Ει, Κούρτη μου, που πας;
Μη φεύγεις έτσι - που μ' αφήνεις; τα ίδια με το Μπουχτσιν πέρισυ... τι παιδιά κι εσείς. Πάω στοίχημα πως είστε συνεννοημένα. Τα άτακτα παιδιά της δικής μου κοντινής Αμερικής.
- Μάρεϊ, αυτή η μικρή λέει ότι μας ονειρεύεται. Εσύ, λέει, κάθεσαι σε κείνο το παγκάκι, κάτω από τη φτελιά σου, μισοακουμπισμένος στο μπαστούνι σου, χαμογελάς, τα μαλλάκια σου ανυπότακτα, κι αυτή, λέει, είναι γονατιστή λίγο πιο πέρα κι ούτε μιλάει ούτε λαλάει, μόνο σε ακούει και το χεράκι σου φιλεί. Κι εγώ, λέει, ακούς Μάρεϊ, εγώ κάθομαι στο φως, είναι ένα ξέφωτο μαγικό πιο πέρα, κάθομαι στο φως στο ξέφωτο που γύρω σκοτεινιά, λες και θα με απαγάγουν για χάρη επεισοδίου των X-Files, μα τότε, λέει, καταλαβαίνουν πως το φως ιλαρόν δεν είναι πέρι αλλά εντός, πως μοριοδοτώ την καρδιά του κόσμου, κύτταρο κι αίμα και ζωή αιώνιος.
Κι ο Μάρεϊ γελάει, κι εγώ γελάω και συ κοιτάς όπως σε τούτη τη φωτογραφία, σκανταλιάρικο ηπειρωτάκι -- ήταν το αστείο μας αυτό, το λέγαμε στην παρέα όσοι σε αγαπούσαμε, ότι ήσουν όχι κουρτ μα κούρτης, ηπειρωτάκι, λάτρης του κλαρίνου, και θα ξεπρόβαλες μες στα άσπρα σου στο πανηγύρι το μικρό μας του χωριού, όπως μια ζωή με τα άσπρα σου ήσουν στο πανηγύρι το μεγάλο μας του κόσμου, και θα σε κερνούσαμε κόκκινο απ' το δικό μας κι ένα φιλί.
Αγιογραφία μου, Κούρτη μου γελαστέ, βλέμμα θεώρατο, πάλι μετέωρη με αφήνεις. Ενα σκαλί λιγότερο, να πάω να σταθώ να ανέβω.
Κούρτη μου, προχτές κάηκε το σπίτι του Τζόννυ μας. Και, ξες, στον τόπο μου λέμε, στον τόπο σου λέμε πως, το κακό το έχει να τριτώνει. Κατέβα ένα λεπτό, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ. Κατέβα ένα λεπτό και κράτα μου το χέρι. Πες μου "Χριστός Ανέστη" και κράτα μου το χέρι. Φοβάμαι, η αχάριστη, η άπιστη. Φοβάμαι.
- Μάρεϊ, αυτή η μικρή λέει ότι μας ονειρεύεται. Εσύ, λέει, κάθεσαι σε κείνο το παγκάκι, κάτω από τη φτελιά σου, μισοακουμπισμένος στο μπαστούνι σου, χαμογελάς, τα μαλλάκια σου ανυπότακτα, κι αυτή, λέει, είναι γονατιστή λίγο πιο πέρα κι ούτε μιλάει ούτε λαλάει, μόνο σε ακούει και το χεράκι σου φιλεί. Κι εγώ, λέει, ακούς Μάρεϊ, εγώ κάθομαι στο φως, είναι ένα ξέφωτο μαγικό πιο πέρα, κάθομαι στο φως στο ξέφωτο που γύρω σκοτεινιά, λες και θα με απαγάγουν για χάρη επεισοδίου των X-Files, μα τότε, λέει, καταλαβαίνουν πως το φως ιλαρόν δεν είναι πέρι αλλά εντός, πως μοριοδοτώ την καρδιά του κόσμου, κύτταρο κι αίμα και ζωή αιώνιος.
Κι ο Μάρεϊ γελάει, κι εγώ γελάω και συ κοιτάς όπως σε τούτη τη φωτογραφία, σκανταλιάρικο ηπειρωτάκι -- ήταν το αστείο μας αυτό, το λέγαμε στην παρέα όσοι σε αγαπούσαμε, ότι ήσουν όχι κουρτ μα κούρτης, ηπειρωτάκι, λάτρης του κλαρίνου, και θα ξεπρόβαλες μες στα άσπρα σου στο πανηγύρι το μικρό μας του χωριού, όπως μια ζωή με τα άσπρα σου ήσουν στο πανηγύρι το μεγάλο μας του κόσμου, και θα σε κερνούσαμε κόκκινο απ' το δικό μας κι ένα φιλί.
Αγιογραφία μου, Κούρτη μου γελαστέ, βλέμμα θεώρατο, πάλι μετέωρη με αφήνεις. Ενα σκαλί λιγότερο, να πάω να σταθώ να ανέβω.
Κούρτη μου, προχτές κάηκε το σπίτι του Τζόννυ μας. Και, ξες, στον τόπο μου λέμε, στον τόπο σου λέμε πως, το κακό το έχει να τριτώνει. Κατέβα ένα λεπτό, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ. Κατέβα ένα λεπτό και κράτα μου το χέρι. Πες μου "Χριστός Ανέστη" και κράτα μου το χέρι. Φοβάμαι, η αχάριστη, η άπιστη. Φοβάμαι.
3 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
So it goes.
Σφαγείο... (τελικό νούμερο)
"... Και τότε είδαν τον αξύριστο Μπίλλυ Πίλγκριμ με τη γαλάζια χλαμύδα και τα ασημιά παπούτσια, με τα χέρια χωμένα στο μανσόν. Έδειχνε τουλάχιστον εξήντα χρονών. [...] Δίπλα από τον Λατσάρο ήταν ο καημένος ο Έντγκαρ Ντέρμπυ, ο καθηγητής, πένθιμα ξέχειλος από πατριωτισμό και χρόνια και φανταστική σοφία. Και ούτω καθεξής.
Οι οχτώ γελοίοι Γερμανοί σιγουρεύτηκαν πως αυτά τα διακόσια γελοία ανθρώπινα όντα ή τ α ν αλήθεια Αμερικανοί πολεμιστές φρέσκοι από το μέτωπο. Χαμογέλασαν, ύστερα γέλασαν. Ο φόβος τους εξατμίσθηκε. Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθούν. Είχαν μπροστά τους μερικά σαραβαλιασμένα ανθρώπινα όντα ακόμη, μερικούς γελοίους σαν και τους εαυτούς τους. Υπόθεση οπερέτα..."
Διαλεγμένο σχεδόν τυχαία από το "Σφαγείο Νο 5" (σ. 126). Ως κατευόδιο. Ο Κουρτ άφησε πίσω του την ανθρώπινη ανοησία, για πάντα. Στο καλό!
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...