Mirandolina

22.6.07

Tanks for ze music, Elvis, and long live ze King!*

Οταν πήγαμε στην Αμερική, υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που θέλαμε να γνωρίσουμε, αν και δεν ήξερα αν αυτός θα ήθελε να μας γνωρίσει, κι αυτός ήταν ο ´Ελβις. Είναι δύσκολο να περιγράψω τα αισθήματά μας γι´ αυτόν. Τον είχαμε θεοποιήσει τόσο!
´Οταν πρωτοπήγαμε στο Χόλιγουντ έρχονταν να μας δουν και να μας γνωρίσουν άνθρωποι σαν τον Φρανκ Σινάτρα και τον Ντιν Μάρτιν. Αλλά δεν θέλαμε να τους δούμε, γιατί πιστεύαμε ότι δεν τους αρέσαμε ούτε εμείς ούτε η μουσική μας. Όμως, νιώσαμε εκπληκτικά όταν μπορέσαμε να γνωρίσουμε τον ´Ελβις, κι ακόμη καλύτερα να παίξουμε μαζί του. ... Επειδή ήμασταν και οι δύο φαν του Πίτερ Σέλερς, θυμάμαι ότι του είπα (σ. μιμούμενος τον Σέλερς): «Ετσι πρέπει να είναι! Μια σπιτική συνάθροιση με λίγους φίλους και λίγη μουσική!»

Είχαμε προσπαθήσει να συναντηθούμε με τον ´Ελβις στην πρώτη μας τουρ στις ΗΠΑ, το 1964, αλλά δεν μπορέσαμε λόγω υποχρεώσεων δικών του και δικών μας. Μετά, όταν ξαναήρθαμε το καλοκαίρι του 1965, μάθαμε ότι θα ήμασταν στο Χόλιγουντ τις ίδιες μέρες που ο ´Ελβις θα γύριζε εκεί μια ταινία. Κι έτσι γνωρίσαμε τον ´Ελβις, τη νύχτα της Παρασκευής, 27 Αυγούστου 1965. ...
´Ηταν κούκλος με το μαύρο δερμάτινο παντελόνι του, ένα κόκκινο πουκάμισο κι ένα στενό μαύρο γιλέκο. Μας είπε «γεια» και μας οδήγησε μέσα σε ένα τεράστιο στρογγυλό δωμάτιο. Μαζί μας ήταν κάποιοι από το προσωπικό, όπως κι ο συνταγματάρχης Πάρκερ και ο Μπράιν Επστάιν.

´Ηξερα ότι ο Πολ, ο Τζορτζ κι ο Ρίνγκο ένιωθαν το ίδιο νευρικοί με εμένα. Αυτός ήταν ο τύπος που λατρεύαμε όλα αυτά τα χρόνια -- από πιτσιρικάδες στο Λίβερπουλ. ´Ηταν ο μύθος στη ζωή μας και δεν είναι ποτέ εύκολο να συναντάς το μύθο. Ωστόσο, ο ´Ελβις προσπάθησε να μας κάνει να νιώσουμε άνετα. ´Εβαλε εμένα και τον Πολ να καθίσουμε δίπλα του από τη μια μεριά, και τον Ρίνγκο από την άλλη. Ο Τζορτζ κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα ... ήταν φανερό ότι ο ´Ελβις φερόταν σε όλους με τον ίδιο τρόπο, όποιοι κι αν ήταν. Αυτός έσπασε τη σιωπή που είχε πέσει στο δωμάτιο. «Κοιτάξτε παιδιά» είπε «αν είναι να κάθεστε έτσι και να με κοιτάτε, λέω να πάω για ύπνο». Χαμογέλασε κι ύστερα είπε: «Ας μιλήσουμε λιγάκι, τι λέτε;» συνέχισε. «Κι ίσως παίξουμε και τραγουδήσουμε λιγάκι;»

Αυτό ακριβώς θέλαμε όλοι μας και εκείνη την ώρα νιώσαμε την ένταση να εγκαταλείπει το χώρο. ´Ενας από το προσωπικό του ´Ελβις μάς έφερε ποτά, αλλά ενώ όλοι πίναμε σκοτς με κόλα ή μπέρμπον με σέβεν-απ, ο ´Ελβις έπινε σκέτη σέβεν-απ. Δεν άγγιξε, επίσης, ούτε ένα από τα τσιγάρα που κερνιόνταν μες στο χώρο.
´Επειτα από λίγο είπε: «Ας φέρει κάποιος τις κιθάρες». Πάλι κάποιος από τους ανθρώπους του σηκώθηκε, και σε δευτερόλεπτα τρεις ηλεκτρικές κιθάρες είχαν συνδεθεί στους ενισχυτές που βρίσκονταν στο δωμάτιο. ... Αν θυμάμαι καλά, το πρώτο τραγούδι που είπαμε μαζί ήταν το χιτ της Cilla Black, You´re My World.

... Η μουσική μάς έκανε να νιώσουμε άνετα με τον ´Ελβις. Καμιά ώρα αργότερα σταματήσαμε κι αρχίσαμε να μιλάμε γι´ αυτό που όλοι ξέραμε καλύτερα, το θέαμα. Ειδικότερα, ανταλλάσσαμε τις εμπειρίες μας από τις περιοδείες. ... ´Ηταν δύο τα ξημερώματα όταν τελικά το διαλύσαμε.
Ο ´Ελβις ήταν ένας εκπληκτικός οικοδεσπότης, και μας χάρισε, στον καθένα ξεχωριστά, μία πλήρη συλλογή των άλμπουμ του. ´Ηταν μια νύχτα που δεν θα ξεχνούσαμε ποτέ. ... Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Αυτό που μου έμεινε πιο έντονα ήταν η αίσθηση του χιούμορ που είχε. Του άρεσε να γελάει και να κάνει και τους άλλους να γελούν. Γι´ αυτό, φεύγοντας, ξαναμίλησα με τη φωνή του Πίτερ Σέλερς και του είπα από την πόρτα: «Ευχαριστούμε για τη μουζική ´Ελβις -- και Σήτω ο Βασιλιάς!»

*υπό Τζον Λένον και γιατί θέλω να πάω στο Λας Βέγκας και να χορέψω το μπιμποπαλούλα με το σωσία στο παρεκκλήσι κι ύστερα να φύγουμε στο Τούπελο, 30 χρόνια από τη μέρα που Elvis has left the building φέτος, να του ανάψουμε ένα κεράκι.

Ετοιμοι? Πάμε!

18.6.07

Κορίτσια ο Πολύδωρας!

Ο δεύτερος πιο ανάλγητος υπουργός της κυβέρνησης, μετά την Μαριέττα Γιαννάκου (τις καταλήψεις άκου), σε ένα ρεσιτάλ βλακωδών δηλώσεων, μεγαλομανίας και αλαζονείας, από συνέντευξη στο λάιφ εν στάιλ, που αναδημοσιεύει στο δικτυακό του τόπο:
Μετά ταύτα, του αφιερώνουμε το γνωστό άσμα

Είμαι πολύ ωραίος
Αλήθεια; Βεβαίως!
Είμαι πολύ ωραίος
Είμαι κι Αλέν Ντελόν
Είμαι πολύ ωραίος
ιδίως το βράδυ
Πολύδωρα με λένε
με λένε Έρολ Φλιν
αυτόγραφα υπογράφω
στον κινηματογράφο
πληρώνω φωτογράφο
πίνω Βερμούτ και τζιν


Φωτογραφία ανάλογη των δηλώσεων - μόνο που όταν την κοιτάς ελπίζεις να αυτονομηθεί το ίδιο του το χέρι και να του φέρει μια μπούφλα ή δυό φάσκελα.

Και κλείνουμε με τη σοκαριστική ομολογία: Ο Βύρων Πολύδωρας θα ήθελε να ανήκει στις δυνάμεις του ΣΥΝ, και μάλιστα τις μπλογκερικές. Ιδού:


Ακούς, Μιχάλη μου;

Μη ξεχάσουμε και τη χάρλεϊ, εν Ελλάδι σύμβολο του μικροαστού που μεγαλοπιάστηκε, εδώ και περίπου δύο δεκαετίες.

Εν κατακλείδι

ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ.

11.6.07

Εργάτες στις ΗΠΑ - λίγο πάνω από τη δουλεία

Η Barbara Ehrenreich είναι αμερικανίδα δημοσιογράφος, η οποία δέχθηκε, προ ολίγων ετών, την πρόκληση του διευθυντή της, στο περιοδικό Harper's Bazaar και μπήκε στην αγορά εργασίας της χώρας της ως ανειδίκευτη εργάτρια, επιδιώκοντας να καταγράψει πως ζουν και πως τα βγάζουν πέρα, αν τα βγάζουν πέρα, οι εργάτες στις ΗΠΑ.

Ο λογος για το 20- 25% της εργατικής δύναμης, το οποίο εργάζεται με αμοιβή κάτω των επτά δολαρίων (5,4 ευρώ) την ώρα - μάλιστα το 10% της εργατικής δύναμης των ΗΠΑ εργάζεται με αμοιβή κάτω των 6.05 δολαρίων την ώρα. Πάντα ανασφάλιστοι, φυσικά. Η δημοσιογράφος κατέγραψε την εμπειρία της ως χαμηλόμισθη εργάτρια στο βιβλίο της "Πενταροδεκάρες - Πως να (μην) τα βγάλεις πέρα στην Αμερική" [Nickel and Dimed - On (Not) Getting By in America].

Συγκλονισμένη από το βιβλίο, μετάφρασα κάποια αποσπάσματα για το τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΑΡΔΗΝ. Δε χωρούν όλα σε ένα ποστ, βέβαια. Ας είναι - έστω αυτά που χωρούν.

"Εκείνο που δεν συνειδητοποιείς όταν αρχίζεις να πουλάς το χρόνο σου με την ώρα, είναι ότι αυτό που πουλάς είναι η ίδια σου η ζωή".

"Το αληθινό ερώτημα δεν είναι πόσο καλά τα πήγα στη δουλειά, αλλά πόσο καλά τα πήγα στη ζωή γενικώς, που περιλαμβάνει την διατροφή και την διαμονή μου. Το γεγονός ότι αυτά τα δύο αποτελούν διαφορετικά ερωτήματα, οφείλω να το υπογραμμίσω αμέσως. Στους φανφαρονισμούς των πολιτικών περί αλλαγών στην κοινωνική πρόνοια, ακούμε και μαθαίνουμε πως μία δουλειά είναι ένα εισιτήριο απομάκρυνσης από τη φτώχεια και ότι το μόνο που φταίει για την ύπαρξη ανθρώπων που ζουν από τα επιδόματα της πρόνοιας είναι το γεγονός ότι όλοι αυτοί δε βγαίνουν στην παραγωγή, δεν πιάνουν μια δουλειά.. ε λοιπόν έπιασα μια δουλειά, κάποτε έπιασα και παραπάνω, αλλά οι βαθμοί μου στο πεδίο της επιβίωσης είναι πολύ κατώτεροι από αυτούς που πέτυχα ως καλή εργαζόμενη. Στα μικρά πράγματα ήμουν πολύ οικονόμα. Δεν έβγαινα βόλτες για ψώνια, δεν αγόρασα καλά ρούχα ή άλλα πράγματα που συνήθως υποσκάπτουν το εισόδημα του φτωχού. Με το φαγητό, τα κατάφερα σχεδόν άριστα: πολύς κιμάς, φασόλια, τυρί και νουντλς όταν είχα κουζίνα - αλλοιως φαστ φουντ που κατάφερα να το κρατήσω στα εννιά δολάρια τη μέρα.[...] Αλλά, ακόμη κι έτσι, το να μείνω κάπου ήταν πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα"
"ότι κι αν υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι (για την ωρομίσθια αμοιβή), γεγονός είναι πως οι εργοδότες αποφεύγουν τις αυξήσεις, ακόμη και αυτές που φαίνονται αναπόφευκτες, με ότι κόλπο μπορεί κανείς να φανταστεί. Είχα την ευκαιρία να το συζητήσω με ένα από τα δικά μου αφεντικά. Παραπονιόταν πως, αν έβρισκε αρκετούς εργάτες θα διπλασίαζε τις δουλειές του εν μία νυκτί. Τον ρώτησα γιατί δεν αυξάνει την αμοιβή. Ήταν σαν η ερώτηση να πέρασε και να μη τον άγγιξε. "Μα προσφέρουμε ωράριο μητέρας" μου απάντησε, εννοώντας ότι θεωρητικά για όσες είχαν παιδιά η βάρδια τελείωνε στις τρεις. "Με κάτι τέτοιο, πως μπορεί κανείς να παραπονιέται για τα λεφτά;". Πιστεύω πως το τζάμπα πρωϊνό - ντόνατς και κουλούρια- που μας προσέφερε, ήταν η μόνη υποχώρηση προς τους εργάτες του που θα έκανε ποτέ.

Ομοίως, το Γουόλ Μαρτ (σσ μεγάλη αλυσίδα σουπερ μάρκετ) στα οποία εργάστηκα, προσέφεραν μία φορά την εβδομάδα τζάμπα ντόνατς στους εργαζόμενους, υπό τον όρο ότι θα έκαναν το διάλειμμα τους την ώρα που μοιράζονταν τα ντόνατς. Όπως είχε αποδείξει και έρευνα του Louis Uchitelle στους New York Times, οι περισσότεροι εργοδότες είναι έτοιμοι να προσφέρουν ότι μπορούν να φανταστούν - γεύματα, δωρεάν μεταφορά, εκπτώσεις για το προσωπικό - αρκεί να μη δώσουν αυξήσεις. Κι αυτό γιατί, όπως ομολογούν, όλα αυτά μπορείς να τα πάρεις εύκολα πίσω, αν οι αλλαγές στην αγορά δημιουργήσουν τις συνθήκες. [...] και γιατί οι εργαζόμενοι δεν αντιδρούν, ζητώντας καλύτερη αμοιβή ή αναζητώντας καλύτερα αμειβόμενες δουλειές;

Το συμπέρασμα πίσω από το νόμο της αγοράς και της ζήτησης, όπως αυτός εφαρμόζεται στην εργασία, είναι πως οι εργάτες θα μπουν στη σειρά σαν μπίλιες πάνω σε κεκλιμένο επίπεδο, πηγαίνοντας προς τις πιο καλοπληρωμένες δουλειές, είτε εγκαταλείποντας τους απείθαρχους εργοδότες πίσω είτε υποχρεώνοντάς τους να πληρώσουν. "Το οικονομικό υποκείμενο", αυτή η αφηρημένη κατασκευή της επιστήμης των οικονομικών, υποτίθεται ότι θα κάνει τα πάντα, εντός συγκεκριμένων ορίων, για να μεγιστοποιήσει τι οικονομικό του πλεονέκτημα.

Μπερδευόμουν, αρχικά, από αυτή την έλλειψη δράσης εκ μέρους των συναδέλφων μου εργατών. Γιατί δεν εγκατέλειπαν αυτή εδώ για μία πιο καλοπληρωμένη δουλειά; Ένα μέρος της απάντησης βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν περισσότερες τριβές από τις μπίλιες, κι όσο φτωχότεροι είναι, τόσο πιο πολύ περιορίζεται η δυνατότητά τους για μετακίνηση. Οι άνθρωποι που δουλεύουν με χαμηλό μεροκάματο και δεν έχουν αυτοκίνητο συνήθως εξαρτώνται από κάποιον συγγενή να τους πάει στη δουλειά και να τους παραλάβει, κάποτε σε μια διαδρομή που περιλαμβάνει και στάση σε παιδικό ή σχολείο ή στο σπίτι της μπέιμπυ σίττερ. Αλλάζεις, δηλάδή, τόπο εργασίας και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα τεράστιο τοπογραφικό πρόβλημα ή, στην καλύτερη περίπτωση, έναν απρόθυμο οδηγό να πείσεις. Για όσους έχουν αυτοκίνητο, υπάρχει πάντα το ζήτημα της τιμής της βενζίνης, για να μην αναφερθώ στη γενικότερη φασαρία για την εύρεση εργασίας, που είναι βέβαια πολύ πιο επαχθής για τους μη έχοντες αυτοκίνητο, που απαιτεί πολλές μετακινήσεις, υποβολή πολλών αιτήσεων, συνεντεύξεις, επισκέψεις σε ιατρεία για να υποβληθείς στο τεστ για ναρκωτικά (σσ υποχρεωτικό σε πολλές δουλειές, στις ΗΠΑ). Κι από πάνω, είναι η απροθυμία να αλλάξεις το διάβολο που ξέρεις με το διάβολο που δεν ξέρεις, ακόμη κι αν ο δεύτερος κουνάει μπρος στη μύτη σου καλύτερη ωρομίσθια αμοιβή. Σε κάθε νέα δουλειά χρειάζεται να αρχίζεις από την αρχή, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.

Κι είναι και κάτι ακόμη στο οποίο οι εργάτες χαμηλών εισοδημάτων διαφέρουν από το "οικονομικό υποκείμενο": για να δουλέψουν οι νόμοι της οικονομίας, πρέπει οι παίχτες να είναι καλά πληροφορημένοι για τις επιλογές που έχουν. [...] Ο χαμηλά αμειβόμενος δεν ξέρει τι παίζει στην αγορά. Έχει οδηγό μόνο τις χειρόγραφες επιγραφές που ζητούν εργάτες και τις αγγελίες, κι όλα αυτά ποτέ δε γράφουν πάνω την αμοιβή. Οι πληροφορίες για το ποιός πληρώνει τι και που, εδώ θα πρέπει να ταξιδέψουν στόμα με στόμα και για ανεξήγητους πολιτιστικούς λόγους αυτή είναι μία πολύ αργή διαδικασία που δεν μπορείς και να την εμπιστευθείς. [...]

Υπάρχει ένας κώδικας σιωπής στις κοινωνίες μας. Ομολογούμε τα πάντα - σεξ, έγκλημα, αρρώστεια, αλλά κανείς δε θέλει να πει πόσα βγάζει και πως τα βγάζει. Το ταμπού αυτό είναι κάτι στο οποίο οι εργοδότες μπορούν πάντα να υπολογίζουν. Και μάλιστα είναι ένα ταμπού που δουλεύει πολύ πιο αποτελεσματικά στους χαμηλά αμειβόμενους, γιατί σε μια κοινωνία που διαρκώς χαίρεται για τους εκατομμυριούχους των νέων τεχνολογιών και τους πολυεκατομμυριούχους αθλητές της, οι άνθρωποι που βγάζουν επτά ή το πολύ δέκα δολάρια την ώρα νοιώθουν εγγενώς κατώτεροι. Κι έτσι μπορεί να μη μάθουν ποτέ ότι, ας πούμε, το κατάστημα Τάργκετ λίγο πιο κάτω πληρώνει καλύτερα από το Γουόλ Μαρτ, ακόμη κι αν δουλεύει η νύφη τους στο Τάργκετ. Και, φυσικά, οι εργοδότες κάνουν ότι μπορούν για να κρατούν σε αυτή την κατάσταση τους εργάτες".

"Όταν ένας από μας ένοιωθε ναυτία ή δεν άντεχε άλλο, κάποιος θα φρόντιζε το τραπέζι ή θα κουβαλούσε τα πιάτα που αντιστοιχούσαν. Αν κάποιος από μας έβγαινε κρυφά για να καπνίσει ή να ουρήσει, οι υπόλοιποι βάζαμε τα δυνατά μας για να μη γίνει αισθητή η απουσία από τα όργανα της τάξεως του εταιρικού ορθολογισμού.
Ως τον Απρίλιο του 1998, δεν υπήρχε επισήμως δεκτό και νομοθετημένο το δικαίωμα στο διάλειμμα από την εργασία για τη χρήση της τουαλέτας. Σύμφωνα με τους Μαρκ Λίντερ και Ίγκριντ Νιγκάρντ, συγγραφείς του Void Where Prohibited: Rest Breaks and the Right to Urinate on Company Time (Cornell University Press, 1997) "το δικαίωμα να επισκεφθείς την τουαλέτα, για να ουρήσεις ή εκκενώσεις, σε χρόνο εργασίας, δεν βρίσκεται ψηλά στη λίστα των κοινωνικών ή πολιτικών θεμάτων που στηρίζουν ή ζητούν οι επαγγελματίες ή τα στελέχη, όσοι δηλαδή απολαμβάνουν δικαιώματα που η εργατική τάξη ούτε να τα ονειρευτεί δικαιούται. ... (Στην έρευνά μας) οι εργάτες έμεναν κόκκαλο από την απλοϊκή πίστη όσων είναι έξω από το χορό και νομίζουν πως οι εργοδότες τους επιτρέπουν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να πραγματοποιήσουν βασικές σωματικές ανάγκες. Μία εργάτρια εργοστασίου, στην οποία απαγόρευαν την επίσκεψη στην τουαλέτα, καθ' όλη τη διάρκεια της εξάωρης βάρδιας της, εκκένωνε πάνω σε πανάκια που φορούσε κάτω από τη στολή της. Μία δασκάλα νηπιαγωγείου σε σχολείο χωρίς βοηθητικό προσωπικό έπρεπε να σέρνει και τα είκοσι παιδάκια μαζί της στην τουαλέτα και να τα βάζει στη σειρά έξω από την τουαλέτα, ενώ έκανε την ανάγκη της".

"Στο νέο τρόπο εφαρμογής του νόμου της αγοράς και της ζήτησης, οι δουλειές είναι τόσο φτηνές -ειδικά αν τις μετράς με την αμοιβή - που οι εργάτες ενθαρρύνονται να πάρουν όσο περισσότερες μπορούν"

"Ίσως είναι η κακά αμειβόμενη εργασία που σε κάνει να νοιώθεις σαν παρίας. Όταν βλέπω τηλεόραση τρώγοντας το βραδυνό μου, βλέπω ένα κόσμο στον οποίο όλοι βγάζουν πάνω από 15 δολάρια την ώρα, και δε μιλάω για όσους λένε ειδήσεις. Οι κωμωδίες και τα δράματα έχουν ήρωες σχεδιαστές μόδας και δασκάλους και δικηγόρους, κι εύκολα ο εργαζόμενος σε ένα φαστ φουντ ή στη λάτζα νοιώθει ως ανωμαλία ενώ τα βλέπει - ο μόνος, ή ένας από τους ελάχιστους που μείναν έξω από το πάρτυ. Και κατά κάποιο τρόπο έχει δίκηο: οι φτωχοί έχουν εξαφανιστεί από την κουλτούρα μας γενικά, από τις πολιτικές ρητορείες και τις αναζητήσεις των διανοουμένων, αλλά κι από την καθημερινή μας διασκέδαση. Ακόμη κι η θρησκεία μοιάζει να μην έχει τίποτε να πει για τη δυστυχία των φτωχών. Οι έμποροι τα κατάφεραν και πέταξαν το Χριστό έξω από το ναό."

Barbara Ehrenreich ¨Nickel and Dimed - On (Not) Getting By in America", εκδ. Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2001.


O φίλτατος Π. με ενημέρωσε μόλις ότι το βιβλίο της Έρενράιχ έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τα Ελληνικά Γράμματα το 2004 (μτφ Ντέπη Ταχίνη) κι έχει τον ελληνικό τίτλο "Με πενταροδεκάρες". Τον ευχαριστώ και το σημειώνω - γιατί δεν το είδα ποτέ αυτό το βιβλίο στα ελληνικά, δεν ξέρω...

9.6.07

Run, brothers, Run!

Γην τεκέ ύδωρ στο Γνωμοδότη για αυτό. Όπως πάντα εξαιρετικός. Βγήκαν τα μεγάλα μαχαίρια, σε λέω.

4.6.07

Το μοϋνί της Χάιδως

(ΤΜ Χάρρυ Κλυν, μέγας καλλιτέχνης της πρωτοπορίας)

"Ο ζωγράφος Δημήτρης Μυταράς υπογράμμισε στον ΑΝΤ1, ότι είναι πολύ επικίνδυνο να βάζουμε όρια στην Τέχνη, και τόνισε ότι τίποτε δεν είναι σταθερό και δεν οριοθετείται, και αυτή είναι η γοητεία της".

Έλα ρε γίγαντα του πνεύματος! Έλα ρε τεράστιε, ρε απύθμενε καλλιτέχνη των ελεύθερων και γοητευτικών φλυτζανακίων Λουμίδη δωρεάν- με -δύο- πακέτα- ελληνικού- καφέ. Έλα ρε απίστευτο ανάστημα της ελληνικής τέχνης! Είσαι η έμπνευσή μου μιλάμε. Δες τι μου ήρθε στο μυαλό μόλις σε διάβασα:

"είναι πολύ επικίνδυνο να βάζουμε όρια στην δημοσιογραφία, τίποτε δεν είναι σταθερό και δεν οριοθετείται, και αυτή είναι η γοητεία της".

"είναι πολύ επικίνδυνο να βάζουμε όρια στην επιστήμη, τίποτε δεν είναι σταθερό και δεν οριοθετείται, και αυτή είναι η γοητεία της".

θες κι άλλα;

Όοχι, δε θες, ξέρω. Δε θες. Εσείς οι.. καλλιτέχνες, φαίνεται, ζείτε σε παράλληλο σύμπαν, κι όχι στον καπιταλισμό, στην ψωροκώσταινα των συμφερόντων και του μέσου, της κάθε Μαρίνας (και συγγνώμη αν τρώτε) και του κρατικοδίαιτου "πολιτισμού". Ω ναι! Εσείς οι "καλλιτέχνες" δεν πρέπει να έχετε όρια στη δημιουργία σας, εσείς είστε οι μόνοι μη αυτολογοκρινόμενοι, οι μόνοι απολύτως ελεύθεροι! Ρε δεν κόβετε το δούλεμα βραδιάτικο;

Ακούστε τον αδελφό μου Ρουώ, τώρα, μπας και ξυπνήσετε:

«Παπαγάλοι με ωραίο φτέρωμα, παγώνια με φανταχτερή ουρά, να τι είναι τόσοι καλλιτέχνες. Και υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους χαζεύοντας πώς τρώγονται μεταξύ τους αυτοί οι παπαγάλοι κι αυτά τα παγώνια».

Ερμαια των μικροαστικών αντανακλαστικών κι απολογητές των γραφειοκρατών που προκαλούν έτσι για να προκαλέσουν έχετε καταντήσει, καλλιτέχνες μου! Ρε, από πότε έγινε η πρόκληση των μικροαστών για την πρόκληση των μικροαστών "τέχνη" και δεν το καταλάβαμε; Από πότε είναι τέχνη το μουνί της Εύας με τον εθνικό ύμνο; Το μουνί της Χάιδως με τα αρχίδια του Καράμπελα τι αποτελεί τότε; Τον Παρθενώνα της καλλιτεχνικής μαλακίας;

Επανάληψη, από κείμενο επί άουτλουκ και το κάτωθι - δεν έχει αλλάξει τίποτε, άλλωστε:

Η «ελευθερία» του «καλλιτέχνη» έχουν καταντήσει το ζητούμενο κι η απόλυτη δικαιολογία. Στο ζήτημα έχουν απαντήσει ευφυέστατα οι Μόντυ Πάυθον, με κείνο το υπέροχο σκετς, όπου ένας κακομοίρης και έκπληκτος καρδινάλιος, ρωτά τον αναγεννησιακό καλλιτέχνη γιατί έφτιαξε τρεις Χριστούς στο Μυστικό Δείπνο. Εισπράττει την απάντηση πως, έτσι, με δύο αδύνατους κι ένα χοντρό Χριστό, εξυπηρετούνταν καλύτερα η σύνθεση. Κι όταν ζητεί ο έρμος καρδινάλιος να μείνει ένας Χριστός στον πίνακα κι αν όχι, να φύγουν τουλάχιστον απ αυτόν τα καγκουρώ κι οι καμηλοπαρδάλεις, εισπράττει την οργή του «καλλιτέχνη» διότι «επεμβαίνει στην ελευθερία του». Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε.
Ναι, τελικά είναι ο Πάπας.

Η «ελευθερία» του καλλιτέχνη είναι μια πολύ βολική αοριστολογία, που χρησιμοποιείται όταν και μόνον όταν είναι απαραίτητη. Η ίδια ελευθερία αποτελεί στόχο, γίνεται αποδέκτης εκφράσεων απαξίας, όταν απειλεί την πολιτική γραφειοκρατική «ευταξία» του βολέματος και της μίζας.

Ακόμη κι έτσι όμως, είναι τραγικό να πιστεύουν κάποιοι ότι αποτελεί πρόκληση η μαλακία μετά κερκυραϊκής μουσικής - και δω που τα λέμε, αυτό που πιστεύουν μάλλον κάτι λέει για κείνους. Είναι τραγικότερο ότι η δημιουργός πίστεψε ότι έκανε τέχνη. Το τραγικότερον, όμως, όλων, για το οποίο κανείς δεν φαίνεται να αντιδρά, είναι ότι κάποιοι θεώρησαν αυτή την ηλιθιότητα άξια να εκτεθεί. Αλλά, το ότι τα χρήματα του υπουργείου Πολιτισμού καταλήγουν στο μουνί της Εύας φαίνεται ότι δεν απασχολεί κανέναν μας πια. Ούτε τους καλλιτέχνες. Ούτε τα αφεντικά που μας έχουν πείσει ότι Αυτοί Γνωρίζουν τι είναι Τέχνη, ότι η Τέχνη είναι πεδίο των Ελίτ κι ένα πανάκριβο διακοσμητικό, που μόνον όσοι τα έχουν μπορούν να κατέχουν και να γνωμοδοτούν σχετικώς. Ρε άντε παίξτε παραπέρα!

Λοιπόν, αγάπες μου, με φλυτζανάκια Λουμίδη ή άνευ, μιας και το έφερε η κουβέντα: είναι έργο τέχνης το μουνί της Εύας; Άξιζε να εκτεθεί ή βρήκε αίθουσα λόγω των γνωστών δημοσίων σχέσεων; Αν η Εύα δεν ήταν Στεφανή, αυτή η ηλιθιότης θα είχε κανένα μέλλον; Και μη μου πείτε ότι η Εύα σας απάτησε, δε μασάω. Άλλωστε, την Εύα υπερασπίστηκε γκοτζάμ υπουργός Πολιτισμού. Ως εξής:

«Η Art Athina είναι ένας σπουδαίος θεσμός που έχει την αιγίδα και υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού. Το συγκεκριμένο έργο δεν είναι σύμφωνο ούτε με τη δική μου αισθητική ούτε με τις αρχές μου. Πλην όμως ο κάθε καλλιτέχνης φέρει το βάρος της υπογραφής του και υποστηρίζει το έργο του. Συνεπώς, μέσα στα πλαίσια αυτά, οι καλλιτέχνες έχουν αυτή τη δυνατότητα».

Να χαίρεστε την καθεστωτική σας ελευθερία - που ούτε καν προβληματίζεστε από την υποστήριξη των υπουργών και των διαφόρων τζουτζέδων της εξουσίας. Να χαίρεστε τις κατευθυνόμενες από την εξουσία και τις δημόσιες σχέσεις επιλογές. Να χαίρεστε τις στρογγυλλοκαθισμένες σε θώκους θυγατέρες υπουργών. Την "Τέχνη" σας. Ούτε σάλιο να σας φτύσω δε χαραμίζω.

Η ζωγραφική δεν προορίζεται να διακοσμεί σπίτια. Είναι ένα όργανο αμυντικού κι επιθετικού πολέμου εναντίον του εχθρού.

Και τώρα άντε γλύφτε άσκεφτα τον κάθε κουράτορα και υπουργό να βρείτε μια θεσούλα στην επόμενη μεγαλεπίβολη έκθεσή τους, ω ελεύθεροι καλλιτέχνες, ω τζουτζέδες της εξουσίας, που κάνετε τούμπες όποτε σας πει το αφεντικό σας - κάποτε κι αυθορμήτως, ώστε να προλάβετε τις επιθυμίες του.

Τις μηνύσεις και την αστυνομία τα αφήνω για όσους πιστεύουν ότι η Τέχνη χρειάζεται την άδεια του κράτους και στενοχωριούνται που δεν έχει τύχει επιχορήγησης και το δικό τους αιδοίον.

Τέτοιες ώρες μου λείπουν ο Καρούζος κι ο Πεντζίκης, βοήθειά μας.