα, ο Μάκης είναι οπαδός του "λοιπαί δημοκρατικαί δυνάμεις". Τουτεστιν, τα όντα που σέρνει ως "συντακτική ομάδα" τα βγάζει στο ραδιόφωνο να παρουσιάσουν ένα θέμα ελεύθερον.Σήμερον , εις από τα περί ου ο λόγος εγκεφαλικά της δημιουργίας, ήτο, λέει, να μας παρουσιάσει την Κασσιανή και το τροπάριό της, έργο σε δύο πράξεις, όπως του ερχόταν αυθορμήτως - σε αυτόματη ομιλία, ένα πράμμα (τι τραβάμε και μεις οι σουρρεαλίστας της λίστας...)

Πράξη πρώτη:

Μάκης: Τι θα μας πεις σήμερα;
Συντακτική ομάδα: για το τροπάριο της Κασσιανής.
Μάκης: Αυτό είναι σήμερα, ε; για πες τι έχεις να πεις.
Συντακτική ομάδα: Το τροπάριο το έγραψε η ποιήτρια Κασσιανή για την πόρνη Κασσία. Η Κασσιανή ήταν θρησκευτική ποιήτρια και το ποίημα είναι πολύ ωραίο.
Μάκης: έχεις να μας πεις κανα στίχο;
Συντακτική ομάδα: όχι.
Μάκης
: Αααα... είναι καταπληκτικό: Ω γλυκύ μου έαρ... ποιός να το ακούσει και να μη συγκινηθεί.

Στο σημείο αυτό αλλάζω σταθμό όπως όπως - κάτι σα φιλί της ζωής στα ερτζιανά, να φανταστείς. Και σκέφτομαι να πάρω κανα τηλέφωνο να τους ξεχέσω που με κολάζουν μέρες που είναι, αλλά μετά λέω, δεν πραζ, κάποιος ωραίος έλλην θα πάρει να τους πει δυό κουβέντες, και ξαναγυρίζω στη συχνότητα των θρασύτατων για να επιβεβαιωθώ (η ψωνάρα). Όντως, όπως είχα προβλέψει (η ψωνάρα), μία ελληνίς έχει τηλεφωνήσει και διδάσκει στο ον της συντακτικής ομάδας ότι το κοινό σου πρέπει να το σέβεσαι (ακους, θρασίμι;).

Πράξη δεύτερη

Ακροάτρια: Η Κασσιανή κλείστηκε σε μοναστήρι μετά τη συνάντηση με το Θεόφιλο, τον αυτοκράτορακι έγραψε το ποίημα για την πόρνη (κλπ κλπ - ολίγον ανάκατα με τα μυθεύματα περί πορνείας της Μαγδαληνής αλλά με πολλά σωστά στοιχεία)
Συντακτική ομάδα: Ναι, αυτό που λέτε για το Θεόφιλο είναι σωστό και το άλλο σωστό (και εμφανώς έχει ανοίξει εφημερίδα και διαβάζει όσα δεν είχε διαβάσει πριν βγει στον αέρα)
Μάκης: Και γιατί δε μας τα είπες αυτά πριν; Γιατί μας είπες λάθη; ποιάν εγκυκλοπαίδεια άνοιξες;
Συντακτική ομάδα: Δεν άνοιξα εγκυκλοπαίδεια.
Μάκης: Από εφημερίδα, ε; Από που; Από το "Έθνος". Δεν τα διάβασες καλά - να πας να τα μελετήσεις και θα μας τα πεις σωστά αύριο. Σοβαρολογώ.

όλοι μαζί, δις: Μάκη ζούμε Αρχιεπίσκοπο να σε δούμε!
Οι διάλογοι στο περίπου - όπως τους θυμάμαι.
Μετά ταύτα, κι αφού γλίτωσα το εγκεφαλικό σήμερον, δεν ματακουνιέμαι από τη συχνότητα του Σκάη μου, δεν πα να με πρήζουν ολημερίς με τις αθηναϊκές ομάδες την οικονομική μετανάστρια...