At the Legendary Jazz Alley
Ο Γιάννης Δημητρίου, γνωστότερος στα λημερια του ως John Dimitriou, ιδιοκτήτης του θρυλικού τζαζ κλαμπ της Δυτικής Ακτής Jazz Alley, μιλάει στη Μιραντολίνα για τη μουσική, τους τζαζίστες φίλους του και τη νύχτα που ο Σταν Γκετζ έγινε παπί.
Jazz Alley. Dimitriou´s Jazz Alley. Μαγαζί θρύλος για το Σηάτλ αλλά και άπασα την δυτική ακτή των ΗΠΑ. Στα πάνω από 30 χρόνια της ιστορίας του έχει ζήσει ιστορικές στιγμές, έχει φιλοξενήσει γίγαντες του είδους και έχει δώσει καλτ στάτους στο Γιάννη Δημητρίου, τον ιδιοκτήτη του. Αναμενόμενο: το Dimitriou´s Jazz Alley ήταν πάντα ένα προσωπικό στοίχημα. Ο Γιάννης Δημητρίου, που με χαρά του δέχθηκε να μου μιλήσει, είναι η ψυχή, το μυαλό και τα χέρια που δημιούργησαν και στήριξαν το χώρο αυτό, ένα ιερό της τζαζ όπου ετέλεσαν μυστήρια ο Ταζ Μαχάλ, ο γιατρός ο Γιάννης, ο ΜακΚόυ Τάυνερ, ο Μπράντφορντ Μαρσάλις, ο Όσκαρ Πέτερσον, η Έρθα Κιτ, ο Πατ Μεθενυ, η Νάνσυ Ουίλσον –κι η λίστα δεν έχει τελειωμό.
«Η ιστορία του Τζαζ Αλλυ στηρίζεται στις προσωπικές σχέσεις. Με τους μουσικούς είμαστε φίλοι, περνάμε καλά. Η μπάντα που παίζει εδώ έρχεται και θέλει να ξανάρθει» λέει. Η κουβέντα μας γίνεται μισή στα αγγλικά μισή στα ελληνικά. Τηλεφωνικώς – δεν τα μπορεί τα ημέηλ κι εγώ θέλω να σας τον συστήσω. Περηφανεύεται ότι μιλάει ελληνικά. Τα χρησιμοποιεί με επιμονή, επιστρέφει πεισματικά σε αυτά ακόμη κι όταν φτάνουμε στα δύσκολα, ακόμη κι αν γυρνάμε για λίγο στην ευκολία της αγγλικής.
Είναι ο μόνος από την οικογένειά του που γεννήθηκε στις ΗΠΑ. «Οι γονείς μου ήρθαν στην Αμερική από την Ελλάδα κι είχαν ήδη τον αδελφό μου. Η μαμά μου είναι από το Κριεκούκι κι ο μπαμπάς μου από το Ερημόκαστρο». Η τζαζ ήταν η μεγάλη του αγάπη από τα μαθητικά του χρόνια. «Άρχισα να παίζω πολύ νέος. Έπαιζα τρομπέτα και ντραμς στο σχολείο, στη σχολική μπάντα. Έχω παίξει και στην Ελλάδα! Ξέρεις, όταν ήμουν δεκατριών ετών γυρίσαμε με τη μητέρα μου για οκτώ μήνες στην Ελλάδα. Τότε, λοιπόν, έπαιξα στην μπάντα της αμερικάνικης ακαδημίας όπου φοίτησα. Συνέχισα με τη μουσική χρόνια. Έπαιζα μουσική στο γυμνάσιο, μουσική στο κολέγιο, αλλά ήξερα πως δεν ήμουν και πολύ καλός».
Στο κολέγιο ξεκίνησε να δουλεύει σε εστιατόρια, για να μπορεί να πληρώνει τις σπουδές του, κατά το αμερικάνικο συνήθειο. Η αγάπη για τη μουσική, ειδικά για τη τζαζ, δεν τον εγκαταλείπει. «Ο αδελφός μου άνοιξε το 1972 ένα εστιατόριο, το Pioneer Banque Restaurant. Μου ζήτησε να κλείνω μουσικά σχήματα για το μαγαζί του. Έτσι έμαθα τη δουλειά αυτή κι άρχισα να κάνω παρέα με τους μουσικούς. Το 1975 έφυγα από το Pioneer και πήγα ανατολικά, στην Ουάσιγκτον ΝτιΣι, όπου δούλεψα πάλι σα μάνατζερ μουσικών σχημάτων για το Booze Alley. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου. Μαζί αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο Σηατλ και να ανοίξουμε το Τζαζ Αλλυ».
Άνοιξαν το πρώτο μαγαζί στην περιοχή του πανεπιστημίου. Μια μικρή, για τα αμερικάνικα δεδομένα, αίθουσα. Μόλις 150 άτομα. «Έκανα τα πάντα μόνος μου, με μόνη βοηθό τη σύζυγό μου». Δεν πήγαν καλά. Έφταιγε κυρίως η περιοχή. Έτσι, το 1984 μετακομίζουν στο κέντρο. Το καινούριο μαγαζί χωρά 250 άτομα και, μετά μιαν επέκταση, φτάνει να χωρά 400. Πάνε πολύ καλύτερα. «Δεν ήταν μόνο ο χώρος καλύτερος. Είμασταν κι εμείς καλύτεροι σε αυτό που κάναμε, είχαμε πείρα».
Η πείρα είναι δευτερεύουσα, όταν αγαπάς τόσο τη μουσική. Οι καλλιτέχνες που έρχονται το καταλαβαίνουν πολύ καλά. «Ο Δρ. Τζων παίζει εδώ όποτε έρθει στο Σηάτλ, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια». Το «όποτε» σημαίνει μία ή δύο φορές το χρόνο. Η λίστα με τα ονόματα όσων αγάπησαν το μαγαζί κι έχουν ή είχαν φιλική σχέση με τον Γιάννη Δημητρίου συνεχίζει ακόμη πιο εντυπωσιακή: Ντίζυ Γκιλέσπι, Σταν Γκετζ, Αχμάντ Τζαμάλ..
«Αυτός που σκέφτομαι με την περισσότερη αγάπη είναι ο ΜακΚόυ Τάυνερ. Ένας πάνγλυκος άνθρωπος κι ένας αληθινός πρωτοπόρος της μουσικής. Ακούς δυό νότες και ξέρεις: αυτό είναι ΜακΚόυ Τάυνερ». Εδώ το νέημντρόπινγκ έχει χαρακτήρα νοσταλγικό, ανάμνησης. Συγκινούμαι. Κι έτσι κάπως βρισκόμαστε μετά από λίγο να λέμε τι θυμόμαστε απ τις αγάπες μας που είχαμε τη χαρά να ζήσουμε από κοντά, έστω για λίγο. Πάντα ο λόγος πρώτα σε κείνον.
«Διηγούμαι συχνά και γελώ, τι συνέβη όταν είμασταν στην περιοχή του Πανεπιστημίου, στο μικρό μαγαζί και φιλοξενούσαμε τον, ήδη φτασμένο, Σταν Γκετζ, με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι από την εποχή που τον έκλεινα για το Πάιονίιρ και το Μπουζ. Ερχόταν, ήρθε να παίξει, επειδή ήμασταν φίλοι, δηλαδή. Τώρα, στο κτίριο που πρωτοστεγαστήκαμε, εκεί κοντά στο Πανεπιστήμιο, το μόνο μαγαζί της περιοχής ήταν το Τζαζ Άλλυ. Από πάνω, όλο το κτίριο ήταν διαμερίσματα. Που λες, είναι Σάββατο, παίζει ο Σταν Γκετζ σ αυτό το μικρό μαγαζί του Σηάτλ κι η κυρία που μένει στο διαμέρισμα ακριβώς από πάνω, αποφασίζει να κάνει το μπάνιο της. Ανοίγει τη βρύση να γεμίσει την μπανιέρα, πάει μέσα στο σαλόνι της, καταπιάνεται με κάποια δουλειά και ξεχνιέται. Το νερό ξεχειλίζει, περνά από τις σχισμές στις σανίδες κι αρχίζει να μπαίνει στο μαγαζί, στην αρχή σε σταγόνες, γρήγορα …τρεχούμενο, ακριβώς μπροστά στο Σταν. Ο Σταν σταματάει να παίζει για ένα λεπτό, κοιτάει το νερό που τρέχει καταρράχτης, στρέφεται στο κοινό και λέει ’Δεν το πιστεύω πως παίζω ακόμη σε τέτοια μέρη’. Κι ύστερα συνέχισε κανονικά να παίζει, αγνοώντας το νερό που έτρεχε».
Σήμερα, που το πείσμα κι η αγάπη του Τζων έχουν αναδείξει το Τζαζ Άλλυ σε σημείο αναφοράς, οι φιλίες του με τους μουσικούς έχουν γίνει πολύ στενότερες. «Ο Ταζ Μαχάλ παίζει εδώ κάθε χρόνο τα τελευταία 15 χρόνια και πάντα Νοέμβριο, γιατί θέλουμε να περνάμε μαζί την ημέρα των Ευχαριστιών».
Είναι ωραίο να μοιράζεται κάποιος αυτό που αγαπάει. Υπάρχει, όμως, τίποτε που μισεί; Μισεί τους πουρίστες, αυτοί τον κάνουν να «αηδιάζει τη τζαζ ώρες ώρες». Αυτοί, λέει, ξεχνούν ότι «η μουσική οφείλει να αλλάζει. Αν δεν αλλάζει πεθαίνει. Η μουσική οφείλει να αλλάζει για να είναι ζωντανή». Όχι όμως αλλαγή για την αλλαγή, ούτε ανόητες επιδείξεις. Είναι αυστηρός. «Βλέπεις τόσους τύπους να παίζουν όχι μουσική αλλά νότες-ακροβατικά και να λένε ότι αυτό το πράγμα είναι τζαζ. Και τολμούν αυτοί οι τύποι να ξεστομίζουν ότι, ας πούμε, ο Δρ. Τζων δεν είναι τζαζ. Δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο μουσικός είναι ο Δρ. Τζων, πόσοι λίγοι άνθρωποι είναι τόσο μουσικοί όσο ο Δρ. Τζων». Πιάσαμε τον καλό γιατρό -- από τα πιο αγαπημενα μου θέματα. Του διηγούμαι τη συνάντησή μας, το βράδυ που με μάγεψε για πάντα, ανεβασμένος στη σκηνή, καλοκαίρι στη Χαλκιδική. Αυτό που ακούς στο δίσκο δεν έχει σχέση με αυτό που ζεις στην ζωντανή εμφάνιση, συμφωνούμε. «Ο Χιου Μασεκέλα είναι καταπληκτικός όταν παίζει ζωντανά. Δεν μπορείς να φανταστείς αυτό το λάηβ από τους δίσκους του». Ε, μήπως μπορείς να φανταστείς το πανηγύρι των ρωμέηκων κλαρίνων ακούγοντάς τα κονσέρβα;
Φυσικά όχι -- γιατί τα κλαρίνα είναι τζαζ. «Τι είναι η τζαζ; Είναι η μουσική που δεν έχει ληντ, δεν έχει παρτιτούρα, είναι η μουσική του αυτοσχεδιασμού. Η καρδιά της τζαζ είναι ο αυτοσχεδιασμός. Κι η παραδοσιακή ελληνική μουσική, ειδικά τα κλαρίνα, είναι αυτοσχεδιασμός».
Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, συζητάμε πόσο γλυκός άνθρωπος είναι ο Ράντυ Νιούμαν, και ξανά πόσο αγαπάμε κι οι δύο το Δρ. Τζων. Με καλεί στο Σηατλ: θέλω να δω τον Καλό Γιατρό στο Τζαζ Αλλυ; Αν θέλω λέει! Iko iko, mess around κι ένα καινούριο φτερό στα μαλλιά, και μάλιστα μαζί με το Τζων Δημητρίου, που ζει κι αναπνέει τη τζαζ… Όχι – με διορθώνει. Όχι τη τζαζ. «Η μουσική δε λέγεται τζαζ πια, λέγεται σκέτα μουσική, κι αυτό μ αρέσει. Η πιο όμορφη μουσική φτιάχνεται στην Ευρώπη, να ξέρεις. Υπέροχες μπάντες! Κι ελευθερία – πολλοί αμερικανοί που δεν μπορούν να περπατήσουν εδώ λόγω της κατάστασης, εγκαταλείπουν την Αμερική και βρίσκουν κοινό στην Ευρώπη. Είναι το δεύτερο κύμα τζαζ φυγάδων στην Ευρώπη. Ας πούμε, ο καταπληκτικός Όσκαρ Πήτερσον παίζει μόνο στη ΝΥ όταν έρχεται στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη υπάρχει και η Ευρώπη τον ζει». Άλλωστε, η τζαζ, εεεε η μουσική του αυτοσχεδιασμού δεν έχει πατρίδα. Ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, του λέω. Good Night κύριε Δημητρίου. «One thing, ξέρεις το Μόντυ Αλεξάντερ;». Όχι. «Είναι ένας τζαμαϊκάνος πιανίστας μοναδικός. Να τον έχεις στο νου σου».
Jazz Alley. Dimitriou´s Jazz Alley. Μαγαζί θρύλος για το Σηάτλ αλλά και άπασα την δυτική ακτή των ΗΠΑ. Στα πάνω από 30 χρόνια της ιστορίας του έχει ζήσει ιστορικές στιγμές, έχει φιλοξενήσει γίγαντες του είδους και έχει δώσει καλτ στάτους στο Γιάννη Δημητρίου, τον ιδιοκτήτη του. Αναμενόμενο: το Dimitriou´s Jazz Alley ήταν πάντα ένα προσωπικό στοίχημα. Ο Γιάννης Δημητρίου, που με χαρά του δέχθηκε να μου μιλήσει, είναι η ψυχή, το μυαλό και τα χέρια που δημιούργησαν και στήριξαν το χώρο αυτό, ένα ιερό της τζαζ όπου ετέλεσαν μυστήρια ο Ταζ Μαχάλ, ο γιατρός ο Γιάννης, ο ΜακΚόυ Τάυνερ, ο Μπράντφορντ Μαρσάλις, ο Όσκαρ Πέτερσον, η Έρθα Κιτ, ο Πατ Μεθενυ, η Νάνσυ Ουίλσον –κι η λίστα δεν έχει τελειωμό.
«Η ιστορία του Τζαζ Αλλυ στηρίζεται στις προσωπικές σχέσεις. Με τους μουσικούς είμαστε φίλοι, περνάμε καλά. Η μπάντα που παίζει εδώ έρχεται και θέλει να ξανάρθει» λέει. Η κουβέντα μας γίνεται μισή στα αγγλικά μισή στα ελληνικά. Τηλεφωνικώς – δεν τα μπορεί τα ημέηλ κι εγώ θέλω να σας τον συστήσω. Περηφανεύεται ότι μιλάει ελληνικά. Τα χρησιμοποιεί με επιμονή, επιστρέφει πεισματικά σε αυτά ακόμη κι όταν φτάνουμε στα δύσκολα, ακόμη κι αν γυρνάμε για λίγο στην ευκολία της αγγλικής.
Είναι ο μόνος από την οικογένειά του που γεννήθηκε στις ΗΠΑ. «Οι γονείς μου ήρθαν στην Αμερική από την Ελλάδα κι είχαν ήδη τον αδελφό μου. Η μαμά μου είναι από το Κριεκούκι κι ο μπαμπάς μου από το Ερημόκαστρο». Η τζαζ ήταν η μεγάλη του αγάπη από τα μαθητικά του χρόνια. «Άρχισα να παίζω πολύ νέος. Έπαιζα τρομπέτα και ντραμς στο σχολείο, στη σχολική μπάντα. Έχω παίξει και στην Ελλάδα! Ξέρεις, όταν ήμουν δεκατριών ετών γυρίσαμε με τη μητέρα μου για οκτώ μήνες στην Ελλάδα. Τότε, λοιπόν, έπαιξα στην μπάντα της αμερικάνικης ακαδημίας όπου φοίτησα. Συνέχισα με τη μουσική χρόνια. Έπαιζα μουσική στο γυμνάσιο, μουσική στο κολέγιο, αλλά ήξερα πως δεν ήμουν και πολύ καλός».
Στο κολέγιο ξεκίνησε να δουλεύει σε εστιατόρια, για να μπορεί να πληρώνει τις σπουδές του, κατά το αμερικάνικο συνήθειο. Η αγάπη για τη μουσική, ειδικά για τη τζαζ, δεν τον εγκαταλείπει. «Ο αδελφός μου άνοιξε το 1972 ένα εστιατόριο, το Pioneer Banque Restaurant. Μου ζήτησε να κλείνω μουσικά σχήματα για το μαγαζί του. Έτσι έμαθα τη δουλειά αυτή κι άρχισα να κάνω παρέα με τους μουσικούς. Το 1975 έφυγα από το Pioneer και πήγα ανατολικά, στην Ουάσιγκτον ΝτιΣι, όπου δούλεψα πάλι σα μάνατζερ μουσικών σχημάτων για το Booze Alley. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου. Μαζί αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο Σηατλ και να ανοίξουμε το Τζαζ Αλλυ».
Άνοιξαν το πρώτο μαγαζί στην περιοχή του πανεπιστημίου. Μια μικρή, για τα αμερικάνικα δεδομένα, αίθουσα. Μόλις 150 άτομα. «Έκανα τα πάντα μόνος μου, με μόνη βοηθό τη σύζυγό μου». Δεν πήγαν καλά. Έφταιγε κυρίως η περιοχή. Έτσι, το 1984 μετακομίζουν στο κέντρο. Το καινούριο μαγαζί χωρά 250 άτομα και, μετά μιαν επέκταση, φτάνει να χωρά 400. Πάνε πολύ καλύτερα. «Δεν ήταν μόνο ο χώρος καλύτερος. Είμασταν κι εμείς καλύτεροι σε αυτό που κάναμε, είχαμε πείρα».
Η πείρα είναι δευτερεύουσα, όταν αγαπάς τόσο τη μουσική. Οι καλλιτέχνες που έρχονται το καταλαβαίνουν πολύ καλά. «Ο Δρ. Τζων παίζει εδώ όποτε έρθει στο Σηάτλ, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια». Το «όποτε» σημαίνει μία ή δύο φορές το χρόνο. Η λίστα με τα ονόματα όσων αγάπησαν το μαγαζί κι έχουν ή είχαν φιλική σχέση με τον Γιάννη Δημητρίου συνεχίζει ακόμη πιο εντυπωσιακή: Ντίζυ Γκιλέσπι, Σταν Γκετζ, Αχμάντ Τζαμάλ..
«Αυτός που σκέφτομαι με την περισσότερη αγάπη είναι ο ΜακΚόυ Τάυνερ. Ένας πάνγλυκος άνθρωπος κι ένας αληθινός πρωτοπόρος της μουσικής. Ακούς δυό νότες και ξέρεις: αυτό είναι ΜακΚόυ Τάυνερ». Εδώ το νέημντρόπινγκ έχει χαρακτήρα νοσταλγικό, ανάμνησης. Συγκινούμαι. Κι έτσι κάπως βρισκόμαστε μετά από λίγο να λέμε τι θυμόμαστε απ τις αγάπες μας που είχαμε τη χαρά να ζήσουμε από κοντά, έστω για λίγο. Πάντα ο λόγος πρώτα σε κείνον.
«Διηγούμαι συχνά και γελώ, τι συνέβη όταν είμασταν στην περιοχή του Πανεπιστημίου, στο μικρό μαγαζί και φιλοξενούσαμε τον, ήδη φτασμένο, Σταν Γκετζ, με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι από την εποχή που τον έκλεινα για το Πάιονίιρ και το Μπουζ. Ερχόταν, ήρθε να παίξει, επειδή ήμασταν φίλοι, δηλαδή. Τώρα, στο κτίριο που πρωτοστεγαστήκαμε, εκεί κοντά στο Πανεπιστήμιο, το μόνο μαγαζί της περιοχής ήταν το Τζαζ Άλλυ. Από πάνω, όλο το κτίριο ήταν διαμερίσματα. Που λες, είναι Σάββατο, παίζει ο Σταν Γκετζ σ αυτό το μικρό μαγαζί του Σηάτλ κι η κυρία που μένει στο διαμέρισμα ακριβώς από πάνω, αποφασίζει να κάνει το μπάνιο της. Ανοίγει τη βρύση να γεμίσει την μπανιέρα, πάει μέσα στο σαλόνι της, καταπιάνεται με κάποια δουλειά και ξεχνιέται. Το νερό ξεχειλίζει, περνά από τις σχισμές στις σανίδες κι αρχίζει να μπαίνει στο μαγαζί, στην αρχή σε σταγόνες, γρήγορα …τρεχούμενο, ακριβώς μπροστά στο Σταν. Ο Σταν σταματάει να παίζει για ένα λεπτό, κοιτάει το νερό που τρέχει καταρράχτης, στρέφεται στο κοινό και λέει ’Δεν το πιστεύω πως παίζω ακόμη σε τέτοια μέρη’. Κι ύστερα συνέχισε κανονικά να παίζει, αγνοώντας το νερό που έτρεχε».
Σήμερα, που το πείσμα κι η αγάπη του Τζων έχουν αναδείξει το Τζαζ Άλλυ σε σημείο αναφοράς, οι φιλίες του με τους μουσικούς έχουν γίνει πολύ στενότερες. «Ο Ταζ Μαχάλ παίζει εδώ κάθε χρόνο τα τελευταία 15 χρόνια και πάντα Νοέμβριο, γιατί θέλουμε να περνάμε μαζί την ημέρα των Ευχαριστιών».
Είναι ωραίο να μοιράζεται κάποιος αυτό που αγαπάει. Υπάρχει, όμως, τίποτε που μισεί; Μισεί τους πουρίστες, αυτοί τον κάνουν να «αηδιάζει τη τζαζ ώρες ώρες». Αυτοί, λέει, ξεχνούν ότι «η μουσική οφείλει να αλλάζει. Αν δεν αλλάζει πεθαίνει. Η μουσική οφείλει να αλλάζει για να είναι ζωντανή». Όχι όμως αλλαγή για την αλλαγή, ούτε ανόητες επιδείξεις. Είναι αυστηρός. «Βλέπεις τόσους τύπους να παίζουν όχι μουσική αλλά νότες-ακροβατικά και να λένε ότι αυτό το πράγμα είναι τζαζ. Και τολμούν αυτοί οι τύποι να ξεστομίζουν ότι, ας πούμε, ο Δρ. Τζων δεν είναι τζαζ. Δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο μουσικός είναι ο Δρ. Τζων, πόσοι λίγοι άνθρωποι είναι τόσο μουσικοί όσο ο Δρ. Τζων». Πιάσαμε τον καλό γιατρό -- από τα πιο αγαπημενα μου θέματα. Του διηγούμαι τη συνάντησή μας, το βράδυ που με μάγεψε για πάντα, ανεβασμένος στη σκηνή, καλοκαίρι στη Χαλκιδική. Αυτό που ακούς στο δίσκο δεν έχει σχέση με αυτό που ζεις στην ζωντανή εμφάνιση, συμφωνούμε. «Ο Χιου Μασεκέλα είναι καταπληκτικός όταν παίζει ζωντανά. Δεν μπορείς να φανταστείς αυτό το λάηβ από τους δίσκους του». Ε, μήπως μπορείς να φανταστείς το πανηγύρι των ρωμέηκων κλαρίνων ακούγοντάς τα κονσέρβα;
Φυσικά όχι -- γιατί τα κλαρίνα είναι τζαζ. «Τι είναι η τζαζ; Είναι η μουσική που δεν έχει ληντ, δεν έχει παρτιτούρα, είναι η μουσική του αυτοσχεδιασμού. Η καρδιά της τζαζ είναι ο αυτοσχεδιασμός. Κι η παραδοσιακή ελληνική μουσική, ειδικά τα κλαρίνα, είναι αυτοσχεδιασμός».
Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, συζητάμε πόσο γλυκός άνθρωπος είναι ο Ράντυ Νιούμαν, και ξανά πόσο αγαπάμε κι οι δύο το Δρ. Τζων. Με καλεί στο Σηατλ: θέλω να δω τον Καλό Γιατρό στο Τζαζ Αλλυ; Αν θέλω λέει! Iko iko, mess around κι ένα καινούριο φτερό στα μαλλιά, και μάλιστα μαζί με το Τζων Δημητρίου, που ζει κι αναπνέει τη τζαζ… Όχι – με διορθώνει. Όχι τη τζαζ. «Η μουσική δε λέγεται τζαζ πια, λέγεται σκέτα μουσική, κι αυτό μ αρέσει. Η πιο όμορφη μουσική φτιάχνεται στην Ευρώπη, να ξέρεις. Υπέροχες μπάντες! Κι ελευθερία – πολλοί αμερικανοί που δεν μπορούν να περπατήσουν εδώ λόγω της κατάστασης, εγκαταλείπουν την Αμερική και βρίσκουν κοινό στην Ευρώπη. Είναι το δεύτερο κύμα τζαζ φυγάδων στην Ευρώπη. Ας πούμε, ο καταπληκτικός Όσκαρ Πήτερσον παίζει μόνο στη ΝΥ όταν έρχεται στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη υπάρχει και η Ευρώπη τον ζει». Άλλωστε, η τζαζ, εεεε η μουσική του αυτοσχεδιασμού δεν έχει πατρίδα. Ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, του λέω. Good Night κύριε Δημητρίου. «One thing, ξέρεις το Μόντυ Αλεξάντερ;». Όχι. «Είναι ένας τζαμαϊκάνος πιανίστας μοναδικός. Να τον έχεις στο νου σου».
10 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Αχχ, επιτέλους κάτι διαφορετικό!
:-)
Eνας πάνγλυκος άνθρωπος κι ένας αληθινός πρωτοπόρος της μουσικής. Ακούς δυό νότες και ξέρεις: αυτό είναι ΜακΚόυ Τάυνερ».
Εντάξει καταλαβαίνω... αλλά ο ΜακΚόυ
δεν παίζει ποτέ δύο νότες μιας και διαθέτειέντεκα δάχτυλα(βάλε και την μύτη μέσα) ,ο άνθρωπος απλά είναι ένα πολυβόλο.Πάνγλυκο ίσως (άν και ντύνεται σαν pimp)αλλά πολυβόλο, δεν είναι δυνατόν να ακούσεις δύο νότες του!
Παρακαλείται ο Αλμπεριχ να επιβεβαιώσει των δίσκων το αληθές!
Ωραίος ο Γιάννης,να του αφιερώσεις το West Coast Blues
Χρόνια μας πολλά!!!
Σήμερα είναι η παγκόσμια ημέρα των bloggers!!!
Απολαυστική, δροσάτη και πάντα πρωτότυπη η γραφή σου. Έχεις το κοκκαλάκι και το ταλέντο.
Φιλιά.
O αυτοσχεδιασμός δεν είναι μόνο στα κλαρίνα, είναι και στην ξεχασμένη φλογέρα, στη δημοτική μουσική. All that jazz που θα έλεγε η φίλη μας η Λάϊζα.
(Έλαβες μια καρτούλα; Εγώ την έστειλα, δεν είναι spam) ;)
Ο παπούς με τον οποίο παίζω αυτό το διάστημα με είπε πως "εκ πείρας, ο καλύτερος μαγαζάτορας θέλει κρέμασμα απ' τ' ...ια" sic
Ετούτος δω όμως φαίνεται διαφορετικός, ωραία μούρη. Μάλλον θα είναι μια απ' τις εξαιρέσεις που.
btw Ωραία δουλειά! *.)
:-)
Σας ευχαριστώ Χαρτοπόντικα, Άγγελε και Θοδωρή (καλώς όρισες στα λημέρια μας :-)
Γεώργιε (ωραιότατο το καρφί – διορθώθηκα όμως, αν πρόσεξες!), απ ότι βλέπω ο ΜακΚόυ ανήκει στις αδυναμίες σου. Η συμπάθεια καλύπτει όλους τους ΜαΚόυ – σε βαθμό συγγενείας Σταρ Τρεκ;
Κατερίνα, παίζει ηπειρώτικα στη φλογέρα ο μπαμπάς – άμα το ακους στο χωριό μοιάζει ήχος φυσικός, της φύσης δηλαδή.
(Δεν ήρθε η καρτούλα αλλά επειδή υποψιάζομαι τι και πώς, χίλια ευχαριστώ!)
0Κομ, έτσι μου φάνηκε και μένα. Και μου άρεσε που μετάλλαξε τον «έλληνα πιατά» σε τζαζ κατ.
Πολύ ωραίος ο κ. Δημητρίου.
Απολαυστική η συνέντευξη-συζήτηση: σαν καλό λάιβ...
Πολύ σας ευχαριστώ!
Respect στον Δημητρίου, συν τοις άλλοις και για όσα λέει για τον Mc Coy Tyner, του οποίου το αγαπημένο μου κομμάτι -Αtlantis-ανεβάζω (για πολλοστή φορά) εδώ.
"Δυό νότες" και McCoy Tyner είναι σχεδόν οξύμωρο, αλλά όντως αναγνωρίζεται από την πρώτη νότα.
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...