La suppression du Principe d' isomérie et sa restauration
Ήταν, νομίζω, ο προσδιορισμός που με έκανε να φέρομαι διαφορετικά όταν ήταν μπροστά ο κύριος Φίλων. Ήταν αυτό το «κύριος Φίλων», κι ότι έπρεπε να τον προσφωνώ έτσι: «Κύριε Φίλων!». Ήταν επίσης που η μαμά τον φώναζε «Φίλωνα» μα του μιλούσε στον πληθυντικό. «Φίλωνα, θα θέλατε λίγο κρασί ακόμη;». Ήταν και που οι αδελφές του δεν είχαν άλλο όνομα ή χαρακτηριστικό. Ήταν μόνον οι αδελφές του κυρίου Φίλωνος. Ή, όπως τις έλεγε η μαμά, «οι αδελφές Βασιλείου». Ήταν, νομίζω, αυτές οι ιδιαιτερότητες μες σε ένα κόσμο που όλοι κι όλες ήταν θείοι και θείες και κυρ- και κυρα-, που κάναν πάντα ξεχωριστούς στα μάτια μου τους Βασιλείου.
Σιγά μη καταλάβαινα τι πάει να πει «ο Φίλων είναι στην Ακαδημία» ή, ακόμη χειρότερα, εκείνο το μυστικοπαθές «οι αδελφές Βασιλείου άφησαν τα πάντα για το Φίλωνα. Για χάρη του μείναν ανύπαντρες, να τον φροντίζουν», που έλεγε η μαμά στη θεία Αλεξάνδρα κι η θεία Αλεξάνδρα στη μαμά. Ψιθυριστά πάντα.
Οι Αλεξάνδρες της οικογένειας. Τρεις. Τρία αδέλφια, ο πατέρας, ο θείος Βασίλης κι ο θείος Βαγγέλης, από μία Αλεξάνδρα ο καθένας. Οι δύο που μείνανε – βλέπεις, ο θείος Βαγγέλης χώρισε – ήταν κι οι δύο αρχοντοπούλες στην καρδιά. Κι όχι μόνο. Η θεία Αλεξάνδρα, το γένος Δεκανίκα, που υπέγραφε με το δικό της επίθετο ακόμη και παντρεμένη, ήταν από τη Σιάτιστα. Γυναίκα κατηγορία μόνη της. Μορφωμένη, με σπουδές στη Γερμανία. Ο πατέρας της ήταν από τους καλύτερους, τους ξακουστούς γουνέμπορους. Εβραίος εκχριστιανισθείς, δε γλίτωσε από τους ναζί. Ο αδελφός φυλάει σα θησαυρό την ταυτότητα που συνόδεψε τη φρίκη, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, με την φαρδυά πλατειά υπογραφή του γραμματέα της πόλεως Σιατίστης από κάτω... Τη θεία Αλεξάνδρα, διδασκάλισσα, γλωσσομαθή, γυναίκα απελευθερωμένη, ταξιδιώτισσα, τετραπέρατη, τη βασάνισαν, ζητώντας της να ομολογήσει που είχε η οικογένεια το χρυσό. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να ανοίγει το σώμα της. Ήταν από τα βασανιστήρια, είπε ο γιατρός. Ως δασκάλα, έμαθα, ήταν μάλλον αυστηρή. Είχε κι εκείνη το ...κουσούρι να μη ξεχνά τους μαθητές της. Απ όλους, ο πιο αγαπημένος της σε τόσα χρόνια, ήταν ο Γιάννης Διακογιάννης. «Εξαιρετικό παιδάκι, ευγενέστατο», έλεγε.
Ο κύριος Φίλων κι οι αδελφές Βασιλείου ήταν φίλοι της θείας Αλεξάνδρας και του θείου Βασίλη κι ύστερα έγιναν "φίλοι μας". Για την ακρίβεια, γίναν φίλοι του θείου λόγω της οικογενειακής τους φιλίας με τη θεία Αλεξάνδρα. Έχω σωρό φωτογραφίες με τα κορίτσια σε έξοδο, σε εκδρομές. Μοναχές τους! Οι αδελφές Βασιλείου, η θεία Αλεξάνδρα κι άλλη μια φιλενάδα που κανείς δε θυμάται πια.
Ο θείος μου, ο μεγάλος αδελφός του πατέρα, ήταν άνδρας όμορφος, πάντα προσεγμένος. Ήταν ένας θείος μοσκομυριστός. Δεν χόρταινα τη φρέσκια αγκαλιά του. Όποτε φτάνει στα ρουθούνια μου η πρώτη εκείνη, κλασσική, πάκο ραμπαν, ανατριχιάζω και βουρκώνω. Κανένας δεν ήξερε να βάζει ποτέ κολώνια όπως ο θείος Βασίλης. Όπως πρέπει ακριβώς, όση πρέπει ακριβώς. Στο σπίτι, φορούσε τη ρομπίτσα του, έξω ποτέ δεν τον είδα χωρίς μαντηλάκι ασορτί με τη γραβάτα στο τσεπάκι. Είναι μια φωτογραφία, φοράει λευκό κοστούμι, καταπληκτικά χειροποίητα παπούτσια, ένας κούκλος, την κοιτώ και τον θυμάμαι μεταγενέστερα λευκά λινά κοστούμια, πάντα αστραφτερά – πως τα κατάφερνε; Πως;
Ήταν κούκλος και με γούστο ο θείος. Και επαναστάτης με τον τρόπο του. Αγάπησε και νυμφεύθηκε μια γυναίκα δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερή του, γιατί η αγάπη έτσι είναι κι ο έρωτας είναι άναρχος. Ήταν ερωτευμένοι. Ο Βασίλης κι η δασκάλισσά του που έγινε η Αλεξάνδρα του που έμεινε δασκάλισσά του στην ομορφιά του κόσμου. Ενώθηκαν με έναν έρωτα που δεν κρύβονταν και δεν τον έκρυψαν ποτέ. Ακόμη κι όταν τους χώρισε ο θάνατος. Μέχρι να ξαναβρεθούν. Του έλεγαν οι γονείς να ξαναφτιάξει τη ζωή του, ήταν νέος, κι έτρεχε το δάκρυ στο μάγουλο κι έλεγε "τη θέση της Αλεξάνδρας μου δε μπορεί να την πάρει καμμιά..." Όταν έφυγε η θεία, έτρωγε έξω. Του άρεσε να μας έχει παρέα. Εμένα και τον αδελφό. Στην Αθήνα, μας πήγαινε στο Πάππας, στην Κηφισιά. Στη Θεσσαλονίκη, όπου γνώρισε την αγάπη του, πάντα στο Όλυμπος Νάουσα. Ακόμη κι αν ήταν να πάρουμε πακέτο, θα πηγαίναμε στο Όλυμπος Νάουσα. Κι ύστερα, για καφέ στη δεσποινίδα Θεοπίστη. Που μου έλεγε "βάλε κανένα κιλό πάνω σου κοριτσάκι μου, οι άντρες το θέλουνε το πιασιματάκι, μην κοιτάς τα περιοδικά!", που μου λεγε "μην καπνίζεις πριν τα 25, δεν είναι σικ"... Που κουτσομπόλευε τα γκαρσόνια του Όλυμπος Νάουσα κι έλεγε πως "αυτόν τον βλέπεις; Αααα, το 1952 έγινε σκάνδαλο, ακούστηκε πως τα είχε με ένα νεαρό της καλής κοινωνίας! Μεγάλο σκάνδαλο!", κι έδειχνε έναν γέροντα κατάλευκο, σκανδαλωδώς σεβάσμιο.
Η θεία Αλεξάνδρα κι ο θείος Βασίλης δεν είχαν παιδιά. Οι αδελφές Βασιλείου κι ο κύριος Φίλων, το ίδιο. Είμασταν τα μόνα αγριμάκια που τριγύριζαν μαγεμένα στην οικία Βασιλείου στην Κηφισιά ή στο διαμέρισμα της Ιωάννου Δροσοπούλου, που μαθαίναμε τρόπους με το ζόρι και που μας κακομάθαιναν, όλοι τους πλην ενός, σε βαθμό κακουργήματος. Από το θείο και τη θεία, θυμάμαι την αγάπη. Τόση αγαπη! Και το μπάνιο στην αυλή με το λάστιχο - η καλοκαιρινή μας ιεροτελεστία! Και τα δωρα που δεν είχε όμοια κανείς - πιο πολύ το «Φωτεινό Παντογνώστη». Κι εκείνη την τελευταία φορά που ήρθε ο θείος να με δει στο σπίτι της Πατρών, στη Σαλονίκη, κι έλειπα, και μου άφησε στην πόρτα καρύδια άσπαστα κι ένα κουτάκι σοκολατένιες ελίτσες - ούτε σημείωμα ούτε όνομα ούτε τίποτε άλλο. Ποιός άλλος θα μου αγόραζε σοκολατένιες ελίτσες και θα θυμόταν πόσο αγαπούσα τον Τρελλαντώνη;
Από τις αδελφές Βασιλείου θυμάμαι την τρυφερότητα (κεντημένη ένα μικρό παράπονο, νομίζω τώρα). Και την πρώτη τρίπατη κασσετίνα (ΓΕΜΑΤΗ!) που είδα ποτέ μου (ΚΙ ΗΤΑΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ!), καρρώ σκωτσέζικο κόκκινο, κόκκινα φερμουάρ, φερμένη από το Παρίσι. ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ! Και του αδελφού του είχαν φέρει μια μοτοσυκλέτα αστυνομική, που είχε τηλεκοντρόλ και το έκανες κι έτρεχε – τηλεκινούμενο εν έτει 1972!
Ο κύριος Φίλων όχι. Δεν έκανε δώρα. Του άρεσε να περπατά έξω, στον κήπο, ή στη φύση, και να συζητά με τους μεγάλους. Νομίζω πως σπάνια συνειδητοποιούσε την ύπαρξή μας. Το μόνο, καμμιά φορά εξέταζε την πρόοδό μας στα μαθηματικά. Σε τίποτε άλλο. Στα μαθηματικά. Πόσο τα αγαπούσε τα μαθηματικά το ξέραμε όλοι, δα. Αφού, αν τύχαινε να πάμε στο σπίτι της Κηφισιάς κι ο κύριος Φίλων να εργάζεται, στα μαθηματικά του, μόνο έξω μας επέτρεπαν - όχι ότι μας πείραζε, ίσα ίσα, μα, μαθαίναμε πως η εργασία του κυρίου Φίλωνος ήταν ιερή και τίποτε - ΤΙ ΠΟ ΤΕ- δεν ήταν πιο σημαντικό απ αυτήν και τα μαθηματικά του.
Η θεία Αλεξάνδρα, έφυγε νωρίς. Νωρίτερα απ ότι έπρεπε. Το κορμάκι της άνοιγε - οι ναζήδες βλέπεις. Η θεία μας, η χειραφετημένη, γοητευτική ποδηλάτισσα, με τα σανέλ της ταγεράκια, το κομψό δίπλωμα της γάμπας, την αδυναμία στα φυστίκια Αιγίνης, έφυγε ανύμπορη. Δεν είχε τον καϋμό μου, μα τον καϋμό του αδελφού. Να τον αφήσουν να ζωγραφίσει - μη και το πιέσουν το παιδί κι είναι ευαίσθητο!
Έφυγε νωρίς, μα άφησε την αγκαλιά της πίσω. Την πιο ζεστή. Είχε μια γούνα που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Την ομορφότερη γούνα του κόσμου. Που τη φοράω πάντα όποτε χειμωνιάζει. Και συγκινούμαι κάθε που, και σκασίλα μου αν είναι «αληθινή» και τι λένε οι ζωόφιλοι κι όποιος δεν καταλαβαίνει και δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Είναι η μνήμη της θείας που με τυλίγει και δε μ αφήνει να ξεχάσω την αγάπη. Και που καμμιά φορά μου φαίνεται πως μυρίζει ακόμη μια στάλα πάκοραμπαν από την αγκαλιά του Βασίλη της και γρασίδι από τις εκδρομές με τις αδελφές Βασιλείου και τη φιλενάδα που κανένας δε θυμάται πια.
Χρόνια αργότερα, μαζί με τη Μελίνα μου ιδρύσαμε το περίφημον και τέρμα εξκλούσιβ "Μεγαλοκοπέλλα Club". Είμαστε μεγαλοκοπέλλες εξ επιλογής όπως κι εκείνες. Οι κόρες που ομόρφαιναν την παιδική μου ηλικία. Οι αδελφές Βασιλείου, η δεσποινίδα Θεοπίστη και η ανεξάρτητη θεία Αλεξάνδρα.
Έχω μια αδυναμία στο γλυκό κρασί. Το τοκάι ή το λημνιό. Είχαν κι εκείνες. Λοιπόν, στην υγεία τους.
Ο τίτλος είναι συγγράμματος που μετέφρασε ο κύριος Φίλων (Βασιλείου), Ακαδημαϊκός και Καθηγητής του Ε.Μ.Π.. Έπεσα κατά τύχη πάνω του προ ολίγων ημερών. Και μύρισε το σπίτι Κηφισιά του 70.
Σιγά μη καταλάβαινα τι πάει να πει «ο Φίλων είναι στην Ακαδημία» ή, ακόμη χειρότερα, εκείνο το μυστικοπαθές «οι αδελφές Βασιλείου άφησαν τα πάντα για το Φίλωνα. Για χάρη του μείναν ανύπαντρες, να τον φροντίζουν», που έλεγε η μαμά στη θεία Αλεξάνδρα κι η θεία Αλεξάνδρα στη μαμά. Ψιθυριστά πάντα.
Οι Αλεξάνδρες της οικογένειας. Τρεις. Τρία αδέλφια, ο πατέρας, ο θείος Βασίλης κι ο θείος Βαγγέλης, από μία Αλεξάνδρα ο καθένας. Οι δύο που μείνανε – βλέπεις, ο θείος Βαγγέλης χώρισε – ήταν κι οι δύο αρχοντοπούλες στην καρδιά. Κι όχι μόνο. Η θεία Αλεξάνδρα, το γένος Δεκανίκα, που υπέγραφε με το δικό της επίθετο ακόμη και παντρεμένη, ήταν από τη Σιάτιστα. Γυναίκα κατηγορία μόνη της. Μορφωμένη, με σπουδές στη Γερμανία. Ο πατέρας της ήταν από τους καλύτερους, τους ξακουστούς γουνέμπορους. Εβραίος εκχριστιανισθείς, δε γλίτωσε από τους ναζί. Ο αδελφός φυλάει σα θησαυρό την ταυτότητα που συνόδεψε τη φρίκη, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, με την φαρδυά πλατειά υπογραφή του γραμματέα της πόλεως Σιατίστης από κάτω... Τη θεία Αλεξάνδρα, διδασκάλισσα, γλωσσομαθή, γυναίκα απελευθερωμένη, ταξιδιώτισσα, τετραπέρατη, τη βασάνισαν, ζητώντας της να ομολογήσει που είχε η οικογένεια το χρυσό. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να ανοίγει το σώμα της. Ήταν από τα βασανιστήρια, είπε ο γιατρός. Ως δασκάλα, έμαθα, ήταν μάλλον αυστηρή. Είχε κι εκείνη το ...κουσούρι να μη ξεχνά τους μαθητές της. Απ όλους, ο πιο αγαπημένος της σε τόσα χρόνια, ήταν ο Γιάννης Διακογιάννης. «Εξαιρετικό παιδάκι, ευγενέστατο», έλεγε.
Ο κύριος Φίλων κι οι αδελφές Βασιλείου ήταν φίλοι της θείας Αλεξάνδρας και του θείου Βασίλη κι ύστερα έγιναν "φίλοι μας". Για την ακρίβεια, γίναν φίλοι του θείου λόγω της οικογενειακής τους φιλίας με τη θεία Αλεξάνδρα. Έχω σωρό φωτογραφίες με τα κορίτσια σε έξοδο, σε εκδρομές. Μοναχές τους! Οι αδελφές Βασιλείου, η θεία Αλεξάνδρα κι άλλη μια φιλενάδα που κανείς δε θυμάται πια.
Ο θείος μου, ο μεγάλος αδελφός του πατέρα, ήταν άνδρας όμορφος, πάντα προσεγμένος. Ήταν ένας θείος μοσκομυριστός. Δεν χόρταινα τη φρέσκια αγκαλιά του. Όποτε φτάνει στα ρουθούνια μου η πρώτη εκείνη, κλασσική, πάκο ραμπαν, ανατριχιάζω και βουρκώνω. Κανένας δεν ήξερε να βάζει ποτέ κολώνια όπως ο θείος Βασίλης. Όπως πρέπει ακριβώς, όση πρέπει ακριβώς. Στο σπίτι, φορούσε τη ρομπίτσα του, έξω ποτέ δεν τον είδα χωρίς μαντηλάκι ασορτί με τη γραβάτα στο τσεπάκι. Είναι μια φωτογραφία, φοράει λευκό κοστούμι, καταπληκτικά χειροποίητα παπούτσια, ένας κούκλος, την κοιτώ και τον θυμάμαι μεταγενέστερα λευκά λινά κοστούμια, πάντα αστραφτερά – πως τα κατάφερνε; Πως;
Ήταν κούκλος και με γούστο ο θείος. Και επαναστάτης με τον τρόπο του. Αγάπησε και νυμφεύθηκε μια γυναίκα δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερή του, γιατί η αγάπη έτσι είναι κι ο έρωτας είναι άναρχος. Ήταν ερωτευμένοι. Ο Βασίλης κι η δασκάλισσά του που έγινε η Αλεξάνδρα του που έμεινε δασκάλισσά του στην ομορφιά του κόσμου. Ενώθηκαν με έναν έρωτα που δεν κρύβονταν και δεν τον έκρυψαν ποτέ. Ακόμη κι όταν τους χώρισε ο θάνατος. Μέχρι να ξαναβρεθούν. Του έλεγαν οι γονείς να ξαναφτιάξει τη ζωή του, ήταν νέος, κι έτρεχε το δάκρυ στο μάγουλο κι έλεγε "τη θέση της Αλεξάνδρας μου δε μπορεί να την πάρει καμμιά..." Όταν έφυγε η θεία, έτρωγε έξω. Του άρεσε να μας έχει παρέα. Εμένα και τον αδελφό. Στην Αθήνα, μας πήγαινε στο Πάππας, στην Κηφισιά. Στη Θεσσαλονίκη, όπου γνώρισε την αγάπη του, πάντα στο Όλυμπος Νάουσα. Ακόμη κι αν ήταν να πάρουμε πακέτο, θα πηγαίναμε στο Όλυμπος Νάουσα. Κι ύστερα, για καφέ στη δεσποινίδα Θεοπίστη. Που μου έλεγε "βάλε κανένα κιλό πάνω σου κοριτσάκι μου, οι άντρες το θέλουνε το πιασιματάκι, μην κοιτάς τα περιοδικά!", που μου λεγε "μην καπνίζεις πριν τα 25, δεν είναι σικ"... Που κουτσομπόλευε τα γκαρσόνια του Όλυμπος Νάουσα κι έλεγε πως "αυτόν τον βλέπεις; Αααα, το 1952 έγινε σκάνδαλο, ακούστηκε πως τα είχε με ένα νεαρό της καλής κοινωνίας! Μεγάλο σκάνδαλο!", κι έδειχνε έναν γέροντα κατάλευκο, σκανδαλωδώς σεβάσμιο.
Η θεία Αλεξάνδρα κι ο θείος Βασίλης δεν είχαν παιδιά. Οι αδελφές Βασιλείου κι ο κύριος Φίλων, το ίδιο. Είμασταν τα μόνα αγριμάκια που τριγύριζαν μαγεμένα στην οικία Βασιλείου στην Κηφισιά ή στο διαμέρισμα της Ιωάννου Δροσοπούλου, που μαθαίναμε τρόπους με το ζόρι και που μας κακομάθαιναν, όλοι τους πλην ενός, σε βαθμό κακουργήματος. Από το θείο και τη θεία, θυμάμαι την αγάπη. Τόση αγαπη! Και το μπάνιο στην αυλή με το λάστιχο - η καλοκαιρινή μας ιεροτελεστία! Και τα δωρα που δεν είχε όμοια κανείς - πιο πολύ το «Φωτεινό Παντογνώστη». Κι εκείνη την τελευταία φορά που ήρθε ο θείος να με δει στο σπίτι της Πατρών, στη Σαλονίκη, κι έλειπα, και μου άφησε στην πόρτα καρύδια άσπαστα κι ένα κουτάκι σοκολατένιες ελίτσες - ούτε σημείωμα ούτε όνομα ούτε τίποτε άλλο. Ποιός άλλος θα μου αγόραζε σοκολατένιες ελίτσες και θα θυμόταν πόσο αγαπούσα τον Τρελλαντώνη;
Από τις αδελφές Βασιλείου θυμάμαι την τρυφερότητα (κεντημένη ένα μικρό παράπονο, νομίζω τώρα). Και την πρώτη τρίπατη κασσετίνα (ΓΕΜΑΤΗ!) που είδα ποτέ μου (ΚΙ ΗΤΑΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ!), καρρώ σκωτσέζικο κόκκινο, κόκκινα φερμουάρ, φερμένη από το Παρίσι. ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ! Και του αδελφού του είχαν φέρει μια μοτοσυκλέτα αστυνομική, που είχε τηλεκοντρόλ και το έκανες κι έτρεχε – τηλεκινούμενο εν έτει 1972!
Ο κύριος Φίλων όχι. Δεν έκανε δώρα. Του άρεσε να περπατά έξω, στον κήπο, ή στη φύση, και να συζητά με τους μεγάλους. Νομίζω πως σπάνια συνειδητοποιούσε την ύπαρξή μας. Το μόνο, καμμιά φορά εξέταζε την πρόοδό μας στα μαθηματικά. Σε τίποτε άλλο. Στα μαθηματικά. Πόσο τα αγαπούσε τα μαθηματικά το ξέραμε όλοι, δα. Αφού, αν τύχαινε να πάμε στο σπίτι της Κηφισιάς κι ο κύριος Φίλων να εργάζεται, στα μαθηματικά του, μόνο έξω μας επέτρεπαν - όχι ότι μας πείραζε, ίσα ίσα, μα, μαθαίναμε πως η εργασία του κυρίου Φίλωνος ήταν ιερή και τίποτε - ΤΙ ΠΟ ΤΕ- δεν ήταν πιο σημαντικό απ αυτήν και τα μαθηματικά του.
Η θεία Αλεξάνδρα, έφυγε νωρίς. Νωρίτερα απ ότι έπρεπε. Το κορμάκι της άνοιγε - οι ναζήδες βλέπεις. Η θεία μας, η χειραφετημένη, γοητευτική ποδηλάτισσα, με τα σανέλ της ταγεράκια, το κομψό δίπλωμα της γάμπας, την αδυναμία στα φυστίκια Αιγίνης, έφυγε ανύμπορη. Δεν είχε τον καϋμό μου, μα τον καϋμό του αδελφού. Να τον αφήσουν να ζωγραφίσει - μη και το πιέσουν το παιδί κι είναι ευαίσθητο!
Έφυγε νωρίς, μα άφησε την αγκαλιά της πίσω. Την πιο ζεστή. Είχε μια γούνα που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Την ομορφότερη γούνα του κόσμου. Που τη φοράω πάντα όποτε χειμωνιάζει. Και συγκινούμαι κάθε που, και σκασίλα μου αν είναι «αληθινή» και τι λένε οι ζωόφιλοι κι όποιος δεν καταλαβαίνει και δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Είναι η μνήμη της θείας που με τυλίγει και δε μ αφήνει να ξεχάσω την αγάπη. Και που καμμιά φορά μου φαίνεται πως μυρίζει ακόμη μια στάλα πάκοραμπαν από την αγκαλιά του Βασίλη της και γρασίδι από τις εκδρομές με τις αδελφές Βασιλείου και τη φιλενάδα που κανένας δε θυμάται πια.
Χρόνια αργότερα, μαζί με τη Μελίνα μου ιδρύσαμε το περίφημον και τέρμα εξκλούσιβ "Μεγαλοκοπέλλα Club". Είμαστε μεγαλοκοπέλλες εξ επιλογής όπως κι εκείνες. Οι κόρες που ομόρφαιναν την παιδική μου ηλικία. Οι αδελφές Βασιλείου, η δεσποινίδα Θεοπίστη και η ανεξάρτητη θεία Αλεξάνδρα.
Έχω μια αδυναμία στο γλυκό κρασί. Το τοκάι ή το λημνιό. Είχαν κι εκείνες. Λοιπόν, στην υγεία τους.
Ο τίτλος είναι συγγράμματος που μετέφρασε ο κύριος Φίλων (Βασιλείου), Ακαδημαϊκός και Καθηγητής του Ε.Μ.Π.. Έπεσα κατά τύχη πάνω του προ ολίγων ημερών. Και μύρισε το σπίτι Κηφισιά του 70.
8 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Πολύ ωραίο.
Η ρίζα, Μιραντολίνα μου, πάνω απ'όλα η ρίζα. Όταν υπάρχει δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει. Αλλιώς...
"Είμαι δέντρο κι'εγώ, και λυγάω στον αέρα,
Έχω ρίζα κι'εγώ και την κάνω τραγούδι."
Στίχοι από τις Ρόδες που πραγματικά λεν τα πάντα.
με γύρισες και μένα πίσω, στις σκιές των δικών μου, στο σκονισμένο πατάρι.
Νύφε, γενναιόδωρε Κάπταιν Κουκ, σας ευχαριστώ.
Παν, δε θυμάμαι αν στο έχω ξαναπεί, στο ένα σπίτι μας, στην Ήπειρο, είναι χαραγμένη στην πέτρα μια εννιάρα στην οποία μαθαίνουμε γενιές το παιγνίδι. Στα αληθινά λυπάμαι όσα πληγωμένα, κουτσουρεμένα πλάσματα ντρέπονται για τη ρίζα τους και ή κρύβονται πίσω από μιαν (ουτε καν...) νεωτερικότητα ή πίσω από κατασκευασμένες ιστορίες, που κοντεύουν να τις πιστέψουν...
Χαίρομαι Ροϊδη. Είναι ζωντανοί, όμως, δεν είναι σκιές...
Στις αθιβολές των άλλων, είτε πραγματικές είτε φανταστικές, περιηγούμαστε στα σοκάκια, τις λεωφόρους και τις ατραπούς των κόσμων των διαφορετικών.
Και (όταν μας αρέσουν και γίνονται όλα πιο ζωντανά) συνήθως, βρίσκουμε στους κόσμους αυτούς κάποια σημεία που αναγνωρίζουμε από τους κόσμους τους δικούς.
Καθόμαστε τότε, φορές χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνουμε το γιατί, σ' αυτές τις άκρες λίγο παραπάνω με το νου μας, ωσάν να βρήκαμε πατρίδα στην ξένη γη (πατρίδα είτε πραγματική, είτε φανταστική), να ξαποστάσουμε, ν' αναπαυτούμε.
"Ωραία!" αναστενάζουμε με ικανοποίηση.
Έχεις απόλυτο δίκαιο. Υπάρχουν, δυστυχώς, και κάποιοι άλλοι που νιώθουν ότι δεν έχουν μία άμεση ρίζα. Και με το "άμεση" εννοώ ακριβώς αυτή της οικογενειακής συνέχειας, και οι οποίοι περιπλανούνται χωρίς κάποιο οδηγό, μία πυξίδα, ένα σημείο αναφοράς, που θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν. Γι'αυτούς, νομίζω, εντέλει επινοήθηκε η λέξη "άπατρις".
Όμορφη, ευγενική εγγραφή. Να είσαι καλά να αναθυμάσαι και να γράφεις. Καλό σου μήνα!
Υπέροχη . Οπως πάντα . Τι υπέροχες που είναι οι παλιές σου φωτογραφίες .
Τις μαζεύω κι΄εγώ μετά μανίας . Κάθε μιά τους και μιά ιστορία .
Καλή σου μέρα .
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...