My name is Datsun, Mirandolina Datsun...
Πήρα το τραίνο που δε σφυρίζει ούτε μια φορά και σε κάτι λίγο πάνω από τέσσερις ώρες βρέθηκα στη Σαλονίκη. Για την έκθεση, για τους φίλους, γιατί μ αρες! Δε θα σας γραψω για τη έκθεση, μη φοβάστε! τα είπε ο Πάνος. Όμως, οφείλω να γράψω για το καινούριο λατρεμένο καφενείο, το οποίο ονομάζεται "Πάστα Φλώρα darling!" και είναι στην οδό Ζεύξιδος στον αριθμό έξι και κοντά στη γωνία των οδών Διαγωνίου και ΠΠΓερμανού. Δεν είχα μαζί μου φωτογραφική αλλοιώς θα σας ξεναγούσα πιξελογωνιά πιξελογωνιά να το χαρείτε. Είναι ένα αριστούργημα, μια επιτομή όσων υπέροχων κιτσοπραγμάτων αγαπήσαμε ή μας μείναν αξέχαστα, των σουρρεαλίστας, πολύ πριν βαλθούνε να μας κάνουν ενοχικούς οι μινιμαλίστας και πριν καταλάβουμε το κιτς τι σημαίνει (εμένα, πάντως, μου είπανε πως κιτς είναι "η φτηνή αναπαραγωγή ενός ακριβού προτύπου" και τους πίστεψα).
Ένα σας λέω: καθησα σε λεοπάρ πολυθρονάκι και ακούμπησα την τσαντα στο κεφάλι του καθιστού πλαστικού νάνου. Στον τοίχο κυλούσαν ήρεμα τα νερά ενός φωτεινού καταρράκτη, βαλμένου προσεκτικά στην πρίζα, δίπλα στο ψεύτικο κεφάλι-τρόπαιο ελαφιού. Πιο κάτω, κεντήματα με γατάκια και βάζα γεμάτα άνθη, φαρδυές καφέ 70ς κορνίζες. Πίσω μου, ακριβώς μπροστά από το μπαρ, α-κρι-βως το τραπέζι της τραπεζαρίας μας στα 70ς, της πρώτης τραπεζαρίας που αγάπησα έβερ, με την άσπρη φορμάικα και τα λεπτά ροζ άνθη της αμυγδαλιάς εδώ κι εκεί. Ερωτεύτηκα!
Το μόνο που έλειπε από τον χώρο που μπορούσα να εποπτεύσω ήτο τα δύο κεντήματα που μάγευαν το παιδικό μου βλέμμα: η τσιγγάνα και ο γέρος με το τσιμπούκι. Βρίσκονταν στο σπίτι της πιο γλυκειάς θείας του κόσμου. Της θείας που μας τάιζε λουκουμάκι με αμύγδαλο και γλυκό τριαντάφυλλο και αμυγδαλωτά απο κείνα με τη φλύδα κερασάκι στην κορφή και μας έφερνε το νερό δροσερό στην χάλκινη κανάτα. Που μας φώναζε "καμάρια" της και μ έλεγε "λαφίνα" και "πέρδικα" και ποτέ δε με μάλωσε, ποτέ, ποτέ, μάλωνε μόνο τη μαμά αμά με μάλωνε, τον μπαμπά άμα έσμιγε τα φρύδια, "αφήστε την, πήγαινε να παίξεις περιστέρα μου" έλεγε και αλάφρωνε το στήθος μου και την κοπανούσα χοροπηδώντας σαν κατσίκι στις πέτρες. Και μετά από ώρα έβγαινε και φώναζε να γυρίσω και μου χάιδευε το κεφάλι και μου έδινε να πάρω παγωτό, όχι απο αυτά που σε πιάνει ο λαιμός σου μα από τα άλλα, τα χωνάκια με ροζ μαλακό ζαχαρωτό που "δεν σου πειράζουν το λαιμουδάκι, κοκκώνα μου".
Είχε ένα ντιβάνι κοντά στη μασίνα, σκεπασμενο με καραμελωτή-- ροζ ή κόκκινη ή λευκή -- υφαντή στον αργαλειό για την προίκα της. Τις συνάλλαζε. Στον τοίχο κρέμονταν ένα χαλί με χανούμισσες, η μία καθισμένη σε ένα τοιχάκι έπαιζε το λαούτο, η άλλη χαιδευε κατι ελαφάκια, ποταμάκια κυλούσαν, ψαρακια πηδούσαν, παλάτια αχνοφαίνονταν, βουνά παίζαν το υπόβαθρο... όλα σε ένα, πολύ πριν τα σαμπουάν. Και δίπλα, στην άλλη γωνιά της κόχης, η τσιγγάνα κι ο ναύτης με το τσιμπούκι. Όταν σε αγκάλιαζε η θεία και σε γαργαλούσε μέχρι σκασμού και το βλέμμα άφηνε το ροδαλό της πρόσωπο μπας και βρεις ησυχία, μόνο εκεί μπορούσε να αναπαυθεί. Στο ναύτη και την τσιγγάνα.
Στο μυαλό μου ήταν πάντα ζευγάρι. Χρόνια μετά, σε κάποιο παλιατζίδικο κοντά στην Πειραιώς, είδα παραπεταμένο τον ναύτη κι ασυνείδητα αναζήτησα την τσιγγάνα. Ήταν εκεί! μάλιστα! Παρούσα, λίγο πιο πέρα. Γλίστρησα απαλά ανάμεσα στα δεκάδες μικροαντικείμενα, την πήρα στα χέρια, φύσηξα όση σκόνη μπόρεσα, έκανα δυό βήματα δήθεν αφηρημένη και την έβαλα δίπλα του. Έτσι!
Τα κάδρα της θείας χάθηκαν, πετάχτηκαν από κάποιους εκσυγχρονιστές που δε γαργαλάνε μέχρι σκασμού, που δεν αγοράζουν ποτέ αμυγδαλωτά με φλύδα κερασάκι, που ποτέ δε θα σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού, λουκουμάκι με αμύγδαλο και δροσερό νερό στη χάλκινη κανάτα. Θέλω να τα βρω. Να τα χαρίσω στο μαγαζί που μου έκλεψε την καρδιά στη Σαλονίκη. Πληρώνω με πάστα φλώρα και πράσσινο τσάι ποταμό, με αμύγδαλο και τριαντάφυλλα, σερβιρισμένα στη φορμάικα με τα ροζ άνθη της αμυγδαλιάς.
υγ Ευχαριστώ το Μπόλλυγουντ - ξέρει εκείνο γιατί.
Ένα σας λέω: καθησα σε λεοπάρ πολυθρονάκι και ακούμπησα την τσαντα στο κεφάλι του καθιστού πλαστικού νάνου. Στον τοίχο κυλούσαν ήρεμα τα νερά ενός φωτεινού καταρράκτη, βαλμένου προσεκτικά στην πρίζα, δίπλα στο ψεύτικο κεφάλι-τρόπαιο ελαφιού. Πιο κάτω, κεντήματα με γατάκια και βάζα γεμάτα άνθη, φαρδυές καφέ 70ς κορνίζες. Πίσω μου, ακριβώς μπροστά από το μπαρ, α-κρι-βως το τραπέζι της τραπεζαρίας μας στα 70ς, της πρώτης τραπεζαρίας που αγάπησα έβερ, με την άσπρη φορμάικα και τα λεπτά ροζ άνθη της αμυγδαλιάς εδώ κι εκεί. Ερωτεύτηκα!
Το μόνο που έλειπε από τον χώρο που μπορούσα να εποπτεύσω ήτο τα δύο κεντήματα που μάγευαν το παιδικό μου βλέμμα: η τσιγγάνα και ο γέρος με το τσιμπούκι. Βρίσκονταν στο σπίτι της πιο γλυκειάς θείας του κόσμου. Της θείας που μας τάιζε λουκουμάκι με αμύγδαλο και γλυκό τριαντάφυλλο και αμυγδαλωτά απο κείνα με τη φλύδα κερασάκι στην κορφή και μας έφερνε το νερό δροσερό στην χάλκινη κανάτα. Που μας φώναζε "καμάρια" της και μ έλεγε "λαφίνα" και "πέρδικα" και ποτέ δε με μάλωσε, ποτέ, ποτέ, μάλωνε μόνο τη μαμά αμά με μάλωνε, τον μπαμπά άμα έσμιγε τα φρύδια, "αφήστε την, πήγαινε να παίξεις περιστέρα μου" έλεγε και αλάφρωνε το στήθος μου και την κοπανούσα χοροπηδώντας σαν κατσίκι στις πέτρες. Και μετά από ώρα έβγαινε και φώναζε να γυρίσω και μου χάιδευε το κεφάλι και μου έδινε να πάρω παγωτό, όχι απο αυτά που σε πιάνει ο λαιμός σου μα από τα άλλα, τα χωνάκια με ροζ μαλακό ζαχαρωτό που "δεν σου πειράζουν το λαιμουδάκι, κοκκώνα μου".
Είχε ένα ντιβάνι κοντά στη μασίνα, σκεπασμενο με καραμελωτή-- ροζ ή κόκκινη ή λευκή -- υφαντή στον αργαλειό για την προίκα της. Τις συνάλλαζε. Στον τοίχο κρέμονταν ένα χαλί με χανούμισσες, η μία καθισμένη σε ένα τοιχάκι έπαιζε το λαούτο, η άλλη χαιδευε κατι ελαφάκια, ποταμάκια κυλούσαν, ψαρακια πηδούσαν, παλάτια αχνοφαίνονταν, βουνά παίζαν το υπόβαθρο... όλα σε ένα, πολύ πριν τα σαμπουάν. Και δίπλα, στην άλλη γωνιά της κόχης, η τσιγγάνα κι ο ναύτης με το τσιμπούκι. Όταν σε αγκάλιαζε η θεία και σε γαργαλούσε μέχρι σκασμού και το βλέμμα άφηνε το ροδαλό της πρόσωπο μπας και βρεις ησυχία, μόνο εκεί μπορούσε να αναπαυθεί. Στο ναύτη και την τσιγγάνα.
Στο μυαλό μου ήταν πάντα ζευγάρι. Χρόνια μετά, σε κάποιο παλιατζίδικο κοντά στην Πειραιώς, είδα παραπεταμένο τον ναύτη κι ασυνείδητα αναζήτησα την τσιγγάνα. Ήταν εκεί! μάλιστα! Παρούσα, λίγο πιο πέρα. Γλίστρησα απαλά ανάμεσα στα δεκάδες μικροαντικείμενα, την πήρα στα χέρια, φύσηξα όση σκόνη μπόρεσα, έκανα δυό βήματα δήθεν αφηρημένη και την έβαλα δίπλα του. Έτσι!
Τα κάδρα της θείας χάθηκαν, πετάχτηκαν από κάποιους εκσυγχρονιστές που δε γαργαλάνε μέχρι σκασμού, που δεν αγοράζουν ποτέ αμυγδαλωτά με φλύδα κερασάκι, που ποτέ δε θα σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού, λουκουμάκι με αμύγδαλο και δροσερό νερό στη χάλκινη κανάτα. Θέλω να τα βρω. Να τα χαρίσω στο μαγαζί που μου έκλεψε την καρδιά στη Σαλονίκη. Πληρώνω με πάστα φλώρα και πράσσινο τσάι ποταμό, με αμύγδαλο και τριαντάφυλλα, σερβιρισμένα στη φορμάικα με τα ροζ άνθη της αμυγδαλιάς.
υγ Ευχαριστώ το Μπόλλυγουντ - ξέρει εκείνο γιατί.
8 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
μ αρεσε το σπιτικο σου!!!
θα σου ρχομαι¨)
υγ. η σαλονίκη έχει πολλές ομορφιές!
στις τουαλέτες πήγες να τις χαρείς ; άσε που παίζει και καταπληκτική μουσική, όταν ο d.j. έχει κέφια.
Η περιγραφή σας μ'εκανε κ αναστάναξα! " Αχ!".
Τελικά η ανάμνηση της παιδικής ηλικίας καθοσιώνει τα πάντα. Το κιτς της σήμερον παραμένει αντικείμενο κριτικής, ενώ αυτό του χθες μια γλυκιά θύμιση.
Στο σπίτι μας στο Ισραήλ το '70 είχαμε στην κουζίνα κάποια διαφημιστικά πόστερς που ήταν τότε της μόδας με χαρούμενους εργάτες με στάχυα στα χέρια κ τον Ben Gourion να τους επιβλέπει από τα σύννεφα :-)
Το πόστερ διαφήμιζε αλεύρι.
Δόκτωρ σας ευχαριστώ για την επίσκεψη!
Πολύβιε δεν πήγα, γμτ! Αλλά θα ξανανέβω και θα πάω, προμις! [Εχεις πιει αυτό το ωραίο πράσσινο τσάι που το λένε ποταμό;]
Αθήναιε, και σήμερα μ αρες το κιτς, προσωπικώς. Δεν ευχαρίστησα τυχαία το Μπόλλυγουντ, βλέπεις. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και τα καλτ οβ περσονάλιτυ είναι επίσης αγαπητά, αλλά όχι όσο τα κιτς επιπέδου σκυλάκι γι αυτοκίνητο που κουνάει το κεφάλι του και την ουρά του. [Ασχετον- αλλη φορά θα σου γράψω για το ψαροφαγαδικο ‘Αγκυροβόλι‘ και τη γλυκειά Πέννυ που μαγειρεύει. Εφαγα μια πεσκανδρίτσα σαγανάκι, νομίζω με σαφραν, συμπαθέστατη].
Σενάριο τηλεοπτικής διαφήμισης για τοπικό λικέρ (απορρίφθηκε χωρίς να μου δοθούν εξηγήσεις):
Ο ναυτικός με το τσιμπούκι βγαίνει από τον πίνακα και εμφανίζεται με την μορφή του "επιτυχημένου εμπόρου" στο Χογκαρθιανής τεχνοτροπίας "Ο πωλών της μετρητοίς-Ο πωλών επί πιστώσει".Στη συνέχεια φεύγει από κει και περνάει από το εξώφυλλο του φυλλαδίου "ο καραγκιόζης και οι Μπήτλς" για να καταλήξει ως "γιεγιές- με- καμπάνα- παντελόνι- που πετροβολάει- τον- εσταυρωμένο" στην προπαγανδιστική αφίσα με το μήνυμα "Εγώ ανέβηκα για σένα στο σταυρό και εσύ με βλασφημείς?".
Εκεί πέφτει και το σλόγκαν "Πίπερμαν Παπαδέα. Keep Walking"
Εεε, και που το απέρριψαν, έφταιγε το σλόγκαν κι όχι ο ήρωάς μας! Επρεπε να λέει Keep Smoking, διότι ο ναυτικός- έμπορος- γιεγιές δεν θα έπαυε στιγμή να καπνίζει!
Ωστε ο "Γερος με το τσιμπουκι" που ακουγα ειναι πινακας-κεντημα; Παντα ειχα την εντυπωση οτι ειναι τσοντα!
????!!!!
Ανώνυμε/η, ευτυχώς η αλήθεια απεκαλύφθη! Αν και μπορούσατε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας μόνος/η, εφόσον υπολογίζατε ότι το έργο εκεντήθη (σε πολλά αντίτυπα) προ της ανακάλυψης του βιάγκρα.
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...