Μια προ δεκαετίας απάντηση...
στον Μανώλη Βασιλάκη, που παίζει πλαστελίνες με την ιστορική αλήθεια για όσα σηματοδοτούν τα Ίμια και μοιράζει εύσημα αριστεροσύνης - με ποιό δικαίωμα και από ποιόν θώκο άραγε;
Η κρίση της Ίμιας κατέδειξε βασικά πράγματα για την παρούσα κατάσταση στη χώρα μας. Επιβεβαίωσε τα κοινά σχέδια Ουάσιγκτον-Άγκυρας για μια αποφασισμένη τροποποίηση του καθεστώτος στο Αιγαίο παρασύροντας την Αθήνα σε διαπραγματεύσεις.
Κατέδειξε επίσης πόσο η πίεση αυτή θα είναι μεγάλη αναγκάζοντας την Αθήνα να αντιμετωπίσει στήθος προς στήθος τη στρατιωτική αναμέτρηση. Κατέδειξε ακόμα σε ποιό βαθμό έχει ατονίσει η εθνική ευαισθησία της άρχουσας τάξης αλλά και μέρος του λαού.
Γιατί μπροστά σε μια τόσο σοβαρή εθνική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα το φυσικώτερον θα 'ταν ότι τα διάφορα μαζικά της κόμματα -φανερά ανίκανα το καθένα μόνο του να την αντιμετωπίσει- θα στρεφόνταν εξ' ιδίων προς λύση εθνικού ενιαίου μετώπου δημοκρατικά στηριζόμενου στο λαό.
Αλλά ούτε σκέψη για κάτι τέτοιο τα διάφορα κόμματα αλληλοσυγκρουόμενα και αλληλοκατηγορούμενα με τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς δίδοντας έτσι την εικόνα μιας χώρας χωρίς σοβαρή εθνική ηγεσία, ικανή να αντιλαμβάνεται και να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις ανάγκες του λαού και του Έθνους της.
Το γεγονός ότι επισημαίνεται μονομερώς ο "τουρκικός" κίνδυνος και συγκαλύπτεται ο αποφασιστικός ρόλος της Ουάσιγκτον δείχνει πόσο παραπλανητικά φέρεται η ελληνική ηγεσία, προετοιμασμένη να αποδεχθεί σειρά εθνικών παραχωρήσεων στην Κύπρο, το Αιγαίο, την Θράκη για τις οποίες υπάρχει ολοφάνερα υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα.
Η κρίση βέβαια θα συνεχιστεί. Και θα θέσει ως καθήκον σε όσους κατέχονται όχι από κραυγαλέο εθνικισμό τρόπο επίδειξης χωρίς βάθος και δύναμη πατριδοκαπηλίας αλλά από γνήσιο εθνισμό και αντιιμπεριαλιστική διάθεση το σταθερό προσανατολισμό προς έγκαιρη δημιουργία ενιαίου εθνικού μετώπου στηριζόμενου στον δημοκρατικό Λαό στη βάση.
Φλεβάρης 1996
Μ. Ν. Ράπτης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Άρδην, κι αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν το τελευταίο του Πάμπλο, που κατά τον κ. Βασιλάκη "διακινούσε πατριωτικό εμπόρευμα", φαντάζομαι.
Άραγε, ποιός έχασε την τσίπα να τη βρουν οι νεοφιλελεύθεροι, αμερικανόφιλοι κριτές της αριστεροσύνης;
(θα λείψω λίγο ακόμη -- αλλά μου λείψατε, ξερετε, αδελφοί συνευλογερζ)
Μια άποψη
Η κρίση της Ίμιας κατέδειξε βασικά πράγματα για την παρούσα κατάσταση στη χώρα μας. Επιβεβαίωσε τα κοινά σχέδια Ουάσιγκτον-Άγκυρας για μια αποφασισμένη τροποποίηση του καθεστώτος στο Αιγαίο παρασύροντας την Αθήνα σε διαπραγματεύσεις.
Κατέδειξε επίσης πόσο η πίεση αυτή θα είναι μεγάλη αναγκάζοντας την Αθήνα να αντιμετωπίσει στήθος προς στήθος τη στρατιωτική αναμέτρηση. Κατέδειξε ακόμα σε ποιό βαθμό έχει ατονίσει η εθνική ευαισθησία της άρχουσας τάξης αλλά και μέρος του λαού.
Γιατί μπροστά σε μια τόσο σοβαρή εθνική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα το φυσικώτερον θα 'ταν ότι τα διάφορα μαζικά της κόμματα -φανερά ανίκανα το καθένα μόνο του να την αντιμετωπίσει- θα στρεφόνταν εξ' ιδίων προς λύση εθνικού ενιαίου μετώπου δημοκρατικά στηριζόμενου στο λαό.
Αλλά ούτε σκέψη για κάτι τέτοιο τα διάφορα κόμματα αλληλοσυγκρουόμενα και αλληλοκατηγορούμενα με τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς δίδοντας έτσι την εικόνα μιας χώρας χωρίς σοβαρή εθνική ηγεσία, ικανή να αντιλαμβάνεται και να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις ανάγκες του λαού και του Έθνους της.
Το γεγονός ότι επισημαίνεται μονομερώς ο "τουρκικός" κίνδυνος και συγκαλύπτεται ο αποφασιστικός ρόλος της Ουάσιγκτον δείχνει πόσο παραπλανητικά φέρεται η ελληνική ηγεσία, προετοιμασμένη να αποδεχθεί σειρά εθνικών παραχωρήσεων στην Κύπρο, το Αιγαίο, την Θράκη για τις οποίες υπάρχει ολοφάνερα υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα.
Η κρίση βέβαια θα συνεχιστεί. Και θα θέσει ως καθήκον σε όσους κατέχονται όχι από κραυγαλέο εθνικισμό τρόπο επίδειξης χωρίς βάθος και δύναμη πατριδοκαπηλίας αλλά από γνήσιο εθνισμό και αντιιμπεριαλιστική διάθεση το σταθερό προσανατολισμό προς έγκαιρη δημιουργία ενιαίου εθνικού μετώπου στηριζόμενου στον δημοκρατικό Λαό στη βάση.
Φλεβάρης 1996
Μ. Ν. Ράπτης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Άρδην, κι αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν το τελευταίο του Πάμπλο, που κατά τον κ. Βασιλάκη "διακινούσε πατριωτικό εμπόρευμα", φαντάζομαι.
Άραγε, ποιός έχασε την τσίπα να τη βρουν οι νεοφιλελεύθεροι, αμερικανόφιλοι κριτές της αριστεροσύνης;
(θα λείψω λίγο ακόμη -- αλλά μου λείψατε, ξερετε, αδελφοί συνευλογερζ)
11 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Καλημέρα,
Τα κόμματα μπορεί να συγκρούονταν και να συγκρούονται-σε υπερβολικό βαθμό μάλιστα-, αλλά όλη αυτή η συζήτηση περί ενιαίου μετώπου κλπ είναι μεταμφιεσμένος αντιδημοκρατισμός. Στην δημοκρατία, δεν υπάρχει μία άποψη, στην οποία συμφωνούν όλοι, αλλά διάλογος. Στον τελευταίο, όμως, υπάρχουν κανόνες.
Παρατηρώ επίσης την συνήθη άποψη του ανάδελφου έθνους, όπου κανείς δεν μας αγαπά κλπ και κυρίως "αι μεγάλοι δυνάμεις". Δεν θα έλεγα οτι οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την Τουρκία σε απόλυτο βαθμό και σίγουρα δεν το κάνουν για να μας "μπουν στο μάτι". Οι ΗΠΑ λειτουργούν με βάση τα συμφέροντά τους, όπως κάνει κάθε χώρα.
Έκανες πολύ καλά και μας το θύμισες. Γιατί σ' αυτή τη χώρα ξεχνάμε και το εκμεταλλεύονται πολλοί.
Μια παρατήρηση μόνο στα λόγια του Pablo.
Αλλά ούτε σκέψη για κάτι τέτοιο τα διάφορα κόμματα αλληλοσυγκρουόμενα και αλληλοκατηγορούμενα με τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς δίδοντας έτσι την εικόνα μιας χώρας χωρίς σοβαρή εθνική ηγεσία ικανή να αντιλαμβάνεται και να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις ανάγκες του λαού και του Έθνους της.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλοιώς. Γιατί τα κόμματα γνωρίζουν την αλήθεια... Που αγνοούμε οι υπόλοιποι. Είμαστε και πρέπει να το δεχθούμε μπας και αλλάξει κάτι, μια χώρα χωρίς σοβαρή εθνική ηγεσία ικανή να αντιλαμβάνεται και να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις ανάγκες του λαού και του Έθνους της.
Ράιτ-του, ο Πάμπλο είναι σημείο αναφοράς του τροτσκιστικού κινήματος κι η διαρκής επανάσταση δεν ανήκει στα δημοκρατικά πολιτεύματα. Πέραν αστεϊσμών, όμως, ρίξε μια ματιά εδώ
http://en.wikipedia.org/wiki/Permanent_revolution
Επίσης, ο διάλογος δεν είναι προνόμιο της δημοκρατίας, εδώ κάνεις λάθος. Στις επαναστατικές περιόδους και με επαναστατικές κυβερνήσεις ο διάλογος είναι εργαλείο και μάλιστα με πολύ ευρύτερη συμμετοχή και μετοχή στη λήψη των αποφάσεων.
Οι ΗΠΑ λειτουργούν με βάση τα συμφέροντα μιας κοσμοκρατορίας.
Γρηγόρη, το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ ο κ. Βασιλάκης αναφέρεται στο πρώτο τεύχος του Άρδην, και συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο του Γιώργου Καραμπελιά που, όσο σοβαρό κι εμπεριστατωμένο κι αν είναι, δεν έχει το χαρακτήρα πολιτικής παρακαταθήκης ή διαθήκης (γερός να είναι ο άνθρωπος), aγνοεί πλήρως το κείμενο του Πάμπλο. Ε, μιαν απορία μου τη δημιούργησε.
Προσωπικώς, το έχω ξαναπεί, δεν περιμένω από ηγεσίες και κυβερνήσεις. Όσο για την αστική δημοκρατία, ούτε καν αυτή δε λειτουργεί εν Ελλάδι για να μπορεί κανείς να της ασκήσει σοβαρή κριτική…
@Mirandolina
Είπατε ότι, "η διαρκής επανάσταση δεν ανήκει στα δημοκρατικά πολιτεύματα". Αρκετά σαφές, εκτός εάν σε αυτό αναφέρεται η επόμενη πρόταση του αστεϊσμού (δηλ. ότι η Δ.Ε, στην πραγματικότητα ανήκει στα δημοκρατικά πολιτεύματα).
Επίσης είπατε ότι θεωρώ τον διάλογο αποκλειστικό προνόμιο της δημοκρατίας. Δεν έγραψα κάτι τέτοιο, αλλά ότι είναι χαρακτηριστικό της.
Καλημέρα και πάλι
τελικα τα τσικο του νεοπασοκ αποτελουνται απο πολλους ....ακηδες και κανα δυο .....ανους.
εχουν καποια σοβαρα κριτηρια προσληψης. δεν μπορεις να πεις.
που να'ξερε ο κυρκος οταν...
Οι ΗΠΑ λειτουργούν με βάση τα συμφέροντά τους, όπως κάνει κάθε χώρα.
Απόλυτο! Για την Ελλάδα δεν είμαστε σίγουροι... Γι' αυτό και η κουβέντα!
Περνάτε καλά, Φιλτάτη? Και ο Αυτοκράτωρ σας? Μην παραλείψετε να μου τον φιλήσετε!
Δεν θα μπορούσα να σχολιάσω τη Βασιλακειο θεωρία καλύτερα!...:)
Άφησε τις πωλήσεις ηλεκτρικών ειδών και έπιασε τις πολιτικές αναλύσεις ο Βασιλάκης ρε παιδιά?!...
(Φιλιάδες και μην βιάζεστε να επιστρέψετε!)
Οι αριστεροί που λιβανίζουν τις ΗΠΑ έχουν "τσίπα";
Το λιβάνισμα γίνεται εμμέσως, με την υποστήριξη των αμερικανικών απόψεων, όχι των ίδιων των αμερικανών....
Κονδύλης περί Schmitt
Πρωτοδημοσίευση στο Νέα Κοινωνιολογία, 25, σ. 17-36.
Σπύρος Κουτρουλής: Ο Carl Smitt στην Έννοια του Πολιτικού εμφάνισε την σύγκρουση «εχθρός-φίλος» ως προσδιοριστική της έννοιας του πολιτικού. Ουσιαστικό δε ρόλο λαμβάνει στην πολιτική θεωρία του ο υπαρξιακός χαρακτήρας της απόφασης. Στο έργο σας Ισχύς και Απόφαση διαβάζουμε (ελληνική έκδοση, σ. 213): «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά για την διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρηση τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους». Αντιμετωπίζουμε εδώ την επιστημολογική διεύρυνση της έννοιας «εχθρός-φίλος»; Πώς συσχετίζετε το έργο σας με το έργο του C. Schmitt;
Παναγιώτης Κονδύλης: Η περικοπή από το έργο μου Ισχύς και Απόφαση, την οποία παραθέσατε, αναφέρεται, όπως άλλωστε λέγεται ρητά, σε ολόκληρη την έκταση της κοινωνικής πραγματικότητας, εδώ πρόκειται δηλαδή για μιαν απόφανση της κοινωνικής οντολογίας και όχι για μια προσπάθεια ορισμού του πολιτικού στοιχείου. Θα ήταν ουσιώδες λογικό και πραγματολογικό σφάλμα να νομίσει κανείς ότι μια απόφανση της κοινωνικής οντολογίας μπορεί να προκύψει ως απλή διεύρυνση ενός ορισμού της πολιτικής με βάση τη σχέση φίλου και εχθρού. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: επειδή η σχέση φίλου-εχθρού είναι μέγεθος της κοινωνικής οντολογίας, δεν μπορεί να χρησιμέψει, με την ειδοποιό έννοια, ως κριτήριο για τον ορισμό του πολιτικού στοιχείου. Δεν επιχειρώ εγώ, λοιπόν, μιαν επιστημολογικά ανεπίτρεπτη διεύρυνση ενός πολιτικού κριτηρίου προς την κατεύθυνση της κοινωνικής οντολογίας, αλλά απεναντίας ο C. Schmitt επεχείρησε μιαν επιστημολογικά ανεπίτρεπτη στένωση μιας παραμέτρου της κοινωνικής οντολογίας για να πορισθεί έτσι τον ορισμό του πολιτικού στοιχείου. Μου φαίνεται σχετικά εύκολο να κατανοήσουμε γιατί σφάλλει ο C. Schmitt. Το πεδίο της κοινωνικής οντολογίας, δηλαδή η κοινωνική πραγματικότητα στο σύνολό της, συνίσταται σε κοινωνικές σχέσεις, όμως οι σχέσεις αυτές δεν είναι όλες δημόσιες και πολιτικές, αλλά επίσης ιδιωτικές και ως τέτοιες πολιτικά αδιάφορες. Όπως ξέρουμε όλοι, φιλία και έχθρα υπάρχουν, σε διαφορετικές πάντα διαβαθμίσεις, τόσο στον δημόσιο-πολιτικό όσο και στον ιδιωτικό-απολιτικό χώρο· η σχέση φιλίας και έχθρας χαρακτηρίζει την κοινωνική σχέση στο σύνολό της κι όχι μονάχα την πολιτική σχέση. Η πολιτική σχέση είναι κοινωνική σχέση, όμως δεν είναι όλες οι κοινωνικές σχέσεις πολιτικές. Κάνοντας ένα λογικό άλμα, ο C. Schmitt ταυτίζει ουσιαστικά την πολιτική με την κοινωνική σχέση, δηλαδή παίρνει μια σχέση με καθολικό βεληνεκές και τη χρησιμοποιεί για να ορίσει ένα πεδίο στενότερο από το συνολικό πεδίο της κοινωνίας. Όμως η ειδοποιός διαφορά του ευρύτερου γένους δεν μπορεί να συμπίπτει λογικά με την ειδοποιό διαφορά του στενότερου γένους· το άλογο έχει πράγματι την ιδιότητα να είναι τετράποδο ζώο, αν όμως το ορίσουμε αποκλειστικά με βάση αυτήν του την ιδιότητα τότε δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν σκύλο. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον ορισμό της πολιτικής: εντός της υφίστανται σχέσεις φίλων και εχθρών, όμως αυτές υφίστανται και εκτός της, άρα το ειδοποιό γνώρισμα της πολιτικής πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού.
Τώρα, η ύπαρξη φίλων και εχθρών και εντός της πολιτικής είναι διαπίστωση εντελώς ανεξάρτητη από τις ηθικές μας προτιμήσεις και ευχές. Είναι δηλαδή εμπειρικά πασίγνωστο ότι, σε όλα τα επίπεδα, τα πολιτικά υποκείμενα ομονοούν με τους δε και μάχονται εναντίον των δε, ενδεχομένως με αιματηρά μέσα. Επίσης είναι προφανές ότι η διατύπωση «φιλία-έχθρα» δεν μιλά μόνον για έχθρα, όπως την ερμηνεύουν πολλοί διαστρεβλώνοντάς την, αλλά εξ ίσου θεωρεί και τη φιλία ως όρο άσκησης της πολιτικής. Με βάση αυτά τα αναμφισβήτητα δεδομένα, όταν εγώ αντικρούω τον ορισμό του C. Schmitt για την πολιτική, αντικρούω συνάμα και τις θέσεις εκείνων που απορρίπτουν τον ορισμό του όχι γιατί είναι λογικά εσφαλμένος (άλλωστε κανείς απ’ αυτούς δεν έχει αντιληφθεί το λογικό σφάλμα), αλλά γιατί θέλουν να πιστεύουν ότι τόσο από την πολιτική όσο και από τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις μπορεί να εξαλειφθεί το στοιχείο της έχθρας και η διηνεκής δυνατότητα μετεξέλιξης του στοιχείου αυτού σε θανάσιμη σύγκρουση. Στην αφελή αυτή πίστη μπορούν να αντιταχθούν, με βάση τις προηγούμενες παρατηρήσεις, τα εξής: α) αν απορρίψουμε τον ορισμό της πολιτικής με βάση το διπλό κριτήριο της φιλίας και της έχθρας, τότε ο εξοβελισμός της έχθρας από τον ορισμό αυτό θα πρέπει λογικά να συνεπιφέρει και τον εξοβελισμό της φιλίας· β) η ύπαρξη έχθρας (ή φιλίας) στην πολιτική και ο ορισμός της πολιτικής με βάση τη φιλία και την έχθρα είναι δύο πράγματα εντελώς διαφορετικά. Για αυτό και αυταπατώνται όσοι νομίζουν ότι απορρίπτοντας τον ορισμό του C. Schmitt θα «εξανθρωπίσουν» την πολιτική.
Όπως ήδη ανέφερα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του Schmitt για να γνωρίζει ότι στην πολιτική υπάρχουν εχθροί και φίλοι. Πρόκειται για εμπειρία τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, εμπειρία αποτυπωμένη από αρχαιοτάτων χρόνων σε κάθε είδους παροιμιώδεις, φιλοσοφικές ή νομικές ρήσεις· ας θυμίσω μόνο τη στερεότυπη έκφραση κατά τη σύναψη συμμαχιών στην αρχαία Ελλάδα: «τον αυτόν εχθρόν και φίλον νομίζειν». Προσωπικά δεν χρειάστηκε να μάθω τίποτε από τον C. Schmitt, το οποίο να μη γνώριζα ήδη από τη μελέτη της ιστορίας του παρελθόντος και του παρόντος ή από πολιτικούς στοχαστές όπως ο Θουκυδίδης, ο Machiavelli ή ο Max Weber. Διάβασα άλλωστε τον C. Schmitt πολύ αργότερα από αυτούς, και μολονότι, όπως κάθε καλαίσθητος αναγνώστης, εκτιμώ εξαιρετικά το θαυμάσιο ύφος του, πολύ γρήγορα είδα ότι κάτω από τις αστραφτερές διατυπώσεις του κρύβονται λογικά κενά ή σφάλματα. Εξήγησα γιατί είναι εσφαλμένος ο ορισμός του για την πολιτική (απ’ όσο γνωρίζω, είμαι ο πρώτος που επικρίνει τον Schmitt από αυτήν την άποψη), όμως εξ ίσου αντίθετο με βρίσκει ο τρόπος, με τον οποίο ο Schmitt ορίζει μιαν άλλη κεντρική του έννοια, την έννοια της απόφασης. Ο προσεκτικός αναγνώστης του βιβλίου μου Ισχύς και Απόφαση γνωρίζει ότι εκεί ασκείται έντονη και διεξοδική κριτική σε ό,τι ονομάζω «στρατευμένη θεωρία της απόφασης», στην οποία αντιπαραθέτω την «περιγραφική θεωρία της απόφασης». Η πρώτη συνδέει τον Schmitt με την υπαρξιακή φιλοσοφία του μεσοπολέμου και τον υποχρεώνει να συμμερίζεται τις λογικές και πραγματολογικές της ατέλειες ή παρανοήσεις. Ο υπαρξισμός, παρά την πολεμική του εναντίον του φιλελεύθερου-καντιανού ηθικισμού, θεώρησε και ο ίδιος την απόφαση κατ’ ουσίαν ηθικά-κανονιστικά, δηλαδή την αναγόρευση σε «γνήσια» έκφραση της «γνήσιας» ύπαρξης, σε αντίθεση με τους αυτοματισμούς που διέπουν τη ζωή της «αναυθεντικής» ανώνυμης μάζας ή του αλλοτριωμένου προσώπου. Όμως καμμία θεωρία για την απόφαση δεν μπορεί να είναι θεωρητικά επαρκής, αν δεν διαστέλλει ανάμεσα στην απόφαση με την έννοια της επιλογής μεταξύ ήδη διαμορφωμένων εναλλακτικών λύσεων πάνω στη βάση μιας ήδη σχηματισμένης κοσμοθεωρίας και ταυτότητας. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, τότε διαπιστώνουμε ότι κάθε υποκείμενο αποφασίζει, εφ’ όσον κανένα υποκείμενο δεν μπορεί να προσανατολισθεί μέσα στον κόσμο χωρίς κοσμοθεωρητική τοποθέτηση και χωρίς ταυτότητα. Η απόφαση γίνεται έτσι αντιληπτή ως περιγραφική έννοια, δηλαδή διαπιστώνεται απλώς ότι κάθε υποκείμενο αποφασίζει αναπόδραστα έτσι κι αλλιώς, και όχι ως έννοια κανονιστική-στρατευμένη, ήτοι δεν υποδεικνύεται στο υποκείμενο μια «ορθή» απόφαση ως «ορθή» επιλογή μεταξύ εναλλακτικών λύσεων. Το λάθος της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης, την οποία πρεσβεύει ο Schmitt μαζί με υπαρξιστές θεολόγους και φιλοσόφους, είναι ότι, ταυτίζοντας την απόφαση με τη «γνήσια» απόφαση, χωρίζει τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα σε όσα λαμβάνουν αποφάσεις και σε όσα αρνούνται να λάβουν. Όμως έτσι απλώς διαιωνίζονται οι ορθολογιστικές προκαταλήψεις, εναντίον των οποίων εκστράτευσε ο υπαρξισμός, γιατί λαμβάνονται στην ονομαστική τους αξία οι αποφάνσεις των διαφόρων υποκειμένων για τον εαυτό τους και θεωρείται ότι όποιος κηρύσσεται θεωρητικά υπέρ της μεγάλης απόφασης την πραγματοποιεί περισσότερο ή καλύτερα από όποιον κηρύσσεται θεωρητικά εναντίον της, θέλοντας να παρουσιάσει τη δική του τοποθέτηση όχι ως απόρροια υπαρξιακών, άρα πιθανώς αυθαιρέτων αποφάσεων, αλλά ως επιταγή υπερπροσωπικών και αντικειμενικών αρχών (Λόγος, Ιστορία, Θεός, Φύση, κ.λπ.). Όμως το αν θα ταχθεί κάποιος υπέρ ή κατά της απόφασης στο φιλοσοφικό, θεολογικό ή πολιτικό επίπεδο δεν σημαίνει τίποτε για το τι κάνει ο ίδιος, παρά εξαρτάται από τη συγκεκριμένη συγκυρία στο μέτωπο των ιδεών, δηλαδή από το τι υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του. Οι φιλελεύθεροι υπεράσπισαν, ενάντια στην «απόφαση», τη δήθεν αυτοπαραγόμενη διηνεκώς νομοτέλεια του «κράτους δικαίου», στο πλαίσιο της πολεμικής του εναντίον των αυθαιρεσιών του μονάρχη ή, αργότερα, εναντίον των εκρήξεων της επαναστατικής βούλησης· και οι εχθροί του φιλελευθερισμού επιστράτευσαν με τη σειρά τους την «απόφαση» και την «εξαίρεση» εναντίον της αυτοκατανόησης του φιλελευθερισμού.
Σε διάφορες εργασίες μου (π.χ. στο βιβλίο μου για τον συντηρητισμό και προ παντός σ’ ένα ειδικό κείμενο, που δημοσιεύθηκε ελληνικά ως επιλεγόμενα στη μετάφραση της Πολιτικής Θεολογίας) έδειξα τις ανεπάρκειες των αντιλήψεων του Schmitt και σε μια σειρά άλλων προβλημάτων: στο πρόβλημα της κυριαρχίας και της έκτακτης κατάστασης, στο πρόβλημα των γνωστικών ορίων της νομικής επιστήμης ή στο πρόβλημα του πολιτικού ρομαντισμού. Δεν χρειάζεται να επαναληφθούν αυτά εδώ. Επιθυμώ να επισημάνω γενικότερα ότι, όπως οι έννοιες του φίλου και του εχθρού δεν είναι δημιουργήματα του Schmitt, έτσι και η έννοια της απόφασης ούτε επινοήθηκε ούτε καθιερώθηκε απ’ αυτόν. Ως γνωστόν, στη σύγχρονη φιλοσοφία την εισηγήθηκε ο Kirkegaard, και συνδέθηκε με ποικίλα περιεχόμενα, π.χ. όσοι την εγκολπώθηκαν διόλου δεν ήταν όλοι φίλοι του εθνικοσοσιαλισμού, όπως νομίζουν διάφοροι αδαείς, αλλά πολλοί υπήρξαν συνεπείς εχθροί του (π.χ. Jaspers, Barth). Μόνον πολύ επιφανειακοί αναγνώστες μπορούν ν’ ανακαλύψουν ουσιώδη κοινά σημεία ανάμεσα στο έργο του Schmitt και στις δικές μου αναλύσεις, δηλαδή αναγνώστες, των οποίων τα εξαρτημένα αντανακλαστικά αντιδρούν σε ορισμένες συνθηματικές λέξεις, ενώ το μυαλό εργάζεται με βραδύτατους ρυθμούς. Έχοντας παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις συζητήσεις γύρω από τον Schmitt στη Γερμανία, αποκόμισα την εντύπωση ότι έγινε κάτι παράδοξο: υπερτιμήθηκε ως στοχαστής ακριβώς γιατί οι εχθροί του, τονίζοντας τη σχετικά σύντομη συνεργασία του με τους εθνικοσοσιαλιστές και ανάγοντας –εσφαλμένα- το σύνολο του έργου του σ’ αυτήν, τον μετέβαλαν σε περίπου δαιμονική προσωπικότητα. Έτσι κατάφεραν το αντίθετο απ’ ό,τι επεδίωκαν, δηλαδή έστρεψαν τη γενική προσοχή επάνω του και τον κατέστησαν περίπου κλασσικό συγγραφέα. Ας μου επιτραπεί να παραμείνω νηφαλιότερος: ούτε υπερτιμώ τον Schmitt ούτε τον θεωρώ ασήμαντο, δεν είμαι, για να εκφρασθώ στη γλώσσα του, ούτε φίλος του ούτε εχθρός του.
Σπύρος Κουτρουλής: Ο Schmitt υποστηρίζει ότι «όλες οι μεστές έννοιες της σύγχρονης πολιτειολογίας είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες». Λαμβάνοντας το γεγονός αυτό ως δεδομένο, μπορεί η πολιτική θεωρία να μεταφερθεί αυτούσια σε άλλους πολιτισμούς με διαφορετικές θεολογικές παραδόσεις;
Παναγιώτης Κονδύλης: οι δομικές αντιστοιχίες μεταξύ των θεολογικών και πολιτικών εννοιών δεν ήσαν κάποια ρηξικέλευθη ανακάλυψη του Schmitt. Άλλωστε ο ίδιος παρέπεμψε ρητά και αναλυτικά σε αντεπαναστάτες θεωρητικούς του 18ου και του 19ου αιώνα, προ παντός τους Bonald και Donoso Cortes, οι οποίοι είχαν επισημάνει επαρκέστατα τις παραλληλίες της εννοιολογικής δομής, αλλά και τις πολιτικές οσμώσεις μεταξύ απολυταρχίας και θεϊσμού, φιλελευθερισμού και ντεϊσμού, δημοκρατίας και πανθεϊσμού ή αθεϊσμού. Η μαρξιστική ανάλυση των κοινωνικών ιδεολογιών έφτασε σε παραπλήσια πορίσματα, δείχνοντας σε διάφορα ιστορικά παραδείγματα ότι οι κοινωνίες παριστάνουν τον κόσμο των θεών σε αναλογία προς την ιεράρχηση των κοινωνικών σχέσεων ή πάντως έτσι, ώστε η αντίληψη για το Εκείθεν να νομιμοποιεί οντολογικά και ηθικά όσα συμβαίνουν στο Εντεύθεν. Τώρα, ο Schmitt και οι αντεπαναστάτες εμπνευστές του δίνουν στο θεολογικό επίπεδο το προβάδισμα, δηλαδή αντλούν τις πολιτικές αποφάσεις από τις θεολογικές (ενώ η μαρξιστική ανάλυση μεθοδεύεται αντίστροφα), γιατί ενδιαφέρονται γενικότερα να κρατήσουν υψηλά το κύρος της θεολογίας, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον του αστικοφιλελεύθερου ορθολογισμού. Όπως είναι γνωστό, όχι μόνον κατά τον 19ο, αλλά και κατά τον 20ό αιώνα αστικός φιλελευθερισμός ή η μαζικοδημοκρατική του μετεξέλιξη χτυπήθηκαν τόσο από «αριστερά» όσο και από «δεξιά», και ένα μέρος των «δεξιών» εχθρών του ανέσυρε τα ιδεολογικά του όπλα από το προαστικό παρελθόν, συγχωνεύοντας ωστόσο τα θεολογικά μοτίβα με αισθητικά και εκσυγχρονίζοντάς τα έτσι, ενώ ένα άλλο μέρος κατέφυγε σε μιαν ανανέωση παγανιστικών μυθολογημάτων (εθνικοσοσιαλισμός, φασισμός). Καθώς ο Schmitt δέχεται, για τους λόγους αυτούς, το πρωτείο της θεολογίας, θεωρεί κακώς τα εκκοσμικευμένα ιδεολογικά σχήματα ως απλά παράγωγα ή ως χλωμές ανταύγειες αυτής. Όμως η χρονολογική προτεραιότητα της θεολογίας διόλου δεν αποδεικνύει τη δομική εννοιολογική της προτεραιότητα. Μάλλον η δομική αντιστοιχία θεολογικών και εκκοσμικευμένων ή κοσμικών εννοιών οφείλεται στην κοινή υπαγωγή και των δύο σε υπέρτερες και γενικότερες δομές σκέψεις σύμφυτες με ανθρωπολογικές και πολιτισμικές σταθερές· η διάκριση Εκείθεν και Εντεύθεν είναι δεδομένη ως εννοιολογική δομή ήδη με την πίστη στο νόημα της ζωής ανεξαρτήτως των θεολογικών ή μη εκλογικεύσεών της. Ωστόσο η διερεύνηση ενός τέτοιου προβλήματος, του οποίου και μόνη η διατύπωση ξεπερνά τον ορίζοντα του Schmitt, θα μας οδηγούσε πολύ μακριά
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...