Gracias, maestro!
Στη μνήμη του, στο δάσκαλο, στη μουσική και στο Γιάννη, για να με σχωρέσει που δεν πρόλαβα να στείλω μεηλ την αγάπη πάλι - κι ας προλαβαίνει εκείνος πάντα
Πρέπει να ήταν το '87. Δεν είμαι σίγουρη. Μπορεί το '89. Μία από τις πρώτες μας φορές στη Βαρκελώνη μου, που και τότε δεν τη χόρταινες και τώρα, ένα απ' τα πρώτα μας ταξίδια στο εξωτερικό, έρωτας μεγάλος, μνήμη ιερή. Na σου πω, μη ξεχάσω, η κλασσική δεν είναι η μουσική μου, πλην του Λούι της καρδιακής ακοής και του Φρέντυ της αρρώστειας του έρωτα, άντε και του λοχαγού Κιγιέ, ο γιέ, κι αυτού γιατί οι αγαπημένοι επέμειναν κι έτσι αγάπησα, μαναμ', αγάπησα κι εγώ. Είμασταν που λες στη Μπάρτσα μας, προ ολυμπιακών και καταστροφών, το σούρουπο μας εύρισκε στο πάρκο μόνους, να κυνηγιόμαστε με τα ξωτικά και να μιλάμε σιγανά με όμορφα αστραλέζικα αγόρια, το βράδυ, το πρωί, το μεσημέρι μας έτρωγαν οι δρόμοι, μα το πρωί, το βράδυ, το μεσημέρι, τα τσούρος ή ο καφές ή η σοκολάτα μας σερβίρονταν στο καφέ ντελ οπερά. Στη ράμπλα.
όποιος την πόλη γνώρισε το ξέρει. Εκεί που οι τουρίστες χαζολογάνε τις καταλανές με τα μακρυά, γεροδεμένα πόδια και τα μελαχροινά αγόρια με το κορμί μαχαίρι, εκεί τη νύχτα βγαίνουν τα κορίτσια για πελάτες, ακουμπισμένα στις αρχαίες πέτρες, το πόδι προτεταμένο, όπως στις ζωγραφιές της χάρτινης τέχνης, με το μέηκ απ βαρύ - κάποτε όχι - τα μίνι, το δίχτυ, τα στερεότυπα του ξωφλιμένου κόσμου που αγοράζει ανθρώπους και κάνει και παζάρι χωρίς να κοκκινίζει.
στη ράμπα, λοιπόν, στο καφέ ντελ οπερά, το αρ νουβώ, με τους καθρέφτες, στο τραπέζι στο βάθος δεξιά, όταν δεν εύρισκα -και συνήθως δεν εύρισκα- τραπέζι έξω -δυό όλα κι όλα-, έγραφα κι έστελνα στον ΗΧΟ τη στήλη.
εκείνο το βράδυ βρήκαμε τραπέζι έξω. ο αδελφός με ακουμπισμένη την παλιά Ζενίτ στο στήθος κοιτούσε - όπως κοιτούν όσοι γνωρίζουν να κοιτούν - εγώ έγραφα, ήτανε μία ή δύο το πρωί, θα σε γελάσω, έγραφα όταν άρχισε η φασαρία, η γιορτή, το χειροκρότημα, και τα άφησα όλα, τα χαρτιά, την μικρή μου ολοκόκκινη φορητή μπράδερ, σήκωσα το βλέμμα, ο αδελφός σήκωσε τη μηχανή, να απαθανατίσει το Μαέστρο στη μέγιστη αποθέωση
το Μαέστρο που, αφού είχε φύγει το κοινό που 'χε την ευτυχία να τον χαρεί, αφού χάρηκε την λεπτότητα του κτιρίου και την οσμή των άνθεων φαντάζομαι, στο μεστό λουλούδια καμαρίνι του φαντάζομαι, είχε βγει από την όπερα απέναντι, είχε βγει στο δρόμο ήρεμος νόμιζε, μόνος κι ήσυχος νόμιζε, να χαρεί τη πόλη χωρίς φανφάρες νόμιζε
μα η πόλη ποτέ δεν κοιμάται κι ας νόμιζε κι έτσι τον είδαν τα κορίτσια, τον αναγνώρισαν οι πουτάνες, αυτές οι πόρνες της Βαρκελώνης της κλασσικής και του Πικάσσο κι άρχισαν να χειροκροτούν και να τον πλησιάζουν οι πρώτες κι ύστερα κι άλλες κι άλλες και ένα κορίτσι μεγαλόσωμο, δίμετρο, ζουμπουρλούδικο, με στήθη ολόλευκα δεν άντεξε και τα έγδυσε μπροστά του, δωρεάν, ωσάν αυτή που έλαβε, κι έτσι μαζευτήκανε καμμιά εικοσαριά πόρνες να χειροκροτούν και τότε τρεις τέσσερις τον πιάσανε και τον σηκώσανε στα χέρια, τον χαμογελαστό, ευτυχισμένο Μαέστρο που ολοφάνερα το απολάμβανε και το τσέλο του, για το οποίο στιγμή δεν ανησύχησε -μονάχα εγώ γαμώ τον μικροαστισμό που με πιάνει ώρες ώρες, μονάχα εγώ ανησύχησα μη του το κλέψουν, μα εκείνος ήξερε, κι έτσι διέσχισε τη ράμπλα, ψηλά, στα χέρια των πορνών της ράμπλας, με τα χειροκροτήματα τα τους και τα μας, με το τσέλο γυροβολιά και τους που τον συνόδευαν να χαμογελάν και να ακολουθούν σε κάποια απόσταση το χορικό της ράμπλας.
Ψάχνω τις φωτογραφίες μα δεν τις βρίσκω. Θα ξαναδώ, να τις βρω, να τις ανεβάσω. Νομίζω, ήμουν παρούσα σε μία από τις πιο όμορφες νύχτες του κόσμου και του Ροστραπόβιτς.
όποιος την πόλη γνώρισε το ξέρει. Εκεί που οι τουρίστες χαζολογάνε τις καταλανές με τα μακρυά, γεροδεμένα πόδια και τα μελαχροινά αγόρια με το κορμί μαχαίρι, εκεί τη νύχτα βγαίνουν τα κορίτσια για πελάτες, ακουμπισμένα στις αρχαίες πέτρες, το πόδι προτεταμένο, όπως στις ζωγραφιές της χάρτινης τέχνης, με το μέηκ απ βαρύ - κάποτε όχι - τα μίνι, το δίχτυ, τα στερεότυπα του ξωφλιμένου κόσμου που αγοράζει ανθρώπους και κάνει και παζάρι χωρίς να κοκκινίζει.
στη ράμπα, λοιπόν, στο καφέ ντελ οπερά, το αρ νουβώ, με τους καθρέφτες, στο τραπέζι στο βάθος δεξιά, όταν δεν εύρισκα -και συνήθως δεν εύρισκα- τραπέζι έξω -δυό όλα κι όλα-, έγραφα κι έστελνα στον ΗΧΟ τη στήλη.
εκείνο το βράδυ βρήκαμε τραπέζι έξω. ο αδελφός με ακουμπισμένη την παλιά Ζενίτ στο στήθος κοιτούσε - όπως κοιτούν όσοι γνωρίζουν να κοιτούν - εγώ έγραφα, ήτανε μία ή δύο το πρωί, θα σε γελάσω, έγραφα όταν άρχισε η φασαρία, η γιορτή, το χειροκρότημα, και τα άφησα όλα, τα χαρτιά, την μικρή μου ολοκόκκινη φορητή μπράδερ, σήκωσα το βλέμμα, ο αδελφός σήκωσε τη μηχανή, να απαθανατίσει το Μαέστρο στη μέγιστη αποθέωση
το Μαέστρο που, αφού είχε φύγει το κοινό που 'χε την ευτυχία να τον χαρεί, αφού χάρηκε την λεπτότητα του κτιρίου και την οσμή των άνθεων φαντάζομαι, στο μεστό λουλούδια καμαρίνι του φαντάζομαι, είχε βγει από την όπερα απέναντι, είχε βγει στο δρόμο ήρεμος νόμιζε, μόνος κι ήσυχος νόμιζε, να χαρεί τη πόλη χωρίς φανφάρες νόμιζε
μα η πόλη ποτέ δεν κοιμάται κι ας νόμιζε κι έτσι τον είδαν τα κορίτσια, τον αναγνώρισαν οι πουτάνες, αυτές οι πόρνες της Βαρκελώνης της κλασσικής και του Πικάσσο κι άρχισαν να χειροκροτούν και να τον πλησιάζουν οι πρώτες κι ύστερα κι άλλες κι άλλες και ένα κορίτσι μεγαλόσωμο, δίμετρο, ζουμπουρλούδικο, με στήθη ολόλευκα δεν άντεξε και τα έγδυσε μπροστά του, δωρεάν, ωσάν αυτή που έλαβε, κι έτσι μαζευτήκανε καμμιά εικοσαριά πόρνες να χειροκροτούν και τότε τρεις τέσσερις τον πιάσανε και τον σηκώσανε στα χέρια, τον χαμογελαστό, ευτυχισμένο Μαέστρο που ολοφάνερα το απολάμβανε και το τσέλο του, για το οποίο στιγμή δεν ανησύχησε -μονάχα εγώ γαμώ τον μικροαστισμό που με πιάνει ώρες ώρες, μονάχα εγώ ανησύχησα μη του το κλέψουν, μα εκείνος ήξερε, κι έτσι διέσχισε τη ράμπλα, ψηλά, στα χέρια των πορνών της ράμπλας, με τα χειροκροτήματα τα τους και τα μας, με το τσέλο γυροβολιά και τους που τον συνόδευαν να χαμογελάν και να ακολουθούν σε κάποια απόσταση το χορικό της ράμπλας.
Ψάχνω τις φωτογραφίες μα δεν τις βρίσκω. Θα ξαναδώ, να τις βρω, να τις ανεβάσω. Νομίζω, ήμουν παρούσα σε μία από τις πιο όμορφες νύχτες του κόσμου και του Ροστραπόβιτς.
5 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Είναι τιμή μου και σε ευχαριστώ.
Στο φεστιβάλ ντοκυμανταίρ του Μάρτη παρακολούθησα ένα τέτοιο του Αλέξανδρου Σουκούροφ σε δύο μέρη με τίτλο:
"Η ελεγεία της ζωής: Ροστροπόβιτς, Βισνέφσκαγια". Ενδιαφέρον για το πως παρουσιαζόταν μέσα σ' αυτό ο άνθρωπος αυτός. Εσύ προφανώς είχες μια πιο άμεση (και πιο ενδιαφέρουσα) επαφή μαζί του.
Σαν ανταπόδοση, αν σε βγάλει ο δρόμος από τη γωνιά με τις μουσικές, θα ακούσεις την πιο "φρέσκια".
Καλημέρα να έχεις
και καλή πρωτομαγιά μεθαύριο,
όπως και όπου τη θες,
εσύ και οι δικοί σου.
Εκτός των άλλων, και εξαίρετο κείμενο!
σοστακόβιτς, στραβίνσκυ, προκόβιεφ, ροστροπόβιτς... μια σπουδαία παρέα που έκλεισε.
Πολὺ ὡραῖο!
...Μοῦ ἦλθε ἀμέσως στὸ μυαλὸ καὶ ἡ ἱστορία μὲ τὸν Τζόσουα Μπέλ, ποὺ διαβάσαμε πρὸ ἡμερῶν [σύντομο καὶ ἐκτενὲς κείμενο]. Λοιπόν, εἴδατε, ὁ Ροστροπόβιτς εἶχε πολὺ καλύτερη τύχη μὲ τὶς ἱεροδούλους ἀπὸ ὅ,τι ὁ Μπὲλ μὲ τοὺς γιάπηδες! (Τὰ ἠθικὰ διδάγματα τὰ ἀφήνω στὸν ἀναγνώστη.)
Ανεκτίμητη ανάμνηση.
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...