Ποιμαίνει με και ου με υστερήσει…
Θυμάμαι απολύτως που βρισκόμουν όταν το άκουσα για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 1965. Παρακολουθούσα τη διδασκαλική ακαδημία στη νότιο Νέα Υερσέη. Ζούσα τέσσερα μίλια από το κολλέγιο, μια αρκετά μεγάλη απόσταση που έκανα περπατώντας παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου, σε μια μάλλον εξοχική περιοχή, μια μάλλον όμορφη μέρα. Κι έφτασα κοντά σε αυτό που αποκαλούσαν Κο-οπ, όπου μπορούσες να αγοράσεις καφέ κι είχαν και τζιουκ μποξ. Κι ένοιωσα, πριν καν μπω μέσα, πως κάτι είχε αλλάξει. Ήδη ένοιωθα μια ενέργεια ξεκάθαρα αφύσικη. Και στην αρχή τρόμαξα κάπως, δεν ήξερα βλέπεις τι σημαίνει – ήταν σαν κάτι παράξενο ή άσχημο να είχε συμβεί. Κι άνοιξα την βαριά γυάλινη πόρτα, κι όλοι κάθονταν ένα γύρω σε κατάσταση σοκ, και το Like a Rolling Stone γέμιζε τον τόπο. Ο ήχος κι η σφοδρότητα και η στάση κι όσα ξεκάθαρα έλεγε είχαν αγγίξει βαθιά τους πάντες. Αν εκείνη την περίοδο ήσουν αδιάφορος ή πνευματικά μισοκοιμισμένος, αυτό το τραγούδι σε επανέφερε βίαια υπαρξιακά.
Δεν ήταν ακριβώς οι στίχοι. Δεν ήξερα τι σήμαινε. Δεν με ενδιέφερε καν να μάθω. Σήμαιναν ότι δεν ήμουν μόνη. Κάτι σε αυτό το δίσκο έδινε δικαίωμα στην ύπαρξη σε ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, απόκληρου και αλλόκοτου. Του παρέδιδε οικογένεια. Όταν μπήκα στο γερασμένο Κο-οπ ήταν σαν 20 ξυπνητήρια να χτύπησαν ταυτόχρονα. Και, όπως είπα, δεν ήξερα για τι μιλούσε το τραγούδι, μόνο ότι ήταν εμείς. Ήταν σα μεγάφωνο την ενέργειας εκείνης της εποχής.
Με οδήγησε στην εφηβεία κι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Όταν το άκουσα ήμουν 18 χρονώ, μάθαινα ακόμη ποια ήμουν και ποιες μπορεί να ήταν οι δυνατότητές μου. Ήμουν άπλαστη, πραγματικά άργησα να ανθίσω. Κι όποτε έκανε μια κίνηση, με βοηθούσε να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Ο Μπομπ Ντύλαν με ποίμανε σε μία πολύ δύσκολη περίοδο, ώσπου να γίνω ο εαυτός μου, οπότε και δεν τον χρειαζόμουν πια. Ήταν αισθητικά η μεγαλύτερή μου επιρροή στον τρόπο που τελικά θα έπαιζα μουσική οκτώ χρόνια αργότερα. Όταν τον είχα πρωτακούσει δεν μου περνούσε από το νου ότι κάποτε θα έπαιζα ή θα τραγουδούσα. Έχει επηρεάσει ακόμη και τον τρόπο που σταματάω τα ταξί. Είδα το Don’t look back κι είχε ένα πολύ κουλ τρόπο να το κάνει. Τον σπούδασα. Ο τρόπος που ντύνομαι, που κάνω τα μαλλιά μου, η γλώσσα του σώματός μου, ο τρόπος που περπατώ είναι Ντυλανέσκος.
Αποφάσισα να πω το τραγούδι πρόσφατα, για πρώτη φορά. Κι όταν άρχισα την πρόβα, στα μισά, έβαλα τα κλάμματα, μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω να τραγουδώ. Και σκέφτηκα «τι τρέχει μ’ αυτό το τραγούδι;». Το ένα είναι ότι επιτίθεται, γιατί έτσι είναι ο Μπομπ. Και μαζί ενώνει. Όταν πας σε μια συναυλία, το τραγουδούν όλοι. Γιατί όλοι ξέρουν πως είναι να σαι μόνος σου, χωρίς δρόμο για το σπίτι. Έτσι παρ ότι το λέει απ τη γωνιά του στόματός του, με κάποια κακία μπορείς να πεις, είναι ένα τραγούδι που συμπάσχει. […]
Όταν το πρωτάκουσα σκέφτηκα: «Είμαι έτσι; Δεν θέλω να μια σαν αυτό το πρόσωπο στο τραγούδι!». Αλλά όλοι έχουμε στοιχεία της. Μου θυμίζει πολλά από αυτά τα τύπου μπήτνικ βιβλία που ο ήρωας περνά τόσα σκατά και βρίσκεται σε τέτοια εξαθλείωση που πιάνει πάτο και μετά έρχεται η αυγή. Βγαίνει έξω και, όπως λέει ο Τζιμ Κάρρολλ στο Basketball Diaries «Τα δάχτυλά μου ελευθερώθηκαν από τα δαχτυλίδια». Στο τέλος τέλος, λέει, είναι πολύ δύσκολο να είσαι μόνος σου. Αλλά όταν το περάσεις, ξέρεις τη δύναμή σου. Κι αντί να ξοδεύεις τη ζωή σου σαν την ηρωίδα του Like a Rolling Stone, βγες έξω και κάνε κάτι καλύτερο.
Ο Μπομπ ήρθε να με βρει πολύ αργότερα, όταν ο άνδρας μου, ο Φρεντ Σόνικ Σμιθ, πέθανε το ’94. Ο Μπομπ έμαθε για την κατάστασή μου και μου ζήτησε να περιοδεύσω μαζί του. Δεν είχα περιοδεύσει επί 16 χρόνια και είχα τρομοκρατηθεί. Κι είχα μια ανεπίσημη συνάντηση με το Μπομπ. Μου είπε «οι άνθρωποι θέλουν να σε δουν, βγες στη σκηνή και χαιρέτησέ τους. Αυτή είναι η δουλειά σου, αυτό να κάνεις». Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που είναι πεντακάθαρη χαρά. Όταν παντρεύεσαι, όταν κάνεις παιδιά, όταν τελειώνεις μια συγκεκριμένη δουλειά. Όταν τραγούδησα το Dark Eyes με το Μπομπ σε αυτή την περιοδεία, ήταν μια τέτοια στιγμή. […]
Θυμάμαι, πριν ηχογραφήσει το Desire τον συνάντησα στο δρόμο και με πήρε μαζί του σε ένα λοφτ. Και κάθησα εκεί και τραγούδησε τριάντα τραγούδια σερί σε μια χούφτα ανθρώπους. Κι αυτή ήταν απλά μια νύχτα. Είναι αφιερωμένος στην επικοινωνία μέσω των τραγουδιών. Αγαπά κι απαιτεί τον ιδιωτικό του βίο και του πρέπει, γιατί ξόδεψε την μερίδα του λέοντος απ τη ζωή του παραδίδοντας στο Δήμο τα τραγούδια του. Φέρει εντός του μια σημαντική μουσική παράδοση, μια έντονη μουσική ιστορία κι είναι φορτωμένος με αυτό το βάρος, που χάσαμε τόσους ανθρώπους. Είναι σαν το όρος Ρασμορ – επιβίωσε του τροχαίου, των ναρκωτικών, των προσωπικών δυσκολιών, των ασθενειών του σώματος, εν τέλει του κόσμου.
Η Πάττι Σμιθ στο Uncut του Σεπτεμβρίου 2005, για το «τραγούδι που άλλαξε τον κόσμο».
Υγ Ο Ν. λέει πως έπρεπε να τα φορτώνω στα αγγλικά τα κείμενα, όλοι πια ξέρουν αγγλικά, λέει. Είναι σοφός, τόσο σοφότερος από μένα, αλλά δε θέλω. Γιατί τώρα είναι δικά μου. Γιατί δίνω χρόνο κι αγάπη σε ότι μου έδωσε ζωή. Γιατί, νομίζω πως, όταν μεταφράζω σας λέω κάτι για μας – το κείμενο και μένα. Ας πούμε, πως ξύνω τις πληγές που άγγιξαν κάποτε ο Μπομπ Ντύλαν κι η Πάτι Σμιθ. Ματώνουν ακόμα. Ματώνουν όμορφα. Δόξα τω Θεώ.
Δεν ήταν ακριβώς οι στίχοι. Δεν ήξερα τι σήμαινε. Δεν με ενδιέφερε καν να μάθω. Σήμαιναν ότι δεν ήμουν μόνη. Κάτι σε αυτό το δίσκο έδινε δικαίωμα στην ύπαρξη σε ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, απόκληρου και αλλόκοτου. Του παρέδιδε οικογένεια. Όταν μπήκα στο γερασμένο Κο-οπ ήταν σαν 20 ξυπνητήρια να χτύπησαν ταυτόχρονα. Και, όπως είπα, δεν ήξερα για τι μιλούσε το τραγούδι, μόνο ότι ήταν εμείς. Ήταν σα μεγάφωνο την ενέργειας εκείνης της εποχής.
Με οδήγησε στην εφηβεία κι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Όταν το άκουσα ήμουν 18 χρονώ, μάθαινα ακόμη ποια ήμουν και ποιες μπορεί να ήταν οι δυνατότητές μου. Ήμουν άπλαστη, πραγματικά άργησα να ανθίσω. Κι όποτε έκανε μια κίνηση, με βοηθούσε να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Ο Μπομπ Ντύλαν με ποίμανε σε μία πολύ δύσκολη περίοδο, ώσπου να γίνω ο εαυτός μου, οπότε και δεν τον χρειαζόμουν πια. Ήταν αισθητικά η μεγαλύτερή μου επιρροή στον τρόπο που τελικά θα έπαιζα μουσική οκτώ χρόνια αργότερα. Όταν τον είχα πρωτακούσει δεν μου περνούσε από το νου ότι κάποτε θα έπαιζα ή θα τραγουδούσα. Έχει επηρεάσει ακόμη και τον τρόπο που σταματάω τα ταξί. Είδα το Don’t look back κι είχε ένα πολύ κουλ τρόπο να το κάνει. Τον σπούδασα. Ο τρόπος που ντύνομαι, που κάνω τα μαλλιά μου, η γλώσσα του σώματός μου, ο τρόπος που περπατώ είναι Ντυλανέσκος.
Αποφάσισα να πω το τραγούδι πρόσφατα, για πρώτη φορά. Κι όταν άρχισα την πρόβα, στα μισά, έβαλα τα κλάμματα, μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω να τραγουδώ. Και σκέφτηκα «τι τρέχει μ’ αυτό το τραγούδι;». Το ένα είναι ότι επιτίθεται, γιατί έτσι είναι ο Μπομπ. Και μαζί ενώνει. Όταν πας σε μια συναυλία, το τραγουδούν όλοι. Γιατί όλοι ξέρουν πως είναι να σαι μόνος σου, χωρίς δρόμο για το σπίτι. Έτσι παρ ότι το λέει απ τη γωνιά του στόματός του, με κάποια κακία μπορείς να πεις, είναι ένα τραγούδι που συμπάσχει. […]
Όταν το πρωτάκουσα σκέφτηκα: «Είμαι έτσι; Δεν θέλω να μια σαν αυτό το πρόσωπο στο τραγούδι!». Αλλά όλοι έχουμε στοιχεία της. Μου θυμίζει πολλά από αυτά τα τύπου μπήτνικ βιβλία που ο ήρωας περνά τόσα σκατά και βρίσκεται σε τέτοια εξαθλείωση που πιάνει πάτο και μετά έρχεται η αυγή. Βγαίνει έξω και, όπως λέει ο Τζιμ Κάρρολλ στο Basketball Diaries «Τα δάχτυλά μου ελευθερώθηκαν από τα δαχτυλίδια». Στο τέλος τέλος, λέει, είναι πολύ δύσκολο να είσαι μόνος σου. Αλλά όταν το περάσεις, ξέρεις τη δύναμή σου. Κι αντί να ξοδεύεις τη ζωή σου σαν την ηρωίδα του Like a Rolling Stone, βγες έξω και κάνε κάτι καλύτερο.
Ο Μπομπ ήρθε να με βρει πολύ αργότερα, όταν ο άνδρας μου, ο Φρεντ Σόνικ Σμιθ, πέθανε το ’94. Ο Μπομπ έμαθε για την κατάστασή μου και μου ζήτησε να περιοδεύσω μαζί του. Δεν είχα περιοδεύσει επί 16 χρόνια και είχα τρομοκρατηθεί. Κι είχα μια ανεπίσημη συνάντηση με το Μπομπ. Μου είπε «οι άνθρωποι θέλουν να σε δουν, βγες στη σκηνή και χαιρέτησέ τους. Αυτή είναι η δουλειά σου, αυτό να κάνεις». Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που είναι πεντακάθαρη χαρά. Όταν παντρεύεσαι, όταν κάνεις παιδιά, όταν τελειώνεις μια συγκεκριμένη δουλειά. Όταν τραγούδησα το Dark Eyes με το Μπομπ σε αυτή την περιοδεία, ήταν μια τέτοια στιγμή. […]
Θυμάμαι, πριν ηχογραφήσει το Desire τον συνάντησα στο δρόμο και με πήρε μαζί του σε ένα λοφτ. Και κάθησα εκεί και τραγούδησε τριάντα τραγούδια σερί σε μια χούφτα ανθρώπους. Κι αυτή ήταν απλά μια νύχτα. Είναι αφιερωμένος στην επικοινωνία μέσω των τραγουδιών. Αγαπά κι απαιτεί τον ιδιωτικό του βίο και του πρέπει, γιατί ξόδεψε την μερίδα του λέοντος απ τη ζωή του παραδίδοντας στο Δήμο τα τραγούδια του. Φέρει εντός του μια σημαντική μουσική παράδοση, μια έντονη μουσική ιστορία κι είναι φορτωμένος με αυτό το βάρος, που χάσαμε τόσους ανθρώπους. Είναι σαν το όρος Ρασμορ – επιβίωσε του τροχαίου, των ναρκωτικών, των προσωπικών δυσκολιών, των ασθενειών του σώματος, εν τέλει του κόσμου.
Η Πάττι Σμιθ στο Uncut του Σεπτεμβρίου 2005, για το «τραγούδι που άλλαξε τον κόσμο».
Υγ Ο Ν. λέει πως έπρεπε να τα φορτώνω στα αγγλικά τα κείμενα, όλοι πια ξέρουν αγγλικά, λέει. Είναι σοφός, τόσο σοφότερος από μένα, αλλά δε θέλω. Γιατί τώρα είναι δικά μου. Γιατί δίνω χρόνο κι αγάπη σε ότι μου έδωσε ζωή. Γιατί, νομίζω πως, όταν μεταφράζω σας λέω κάτι για μας – το κείμενο και μένα. Ας πούμε, πως ξύνω τις πληγές που άγγιξαν κάποτε ο Μπομπ Ντύλαν κι η Πάτι Σμιθ. Ματώνουν ακόμα. Ματώνουν όμορφα. Δόξα τω Θεώ.
11 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Ωραία :-)
Θα ήθελα με κάποιο τρόπο να συμβάλλω στην μεταφραστική σας προσπάθεια. Ιδού λοιπόν ένα σκαν για πάρτη σας. Μ' εντυπωσίασε το "παραδίδοντας στο δήμο τα τραγούδια του".
Τσέλιγκα, μου φαίνεται διάλεξες επίτηδες το ποιμαντικό ποστ για να εμφανιστείς στην ευαγή μας λοκάντα!
Καπταιν Κουκ είστε ευγενέστατος -- έχει δικαιώματα ή να το φορτώσω;
Εγώ πάντως δε θέλω δραχμή για το σκανάρισμα. Αν ήμουν στη θέση σας θα το φόρτωνα (whatever that means).
*
(μ' εκνευρίζει αυτό το comment moderation. Δεν βάζετε καλύτερα τις λεξούλες με τα διεστραμμένα γράμματα; Όχι ότι θα με πειράξει αν μείνει ως έχει το πράγμα... Ορίστε· αμαρτία εξομολογημένη...)
*
Καπταιν σας ευχαριστώ θερμώς!
Δε θέλω να σας εκνευρίζω, προς Θεού! Αλλά, αυτά τα διεστραμμένα γράμματα είναι τελειως βαρβαρα! Επιπροσθέτως, γράφω από πενταλφαβητο πληκτρολόγιο αρκετές φορές (χιντ) κι είναι κουραστικό να αλλάζω κάθε λίγο και λιγάκι... Να με σχωρνάτε, δηλαδή, αλλά...
η λοκαντιέρα σας, προσφιλεστάτη μιραντό, γίνεται ολοένα και καλύτερη. μπράβο για ακόμη μια φορά.
Mirandolína, συνέχισε να μεταφράζεις, η αίσθηση οικειοποίησης που προκαλεί το μετάφρασμα είναι ανεκτίμητη σε σχέση με την ενημέρωση και απόλαυση του πρωτοτύπου. Άλλωστε το κάνεις πολύ καλά, πίστεψέ με, ξέρω τι λέω...
Αυτό το "Ντυλανέσκος" πολύ μ' άρεσε. Όπως και όλο το ποστ βέβαια.
Αγαπητέ Πολυβιε, εκτός από ευπατρίδης είστε και ευγενέστατος (και επειδή στα νιάτα μου υπήρξα τουραντό πολύ μ αρες το μιραντό -- είναι σα να μου λες "μέμνησω δέσποινα της μαλακίας που σε έδερνε". Σπουδαίο πράγμα -- σου κατοχυρώνεται κι ευχαριστώ!)
Μαίανδρέ μου, ευχαριστώ. Ξες, αφού τελειώσω, τα διορθώνω ξανά και ξανά, ανεπαίσθητες αλλαγές,που όμως μου φαίνονται αναγκαίες.
Ολ Βόυ, καλωσόρισες! θα ήθελα πάρα πολύ αυτή η ομορφιά να ήταν δική μου, αλλά δεν... Είναι της εξαιρέτου κυρίας Σμιθ. Έγραφε Dylanesque (τόσο μεγάλο κομπλιμέντο του έκανε. Πόσοι αξιώθηκαν να γίνουν λέξη, να μπουν στο λεξιλόγιό μας; λίγοι ως ελάχιστοι. Κυρίως ρώσοι μου φαίνεται, τώρα που το σκέφτομαι).
Χαίρομαι που το κάνεις! Είναι η απαράιτητη ακροβασία για τη έυρεση της ισορροπίας ανάμεσα στον πρωταρχικό συγγραφέα και τους τελικούς αναγνώστες. Η έκφραση της μεταφραστικής ανησυχίας!
Ευχαριστώ Μαίανδρε! Ψήλωσα μ αυτά και μ αυτά :-)
Πάνο, χαίρομαι ειλικρινά για τη συνάντηση με τους εκλεκτούς μου φιλοξενούμενους. Κι όταν κάποιος από τους βαλκάνιους δηλώσει με τέτοια ταπείνωση, τέτοιο σεβασμό, τέτοια ζεστασιά, πως κλαίει με τα τραγούδια των μουσικών του προγόνων και δεν αντέχει να τα μετατρέψει σε φράγκα, να είστε σίγουρος ότι θα του δωσω την προεδρική σουίτα δωρεάν.
Βλέπετε, η ομορφιά δεν είναι στο γεγονός ότι ένα τεράστιο μέγεθος γράφει για ένα δυσθεώρητο μέγεθος. Είναι στην απλότητα, την ταπείνωση, την τρυφερότητα, την αγάπη και την λεπτότητα της ψυχής της.
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...