Ετυμολογικόν λεξικόν της αναμπάμ παπαντάμ ελληνικής
Μέρος Α΄ ή Μαιανδρικόν
Κατσαρίδα: Έντομο μαύρου ή καφέ χρώματος. Υποκορ. Τερέζα. Λέξις της νέας ελληνικής, σύνθετος εκ των κλατς+αρίδα – κατσαρίδα είναι, δηλαδή, αυτό που όταν το πατά η αρίδα κάνει κλατς. Το λάμδα φεύγει χάριν ευφωνίας.
Κίνδυνος: Λέξις της αρχαίας σύνθετος, υπό των κυν-ος (σκύλος) και δεινός (τρομερός, φοβερός – βλ. πολλά τα δεινά κουδέν δεινότερον ανθρώπου πέλει). Οι αρχαίοι ημών, για να φυλάττουν τις οικίες των σπιτιών τους χρησιμοποιούσαν άγρια σκυλιά. Υποχρεούντο όμως υπό του νόμου, όταν είχαν κύνες δεινούς, να τοποθετούν πινακίδα στην εξώπορτα με την επιγραφή «Προσοχή ΚΥΝ ΔΕΙΝΟΣ».
Οι δεινοί κύνες ήτο επιθετικοί και ως εκ τούτου η έκφραση «κυν δεινός» εμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους να λαμβάνει την έννοια της πιθανότητος να συμβεί κάτι κακό (λ.χ. να σε προλάβει ο κυν ο δεινός).
Η ορθογραφία απλοποιείται από τον μεσαιωνικό δάσκαλο Ράλλειο της Κορφούς, ο οποίος ήθελε να γλιτώσει από κόπο τους μοναχούς αντιγραφείς κι από έξοδα τα μοναστήρια (ναν καλά).
Γιουβαρλάκι: Το φαγητό αυτό φέρεται να εφηύρε αλλοδαπή παντρεμένη με έλληνα, της οποίας ο υιός ονομάζονταν Λάκης. Ο Λάκης αγαπούσε ιδιαιτέρως το φαγητό που είχε δημιουργήσει η μαμά του, κι όταν το εύρισκε ορμούσε στο τραπέζι ξεχνώντας τους καλούς του τρόπους. Η ξένη, θέλοντας να τον εμποδίζει να αδειάσει τη σουπιέρα, κατέφευγε στην κραυγή «Γιου Φαρ, Λάκη!», δηλαδή «μείνε μακρυά, Λάκη!».
Εν τω μεταξύ, οι αγγλικά-γιοκ-ελληνίδες γειτόνισσες τάιζαν τους κανακάρηδές τους δύο σουπιέρες στην καθησιά και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν γιατί και πως η αλλοδαπή δεν ήθελε να αφήσει το καμάρι της να μαγαρίσει τη σουπιέρα. Εξ ου και θεώρησαν ότι η κραυγή της αποτελούσε κάλεσμα στον διάδοχο, πρόσκληση να γευθεί το μυστηριώδες φαγητό. Έτσι, φρόντισαν να αποκτήσουν όλες τους τη συνταγή, οδηγώντας στη διάδοση του φαγητού αυτού. (Όπως αντιλαμβάνεστε, το φ έγινε β χάριν ευφωνίας-- η οποία ευφωνία είναι εμφανέστατα πολύ χρήσιμο πράγμα)
Κατσαρίδα: Έντομο μαύρου ή καφέ χρώματος. Υποκορ. Τερέζα. Λέξις της νέας ελληνικής, σύνθετος εκ των κλατς+αρίδα – κατσαρίδα είναι, δηλαδή, αυτό που όταν το πατά η αρίδα κάνει κλατς. Το λάμδα φεύγει χάριν ευφωνίας.
Κίνδυνος: Λέξις της αρχαίας σύνθετος, υπό των κυν-ος (σκύλος) και δεινός (τρομερός, φοβερός – βλ. πολλά τα δεινά κουδέν δεινότερον ανθρώπου πέλει). Οι αρχαίοι ημών, για να φυλάττουν τις οικίες των σπιτιών τους χρησιμοποιούσαν άγρια σκυλιά. Υποχρεούντο όμως υπό του νόμου, όταν είχαν κύνες δεινούς, να τοποθετούν πινακίδα στην εξώπορτα με την επιγραφή «Προσοχή ΚΥΝ ΔΕΙΝΟΣ».
Οι δεινοί κύνες ήτο επιθετικοί και ως εκ τούτου η έκφραση «κυν δεινός» εμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους να λαμβάνει την έννοια της πιθανότητος να συμβεί κάτι κακό (λ.χ. να σε προλάβει ο κυν ο δεινός).
Η ορθογραφία απλοποιείται από τον μεσαιωνικό δάσκαλο Ράλλειο της Κορφούς, ο οποίος ήθελε να γλιτώσει από κόπο τους μοναχούς αντιγραφείς κι από έξοδα τα μοναστήρια (ναν καλά).
Γιουβαρλάκι: Το φαγητό αυτό φέρεται να εφηύρε αλλοδαπή παντρεμένη με έλληνα, της οποίας ο υιός ονομάζονταν Λάκης. Ο Λάκης αγαπούσε ιδιαιτέρως το φαγητό που είχε δημιουργήσει η μαμά του, κι όταν το εύρισκε ορμούσε στο τραπέζι ξεχνώντας τους καλούς του τρόπους. Η ξένη, θέλοντας να τον εμποδίζει να αδειάσει τη σουπιέρα, κατέφευγε στην κραυγή «Γιου Φαρ, Λάκη!», δηλαδή «μείνε μακρυά, Λάκη!».
Εν τω μεταξύ, οι αγγλικά-γιοκ-ελληνίδες γειτόνισσες τάιζαν τους κανακάρηδές τους δύο σουπιέρες στην καθησιά και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν γιατί και πως η αλλοδαπή δεν ήθελε να αφήσει το καμάρι της να μαγαρίσει τη σουπιέρα. Εξ ου και θεώρησαν ότι η κραυγή της αποτελούσε κάλεσμα στον διάδοχο, πρόσκληση να γευθεί το μυστηριώδες φαγητό. Έτσι, φρόντισαν να αποκτήσουν όλες τους τη συνταγή, οδηγώντας στη διάδοση του φαγητού αυτού. (Όπως αντιλαμβάνεστε, το φ έγινε β χάριν ευφωνίας-- η οποία ευφωνία είναι εμφανέστατα πολύ χρήσιμο πράγμα)
12 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
LOL και πάλι LOL!!!! Να σαι καλά νυχτιάτικα!
Σωστή!!!!
wow!! καλώς μας ήρθες, και πάντα έτσι:)
(γκράσιας και για την όμορφη μετάφραση του nick μου!)
Aαααα, εσύ είσαι ανακάλυψη!!!
Ρε συ, αυτό με την κατσαρίδα ήταν κατούρημα!
:))))
Πάνο, ο Μπάμπυ είναι δικός μου, ντοντσα ουόρυ.
Μ. και Μ., χαίρομαι που το χαρήκατε! (Μαχίκα μου έφτιαξες το ΣΚ. Ο χαϊδεμένος μου είναι λεμονολάτρης...).
Νιφάδα, ευχαριστώ! Για τον λευκό γορίλα της Βαρκελώνης έχεις διαβάσει; έτσι τον λέγανε...
Κωνσταντίνα με μέτρο τα κομπλιμέντα μη το πάρω πάνω μου η νέα, έτσι; Να σαι καλά!
Αγαπητή Μιραντολίνα.
Εδώ κ καιρό θέλω να γράψω ένα εκτενές μαγειρικό για τα εστιατόρια των μεταναστών του κέντρου,ξέρετε, τα αληθινά, όχι αυτά που βρίσκονται στις ταράτσες των μεγάλων ξενοδοχείων, όμως φοβάμαι πως θα με κυνηγήσουν εμένα τον αστό με το στυλάκι Κωνσταντίνου Τζούμα αμα τη εμφανίσει...
Βλέπω όμως πως είστε μια polyglot. Τί λέτε; Με παίρνετε α λα μπρατσέτα να το κάνουμε μαζί για να αναλάβετε εσείς τα της μετάφρασης;
Μιας κ αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τηλεοπτικό παράθυρο διαθέσιμο για να σας κάνω την πρόταση δημόσια μεν αλλά σύμφωνα με το τρέχον πρωτοκόλλο δε την κάνω εδώ εμπνεόμενος από το λεξικό σας...
Αγαπητέ Αθήναιε, ομολογήστε ότι τα κάνετε όλα για το γιουβαρλάκι! Λέτε και δεν σας μάθαμε πια!
Να σας πω, καθόλου δε με χαλάει η πρόταση, κι έχω να σας συστήσω κι ένα πακιστανικό, μαγειριό και μπακάλικο, που ακριβώς από πάνω πουλάει κεντίδια και σαλβάρια με κουδουνάκια (σιγά μην άφηνα να μου τα κρεμάσει άλλος - βρε μόνη μου, να χω το κεφάλι μου ήσυχο!).
Αὐτὸς ὁ «δεινὸς κύν(ας)», ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ γλωσσολογικὰ, ἀπίθανα!
Ευχαριστώ Καλλίμαχε -- συντόμως στις οθόνες σας και το δεύτερο μέρος. Μη το χασετε!
τί υπέροχο μπλόγκ μοντιεούλι μου! σήμερα άρχισα να το διαβάζω (σγα-σγα =σιγα σιγα) πόσο χαίρομαι που σας βρηκα! μετά και απο την ετυμολογική ερμηνεία της κατσαρίδας νομίζω οτι σας αγαπω (σ)φόδρα. Ο θεος ο πολυελαιος να φωτίζει την ηλεκτρισμένη σας γραφή.Eτσι τόσο όμορφα χωρίς μπρίζα ....
:-))
Χίλια ευχαριστώ!
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...