11.11.05

Μνήμης εγκώμιον

Που λέτε γιατρέ μου, και σας ευχαριστώ που με δεχθήκατε χωρίς ραντεβού, που λέτε λοιπόν, παρουσιάζω τάσεις φυγής από όταν άρχισε αυτή η οικονομική ύφεσις (και μου ’λεγε η μαμά μου, γίνε παιδί μου δημόσιος υπάλληλος. Όοοχι, έλεγα εγώ το ζώον. Εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες... Και τώρα ψάχνω να δανειστώ φάσκελα γιατί οι προμήθειες δεν επαρκούν…).

Κι άντε, καθημερινώς, όλο και ξεχνιέμαι. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, στρώσιμο τα κρεβάτια, μπουγάδες, μαγείρεμα… μόλις έρθει η Παρασκευή, όμως, αρχίζει το πρόβλημα. Βράζει ο αίμας μου, γιατρέ μου. Κοχλασμός. Σήκω, μου λέει. Σήκω και ξεκίνα. Και που να πάω, βρε ανόητο ζουμί; του λέω μπας και συμμαζευτεί. Να πας στους φίλους σου, μου λέει, που την πήραν νωρίς πρέφα τη δουλειά και ξενιτεύτηκαν κι άρα μπορούν να αγαπούν την Ελλάδα-απόδειξη κι όχι την Ελλάδα-τιμολόγιο για να δικαιολογήσουν ΦΠΑ. Δεν μπορώ, να φύγω, του λέω, έχω το γραμμάτιο προτεστάντη και τρεις πιστωτικές που σφυρίζουν τη λήξη του αγώνος. Καταλάβατε γιατρέ μου; Εσείς καταλάβατε, ο αίμας μου αρνείται να καταλάβει… τίποτε! Στην κοσμάρα του.

Ευτυχώς έχω βρει ένα κόλπο και πιάνει. Του διαβάζω τα ημερολόγια καταστρώματος. Και νανουρίζεται. Αρχίζει να κυλάει σαν ήρεμο ποτάμι. Από την Κατρίνα και μετά, έχει κολλήσει με μια παλιά ιστορία για ανήσυχα αίματα. Πάει κάπως έτσι:

Κάθε μέρα, μόλις κατέβαινα στο λόμπυ, πήγαινα στο σταντ με τα διαφημιστικά για τα τζαζ ευαγή ιδρύματα. Μάζευα χαρτούρα, καθόμουν σε μια πολυθρόνα κι έψαχνα το μαγαζί του απογεύματός μου, έψαχνα μια ζωγραφιά ή ένα όνομα μαγικά, που να κουβαλούν το άρωμα της πόλης. Την τελευταία μέρα, ο συμπαθέστατος μαυρούλης με τη λιβρέα που έστεκε στην είσοδο, ανέλαβε καθοδήγηση.

--Για τη τζαζ ήρθατε εδώ;
--Ναι, για τη μουσική.
-- Περιμένετε λίγο.

Ακούμπησε όρθιος σε μια τραπεζοεπιφάνεια, έβγαλε χαρτί και στυλό, κάτι έγραψε. Ένα όνομα και μια διεύθυνση.

-- Να πάτε με ταξί, η περιοχή δεν είναι καλή, αλλά δε θα μετανοιώσετε.

Είχε δίκηο.

Πήγα στο Παλμ Κορτ τζαζ καφέ. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με σπάνια βινύλια, η μέση ηλικία των μουσικών πρέπει να ήταν τα 70, ο παππούς που καθόταν στο πιάνο μου θύμιζε κάτι, η υπέροχη κυρία που τραγουδούσε ήταν μια μπιγκ μπλακ μάμα… παίζανε ντίξυ, παρήγγειλα κραμπ κέικς και μπύρα, και κάθισα ήσυχη στη γωνία μου. Ευτυχώς, ήταν κι άλλοι ήσυχοι, σκέφτηκα, και μάλλον θα τη γλιτώσω. Μικρή ανόητη… ήταν να μην αποφασίσει να επέμβει ο σεφ! Που βγήκε χορεύοντας από την κουζίνα, τσακίρικα ματάκια ολόλαμπρα, να στριφογυρίζει στον αέρα το λευκό ψηλό καπέλο και να μας σηκώνει έναν έναν όρθιο στην πίστα, απειλώντας πως, αν δεν σηκωθούμε θα μας αφήσει να πάμε για ύπνο νηστικοί.. Ηγέρθη ο Λάζαρος κι αποχαιρέτησε χορεύοντας τον σουίνγκιν’ σεφ που επέστρεφε στην κουζίνα του όλο χάρη ενώ η μπάντα έπαιζε Hit the road Jack.

Μη με ρωτάτε τι ήπια. Δε θυμάμαι. Θυμάμαι πως τα κραμπ κέηκς δεν ήταν τα καλύτερα που έφαγα, η μπύρα δεν ήταν η καλύτερη που ήπια. Όμως, ο σεφ ήταν ο καλύτερος που μαγείρεψε ποτέ για μένα και αξίζουν όλα τα αστεράκια του ουρανού στις νύχτες του.

3 σχόλια. Εσείς τι λέτε;

Blogger το θείο τραγί έφα...

Με ενδιαφέρον για τα ενδιαφέροντά σας, σάς καλωσορίσω κι εγώ. Καλή σταδιοδρομία στην μπλογκόσφαιρα.

11/12/2005 12:23:00 μ.μ.  
Blogger Mirandolina έφα...

Σας ευχαριστώ πολύ!

11/12/2005 08:33:00 μ.μ.  
Blogger Mirandolina έφα...

:-)))
Μαντάμ! Φυσικά και υπόσχομαι να προσέχω και να χρησιμοποιώ πάντα οικολογικό απορρυπαντικό! Κρος μάι ’αρτ!

11/13/2005 11:24:00 π.μ.  

Την καλή σου την κουβέντα


πίσω στην κουζίνα...