Εικοσιδύο και δύο
Ήτανε χινόπωρο π' αντάμωσα
ώριο παληκάρι και το λάβωσα
σε πολέμου μπόρα και κακή μαλιά
κι είχ' η γης στρωσίδι κάμει με κορμιά
κι ήβγαιν' απ' τ' αχείλι το βερτζί μιλιά
που μου μαχαιρώνει χρόνια την καρδιά.
ώριο παληκάρι και το λάβωσα
σε πολέμου μπόρα και κακή μαλιά
κι είχ' η γης στρωσίδι κάμει με κορμιά
κι ήβγαιν' απ' τ' αχείλι το βερτζί μιλιά
που μου μαχαιρώνει χρόνια την καρδιά.
Είναι σκληρός άνθρωπος. Καμμιά φορά δεν πίστευα πως μπόρεσε να αγαπήσει ποτέ κανέναν - αυτά όταν πέρασε η εβδομάδα των παθών και της τύφλωσης, έρωτά μου. Ήτανε άνθρωπος σκληρός κι αδάκρυτος. Κανόνα τον κανόνα, μπας και σπάσει το δάκρυ στην κόχη κι ευλογηθεί η γης της μετάνοιας το νερό. Ήταν σκληρός άνθρωπος. Κι ακόμα, ποτέ δεν καθόταν να δει μαζί μου τις ειδήσεις.
Έτρεφε βαθιά περιφρόνηση γιά την ενημέρωση και βαθιά πίστη στην επιστήμη. Μπορούσε να περνά ώρες με τον Τσαντρασεκαρ μα δεν άντεχε ούτε πέντε λεπτά τη Χούκλη.
Είχε κάποιους δασκάλους που τους αγαπούσε πολύ. Τον Ξανθόπουλο, τον Τραχανά, τους κρητες του. Όσους είχαν τα ίδια μυαλά, νομίζω, μα στον υπερθετικό. Του χρωστάω που μου σύστησε το Φέυνμαν, τον Τσαντρασεκαρ, τον ΑμπουΣαλαμη μου τον θεόσταλτο - όλα εκείνα τα μαγεμένα αγόρια ενός κόσμου που φωτίζεται απ' τα μάτια τους. Κι αυτός χρωστά στην Κρήτη, στο Γιάννη και στους Χαϊνηδες - αυτό το φυσικό της Κρήτης αχ!
Έτρεφε βαθιά περιφρόνηση γιά την ενημέρωση και βαθιά πίστη στην επιστήμη. Μπορούσε να περνά ώρες με τον Τσαντρασεκαρ μα δεν άντεχε ούτε πέντε λεπτά τη Χούκλη.
Είχε κάποιους δασκάλους που τους αγαπούσε πολύ. Τον Ξανθόπουλο, τον Τραχανά, τους κρητες του. Όσους είχαν τα ίδια μυαλά, νομίζω, μα στον υπερθετικό. Του χρωστάω που μου σύστησε το Φέυνμαν, τον Τσαντρασεκαρ, τον ΑμπουΣαλαμη μου τον θεόσταλτο - όλα εκείνα τα μαγεμένα αγόρια ενός κόσμου που φωτίζεται απ' τα μάτια τους. Κι αυτός χρωστά στην Κρήτη, στο Γιάννη και στους Χαϊνηδες - αυτό το φυσικό της Κρήτης αχ!
Θε μου σαν ποθάνω κάμε με δεντρό
και παρέκει βρύση με κρυγιό νερό
νά 'ρχουνται οι έμορφες να λούζουνται
και στον ασκιανό μου να δροσίζουνται.
Να περάσει μιάν αυγή κι η π' αγαπώ
ξωτικό να κόψει και γλυκύ καρπό
κι ο καρπός να βγάλει όνειρου καημούς
να γεμίσει ο κόσμος αναστεναγμούς.
Και στη βρύση μαγικό νερό να βρει
του καημού να σβήσει το θαμπό κερί
να τη δω να φεύγει να μακραίνεται
δίχως αναμνήσεις να πικραίνεται.
Δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Δεν ήταν κάτι σοβαρό. Όμως κείνη τη μέρα κάθησε να δει ειδήσεις μαζί μου. Κάθησε να δει τις ειδήσεις! Και τα χείλη των ασεβών ελάλησαν το φόνο. Ο Πνευματικός κι ο Ξανθόπουλος. Ράγισε. Που σου, σκληροκαρδία, το κλέος; Ράγισε. Έπεσε από τον καναπέ μπροστά, στα γόνατα κι άρχισαν δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια του. Δεν είχα δει ποτέ ξανά τα δάκρυά του. Ούτε θα τα ξανάβλεπα. Ράγισε. Κι όταν άρχισα να λέω τις μπαναλιτέ της παρηγόριας, ο πόνος του ολόφωτος κι αληθινός ξεχύλισε από το ρήγμα της ζωής, μουρμουρητό ξανά και ξανά:
Δεν καταλαβαίνεις... Δεν είναι μόνο που χάθηκε το Νόμπελ της Ελλάδας, εδώ ολόκληρος Τσαντρασεκαρ ερχόταν εδώ τζάμπα για χάρη του, είναι που οι φοιτητές που θα έρθουν δε θα τον γνωρίσουν ποτέ.
Τίναξε το χέρι μου, έμεινε στη μοναξιά της μόνης αγάπης στη ζωή του. Να μουρμουρίζει
Δεν καταλαβαίνεις, άσε με, δεν καταλαβαίνεις...
Μά 'τανε θολούρα και απόβραδο
κι ο Θεός δεν είδε στο ματόκλαδο
πού 'χε κρουσταλλιάσει ένα δάκρυ του
λύπηση γεμάτο απ' την αγάπη του.
Μα τον εσυμπόνεσ' ένα νέφαλο
κόκκινο και τού 'ριξε προσκέφαλο
μιά βροχή που ξέπλυνε τη λύπηση
κι έμεινε η ρίμα και η θύμηση.
κι ο Θεός δεν είδε στο ματόκλαδο
πού 'χε κρουσταλλιάσει ένα δάκρυ του
λύπηση γεμάτο απ' την αγάπη του.
Μα τον εσυμπόνεσ' ένα νέφαλο
κόκκινο και τού 'ριξε προσκέφαλο
μιά βροχή που ξέπλυνε τη λύπηση
κι έμεινε η ρίμα και η θύμηση.
Κάθε φορά που ο θάνατος σκεπάζει βαρύς τα πανεπιστήμια, το θυμάμαι. Κάρφος και έλεος. Ο Θεός ας αναπάψει τις ψυχές τους που ξέχασαν τον κόσμο, που ονειρεύτηκαν τα αστέρια, που ονειρεύτηκαν τη λύτρωση, το φάρμακο, τη γνώση και την παραμυθία του κόσμου του αυριανού και του καλύτερου - Αμήν...
Στις ψυχές που χάθηκαν σήμερα απ' την παράνοια και τη φρίκη που γεννά ο μη κόσμος, το λάθος καπιταλισμός. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τους σκεπάσει.
4 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Ήθελα κάτι να γράψω αλλά από την μία το θέμα δεν προσφέρεται, από την άλλη σήμερα δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος οπότε άστο καλύτερα. Τα είπες εσύ όλα.
"Στις ψυχές που χάθηκαν σήμερα απ' την παράνοια και τη φρίκη που γεννά ο μη κόσμος, το λάθος καπιταλισμός. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τους σκεπάσει."
Αυτά τα λόγια, τα θυμήθηκα απόψε στη στάση, όταν σε μια αφίσα διάβασα για τον 19χρονο στο Ίλιον.
Δεν τα ταυτίζω, αλλά έτσι πέρασα να καλησπερίσω λόγω του συνειρμού.
Καλησπέρα!
Καλό θα ήταν πάντως να αναφέρεις ότι τους υπέροχους στίχους που χρησιμοποιείς έχουν γράψει οι Χαϊνηδες.......
Κι εσύ καλό θα ήταν πριν σχολιάσεις να διαβάσεις όλο το κείμενο...
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...