The original Ντέρτι
Μενίδι. Ιούλιος 2006. Τα κατά Παύλον.
"Εγώ ήμουνα γιεγιές. Δεν τα πολυγούσταρα τα λαϊκά. Ε, πήγα σε μια συναυλία που κάνανε οι Σώκρατες, στον άγιο Κοσμά στην παραλία. Έγινε μια παρεξήγηση με έναν που πείραξε τη φίλη μου στο λεωφορείο. Τον κοπάνησα. Με το που του την χώνω, βγάζει ταυτότητα και λέει του οδηγού του λεωφορείου «στο τέταρτο, στο Κολωνάκι». Τέταρτο νομίζω; Ναι, τέταρτο. Μας πήγαν εκεί, έγινε μπέρδεμα, πήραν τον πατέρα μου να έρθει… Όμως, με αυτό τον τύπο γνωριστήκαμε. Κι από τότε άρχισα να ακούω κι άλλα. Λαϊκά. Άσε που όσο ήμουνα γιεγιές όλο τραβιόμουνα, είχα φάει και κάτι κουρέματα…
Πήγαμε μερικές φορές σε κανά μπουζουκάδικο, άρχισα να κάνω προσωπικές φιλίες. Προσωπικές φιλίες... να, με τρώγανε, τους έτρωγα, τέτοια. Αλλά βασικά με τρώγανε. Πολλά λεφτά. Χοντροί λογαριασμοί, αλλά χαλάλι. Μου άρεσε. Άλλο το ροκ κι άλλο να είσαι αραχτός, να πετάς τα λουλουδάκια σου, να λες «χτίσε μου ένα τοίχο με σαμπάνια, κάψε μου και δυό μπουκάλια ουίσκυ»…
Είχα βγάλει, τότε, και το περιώνυμο καλτσάτο πίστα. Ξες τι είναι αυτό; Είναι όταν βάζεις το ποδαράκι σου πάνω στην πίστα και φαίνεται η κάλτσα σου. Το τραπέζι, λοιπόν, που στο επέτρεπε αυτό λεγότανε καλτσάτο πίστα. Δε μου άρεσε το «πρώτο τραπέζι», μου ακουγότανε άσκημα, γι αυτό το άλλαξα.
Πήγαινα με παρέες χοντρές, πήγαινα και πηγαίνω και με ξένους, τούρκους, ιταλούς επιχειρηματίες, που τα χώνουνε. Την τελευταία φορά τους πήγα στο Μάκη1 τους ιταλούς, ήτανε και κάποιοι έλληνες. Είχα κλείσει εγώ το τραπέζι. Οι ιταλοί δεν ξέρανε γρι ελληνικά. Σε πληροφορώ ότι τρελαθήκανε. Ότι σου λέω . Ο Λεό ακόμη λέει στο δικό μου «Που είναι ο Παύλος να πάμε κάτω;». Κι ας σκάσανε εξακόσια, γιατί κάναμε διόμισυ χιλιάρικα λογαριασμό, κι αυτά μετά το ψαλίδι. Ε, περάσανε καλά. Κατά πρώτον, κάνανε ότι έκανα εγώ. Ήθελα εγώ να μιλήσω στον Καρχαρία², του πέταγα ένα λουλούδι, ε, πετάγανε κι αυτοί. Ήρθε ο Μάκης να μιλήσουμε και μ αγκάλιασε, σηκώθηκαν κι αυτοί και τον αγκαλιάζανε. Και τώρα μου λένε να πάω εγώ Ιταλία. Και να πάω, που θα μας πάνε; Σε κανα κλαμπάκι… κατάλαβες; Δεν έχει άλλο εκεί, εδώ ειν’ αλλιώς.
Ψαλίδι βάζει το μαγαζί. Ας πούμε ότι κάνεις ζημιά δύο χιλιάρικα. Λες, πάρε χίλια διακόσια, χίλια τρακόσια. Ε, θα πει το κάτι του, αλλά στο τέλος θα σου πει, αδελφέ εντάξει είμαστε. Μαλάκας είναι να σε χάσει από πελάτη; Έξι χιλιάρικα, να πούμε, του αφήσαμε δυό βράδια με τους ιταλούς, χαζός είναι να μη μας ρίξει ψαλίδι;
Η Ρίτα³ ήτανε φίλη μου. Η Ρίτα ήτανε ψυχάρα. Ξες τι σημαίνει μάνα; Από κάτι μυθιστορήματα κάτι μάνες σκύλες που τρελλαίνονται για τα παιδιά τους τις θυμάσαι; Ε, η Ρίτα ήτανε μάνα, ρε. Μάνα ελληνίδα - μη της ακουμπήσεις τα παιδιά της...
Είμασταν στη Λεωφόρο μια φορά, τραγούδαγε η Ρίτα. Την έψηνα να πει την «Τελευταία Ώρα». Δεν το έλεγε. Ξες τι τραγούδι ειν αυτό; Άσε… Λοιπόν, της λέω, Ριτάκι, μόλις το πεις θα κάψω το μαγαζί. Έλα ρε, μου λέει. Ότι σου λέω, Ριτάκι. Ήτανε τότε κι ο Λευτέρης ο Μυτιληναίος, νομίζω. Και βγαίνει η Ρίτα και λέει την «Τελευταία Ώρα». Κατευθείαν το καταλαβαίνω γιατί δεν έχει μουσική στην αρχή, λέει «Τελευταία Ώρα» και μετά αρχίζει η μουσική. Και με το που το λέει, παφ, βουτάω τα μπουκάλια το ουίσκυ, τα χύνω κάτω στη μοκέτα και τους βάζω φωτιά. Ήτανε κι υπόγειο, έγινε χαμός, κόντεψε να φουντώσει αλλά τελικά το γλιτώσαμε.
Είχα κάνει κι ένα καφενείο μια φάση κι ερχόντουσαν από τη φάρα4 όλα τα παιδιά. Τότε κονόμαγα πολύ. Ερχότανε τα παιδιά από τη φάρα και γουστάρανε που ακούγανε το Βασιλάκη τον Τερλέγκα. Ε, άντε τους λέω, γουστάρετε να πάμε να τον ακούσουμε; Γουστάρανε λέει! Άντε να πάμε. Τα έχω καλτσάτο πίστα τα γυφτάκια εγώ, να φάνε, να τα ταΐζω διάφορα, το φαγητό τους, τα φρούτα τους. Την καταβρήκανε τα παιδιά, έκανα πολύ χοντρό λογαριασμό τότε. Μετά αυτά θέλανε ξανά και ξανά και το ζητάγανε αλλά αυτά γίνονται μια φορά, δε γίνονται συνέχεια.
Έχουμε πάει Αδαμαντίδη με τη γυναίκα μου κι είναι μια λουλουδού και μου την έχει μπει πολύ. Οπότε σηκώνεται η γυναίκα μου, της δίνει ένα χαρτάκι και της λέει «πάρε εδώ το τηλέφωνο του, πάρτονε όποτε θες αλλά άσε μας τώρα να διασκεδάσουμε με την ησυχία μας». Πήρε αυτή, εντάξει. Μη την ψάχνεις τώρα.
Η Βίσση κι η Βανδή δεν είναι λαϊκό. Οι συνθέτες βουτάνε από δω, βουτάνε από κει, τα ανακατεύουνε, τα πετάνε στην αγορά και μπιρι μπιρι μπιρι τον ψήνουνε και τα παίρνει ο κόσμος. Πάντως, ο έλληνας το χαρτί δε θα το αφήσει στη Βίσση. Στο σκυλάδικο θα το αφήσει. Εκεί βγαίνει.
Λαϊκός τραγουδιστής είναι ο Θέμης Αδαμαντίδης. Λαϊκή είναι η Χαρούλα. Δωστης ότι θες να πει. Την έχω ακούσει σε ότι θες. Κι η Πίτσα5 ήταν η αδυναμία μου πολλά χρόνια. Πάμε να δούμε το Πιτσάκι, λέγαμε στη Σαλονίκη. Όποιο Σαλονικιό από παλιούς να ρωτήσεις, έτσι την ξέρει, Πιτσακι. Τεράστια καλλιτέχνις.
Μεγάλη φωνή είναι τώρα η Βάσω η Χατζή. Καλή φωνή κι ο Γιαννάκης ο Κόλλιας. Ο Σαράντης ο Σαλέας είναι καλός τραγουδιστής. Αλλά ο καλύτερος από την οικογένεια είναι ο Γιάννης ο Σαλέας. Δεν τον ξες, έχει φωνάρα τεράστια, αλλά δε μπορεί να βγει στην πίστα, κολλάει. Του έδωσα σακκάκια μου να κανει πρεμιέρα σε ένα μαγαζί, τίποτε. Δε μου τα έφερε κιόλας. Τεράστια φωνή σου λέω ρε! Αλλά φοβάται…
Στο σκυλάδικο είσαι πιο χύμα. Είσαι πιο έλληνας. Ο έλληνας είναι χύμα. Εκεί βγαίνει ο έλληνας. Σκυλάδικο δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Αυτό είναι το στυλ του έλληνα. Το πανηγύρι και το σκυλάδικο. Έφερε το πανηγύρι στην πόλη και το έκανε σκυλάδικο. Δες που οι τραγουδιστές που λένε σκυλάδικο είναι αυτοί που τραγουδάνε στο πανηγύρι. Στο ρεπερτόριο τους έχουν το ντούρου ντούρου, το λαικοδημοτικογύφτικο, αυτό τον αχταρμά. Πανηγύρι καλό σου κάνει ο σκυλάς. Εντάξει, κι η φωνάρα μπορεί να κάνει πανηγύρια καλά, αλλά γιατί είναι το χαρτί στη μέση.
Όλοι ακούνε σκυλάδικο. Μόλις περάσεις ένα όριο ηλικίας, τα 24-25, ακούς σκυλάδικο. Ακούς λαϊκό και μετά πας σκυλάδικο. Έχει μια αγριάδα, μια ομορφιά πρωτόγονη το σκυλάδικο. Είναι μουσική που εκφράζεσαι. Το ίδιο τραγούδι στο σκυλάδικο το ακούν αλλιώς, τους βγαίνει διαφορετικά. Θέλουν να το φωνάξουνε το τραγούδι. Το σκυλάδικο είναι στο αίμα του έλληνα. Να σου πω και κάτι; Το σκυλάδικο δεν είναι προσβολή. Είναι μια μουσική, ένα στυλ. Η έθνικ των αφρικανών, τα μπάμπα μπούμπα, δηλαδή, τι είναι; Δεν είναι έθνικ ελληνικό το σκυλάδικο; Δε μπορούμε να το πούμε αυτό; Γιατί δηλαδή; Το σκυλάδικο σε ελευθερώνει. Θες να πάμε μια φορά μαζί; Ρε, ελευθερώνεται ο έλληνας στο σκυλάδικο. Θα δεις ένα άνθρωπο που τόνε βλέπεις στην πραγματικότητα κι είναι μαζεμένος, που λες, καλά, αυτός ο άνθρωπος πως ειν έτσι αμίλητος και να τον δεις στο σκυλάδικο και να μη το πιστεύεις. Ρε μπας κι ειν άλλος;
Όχι, ο Μπουγάς δεν είναι σκυλάς. Επιχειρηματίας είναι. Έξυπνος είναι. Όχι σκυλάς, όμως. Το νινί; Αυτή δεν είναι τίποτε, ρε. Δεν είναι πουθενά. Από πού κι ως που σκυλάδικο το νινί; και που το νινί σέρνει καράβι, λοιπόν, τι έγινε; Η Μπεζεντάκου.. τι είναι αυτές ρε; Τίποτε δεν είναι. Προσπαθούν να τις κάνουνε κάτι, πουλάνε μια στιγμή, ύστερα δεν πουλάνε. Και το σκυλάδικο έχει τα όρια του. Τώρα αν έξυπνοι επιχειρηματίες την φέρνουν στο μαγαζί την ώρα που πουλάει, εντάξει. Όχι όμως ότι αυτές είναι σκυλάδικο!
Το σκυλάδικο κάνει φίρμες αλλά μόλις γίνουν φίρμες παύουν να είναι σκυλάδες. Σου λένε, εγώ σκυλάς δεν ήμουνα ποτέ – και μπορεί να ήτανε καραμπίνα.
Παρεξηγήσεις κι αίματα έχει, αλλά εγώ δεν ήμουν τέτοιος. Αμα θελει η γυναικα να πάει να γαμηθεί, θα πάει, άμα δε θέλει δε θα πάει. Δηλαδή, να παρεξηγηθώ που θα της κάνουν καμάκι; Ρε, όταν πας γυναίκα στο σκυλάδικο ξέρεις πως εκεί μέσα είναι πέντε που παίζουν το γαμπρό. Αν δε θες βαβούρα δεν την πάς εκεί. Αν όμως πας, τότε δε θα ανακατευτείς. Άστην να το βγάλει μόνη της πέρα. Αλλά αμα θες σπασίματα, μαχαιρώματα, πλακώματα σε αυτά τα μαγαζιά, τα έχεις όποτε θες.
Ο έλληνας πρέπει να γυρίσει στο σκυλάδικο. Να διασκεδάσει, ρε. Βλέπω τα νέα παιδιά, πάνε σε ένα κλαμπάκι, πίνουν δυό ποτά, πίνουν και δέκα χάπια και κάθονται. Σε ρωτάω: διασκεδάζουν; Όχι, δε διασκεδάζουν. Τα βλέπεις, άμα κάτσεις θα τα δεις, και τα νταραβερια κ όλα. Ενώ ο σκυλάς την εύρισκε κι ας του τα παίρνανε. Θα έκανε το χαβαλέ που γουστάριζε, θα καψουρευότανε τη γκόμενα που τραγούδαγε, θα του έκανε αυτή το παιγνιδάκι της, σου λέει εδώ τα χει να του τα πάρουμε, έτσι, μια χαρούλα. Το σκυλάδικο σου λέω ειν’ ο έλληνας."
Ο Παύλος Παυλίδης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αχαρνών (Μενίδι), με το συνδυασμό Ακηδεμόνευτη Παναχαρναϊκή Κίνηση Πολιτών.
Καλό Χειμώνα σε όλους.
1Χριστοδουλόπουλο 2ο μαιτρ του ευαγούς ιδρύματος 3Σακελλαρίου 4τσιγγάνοι 5Παπαδοπούλου
"Εγώ ήμουνα γιεγιές. Δεν τα πολυγούσταρα τα λαϊκά. Ε, πήγα σε μια συναυλία που κάνανε οι Σώκρατες, στον άγιο Κοσμά στην παραλία. Έγινε μια παρεξήγηση με έναν που πείραξε τη φίλη μου στο λεωφορείο. Τον κοπάνησα. Με το που του την χώνω, βγάζει ταυτότητα και λέει του οδηγού του λεωφορείου «στο τέταρτο, στο Κολωνάκι». Τέταρτο νομίζω; Ναι, τέταρτο. Μας πήγαν εκεί, έγινε μπέρδεμα, πήραν τον πατέρα μου να έρθει… Όμως, με αυτό τον τύπο γνωριστήκαμε. Κι από τότε άρχισα να ακούω κι άλλα. Λαϊκά. Άσε που όσο ήμουνα γιεγιές όλο τραβιόμουνα, είχα φάει και κάτι κουρέματα…
Πήγαμε μερικές φορές σε κανά μπουζουκάδικο, άρχισα να κάνω προσωπικές φιλίες. Προσωπικές φιλίες... να, με τρώγανε, τους έτρωγα, τέτοια. Αλλά βασικά με τρώγανε. Πολλά λεφτά. Χοντροί λογαριασμοί, αλλά χαλάλι. Μου άρεσε. Άλλο το ροκ κι άλλο να είσαι αραχτός, να πετάς τα λουλουδάκια σου, να λες «χτίσε μου ένα τοίχο με σαμπάνια, κάψε μου και δυό μπουκάλια ουίσκυ»…
Είχα βγάλει, τότε, και το περιώνυμο καλτσάτο πίστα. Ξες τι είναι αυτό; Είναι όταν βάζεις το ποδαράκι σου πάνω στην πίστα και φαίνεται η κάλτσα σου. Το τραπέζι, λοιπόν, που στο επέτρεπε αυτό λεγότανε καλτσάτο πίστα. Δε μου άρεσε το «πρώτο τραπέζι», μου ακουγότανε άσκημα, γι αυτό το άλλαξα.
Πήγαινα με παρέες χοντρές, πήγαινα και πηγαίνω και με ξένους, τούρκους, ιταλούς επιχειρηματίες, που τα χώνουνε. Την τελευταία φορά τους πήγα στο Μάκη1 τους ιταλούς, ήτανε και κάποιοι έλληνες. Είχα κλείσει εγώ το τραπέζι. Οι ιταλοί δεν ξέρανε γρι ελληνικά. Σε πληροφορώ ότι τρελαθήκανε. Ότι σου λέω . Ο Λεό ακόμη λέει στο δικό μου «Που είναι ο Παύλος να πάμε κάτω;». Κι ας σκάσανε εξακόσια, γιατί κάναμε διόμισυ χιλιάρικα λογαριασμό, κι αυτά μετά το ψαλίδι. Ε, περάσανε καλά. Κατά πρώτον, κάνανε ότι έκανα εγώ. Ήθελα εγώ να μιλήσω στον Καρχαρία², του πέταγα ένα λουλούδι, ε, πετάγανε κι αυτοί. Ήρθε ο Μάκης να μιλήσουμε και μ αγκάλιασε, σηκώθηκαν κι αυτοί και τον αγκαλιάζανε. Και τώρα μου λένε να πάω εγώ Ιταλία. Και να πάω, που θα μας πάνε; Σε κανα κλαμπάκι… κατάλαβες; Δεν έχει άλλο εκεί, εδώ ειν’ αλλιώς.
Ψαλίδι βάζει το μαγαζί. Ας πούμε ότι κάνεις ζημιά δύο χιλιάρικα. Λες, πάρε χίλια διακόσια, χίλια τρακόσια. Ε, θα πει το κάτι του, αλλά στο τέλος θα σου πει, αδελφέ εντάξει είμαστε. Μαλάκας είναι να σε χάσει από πελάτη; Έξι χιλιάρικα, να πούμε, του αφήσαμε δυό βράδια με τους ιταλούς, χαζός είναι να μη μας ρίξει ψαλίδι;
Η Ρίτα³ ήτανε φίλη μου. Η Ρίτα ήτανε ψυχάρα. Ξες τι σημαίνει μάνα; Από κάτι μυθιστορήματα κάτι μάνες σκύλες που τρελλαίνονται για τα παιδιά τους τις θυμάσαι; Ε, η Ρίτα ήτανε μάνα, ρε. Μάνα ελληνίδα - μη της ακουμπήσεις τα παιδιά της...
Είμασταν στη Λεωφόρο μια φορά, τραγούδαγε η Ρίτα. Την έψηνα να πει την «Τελευταία Ώρα». Δεν το έλεγε. Ξες τι τραγούδι ειν αυτό; Άσε… Λοιπόν, της λέω, Ριτάκι, μόλις το πεις θα κάψω το μαγαζί. Έλα ρε, μου λέει. Ότι σου λέω, Ριτάκι. Ήτανε τότε κι ο Λευτέρης ο Μυτιληναίος, νομίζω. Και βγαίνει η Ρίτα και λέει την «Τελευταία Ώρα». Κατευθείαν το καταλαβαίνω γιατί δεν έχει μουσική στην αρχή, λέει «Τελευταία Ώρα» και μετά αρχίζει η μουσική. Και με το που το λέει, παφ, βουτάω τα μπουκάλια το ουίσκυ, τα χύνω κάτω στη μοκέτα και τους βάζω φωτιά. Ήτανε κι υπόγειο, έγινε χαμός, κόντεψε να φουντώσει αλλά τελικά το γλιτώσαμε.
Είχα κάνει κι ένα καφενείο μια φάση κι ερχόντουσαν από τη φάρα4 όλα τα παιδιά. Τότε κονόμαγα πολύ. Ερχότανε τα παιδιά από τη φάρα και γουστάρανε που ακούγανε το Βασιλάκη τον Τερλέγκα. Ε, άντε τους λέω, γουστάρετε να πάμε να τον ακούσουμε; Γουστάρανε λέει! Άντε να πάμε. Τα έχω καλτσάτο πίστα τα γυφτάκια εγώ, να φάνε, να τα ταΐζω διάφορα, το φαγητό τους, τα φρούτα τους. Την καταβρήκανε τα παιδιά, έκανα πολύ χοντρό λογαριασμό τότε. Μετά αυτά θέλανε ξανά και ξανά και το ζητάγανε αλλά αυτά γίνονται μια φορά, δε γίνονται συνέχεια.
Έχουμε πάει Αδαμαντίδη με τη γυναίκα μου κι είναι μια λουλουδού και μου την έχει μπει πολύ. Οπότε σηκώνεται η γυναίκα μου, της δίνει ένα χαρτάκι και της λέει «πάρε εδώ το τηλέφωνο του, πάρτονε όποτε θες αλλά άσε μας τώρα να διασκεδάσουμε με την ησυχία μας». Πήρε αυτή, εντάξει. Μη την ψάχνεις τώρα.
Η Βίσση κι η Βανδή δεν είναι λαϊκό. Οι συνθέτες βουτάνε από δω, βουτάνε από κει, τα ανακατεύουνε, τα πετάνε στην αγορά και μπιρι μπιρι μπιρι τον ψήνουνε και τα παίρνει ο κόσμος. Πάντως, ο έλληνας το χαρτί δε θα το αφήσει στη Βίσση. Στο σκυλάδικο θα το αφήσει. Εκεί βγαίνει.
Λαϊκός τραγουδιστής είναι ο Θέμης Αδαμαντίδης. Λαϊκή είναι η Χαρούλα. Δωστης ότι θες να πει. Την έχω ακούσει σε ότι θες. Κι η Πίτσα5 ήταν η αδυναμία μου πολλά χρόνια. Πάμε να δούμε το Πιτσάκι, λέγαμε στη Σαλονίκη. Όποιο Σαλονικιό από παλιούς να ρωτήσεις, έτσι την ξέρει, Πιτσακι. Τεράστια καλλιτέχνις.
Μεγάλη φωνή είναι τώρα η Βάσω η Χατζή. Καλή φωνή κι ο Γιαννάκης ο Κόλλιας. Ο Σαράντης ο Σαλέας είναι καλός τραγουδιστής. Αλλά ο καλύτερος από την οικογένεια είναι ο Γιάννης ο Σαλέας. Δεν τον ξες, έχει φωνάρα τεράστια, αλλά δε μπορεί να βγει στην πίστα, κολλάει. Του έδωσα σακκάκια μου να κανει πρεμιέρα σε ένα μαγαζί, τίποτε. Δε μου τα έφερε κιόλας. Τεράστια φωνή σου λέω ρε! Αλλά φοβάται…
Στο σκυλάδικο είσαι πιο χύμα. Είσαι πιο έλληνας. Ο έλληνας είναι χύμα. Εκεί βγαίνει ο έλληνας. Σκυλάδικο δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Αυτό είναι το στυλ του έλληνα. Το πανηγύρι και το σκυλάδικο. Έφερε το πανηγύρι στην πόλη και το έκανε σκυλάδικο. Δες που οι τραγουδιστές που λένε σκυλάδικο είναι αυτοί που τραγουδάνε στο πανηγύρι. Στο ρεπερτόριο τους έχουν το ντούρου ντούρου, το λαικοδημοτικογύφτικο, αυτό τον αχταρμά. Πανηγύρι καλό σου κάνει ο σκυλάς. Εντάξει, κι η φωνάρα μπορεί να κάνει πανηγύρια καλά, αλλά γιατί είναι το χαρτί στη μέση.
Όλοι ακούνε σκυλάδικο. Μόλις περάσεις ένα όριο ηλικίας, τα 24-25, ακούς σκυλάδικο. Ακούς λαϊκό και μετά πας σκυλάδικο. Έχει μια αγριάδα, μια ομορφιά πρωτόγονη το σκυλάδικο. Είναι μουσική που εκφράζεσαι. Το ίδιο τραγούδι στο σκυλάδικο το ακούν αλλιώς, τους βγαίνει διαφορετικά. Θέλουν να το φωνάξουνε το τραγούδι. Το σκυλάδικο είναι στο αίμα του έλληνα. Να σου πω και κάτι; Το σκυλάδικο δεν είναι προσβολή. Είναι μια μουσική, ένα στυλ. Η έθνικ των αφρικανών, τα μπάμπα μπούμπα, δηλαδή, τι είναι; Δεν είναι έθνικ ελληνικό το σκυλάδικο; Δε μπορούμε να το πούμε αυτό; Γιατί δηλαδή; Το σκυλάδικο σε ελευθερώνει. Θες να πάμε μια φορά μαζί; Ρε, ελευθερώνεται ο έλληνας στο σκυλάδικο. Θα δεις ένα άνθρωπο που τόνε βλέπεις στην πραγματικότητα κι είναι μαζεμένος, που λες, καλά, αυτός ο άνθρωπος πως ειν έτσι αμίλητος και να τον δεις στο σκυλάδικο και να μη το πιστεύεις. Ρε μπας κι ειν άλλος;
Όχι, ο Μπουγάς δεν είναι σκυλάς. Επιχειρηματίας είναι. Έξυπνος είναι. Όχι σκυλάς, όμως. Το νινί; Αυτή δεν είναι τίποτε, ρε. Δεν είναι πουθενά. Από πού κι ως που σκυλάδικο το νινί; και που το νινί σέρνει καράβι, λοιπόν, τι έγινε; Η Μπεζεντάκου.. τι είναι αυτές ρε; Τίποτε δεν είναι. Προσπαθούν να τις κάνουνε κάτι, πουλάνε μια στιγμή, ύστερα δεν πουλάνε. Και το σκυλάδικο έχει τα όρια του. Τώρα αν έξυπνοι επιχειρηματίες την φέρνουν στο μαγαζί την ώρα που πουλάει, εντάξει. Όχι όμως ότι αυτές είναι σκυλάδικο!
Το σκυλάδικο κάνει φίρμες αλλά μόλις γίνουν φίρμες παύουν να είναι σκυλάδες. Σου λένε, εγώ σκυλάς δεν ήμουνα ποτέ – και μπορεί να ήτανε καραμπίνα.
Παρεξηγήσεις κι αίματα έχει, αλλά εγώ δεν ήμουν τέτοιος. Αμα θελει η γυναικα να πάει να γαμηθεί, θα πάει, άμα δε θέλει δε θα πάει. Δηλαδή, να παρεξηγηθώ που θα της κάνουν καμάκι; Ρε, όταν πας γυναίκα στο σκυλάδικο ξέρεις πως εκεί μέσα είναι πέντε που παίζουν το γαμπρό. Αν δε θες βαβούρα δεν την πάς εκεί. Αν όμως πας, τότε δε θα ανακατευτείς. Άστην να το βγάλει μόνη της πέρα. Αλλά αμα θες σπασίματα, μαχαιρώματα, πλακώματα σε αυτά τα μαγαζιά, τα έχεις όποτε θες.
Ο έλληνας πρέπει να γυρίσει στο σκυλάδικο. Να διασκεδάσει, ρε. Βλέπω τα νέα παιδιά, πάνε σε ένα κλαμπάκι, πίνουν δυό ποτά, πίνουν και δέκα χάπια και κάθονται. Σε ρωτάω: διασκεδάζουν; Όχι, δε διασκεδάζουν. Τα βλέπεις, άμα κάτσεις θα τα δεις, και τα νταραβερια κ όλα. Ενώ ο σκυλάς την εύρισκε κι ας του τα παίρνανε. Θα έκανε το χαβαλέ που γουστάριζε, θα καψουρευότανε τη γκόμενα που τραγούδαγε, θα του έκανε αυτή το παιγνιδάκι της, σου λέει εδώ τα χει να του τα πάρουμε, έτσι, μια χαρούλα. Το σκυλάδικο σου λέω ειν’ ο έλληνας."
Ο Παύλος Παυλίδης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αχαρνών (Μενίδι), με το συνδυασμό Ακηδεμόνευτη Παναχαρναϊκή Κίνηση Πολιτών.
Καλό Χειμώνα σε όλους.
1Χριστοδουλόπουλο 2ο μαιτρ του ευαγούς ιδρύματος 3Σακελλαρίου 4τσιγγάνοι 5Παπαδοπούλου
14 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Καλτσάτο;
Χμμμμμμμμ (προγλωσσικό μουγκρητό αναρώτησης).
Μια λουλουδού που προ ετών (πληθυντικός παρακαλώ) έγραφε «ο Θ. Ζιάκας είναι μια εξαιρετική περίπτωση διανοητή. Σε άλλη πατρίδα θα τον είχανε καλτσάτο πίστα τα ΜΜΕ», τι την έχετε;
Καλό χειμώνα
χαμός για τη ρίτα, χαμός
[καλό χειμώνα να ’χουμε και καλή προσαρμογή σε όλα τα απροσάρμοστα :)]
Καλώς σε βρίσκουμε και πάλι με ένα τόσο χορταστικό πόστ!
Αλλά γιατί μόνο υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος ο κύριος Π.Π;
Κανονικά γενικός γραμματέας στο υπουργείο πολιτισμού θα πρέπει να γίνει ο μίστερ.
Εντάξει, μπορεί να έχουν αυθεντικότητα αυτά που λέει ο Π.Π, αλλά ως εκεί...
Σίγουρα θα μαζέψει πολλούς ψήφους από την φάρα του.
Η γκλαμουρογυφτιά δεν είναι όμως (ή δεν θα έπρεπε να είναι) η αληθινή εικόνα της κοινωνίας των rom.
Όπως φυσικά και το σκυλάδικο τραγούδι δεν είναι το ελληνικό έθνικ.
Επιτέλους! She´s back!
Οι υποσημειώσεις είναι όλα τα λεφτά!!!!
Καλώς τις ζωγραφιές! Τέτοια γράφε να "ζεσταινόμαστε", χειμώνας που έρχεται! :))
σπάσ'τα, μιραντώ μου !
καλό φθινόπωρο να χουμε και καλώς μας ήρθες.
Όντως, υπάρχει συγγένεια Ακίνδυνέ μου -- είναι κι οι δύο γυφτόπουλα εκ πεποιθήσεως.
Αμπρόζ μου για προσαρμογή δε μας κόβω, αλλά για καλούς χειμώνες σίγουρα!
Πάνικ, καλώς σας βρίσκω κι εγώ! Ο Παύλος δεν είναι τσιγγάνος. Γνήσιος είναι και με πολλούς φίλους από τους ρομά. Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνος, μεγάλωσε στα δυτικά, παίζοντας στα λασπόνερα με τα γυφτόπουλα. Μοιραζόμαστε τις ίδιες παιδικές εμπειρίες. Ο νύφος μας κατάλαβε, νομίζω...
Μαίανδρέ μου, Ημίαιμε αγαπητέ, Πολύβιε, καλό μας χειμώνα και καλώς σας βρίσκω!
Έπαθες πολιτισμικό σοκ στο Αμέρικα και μόλις γύρισες "έπεσες στα σκληρά" με τη μία!
Καλώς ορίσατε!
Απολαυστικός, απολαυστικότατος ο τρόπος με τον οποίο τα λέει, από δε περιεχόμενο όμως...άστα καλύτερα, ας πούμε τίποτε άλλο ...πώς τα πέρασες στο ταξίδι σου; :-)
H epideikseomania tou skyladikou kalyptei kathe ti original pou mporei na nioseis eki mesa.
...oso gia ta maxairomata ? Otan den mporeis na kaneis tipote gia tin athlia zoi sou ekso, otan anexesai diafora , tote mporei na nomizeis oti sou ftaiei to proklitiko vlemma tou diplanou sou sto skyladiko.
pantos an kai... epitedevmena grafeis oraia
ωραίες φωτογραφίες
και ναι, δυστυχώς ο έλληνας είναι το σκυλάδικο του.όμως και τι έγινε?
καλώς ήρθες
Καλώς επιστρέψατε αγαπητή Λοκαντιέρα, πλήρης εντυπώσεων και μελωδιών.
Θα διαφωνήσω με τους προλαλήσαντες. Ο Π.Π. μού φαίνεται σχεδόν συμπαθής, σχεδόν ρόκ.
Αλλά σίγουρα όχι bluez....
Καλή προσγείωση στα καθ' ημάς, Μιραντώ...
Σ:)
Γρηγόρη, είχα από τον Ιούλιο μιλήσει με τον Παύλο- χρόνο δεν είχα να το ανεβάσω, με τις ετοιμασίες...
Ρητερν μου, καλώς επέστρεψες στα πάτρια κι εσύ! (τα του ταξιδιού στο άλλο μας μαγαζι)
Ουνιμπρέην, καλοσώρισες! Δεν γράφω τίποτε στο συγκεκριμένω εγώ: είναιο συνέντευξη κανονικότατη.
Μωσαικέ μου, καλώς σε βρίσκω!
Μαύρε γάτε ήθελα να έρθω να καλημερίσω πρώτη, από τα μέρη σου, με τη επιστροφή, αλλά με πρόλαβες!
τι ωραίο post!
πιάτο δε λέει να ρήμαξε πάντως!
Μου θύμισε λίγο το "Όλα είναι δρόμος" του Βούλγαρη όπου ο Γιώργος Αρμένης στη τρίτη και τελευταία ιστορία βάζει μπουλντόζα στο μαγαζί, τα σπάει όλα, και γράφει και την επιταγή για τα 40(;) μύρια...
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...