Ο φίλος μου ο Αλβέρτος
Ο φίλος μου ο Αλβέρτος.
Άνθος σιωπηλό. Νυχτολούλουδο.
Παιδί του θρήνου και του πείσματος, της γενναιότητας και της νιότης - νιότης που γνώρισε όση φρίκη αντέχει να γνωρίσει νιότη.
Κι οι δύο γονείς στα στρατόπεδα. Παιδιά οι ίδιοι, πριν το παιδί ελπίδα.
Ο πατέρας έφυγε, μας άφησε πέρισυ. Κτηνίατρος - ένοιωθα οικεία και γι αυτό. Η μητέρα είναι ακόμη εδώ, Δόξα τω Θεώ. Το νούμερο στο χέρι κι αυτό ακόμη εδώ. Την είδα το καλοκαίρι, λίγο πριν φύγουμε για Αμερική, στο σπίτι το εξοχικό. Τόση ομορφιά και τόση δύναμη. Η ζωή που νίκησε, που αμύνθηκε, που έφερε στον κόσμο ζωή. Σε αυτόν, τον ίδιο κόσμο. Η ελπίδα του κόσμου, ο φίλος μου ο Αλβέρτος.
Σπάνια μιλάει. Τις περισσότερες φορές ακούει. Όταν αποφασίσει να μοιραστεί, με μιάς φωτίζεται όλος. Ώρες σπάνιες και γλυκές. Και ύστερα, μήνες μένεις να συλλογάσαι όσα είπε, όσα έφερε στο φως και στο 'δειξε χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Από όλες τις κουβέντες, μία θυμάμαι πιο πολύ. Ήταν καλοκαιράκι, πίναμε τσίπουρα στο μπαλκόνι, η Εύη του, ο Αλβέρτος της κι εγώ, έπαιζε ο αυτοκράτωρ τον Κουνγκ Φου στην κάμαρή του, κάπου αρχίσαμε να λέμε για οικονομικά, κάρτες και δάνεια και φτηνά ταξίδια κι ίσως μια εξόρμηση στο Μαρόκο, στα σουκ και στα αρώματα των μπαχαριών. Σώπαινε, σώπαινε, κι ύστερα είπε
Αγωνίζομαι να το νικήσω αλλά με νικάει ακόμη αυτό
Σωπάσαμε. Σωπαίναμε. Σωπαίναμε. Κι ύστερα είπε
Δε φταίνε εκείνοι.
Είπε.
Δε φταίνε εκείνοι, έτσι έπρεπε να με μάθουν, με όσα πέρασαν.
Είπε.
Όμως ήταν άλλοι καιροί και δεν έπρεπε να το φυτέψουν εντός μου.
Το πολεμάω και δεν ξεριζώνεται. Το πολεμάω μα με νικάει, γιατί έτσι με μάθανε κι έτσι τους μάθανε κι αυτούς. Ότι έχεις να γίνεται εύκολα ρευστό, για να μπορείς να φύγεις γρήγορα. Να μπορείς να φύγεις γρήγορα όταν έρθει η ώρα.
Και κοίταξε κάτω. Κι ύστερα σωπαίναμε κι ύστερα πήρε μια μπουκιά και σήκωσε το ποτήρι να τσουγκρίσουμε τα ελληνάκια τα καϋμένα και άλλαξε κι αλάφρυνε η κουβέντα.
Με πονάει αυτή η κουβέντα. Ακόμη και για πάντα και με τον ίδιο τρόπο. Βαφτίζομαι στην αθωότητα και θέλω. Αποκατάσταση των πάντων. Ο φίλος μου ο Αλβέρτος να νοιώσει σε τούτο τον τόπο τόσο σίγουρος όσο κι εγώ. Και η βάσανος ποτέ ξανά να μην αγγίξει τον άνθρωπο - ελπίδα.
Για την επέτειο, που πέφτει μέρα Σάββατο, και γι αυτό ο άθεος, κομμουνιστής κι εβραίος φίλος μου, ο Αλβέρτος, θα την τιμήσει Κυριακή.
Άνθος σιωπηλό. Νυχτολούλουδο.
Παιδί του θρήνου και του πείσματος, της γενναιότητας και της νιότης - νιότης που γνώρισε όση φρίκη αντέχει να γνωρίσει νιότη.
Κι οι δύο γονείς στα στρατόπεδα. Παιδιά οι ίδιοι, πριν το παιδί ελπίδα.
Ο πατέρας έφυγε, μας άφησε πέρισυ. Κτηνίατρος - ένοιωθα οικεία και γι αυτό. Η μητέρα είναι ακόμη εδώ, Δόξα τω Θεώ. Το νούμερο στο χέρι κι αυτό ακόμη εδώ. Την είδα το καλοκαίρι, λίγο πριν φύγουμε για Αμερική, στο σπίτι το εξοχικό. Τόση ομορφιά και τόση δύναμη. Η ζωή που νίκησε, που αμύνθηκε, που έφερε στον κόσμο ζωή. Σε αυτόν, τον ίδιο κόσμο. Η ελπίδα του κόσμου, ο φίλος μου ο Αλβέρτος.
Σπάνια μιλάει. Τις περισσότερες φορές ακούει. Όταν αποφασίσει να μοιραστεί, με μιάς φωτίζεται όλος. Ώρες σπάνιες και γλυκές. Και ύστερα, μήνες μένεις να συλλογάσαι όσα είπε, όσα έφερε στο φως και στο 'δειξε χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Από όλες τις κουβέντες, μία θυμάμαι πιο πολύ. Ήταν καλοκαιράκι, πίναμε τσίπουρα στο μπαλκόνι, η Εύη του, ο Αλβέρτος της κι εγώ, έπαιζε ο αυτοκράτωρ τον Κουνγκ Φου στην κάμαρή του, κάπου αρχίσαμε να λέμε για οικονομικά, κάρτες και δάνεια και φτηνά ταξίδια κι ίσως μια εξόρμηση στο Μαρόκο, στα σουκ και στα αρώματα των μπαχαριών. Σώπαινε, σώπαινε, κι ύστερα είπε
Αγωνίζομαι να το νικήσω αλλά με νικάει ακόμη αυτό
Σωπάσαμε. Σωπαίναμε. Σωπαίναμε. Κι ύστερα είπε
Δε φταίνε εκείνοι.
Είπε.
Δε φταίνε εκείνοι, έτσι έπρεπε να με μάθουν, με όσα πέρασαν.
Είπε.
Όμως ήταν άλλοι καιροί και δεν έπρεπε να το φυτέψουν εντός μου.
Το πολεμάω και δεν ξεριζώνεται. Το πολεμάω μα με νικάει, γιατί έτσι με μάθανε κι έτσι τους μάθανε κι αυτούς. Ότι έχεις να γίνεται εύκολα ρευστό, για να μπορείς να φύγεις γρήγορα. Να μπορείς να φύγεις γρήγορα όταν έρθει η ώρα.
Και κοίταξε κάτω. Κι ύστερα σωπαίναμε κι ύστερα πήρε μια μπουκιά και σήκωσε το ποτήρι να τσουγκρίσουμε τα ελληνάκια τα καϋμένα και άλλαξε κι αλάφρυνε η κουβέντα.
Με πονάει αυτή η κουβέντα. Ακόμη και για πάντα και με τον ίδιο τρόπο. Βαφτίζομαι στην αθωότητα και θέλω. Αποκατάσταση των πάντων. Ο φίλος μου ο Αλβέρτος να νοιώσει σε τούτο τον τόπο τόσο σίγουρος όσο κι εγώ. Και η βάσανος ποτέ ξανά να μην αγγίξει τον άνθρωπο - ελπίδα.
Για την επέτειο, που πέφτει μέρα Σάββατο, και γι αυτό ο άθεος, κομμουνιστής κι εβραίος φίλος μου, ο Αλβέρτος, θα την τιμήσει Κυριακή.
9 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Και επιτέλους, κάποτε, να πάψουμε να θρηνούμε για θύματα της ανθρώπινης απανθρωπίας...
Καλησπέρα Λοκαντιέρα μου, πολύ όμορφο κομμάτι
Και φαντάζομαι θα διαφωνεί με παντός είδους 'ποινικοποιήσεις', όπως μόνο όσοι είχαν την εμπειρία ξέρουν.
Καλησπέρα. Και να του σφίξεις το χέρι για να νιώσει όσο καλύτερα μπορεί.
Φοβάμαι πως, τέτοιοι (κι αλλιώτικοι) φόβοι κι ανασφάλειες δεν μπορούν να φύγουν, άμα και γραφτούν επάνω σου, Μιραντολίνα.
Προσπαθείς, μα με το παραμικρό τους ξαναθυμάσαι.
Μετουσιώνοντας το θυμό και την ανημπόρια του σε μια συγκλονιστική τελετουργία πένθους
mori ilithia blameni kleise to blog sou re xazo
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Πολύ καλό το κειμενάκι σου μιραντολίνα, αν μου επιτρέπεται, μπράβο σου!
Ίσως είναι και μια ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε πως τα απολυταρχικά καθεστώτα, αριστερά και φασιστικά, δημιουργούν ''Αλβέρτους'', έτσι για να βάλουμε και λίγο μυαλό κάποτε....
από το ghetto του lodz, henryk ross.
με συγκίνησες πολύ με τα λόγια σου και με τον Αλβέρτο σου.
πικρός ο καφές μου.
σμουτς
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...