Στελεχώνοντας την Παράδεισο
Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Aς το δροσίση πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
Εις το βουνό, ψηλά, εκεί, ένας από τους παραμυθένιους πρίγκηπες που αγάπησα για πάντα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, εις την εκκλησούλα ψηλά εκεί, κάποια απ’ τα αγόρια τα πιο όμορφα του κόσμου και της καρδιάς μου σήμερα, σιγά μη κάθομαι ν ασχοληθώ με νέα και παλιά ημερολόγια, σήμερα μνημονέψαμε την καλωσύνη του άρα σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, ξεκινούσαν να ελευθερώσουν την πατρίδα.
Ήτανε θεϊκά κωλόπαιδα πριν, ξέρετε. Γυρνούσαν τα βραδυα στους κοιτώνες του πανεπιστημίου τραγουδώντας δυνατά, ξέραν όλα τα popάκια της εποχής απέξω, σαχλοτράγουδα που τα λέγαν τσαχπίνες να τις πιείς στο ποτήρι, ερωτεύονταν για μια βραδυά, γύριζαν στους δρόμους πιωμένοι κάποτε, τραβάγαν το σπαθάκι τους για ψύλλου πήδημα, το γάντι το πετούσαν ολόλευκο και φρεσκοκολλαρισμένο, κλέβαν φιλιά από κοράσια σαν τα κρύα τα νερά, καμμιά φορά ξεχνούσαν να ’ναι κύριοι και περηφανεύονταν στους φίλους...
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
Φορούσαν τα πιο όμορφα πουκάμισα, ραμμένα από τον ίδιο ράφτη που έφτιαχνε και του τσάρου, παραγγελία πάνω στο λυγερό κορμάκι τους -- χαρά του νά χει να ράβει αγγέλους. Φορούσαν ρούχα δυτικά, παντελόνια και τα τοιαύτα, βρίζαν στα ρώσικα, αλλάζαν αστεία στα γαλλικά, απήγγειλαν γερμανικά αφηρημένα στίχους για κάποια Ελλάδα που ο χάρτης δεν την χώρεσε ακόμη, τρώγαν με τις πεταλουδίτσες τα λεφτά του μπαμπά, παίζαν χαρτιά και βάζανε στοιχήματα, σχεδιάζαν κι εκτελούσαν καζούρες στους καθηγητές - κάποιους τους είχαν αποβάλλει κιόλας, κι έπρεπε ο πατέρας να βάλει λυτούς και δεμένους για τούτη την ντροπή της οικογένειας κι αναρωτιόταν ο πατέρας πότε θα γίνει άντρας, πότε... Ήτανε νέοι στην πιο όμορφη άνοιξη. Ήτανε ελληνάκια πριν γίνουν Ωραίοι Έλληνες.
Αλλα αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
Έλληνες της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;
Ήταν και μερικοί σπασίκλες, βουτυρόπαιδα. Με ένα βιβλίο στο χέρι όλη μέρα, λιμοκοντόροι, nerds τελείως, με κάτι γυαλάκια στρογγυλά, ατσούμπαλα ντυμένοι, που ούτε ένα ποτήρι αψέντι δεν κατέβασαν στη ζωή τους, με ένα βλέμμα που όσοι ποτέ το αντίκρυσαν εμ τράβα το μανούλα μου από το βιβλίο, κοίτα και τον κόσμο γύρω σου πια! όσοι το αντίκρυσαν το είπανε ονειροπαρμένο, το είπανε αλλού αλλού σε κάποιο όνειρο που ακόμη πρόσωπο δεν είχε μα εκείνοι θα του το διναν και κάνανε τη γνωστή χειρονομία, έλα μωρέ τον τρόμπα τον ακοινώνητο, χέστωνα!
Ο Γέρων φθονερός
και των έργων εχθρός
και πάσης μνήμης έρχεται
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην.
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κ' έθνη.
Ήτανε και τα καλά παιδιά βαρέθηκα κιόλας προορισμένοι να τελειώσουν τις σπουδές, να πάρουν το καλό κορίτσι που αρραβωνιάστηκαν μικροί καπάρο για την ενοποίηση των περιουσιών δυό δαχτυλίδια, να αναλάβουν τις δουλειές του μπαμπά, να κάνουν παιδιά κι εγγόνια, τα δυο τρία εξώγαμα με την ζουμπουρλού υπηρέτρια και να πεθάνουν σε βαθιά γεράματα. Ήταν κι αυτοί που λες. Αυτοί τώρα αφήναν τη φωτιά να καίει γιατί στην ηλικία τους ήταν κοινωνικώς αποδεκτό, μια τρέλλα νεανική πριν όλα μπουν σε μια σειρά Δόξα τω Θεώ τους βρήκε ο έρωτας για την πατρίδα εκεί, ευθεία στην καρδιά, πριν βίαια τους θεραπεύσουν οι συνθήκες.
Αλλ' ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.
Έτσι είναι η φλόγα, καρδούλα μου άμαθη. Αν την αφήσεις ανεξέλεγκτη θα φάει τα πάντα, τους γύρω, τη ζωή σου, πεινάει και διψάει και τίποτε δεν την χορταίνει και τίποτε να τη σβήσει δε μπορεί, ώσπου να βρει το δρόμο της ευλογία το λέμε αυτό να βρει το δρόμο της και να πεινάει και να διψάει χορτασμένη και να γιγαντώνει όπως γλυκαίνει και γίνεται εις τον αιώνα των αιώνων αμήν Φως εκ Φωτός και ζεστασιά στα κρύα βραδυα της ζωής μας που μοιάζουν ατελείωτα που τα βαραίνει η σκιά της απελπισίας.
Αυτού, αφού την αρχαίαν
πορφυρίδα και σκήπτρον
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα,
και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν:
τον ένδοξον Λόχον,
τέκνα, μιμήσατε,
Λόχον Ηρώων.
Στο γιό μου - μακάρι τόσο όμορφος να υπάρξει. Και στον Τσέλιγκα - στη Ρουμανία πήγα να περπατήσω όπου περπάτησαν, να τους κάνω μνημόσυνο, να κλάψω τις αγάπες μου τις παντοτεινές και να θυμηθώ τα ωραία των νεανικά πρόσωπα, το υψηλό γενναίο παράστημά των, την ομορφιά που άνθισε και νίκησε την φρίκη του θανάτου, όπως μου παραδόθηκαν.
Ύστερα, γύρισα τουρίστας την Τρανσυλβανία. Μα η αλήθεια μου απ το ταξίδι είναι τούτη εδώ.
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Aς το δροσίση πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
Εις το βουνό, ψηλά, εκεί, ένας από τους παραμυθένιους πρίγκηπες που αγάπησα για πάντα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, εις την εκκλησούλα ψηλά εκεί, κάποια απ’ τα αγόρια τα πιο όμορφα του κόσμου και της καρδιάς μου σήμερα, σιγά μη κάθομαι ν ασχοληθώ με νέα και παλιά ημερολόγια, σήμερα μνημονέψαμε την καλωσύνη του άρα σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, ξεκινούσαν να ελευθερώσουν την πατρίδα.
Ήτανε θεϊκά κωλόπαιδα πριν, ξέρετε. Γυρνούσαν τα βραδυα στους κοιτώνες του πανεπιστημίου τραγουδώντας δυνατά, ξέραν όλα τα popάκια της εποχής απέξω, σαχλοτράγουδα που τα λέγαν τσαχπίνες να τις πιείς στο ποτήρι, ερωτεύονταν για μια βραδυά, γύριζαν στους δρόμους πιωμένοι κάποτε, τραβάγαν το σπαθάκι τους για ψύλλου πήδημα, το γάντι το πετούσαν ολόλευκο και φρεσκοκολλαρισμένο, κλέβαν φιλιά από κοράσια σαν τα κρύα τα νερά, καμμιά φορά ξεχνούσαν να ’ναι κύριοι και περηφανεύονταν στους φίλους...
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
Φορούσαν τα πιο όμορφα πουκάμισα, ραμμένα από τον ίδιο ράφτη που έφτιαχνε και του τσάρου, παραγγελία πάνω στο λυγερό κορμάκι τους -- χαρά του νά χει να ράβει αγγέλους. Φορούσαν ρούχα δυτικά, παντελόνια και τα τοιαύτα, βρίζαν στα ρώσικα, αλλάζαν αστεία στα γαλλικά, απήγγειλαν γερμανικά αφηρημένα στίχους για κάποια Ελλάδα που ο χάρτης δεν την χώρεσε ακόμη, τρώγαν με τις πεταλουδίτσες τα λεφτά του μπαμπά, παίζαν χαρτιά και βάζανε στοιχήματα, σχεδιάζαν κι εκτελούσαν καζούρες στους καθηγητές - κάποιους τους είχαν αποβάλλει κιόλας, κι έπρεπε ο πατέρας να βάλει λυτούς και δεμένους για τούτη την ντροπή της οικογένειας κι αναρωτιόταν ο πατέρας πότε θα γίνει άντρας, πότε... Ήτανε νέοι στην πιο όμορφη άνοιξη. Ήτανε ελληνάκια πριν γίνουν Ωραίοι Έλληνες.
Αλλα αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
Έλληνες της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;
Ήταν και μερικοί σπασίκλες, βουτυρόπαιδα. Με ένα βιβλίο στο χέρι όλη μέρα, λιμοκοντόροι, nerds τελείως, με κάτι γυαλάκια στρογγυλά, ατσούμπαλα ντυμένοι, που ούτε ένα ποτήρι αψέντι δεν κατέβασαν στη ζωή τους, με ένα βλέμμα που όσοι ποτέ το αντίκρυσαν εμ τράβα το μανούλα μου από το βιβλίο, κοίτα και τον κόσμο γύρω σου πια! όσοι το αντίκρυσαν το είπανε ονειροπαρμένο, το είπανε αλλού αλλού σε κάποιο όνειρο που ακόμη πρόσωπο δεν είχε μα εκείνοι θα του το διναν και κάνανε τη γνωστή χειρονομία, έλα μωρέ τον τρόμπα τον ακοινώνητο, χέστωνα!
Ο Γέρων φθονερός
και των έργων εχθρός
και πάσης μνήμης έρχεται
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην.
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κ' έθνη.
Ήτανε και τα καλά παιδιά βαρέθηκα κιόλας προορισμένοι να τελειώσουν τις σπουδές, να πάρουν το καλό κορίτσι που αρραβωνιάστηκαν μικροί καπάρο για την ενοποίηση των περιουσιών δυό δαχτυλίδια, να αναλάβουν τις δουλειές του μπαμπά, να κάνουν παιδιά κι εγγόνια, τα δυο τρία εξώγαμα με την ζουμπουρλού υπηρέτρια και να πεθάνουν σε βαθιά γεράματα. Ήταν κι αυτοί που λες. Αυτοί τώρα αφήναν τη φωτιά να καίει γιατί στην ηλικία τους ήταν κοινωνικώς αποδεκτό, μια τρέλλα νεανική πριν όλα μπουν σε μια σειρά Δόξα τω Θεώ τους βρήκε ο έρωτας για την πατρίδα εκεί, ευθεία στην καρδιά, πριν βίαια τους θεραπεύσουν οι συνθήκες.
Αλλ' ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.
Έτσι είναι η φλόγα, καρδούλα μου άμαθη. Αν την αφήσεις ανεξέλεγκτη θα φάει τα πάντα, τους γύρω, τη ζωή σου, πεινάει και διψάει και τίποτε δεν την χορταίνει και τίποτε να τη σβήσει δε μπορεί, ώσπου να βρει το δρόμο της ευλογία το λέμε αυτό να βρει το δρόμο της και να πεινάει και να διψάει χορτασμένη και να γιγαντώνει όπως γλυκαίνει και γίνεται εις τον αιώνα των αιώνων αμήν Φως εκ Φωτός και ζεστασιά στα κρύα βραδυα της ζωής μας που μοιάζουν ατελείωτα που τα βαραίνει η σκιά της απελπισίας.
Αυτού, αφού την αρχαίαν
πορφυρίδα και σκήπτρον
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα,
και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν:
τον ένδοξον Λόχον,
τέκνα, μιμήσατε,
Λόχον Ηρώων.
Στο γιό μου - μακάρι τόσο όμορφος να υπάρξει. Και στον Τσέλιγκα - στη Ρουμανία πήγα να περπατήσω όπου περπάτησαν, να τους κάνω μνημόσυνο, να κλάψω τις αγάπες μου τις παντοτεινές και να θυμηθώ τα ωραία των νεανικά πρόσωπα, το υψηλό γενναίο παράστημά των, την ομορφιά που άνθισε και νίκησε την φρίκη του θανάτου, όπως μου παραδόθηκαν.
Ύστερα, γύρισα τουρίστας την Τρανσυλβανία. Μα η αλήθεια μου απ το ταξίδι είναι τούτη εδώ.
15 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Όμορφο να μοιράζεσαι. Καλημέρα!
Κάπως έτσι αρχίζουν όλα Mirandolina μου!:-)
τι ωραίο αυτό το 'την’ (παράδεισο)
(και να βρίσκεις ομορφιά εκεί που οι άλλοι δε βλέπουν τίποτα)
Μας περνάς στον ρομαντισμό της εποχής "αβρόχοις ποσί" με κείνη την κόντρα γλώσσα και δεν ξενερώνει το δακρύβρεχτον..
Γνωρίζανε τότε ιστορία Μirandolina μου, όμως, να η διαφορά για να ανάψει η φλόγα..
(Όμορφος να γίνει ο γιόκας σου και καλορρίζικος!)
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
όπως λέει και το τραγούδι.
Για τις αλήθειες που βρίσκουμε σε κάθε γωνιά.
Να τον καμαρώνεις πάντα τον όμορφο, Μιραντολίνα:)
Διάβασα και σχετικά πρόσφατα την "Ελληνική Νομαρχία" Ανωνύμου του Έλληνος, σε εκείνη την ωραία έκδοση με σχολιασμό από τον Βαλέτα. Καλό είναι να μην ξεχνάμε κάποια πράγματα. Το Δραγατσάνι πότισαν με το νεανικό τους αίμα τα παιδιά αυτά. Από τον Ιερό Λόχο, από δύναμη 373 έπεσαν 200. Συνελήφθησαν και 37 αιχμάλωτοι, όλοι τραυματίες, οι περισσότεροι Ιερολοχίτες (υποθέτω οι άλλοι θα ήταν από τα τμήματα του Καραβιά και του Ολύμπιου), που αποκεφαλίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ).
Εύγε Μιραντολίνα που τους θυμήθηκες, και με τον Κάλβο, με συγκίνησες.
Υπέροχο...
Να παραφράσω λίγο ακόμα Κάλβο;
"Κι αν έπεσαν οι πτερωθέντες
κι επνίγησαν στο αίμα τους
αφ'υψηλά όμως έπεσαν
κι απέθαναν ελεύθεροι.
Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου
νόμιζε φρικτόν τον τάφον"
Καλό βράδυ
θεωρω απο τα καλυτερα που εχεις γραψει το:
Δόξα τω Θεώ τους βρήκε ο έρωτας για την πατρίδα εκεί, ευθεία στην καρδιά, πριν βίαια τους θεραπεύσουν οι συνθήκες.
ζητω για τους αθεραπευτους!
στειλε και στον γεωργιο
στο υπεροχο sic μπλογκ
λοκα μου γλυκεια
αγαπη και ζεστη αγκαλια
Από την άλλη μπορείς να τους δεις και σαν την αφρόκρεμα της οθωμανικής μπουρζουαζίας που απέτυχε να αντικαταστήσει τη φεουδαρχία (όπως επίσης απέτυχε να συνεργαστεί με το λαϊκό κίνημα της Μολδοβλαχίας).
Στέλιος
Εσύ παιδί μου κάνεις ποίημα και από τις λάσπες...
Τι να πω, εύχομαι στο γιο σου ότι του έυχεσαι.
Σας ευχαριστώ όλους – Χουανίτα, Ανχελίτο, Αμβρόσιε, Περαστικέ, Γάτε, μακάρι να μπορούσα να βρω λέξεις που να ταιριάζουν στους ανθρώπους μας και στα παιδιά μας – αυτό που συνήθως χάνουμε μες στην καθημερινότητα είναι πως πρόκειται για τα παιδιά μας. Και τότε και πριν και τώρα. Και μας το δειξε τόσο πρόσφατα ο Ελύτης, Αμβρόσιε - πως να ξεχάσω μετά?
Κατερίνα μου όμορφη, μου ξεφεύγει παραπανίσιος λυρισμός, σε τόσο στιβαρά θέματα, πολλές φορές – κι είμαι κι ανεξέλεγκτη…
Ευχαριστώ για τις ευχές - κι εσένα Κοπίτο μου, κι εσένα Λαμπρούκο.
Πάνο, ευχαριστώ και περιμένω!
Νύφε ναι, ζήτω οι αθεράπευτοι – Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν κι αυτοί.
Στέλιο, μπορείς πάντα να διαλέξεις ανάμεσα στην καρδιά και το μυαλό. Εσύ επιλέγεις το μυαλό – εμένα μ αρέσουν τα αδιαχώριστα, το όλον. Μονο τούτο: οι αφρόκρεμες –όπως το λες- βάζουν άλλους να σκοτώνονται. Δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν ως πρόβατα επί σφαγήν.
Θαυμάσιο, ὑπέροχο, καὶ τὸ -ὅλως μιραντολινικὸν- κείμενον, βεβαίως, καὶ οἱ φωτογραφίες, τὶς ὁποῖες δὲν εἶχα δεῖ ἀλλοῦ.
(Ὁ ναὸς στὴν πρώτη εἶναι στὸ Ἰάσιο, τοῦ μοναστηρίου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅπου καὶ ἡ ἀναμηστικὴ πλάκα στὴν τρίτη; Ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς πεσόντες τοῦ Δραγατσανίου;)
Καλλίμαχε, σε ευχαριστώ πολύ. Τις φωτογραφίες δεν τις έχεις δει, γιατί τώρα τις σκάναρα. Τις έχω τραβήξει η ίδια. Δεν είμαι καλή στις φωτό αλλά εδώ δε με ένοιαζε η σύνθεση.
Στο μοναστήρι ο ναός, στο μοναστήρι κι η πλακέτα, όχι όμως το μνημείο των πεσόντων. Το μνημείο είναι μες στο νεκροταφείο του Δραγατσανίου.
Τί να πω...υποκλίνομαι..τύφλα ναχουν οι ‘καταξιωμένοι‘ λογοτέχνες! Να τι θάπρε να διαβάζουν τα παιδιά στα σχολεία!
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...