10.3.06

Το ζεϊμπέκικο του Ασάντε

Τη δεύτερη εβδομάδα του δεύτερου ταξιδιού στη Δυτική Αφρική, αφήσαμε πίσω μας τη σαβάνα και τους ελέφαντες του πάρκου Μόλε, περάσαμε μέσα από τυπικά αφρικάνικα χωριά, με την κόκκινη σκόνη των δρόμων κολλημένη πάνω μας, και φτάσαμε στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γκάνα, την πρωτεύουσα των Ασάντε, το Κουμάσι. Σε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς, οι κάτοικοι δεν ονομάζονται Κουμάσια – εξαιρείται ο Κόφι Αννάν, γέννημα θρέμμα της περιοχής –αλλά Ασάντε, καθώς το Κουμάσι είναι η πρωτεύουσα των εδαφών μιας από τις πιο πλούσιες, περήφανες και πολεμικές φυλές της δυτικής Αφρικής.
Οι ασάντι ή ασάντε είναι φυλή μητριαρχική, που δε μάσησε ούτε από εγγλέζους ούτε από ολλανδούς και πολέμησε γενναία κατά παντός υπευθύνου αδίκου επιθέσεως. Στην περιοχή τους βρίσκονται τα χρυσωρυχεία, οπότε δεν έχουν πεινάσει, ε και μια τάση προς το δουλεμπόριο την είχαν στο παρελθόν οπότε δεν εδουλώθησαν διότι υποδούλωναν άλλους βιαίως (πριν ανακαλυφθεί ο ΟΗΕς αυτά – μετά οι υποδουλώσεις γίνονταν δια ψηφοφορίας)…

Οι Ασάντε φημίζονται κι ως τεχνίτες ξυλογλύπτες, κατασκευαστές μασκών τε και ειδωλίων, και υφαντές, κατασκευαστές του περίφημου υφάσματος κέντε. Το χωριό Μπονγουάιρ φημίζεται για το κέντε του, το χωριό Αγιάα για τους ξυλογλύπτες του, το χωριό Πανκόρνο για τα κεραμικά του και το χωριό Ντόνσο για το σταμπωτό ύφασμα αντίνκρα.
Δεν μείναμε σε ξενοδοχείο για δυτικούς. Ζητήσαμε από τον ασάντε οδηγό του ταξί το οποίο είχαμε νοικιάσει για μια εβδομάδα να μας συστήσει ένα καλό αφρικάνικο ξενοδοχείο. Έτσι, μείναμε σε ένα πολύ ιδιαίτερο χάνι, λίγο έξω από την πόλη, στο οποίο τα δωμάτια, μεγάλα, με μπαλκονόπορτες και ασβεστωμένους τοίχους, ήταν χτισμένα γύρω από μιαν αυλή. Στην αυλή υπήρχε ένα περίπτερο-καφενείο στο οποίο έρχονταν όλη η γειτονιά να πιεί τον καφέ της ή το αναψυκτικό της το απογευματάκι και να συζητήσει τα τελευταία νέα. Ε, και γινόταν και το σχετικό νυφοπάζαρο.
Την πρώτη μέρα το πρωί, πήγαμε στο πρώτο παλάτι του Ασαντεχένε, του βασιλιά των Ασάντε, το οποίο τώρα είναι μουσείο. Το σκαμνί που έπεσε από τον ουρανό δεν ήταν εκεί, το χει ο Ασαντεχένε στο νέο παλάτι. Μετά πήγαμε να δούμε το σπαθί στο βράχο που κανείς όμως δεν πρέπει να βγάλει διότι αν το βγάλει θα χαθεί ο κόσμος. Αφού θαυμάσαμε τις αρχαιότητες, καθήσαμε στον κήπο του μουσείου να ξεκουραστούμε πίνοντας μια μπυρίτσα (που σερβίρεται σε μπουκάλι του ενός λίτρου). Πιάσαμε φιλίες με τα παιδιά του προσωπικού, που παίζαν όλα χαρούμενα και γελαστά στην αυλή και σε λίγο παίζαμε μαζί τους και τους φουσκώναμε μπαλόνια.

Στο διπλανό τραπέζι, δυό νεαροί γκανέζοι, φιλόξενοι κι ευγενικοί, φοιτητές όπως μάθαμε αργότερα, μας πιάσανε την κουβέντα. Η τότε αγάπη μου, καταπληκτικός μουζικάντης της ρέγκε, τους είπε το παράπονό του: τόσες μέρες κι ότι τύμπανα βρίσκαμε ήταν τουριστικά! Κι ήθελε τόσο ένα αληθινό αφρικάνικο τύμπανο! Τα παιδιά μας ρώτησαν που μένουμε και τι ώρα περίπου θα είμαστε στο χάνι. «Θα έρθουμε να σας φέρουμε αληθινά ντραμς» υποσχέθηκαν. Δεν το πολυπιστέψαμε. Έφυγαν, κι ύστερα από λίγο φύγαμε κι εμείς.
Φτάνοντας στο χάνι, καθήσαμε σε ένα από τα τραπεζάκια της αυλής να πιούμε πάλι κάτι δροσερό. Η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει τους σαράντα βαθμούς και το χρειαζόμασταν. Στα γύρω τραπέζια είχαν ήδη πάρει θέση οι ντόπιοι, αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες, και συζητούσαν στην διάλεκτο των Ασάντε, σίγουροι πως δεν τους καταλαβαίναμε. Μοιάζαν λίγο ενοχλημένοι από την παρουσία μας. Είμασταν οι μόνοι άσπροι, να προσθέσω.

Στο παραδίπλα τραπέζι, υπήρχαν τρεις πραγματικά εντυπωσιακές παρουσίες. Τρεις άντρες ντυμένοι με τις παραδοσιακές φορεσιές, στα πόδια τους τα πιο όμορφα πέδιλα που χω δει. Είχαν γυρίσει από κηδεία – ένα γεγονός που τιμάται με ιδιαίτερα εντυπωσιακά παραδοσιακά ντυσίματα στην χώρα των Ασάντε – και κάθονταν να ξαποστάσουν.

Είχαμε δεν είχαμε παραγγείλει όταν ξαφνικά εισέβαλαν στην αυλή οι δυό φοιτητές που είχαμε γνωρίσει το πρωί! Χαμογελούσαν ολόκληροι και μας έφερναν φουριόζοι τρία κρουστα. Οι ντόπιοι, μόλις τους είδαν, ρώτησαν που τα πήγαιναν τα ταμπούρλα. Όταν έμαθαν, έγινε πανζουρλισμός. Γελούσαν και μας περιέπαιζαν. Ένας μάλιστα από τους στολισμένους του τραπεζιού της κηδείας μας το είπε στα αγγλικά: ρε ομπρούνι, τι ξέρετε του λόγου σας από ρυθμό; τσου ρε λαλάκηδες εισαγώμενοι!

Ο τότε καλός μου δεν είπε τίποτε. Μόνο χαμογέλασε και πήρε το ένα ταμπούρλο στα χέρια του. Κάθησε σωστά, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του κι άρχισε να χτυπάει ένα ρυθμό, το ρυθμό της καρδιάς μας. Άρχισε να τραγουδάει το ένα τραγούδι του Μάρλευ μετά το άλλο – ρεφραίν μόνο, αλλάζοντας κάθε φορά ελαφρά το ρυθμό των κρουστών. Γουστάρανε. Τους άρεσε που βγήκαν ψεύτες και τραβούσε η ψυχή τους τζαμάρισμα. Μες σε λίγα λεπτά τα άλλα δύο ταμπούρλα που είχαν κουβαλήσει τα παιδιά είχαν περάσει σε αφρικάνικα χέρια, κι άλλα ταμπούρλα εμφανίστηκαν από το πουθενά, ομπρούνι και μαύροι τραγουδούσαμε Μάρλεϋ, κάποιες παρέες είχαν σηκωθεί και χόρευαν στο κέντρο της αυλής κι ο θεός Διόνυσος χαμογελούσε, ορατός κι αόρατος σε αυτή την γιορτή.
Περνούσαμε πολύ όμορφα, χτυπούσαμε χέρια και πόδια, τραγουδούσαμε, είχαμε γίνει όλοι μια παρέα. Θέλησα να δείξω τη χαρά μου. Και, κατά το ελληνικό συνήθειο, αποφάσισα να κεράσω από ένα ότι πίναν σε όλους όσους βρίσκονταν στην αυλή. Ένα κέρασμα που μου κόστισε δύο χιλιάδες δραχμές όλες κι όλες και μου χαρισε μια από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου.

Τα κεράσματα φτάσαν στα τραπέζια κι έγινε κάποιο σουσουρο. Το κέρασμα δεν το συνήθιζαν, είναι περήφανοι και κάποιοι από τους άνδρες αντέδρασαν στην αρχή, αλλά το δέχθηκαν όταν τους εξηγήσαμε τι σημαίνει στη δική μας πατρίδα. Γενναιόκαρδοι κι ανοιχτοί, παρά τα όσα έχουν περάσει. Είχε κοπάσει κάπως η χαρά, να δοθούν οι εξηγήσεις, όταν ο γεροντότερος από την παρέα του τραπεζιού της κηδείας, αυτός που μας είχε κοροϊδέψει, σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Δεν είχε σηκωθεί καθόλου όλη αυτή την ώρα. Η έγερσή του έφερε μιαν παράξενη ησυχία. Αρχηγική φυσιογνωμία, έμοιαζε να τους εκπροσωπεί όλους. Με πλησίασε και μου είπε «Γυναίκα, γι’ αυτό που έκανες, θα χορέψω για σένα».
Τα ταμπούρλα σίγησαν τελείως. Ένας από τους ντόπιους πήρε το νταμ από τα χέρια της τότε αγάπης μου. Όλοι μα όλοι κάθησαν στις θέσεις τους. Όλοι εκτός από τον γέροντα των σαράντα χρόνων. Οι τρεις κρουστοί ασάντε άρχισαν να παίζουν μια υπέροχη άγρια μουσική κι ο γέροντας άρχισε να χορεύει με πλατιές κινήσεις των χεριών, στρίβοντας και τεντώνοντας το ρούχο του, με μεγάλα ανοίγματα των ποδιών, ένα χορό εμφανώς πολεμικό.

Κανείς δεν μοιράστηκε την πίστα μαζί του, αυτή τη φορά. Κανείς. Ήταν παραγγελιά και μάλιστα αφιερωμένη. Ήταν η ώρα που μια ρωμέικη συνήθεια και ένας περήφανος αφρικάνικος χορός έχτισαν μυσταγωγία. Όταν ο ασάντε κάθησε, κοντά μου τώρα, το γλέντι ξανάρχισε, με μπόλικη ρέγκε και χάιλάιφ. Όμως τίποτε δεν ήταν το ίδιο. Γιατί τώρα είμασταν μια αγκαλιά, τώρα γελούσαμε με τα ίδια αστεία, μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, χαιρόμασταν τον ίδιο ουρανό. Να φανταστείς, όταν ο, μαύρος, ξενοδόχος ήρθε να μας κάνει παρατήρηση, γιατί κόντευε να ξημερώσει κι εμείς ακόμη βαρούσαμε ταμπούρλα και τραγουδούσαμε ενοχλώντας τους πελάτες, ο ασάντε γύρισε και μου πε: «Τι περιμένεις; Αυτός μας ήρθε από την Αμερική. Δεν είναι σαν κι εμάς!».

Αμερικανάκι. Δεν ήταν σαν κι εμάς.

23 σχόλια. Εσείς τι λέτε;

Blogger Περαστικός έφα...

Τι ωραία που μας ταξίδεψες πάλι... άντε να δουλέψω τώρα, νομίζω ότι πρέπει να διαβάζω τα κείμενά σου το βράδυ :)

3/10/2006 11:19:00 π.μ.  
Blogger Κωστής Γκορτζής έφα...

Ζωγραφιές...

3/10/2006 11:26:00 π.μ.  
Blogger πολυβιος έφα...

πάλι καλά που στην παρέα δεν υπήρχε ο αντίστοιχος αφροάφρικαν κοεμτζής

3/10/2006 11:26:00 π.μ.  
Blogger aeipote έφα...

Η μνήμη είναι μεταδοτική; Θαρρώ πως κόλλησα και, μα το Δία, μου αρέσει!

Να είσαστε καλά να την μεταδίδεται.

3/10/2006 01:45:00 μ.μ.  
Blogger Mave έφα...

ξέρεις τι? υπάρχουν μερικά κείμενα που σκίζουν τον ουρανό, κι όσο τα διαβάζεις ανεβαίνει ο ήχος από μέσα σου σαν σφυρί πάνω σε αμόνι, όπως ζεσταίνεται το αίμα και βράζει και στροβιλίζεται και χύνεται στις φλέβες σου, κι ετσι μετουσιώνεσαι σαν μόρια του Star Trek, beam me up Skotty, και το διάνυσμά σου έχει περάσει την μεσόγειο, τη σαχάρα και κατευθύνεται Νότια.

thanks for the trip, mirandollina...

3/10/2006 02:12:00 μ.μ.  
Blogger Λαμπρούκος έφα...

"Λευκοί και νέγροι δίνουνε τα χέρια, έ γέρο Νέγρο Τζιμ..."

Από τα καλλύτερα σου (αν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο για σένα.

3/10/2006 02:35:00 μ.μ.  
Blogger Juanita La Quejica έφα...

Ήμουν κι εγώ εκεί, για λίγα έστω δευτερόλεπτα. Ευχαριστώ για το μοίρασμα. Πάντα πολύτιμο.

3/10/2006 03:25:00 μ.μ.  
Blogger Filotas έφα...

Πάντα τέτοια Mirandolina μου!:-)

3/10/2006 03:53:00 μ.μ.  
Blogger lemon έφα...

M ι ρ α ν τ ο λ ί ν α....
ποιήματα γράφεις...νομίζω οτι εντόπισα το χάρισμα: μας ταξιδεύεις την ψυχή, κρατώντας μας παράλληλα γερά κολημένους στη γή, αυτό πρέπει να είναι...

3/10/2006 04:10:00 μ.μ.  
Blogger Olyf έφα...

Ερώτηση: Μπορεί ένα ψηφιακό κείμενο νά κάνει την καρδιά σου νά σκάσει απο χαρά και συγκίνηση
Απάντηση: Ναι μπορεί!
Φιλώ γλυκά τά χέρια σας.

3/10/2006 05:57:00 μ.μ.  
Blogger Γνωμοδότης έφα...

;-))))))

3/10/2006 08:06:00 μ.μ.  
Blogger NinaC έφα...

Σαν την ελληνική έκδοση του National Geographic και καλλίτερο!!!

3/10/2006 08:41:00 μ.μ.  
Blogger ci έφα...

Μαγικό ταξίδι, σα να άκουγα na wa for you..

3/10/2006 09:47:00 μ.μ.  
Blogger Katerina ante portas έφα...

Ax, αναστέναξα βαθειά! Γειά σου "κόρη" με τα ωραία σου!
Λένε ότι οι ασάντι είναι ψηλοί και "όμορφοι", αλήθεια;

3/10/2006 10:00:00 μ.μ.  
Blogger Mirandolina έφα...

Χίλια ευχαριστώ, όλους σας κι έναν έναν χωριστά, και πολύ συγκινούμαι που συναντιόμαστε έτσι!

Δεν ξέρω τι να πω, έτσι που ζεσταίνεται η καρδιά και ξεχειλίζει από τη γενναιοδωρία σας, Αβάντι, Περαστικέ, Ημίαιμε, Ααείποτε, Μάβη (ο Σκόττυ ήταν η μεγάλη μου αγαπη, Θεός σχωρέστον – χαίρομαι που του έμοιασα λιγάκι!), Λαμπρούκο, Χουανίτα μου, Ανχελίτο, Λεμον, Ολυφ, γνωμοδότα, Κωνσταντίνε, Κούκλα, Κοπίτο μου των συν-κινήσεων, Κατερίνα μου (είναι ψηλοί, γεροδεμένοι, δυνατοί άνδρες – δες τους δυό με τις παραδοσιακές στολές, είναι χαρακτηριστικά δείγματα :-)).

Πολύβιε, αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσο καθαρά μάτια που βλέπουν τσιφ στην καρδιά σου. Ξέρανε γιατί είμασταν εκεί και τι κουβαλούσε η ψυχή μας. Αν υπήρχε αίμα θα ήταν του αδελφοποιτού.

3/11/2006 10:34:00 π.μ.  
Blogger Νicola Beerman έφα...

Συνυπογραφω κι εγω για το ωραιο σου κειμενο.Θυμηθηκα κατι που διαβασα στο γεωτροπιο μαλλον και σας το μεταφερω.ΚΑΠΟΥ ΣΤΙς ΠΕΡΙΟΧΕς Αυτες ο δημοσιογραφος πηγε στο υποτιθεμενο δημαρχειο ενος χωριου.Το δημαρχειο ηταν ενα ανοιχτο κιοσκι.Παρ'ολα αυτα υπηρχε μια πινακιδα που εγραφε οτι απαγορευεται το καπνισμα.Ο δημοσιογραφος την αγνοησε και αναψε τσιγαρο.Τοτε ο ντοπιος υπαλληλος του εκανε παρατηρηση να μετακινειθει δυο μετρα για να βγει απ'το κιοσκι το οποιο οροθετουσε το χωρο του δημαρχειου.(νομιζω οτι αυτο ηταν το μεγαλυτερο μαθημα για να σεβεται καποιος τους κανονες...)

3/11/2006 10:48:00 π.μ.  
Blogger ci έφα...

Τι όμορφο μάθημα για εμάς τους "πολιτισμένους" η ιστορία του nicola!!

Αλήθεια Μιραντολίνα, με το ταξίδι που μάς πήγες θυμήθηκα τις "ξένες λέξεις" τού Αλεξάκη. Μάλλον υπερβολικό "θάψιμο" είχαν φάει τότε, εμένα πάντως μού άφησαν μια πολύ γλυκειά εντύπωση.
Θυμάμαι ότι είχα βρει και τα αντίστοιχα sites, ήταν πολύ ενδιαφέροντα.

Καλό σ-κ να έχουμε!:)

3/11/2006 12:05:00 μ.μ.  
Blogger Περί κουζίνας και όχι μόνο έφα...

Σε διαβάζω συνέχεια και σε ζηλεύω όλο και περισσότερο, γιά το μοναδικό χάρισμα που έχεις, όχι μόνο να γράφεις υ π έ ρ ο χ α, αλλά και να καθηλώνεις τον αναγνώστη σου.
Νομίζω οτι αν σχολίαζα περισσότερο, θα βεβήλωνα τα γραπτά σου. Σ'ευχαριστώ :)))

3/11/2006 07:00:00 μ.μ.  
Blogger discolata έφα...

από αλλού ξεκίνησα και αλλού βρέθηκα...

και τώρα αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι, ακόμα με ζαλίζει η μυρωδιά της εικόνας που έφτιαξες.

φιλί

3/11/2006 11:49:00 μ.μ.  
Blogger άσκεπος έφα...

Πρώτη φορά διαβάζω το μπλογκ και έχω μείνει άγαλμα. Ε-κ-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ή. Παρακαλώ σας, συνεχίστε.

3/12/2006 12:37:00 π.μ.  
Blogger Mirandolina έφα...

Νικόλα, Κοπίτο μου, ναι, έχουν πολιτισμό κι αξιοπρέπεια και περηφάνεια. Είναι όμορφοι άνθρωποι (καλό σ-κ, επίσης!).

Δώρα, σήμερα σε ανακάλυψα αλλά δεν μελέτησα ακόμη – το λουκούμι όμως ήταν ότι πρέπει για κέρασμα.

Ντισκολάτα μου, σε ανακάλυψα πρώτη κι είμαι ευτυχής γι αυτό. Το φιλί σου το έχω για παράσημο. Φιλιά, λοιπόν και καλώς όρισες.

Εξόριστε, χίλια ευχαριστώ. Θα συνεχίσω – γίνεται τώρα να μη συνεχίσω;

3/12/2006 01:34:00 π.μ.  
Blogger alombar42 έφα...

μετά οι υποδουλώσεις γίνονταν δια ψηφοφορίας

...και δια βοής - ο έχων δυνατή φωνή κερδίζει :(


Αμερικανάκι. Δεν ήταν σαν κι εμάς.

Γι' αυτό μου αρέσει η λοκάντα :)
Υπέροχο!

3/12/2006 04:04:00 π.μ.  
Anonymous Ανώνυμος έφα...

Τί ωραία ιστορία! Και τι θαυμάσια δοσμένη! Καλλιέργεια και ευαισθησία! Δεν κρύβονται! Πρώτη φορά μπήκα στο μπλογκ. Και η ιστορία του εφευρέτη της λιθπγραφίας πολύ καλή.΄Ζηλεύω και τον παλιο φίλο σου και τον τωρινό. Τυχεροί!

3/15/2006 11:22:00 μ.μ.  

Την καλή σου την κουβέντα


πίσω στην κουζίνα...