Ζουάν, με παίζετε κι εμένα;
«Άμα είναι να μου τον χαρίσετε τώρα αμέσως τον Μιρό» - Συγχωρέστε με που άργησα λίγο.
«Στη δεύτερη ατομική του, στο Παρίσι το 1925, φορούσε ένα ολοκέντητο γιλέκο, γκρι πανταλόνι και λευκές γκέτες. Μοίραζε σε όλους καλές κουβέντες αλλά ήταν και στην τσίτα μη τυχόν του ξεφύγει κανένας, κι έτσι φάνταζε κάπως αγχωμένος. Όταν τελείωσε η εκδήλωση, τον πείσαμε να έρθει μαζί μας στο Μονπαρνάς. Έχω κρατήσει, από κείνο το βράδυ, ολοζώντανη την ανάμνηση ενός Μιρό πιο συγκεντρωμένου από ποτέ, να χορεύει ταγκό με μια γυναίκα αρκετά ψηλότερή του. Ούτε μια φορά δε γλίστρησε, ούτε ένα μικρό βήμα, μια ελάχιστη χειρονομία δεν παρέβλεψε. Κάποια στιγμή, όλοι οι άλλοι χορευτές σταμάτησαν, ανίκανοι να ανταγωνιστούν τέτοια ευσυνειδησία. Κι ο Μιρό, τσιτωμένος, συνέχισε να χορεύει το ταγκό λες και μόλις το είχε μάθει απέξω από κάποιο βιβλίο».
Calvin Tomkins, The world of Marcel Duchamp, εκδ. Little Brown and Co, 1977
Είπε «Ναι». Δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, δε χρειάστηκε να ρωτήσω. Ο Ζουάν έρχεται αμέσως να σε πάρει από το χεράκι, μόλις εμφανιζόσουν με κείνο το χαμένο βλέμμα της πρώτης φοράς στην παιδική χαρά. Ο Ζουάν τους έπαιζε πάντα όλους. Ακόμη και εκείνοι οι καπετάν φασαρίες που δε χωρούσαν κι οι δυό στην ίδια πόλη (πολλώ μάλλον στην ίδια παιδική χαρά!), ήθελαν να παίζουν μαζί του. Το καταλαβαίνεις στο Φαουντατσιό Μιρό στη Βαρκελώνη. Παρουσιάζει εκεί, από τη συλλογή του, έργα που του έχουν χαρίσει άνθρωποι που όχι απλά δε χώνευαν ο ένας τον άλλο, αλλά μισούνταν (Όχι, δε σου λέω ποιοι. Τι είμαι εγώ; Η Τατιάνα των εικαστικών;). Όλοι παρόντες, όλοι έχουν δώσει έργα- κοσμήματα στον Ζουάν. Όλοι οι αληθινά μεγάλοι δεν μπορούν να αντισταθούν στην καλοσύνη και την ευγένεια του καταλανού μου φίλου.
«Στο κορύφωμα του σουρρεαλιστικού κινήματος, όταν γίνονταν οι μεγάλες εκδηλώσεις, όλοι υποτίθεται ότι όφειλαν να κάνουν κάτι σκανδαλώδες, να μπουν στο μάτι της μπουρζουαζίας. Θεωρούνταν τεράστιο κατόρθωμα να κάνεις κάτι πραγματικά εξωφρενικό στη μέση του δρόμου, μπροστά στον κόσμο και, εξ αυτού, να σε συλλάβουν και αν γίνεται να περάσεις και μια δυό μέρες στη φυλακή γιατί προσέβαλες την καθεστηκυία τάξη. Όλοι στίβαν το μυαλό τους ώστε να βρουν τον πιο αυθεντικό τρόπο για να σταθούν απέναντι στην βασιλεία της θριαμβεύουσας μπουρζουαζίας. Κάποιος από την ομάδα πρότεινε να βγούν όλοι έξω στους δρόμους και να φωνάζουν κάτι ανατρεπτικό. Ο Ρομπέρ Ντεσνός, για παράδειγμα, θα έπρεπε να πει «Καλημέρα σας, κυρία μου» σε έναν παπά, δυνατά στο μετρό και μπροστά σε όσο περισσότερο κόσμο γινόταν.
Ο Μισέλ Λειρίς, που ο πατέρας του ή ο θείος του ήταν υψηλόβαθμος στην αστυνομική διοίκηση, έπρεπε να προσβάλλει αστυνομικούς ώσπου να καταφέρει κάποιον από αυτούς να τον συλλάβει. Όπως κι έγινε […] Ο Ελυάρ, πάλι, είχε βγει σε μια μεγάλη πλατεία και φώναζε «Κάτω η Γαλλία! Κάτω η Γαλλία!». Τον πιάσανε και τον πήγανε στη φυλακή μέχρι να συνέλθει. Όλοι ανέλαβαν ανάλογες αποστολές με υπερβάλλοντα ζήλο. Φυσικά, όλοι περίμεναν και ο Μιρό να δικαιολογήσει την ύπαρξή του στην ομάδα, με κάποια ανάλογη δράση. Τι να έκανε κι εκείνος; Βγήκε στο δρόμο και πολύ ευγενικά διακήρυττε «Κάτω η Μεσόγειος». Η Μεσόγειος είναι μια αρκετά μεγάλη, ασαφής περιοχή, με τόσες πολλές χώρες στις ακτές της, που κανείς από τους περαστικούς δεν έπαιρνε αυτή την επίθεση κατάκαρδα, ειδικά έτσι ευγενικά που διατυπωνόταν. Με αποτέλεσμα, κανείς να μην υπερασπιστεί τη Μεσόγειο και το «Κάτω η Μεσογειος!» να είναι η μόνη προσβολή που πέρασε ατιμώρητη».
Francoise Gilot, Carlton Lake, Life with Picasso, εκδ. Avon Books, 1981
Σουρρεαλιστής και μαζί ζωγράφος πυκνός, συμπυκνωμένος και μαζί παιδικός με τον τρόπο που αγαπούν τα παιδιά να είναι παιδικοί οι μεγάλοι. Όχι τελείως αλλά περισσότερο. Η οδός προς μια παιδικότητα ώριμη, γενναία, που κλείνει το ματάκι πάντα στη σωστή στιγμή. Είχαμε πάει με τον αυτοκράτορα στο Φαουντατσιό, ήτανε λίγο κουρασμένος γιατί ήταν το δεύτερο μουσείο της μέρας (κακούργα μάνα, κακούργα!) όμως σα να ζωντάνεψε, «τι είναι αυτό;», πες μου εσύ τι είναι αυτό, αισθάνθηκε αμέσως ειδικός κι ύστερα από λίγο, μουτράκι σοβαρό, φώναζε «μαμά, έλα να σου εξηγήσω τι δείχνει εδώ». Κι όταν κουράστηκε πάλι, του λέω «ρουμορ χαζ ιτ, πως ο Μιρό έκρυψε μες στα έργα του ένα παγωτό και όποιος μπορέσει να δει το παγωτό το κερδίζει κιόλας κι είναι και κρέμα-φράουλα». Μας βρήκε το απόγευμα ξαπλωμένους στο πάτωμα, να κοιτάμε τα έργα ανάποδα σκασμένοι στα γέλια, ώσπου βρήκε το παγωτό επιτέλους και το κέρδισε! Και τώρα, βλέπει Μιρό και γελάει, όπως γελάω κι εγώ, όπως γελούσα κατεβάζοντας έργα από το ουεμπ, γελάμε γιορτινά, συνωμοτώντας υπέρ μιας ωριμότητας ποιητικής κι αθώας, ανυποχώρητης κι αναχωρητικής, ακέραιας και αγαπητικής, απτής όπως ορίζει εκείνος που πάντα ήθελε να αγγίζει ότι θα ζωγράφιζε.
«Ένας κοινός φίλος μας πήγε με το Μιρό να δούμε ένα τέλειο στούντιο, στο γαλλικό Νότο, ελπίζοντας ότι ο ισπανός, που εκείνη την εποχή δεν είχε δικό του στούντιο, θα το νοίκιαζε. Όμως ο Μιρό ούτε που το κοίταξε. Είχε βρει ένα κομμάτι ανοικτό μπλέ χαρτόνι στο βάθος ενός παραπεταμένου καφασιού για μήλα κι έπαιζε με αυτό ευχαριστημένος, μουρμουρίζοντας «Μα, δεν είναι υπέροχο;». Δεν κατορθώσαμε να τον κάνουμε να ρίξει μια ματιά στο στούντιο. Είχε βρει αυτό που ήθελε».
Selden Rodman, Conversations with Artists, εκδ. Capricorn, 1961
Καταλανός. Απολύτως. Ποτέ δεν ένοιωσε τίποτε άλλο, δεν επιθύμησε τίποτε άλλο, κι ας πήγαινε συνέχεια στο Παρίσι. Άλλωστε, όταν οι γονείς τον πίεσαν να γίνει υπαλληλάκος και κατέρρευσε, ήταν η Καταλωνία που τον θεράπευσε. Ήταν το ίδιο εκείνο κτήμα στο οποίο ζωγράφισε τη Φάρμα, στο οποίο οι γονείς του τον άφησαν πια ελεύθερο να κάνει ότι ήθελε, δηλαδή να βρει την υγειά του. Εκεί έγινε ποιητής, στιχουργούσε με το χρώμα, έγραφε λέξεις-σύμβολα ενός μυστικού, μαγικού κώδικα που ανάσαινε την αθωότητα.
Λένε πως, βασική επιρροή στο έργο του υπήρξε ο κύριος Παύλος. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος Παύλος επηρέασε πολλούς κι η δυσκολία του να ενταχθεί σε κίνημα έφερε κοντά του πολλές γενναίες και μοναχικές ψυχές. Όμως όχι το Ζουάν, λέει το βισινόματο. Ήταν ανεξάρτητα θηρία τα δύο τους. Ο Μιρό μπορεί να ήταν σουρεαλιστής με πατέντα, λάμπει η υπογραφή του στο μανιφέστο, ο Πάπας Ανδρέας ο Βρετώνος τον είχε ονοματίσει σουρρεαλιστικότερο όλων των σουρρεαλιστών, όμως, τα έργα του μιλούν για το μοναχικό του, ιδιοφυή δρόμο.
Το κοινό του με τον κύριο Παύλο είναι που και ο Ζουαν πειραματίζονταν συνέχεια. Ακούραστος όταν έπαιζε δηλαδή. Κη ζου; ο Ζουάν ζου αν κάποιος ζου! Ε τι! Λάδια, κολάζ, ταπισερί, κεραμικά, λιθογραφίες, σκηνικά, κοστούμια, γλυπτά – θυμάμαι γελώντας εκείνον τον παιγνιδιάρη φαλλό κοντά στην αρένα των ταυρομαχιών – ανάγλυφα, γραφιστικές δουλειές, όπως το σήμα κατατεθέν της Βαρκελώνης, τίποτε δεν θεωρούσε «δεύτερο», ήταν όλα ευκαιρία για τη νέα γιορτή των χρωμάτων. Ήταν ο μάγος της χαράς, ο περιπατητής των ουρανών. Ακόμη και τον άγριο καιρό του δευτέρου μεγάλου πολέμου, όταν όλη η Ευρώπη αιμορραγούσε, ο μικρός μου πρίγκηπας ζωγράφιζε την πιο γνωστή ενότητα έργων του, τους αστερισμούς. Από κει και ύστερα ζωγράφιζε τις γυναίκες, τα πετεινά του ουρανού και τα άστρα. Και δεν πέθανε ποτέ, ακριβώς γι αυτό. Γιατί τα πετεινά του ουρανού έχουν ζωήν αιώνιον.
Είχα ένα βιπεράκι με τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, είχε στο εξώφυλλο ένα έργο του Μιρό, ήμουν δεν ήμουν έκτη δημοτικού, ήταν ο πρώτος Μιρό που έβλεπα και έκλεινα και ξανάκλεινα το βιβλίο για να δω και να ξαναδω τη ζωγραφιά του άγνωστου που με είχε μαγέψει. Έτσι γνωριστήκαμε. Και, σας λέω, ποτέ μου δεν τον ξέχασα, γιατί, φορά να μη πήγα στο μουσείο του Παυλου Πικάσσου στη Βαρκελώνη μας υπήρξε, μα φορά να μη πήγα στο φαουντατσιό του Ζουάν μου δεν υπήρξε καμμιά!
Για τον επίλογο, μια ωραία συνάντηση, ε, Ζουάν μου; Πως το είπε ο Γίγας στο Πάνο; «Όποιος συνεχίζει να θεωρεί το έργο τέχνης μεγάλο έπαθλο αυτός και θα δώσει και το μεγάλο αγώνα και θα το αποκτήσει». Λοιπόν, ένα άλλο εκλεκτό αγόρι έκανε αυτό το κομπλιμέντο στο Μιρό.
«Η Φάρμα ξεκίνησε στο Μοντρόιγ το καλοκαίρι του 1921 την τελείωσε στο Παρίσι, όπου ο Μιρό, νοιώθοντας την ανάγκη να έρχεται σε επαφή με τις πηγές της μοντέρνας τέχνης, περνούσε τους χειμώνες του από το 1919. Δούλευε αυτό το έργο συνεχώς επί εννέα μήνες, με τέτοιο πάθος, που, φεύγοντας από το Μοντρόιγ για το Παρίσι πήρε μαζί του δυό κομμάτια χώμα με γρασίδι από το κτήμα για να τα χρησιμοποιεί ως μοντέλα. Όταν ο πίνακας τελείωσε, κρεμάστηκε σε ένα καφενείο του Μονπαρνάς και τελικά αγοράστηκε από έναν ολοφάνερα άφραγκο νεαρό αμερικανό συγγραφέα, που τον λέγανε Έρνεστ Χέμινγουέη, και που για να βρει λεφτά να πάρει το έργο φόρτωνε και ξεφόρτωνε σακκιά λαχανικά για πολλά βράδια στην αγορά του Παρισιού. «Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιτάξεις αυτό το έργο και να μη καταλάβεις ότι το ζωγράφισε έναν μεγάλος ζωγράφος», έγραψε μια φορά ο Χεμινγουέη. «Έχει όλα αυτά που νοιώθεις για την Ισπανία όταν είσαι εκεί, κι όλα αυτά που νοιώθεις όταν είσαι μακρυά και δε μπορείς να επιστρέψεις».
Calvin Tomkins, ο.π.
«Στη δεύτερη ατομική του, στο Παρίσι το 1925, φορούσε ένα ολοκέντητο γιλέκο, γκρι πανταλόνι και λευκές γκέτες. Μοίραζε σε όλους καλές κουβέντες αλλά ήταν και στην τσίτα μη τυχόν του ξεφύγει κανένας, κι έτσι φάνταζε κάπως αγχωμένος. Όταν τελείωσε η εκδήλωση, τον πείσαμε να έρθει μαζί μας στο Μονπαρνάς. Έχω κρατήσει, από κείνο το βράδυ, ολοζώντανη την ανάμνηση ενός Μιρό πιο συγκεντρωμένου από ποτέ, να χορεύει ταγκό με μια γυναίκα αρκετά ψηλότερή του. Ούτε μια φορά δε γλίστρησε, ούτε ένα μικρό βήμα, μια ελάχιστη χειρονομία δεν παρέβλεψε. Κάποια στιγμή, όλοι οι άλλοι χορευτές σταμάτησαν, ανίκανοι να ανταγωνιστούν τέτοια ευσυνειδησία. Κι ο Μιρό, τσιτωμένος, συνέχισε να χορεύει το ταγκό λες και μόλις το είχε μάθει απέξω από κάποιο βιβλίο».
Calvin Tomkins, The world of Marcel Duchamp, εκδ. Little Brown and Co, 1977
Είπε «Ναι». Δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, δε χρειάστηκε να ρωτήσω. Ο Ζουάν έρχεται αμέσως να σε πάρει από το χεράκι, μόλις εμφανιζόσουν με κείνο το χαμένο βλέμμα της πρώτης φοράς στην παιδική χαρά. Ο Ζουάν τους έπαιζε πάντα όλους. Ακόμη και εκείνοι οι καπετάν φασαρίες που δε χωρούσαν κι οι δυό στην ίδια πόλη (πολλώ μάλλον στην ίδια παιδική χαρά!), ήθελαν να παίζουν μαζί του. Το καταλαβαίνεις στο Φαουντατσιό Μιρό στη Βαρκελώνη. Παρουσιάζει εκεί, από τη συλλογή του, έργα που του έχουν χαρίσει άνθρωποι που όχι απλά δε χώνευαν ο ένας τον άλλο, αλλά μισούνταν (Όχι, δε σου λέω ποιοι. Τι είμαι εγώ; Η Τατιάνα των εικαστικών;). Όλοι παρόντες, όλοι έχουν δώσει έργα- κοσμήματα στον Ζουάν. Όλοι οι αληθινά μεγάλοι δεν μπορούν να αντισταθούν στην καλοσύνη και την ευγένεια του καταλανού μου φίλου.
«Στο κορύφωμα του σουρρεαλιστικού κινήματος, όταν γίνονταν οι μεγάλες εκδηλώσεις, όλοι υποτίθεται ότι όφειλαν να κάνουν κάτι σκανδαλώδες, να μπουν στο μάτι της μπουρζουαζίας. Θεωρούνταν τεράστιο κατόρθωμα να κάνεις κάτι πραγματικά εξωφρενικό στη μέση του δρόμου, μπροστά στον κόσμο και, εξ αυτού, να σε συλλάβουν και αν γίνεται να περάσεις και μια δυό μέρες στη φυλακή γιατί προσέβαλες την καθεστηκυία τάξη. Όλοι στίβαν το μυαλό τους ώστε να βρουν τον πιο αυθεντικό τρόπο για να σταθούν απέναντι στην βασιλεία της θριαμβεύουσας μπουρζουαζίας. Κάποιος από την ομάδα πρότεινε να βγούν όλοι έξω στους δρόμους και να φωνάζουν κάτι ανατρεπτικό. Ο Ρομπέρ Ντεσνός, για παράδειγμα, θα έπρεπε να πει «Καλημέρα σας, κυρία μου» σε έναν παπά, δυνατά στο μετρό και μπροστά σε όσο περισσότερο κόσμο γινόταν.
Ο Μισέλ Λειρίς, που ο πατέρας του ή ο θείος του ήταν υψηλόβαθμος στην αστυνομική διοίκηση, έπρεπε να προσβάλλει αστυνομικούς ώσπου να καταφέρει κάποιον από αυτούς να τον συλλάβει. Όπως κι έγινε […] Ο Ελυάρ, πάλι, είχε βγει σε μια μεγάλη πλατεία και φώναζε «Κάτω η Γαλλία! Κάτω η Γαλλία!». Τον πιάσανε και τον πήγανε στη φυλακή μέχρι να συνέλθει. Όλοι ανέλαβαν ανάλογες αποστολές με υπερβάλλοντα ζήλο. Φυσικά, όλοι περίμεναν και ο Μιρό να δικαιολογήσει την ύπαρξή του στην ομάδα, με κάποια ανάλογη δράση. Τι να έκανε κι εκείνος; Βγήκε στο δρόμο και πολύ ευγενικά διακήρυττε «Κάτω η Μεσόγειος». Η Μεσόγειος είναι μια αρκετά μεγάλη, ασαφής περιοχή, με τόσες πολλές χώρες στις ακτές της, που κανείς από τους περαστικούς δεν έπαιρνε αυτή την επίθεση κατάκαρδα, ειδικά έτσι ευγενικά που διατυπωνόταν. Με αποτέλεσμα, κανείς να μην υπερασπιστεί τη Μεσόγειο και το «Κάτω η Μεσογειος!» να είναι η μόνη προσβολή που πέρασε ατιμώρητη».
Francoise Gilot, Carlton Lake, Life with Picasso, εκδ. Avon Books, 1981
Σουρρεαλιστής και μαζί ζωγράφος πυκνός, συμπυκνωμένος και μαζί παιδικός με τον τρόπο που αγαπούν τα παιδιά να είναι παιδικοί οι μεγάλοι. Όχι τελείως αλλά περισσότερο. Η οδός προς μια παιδικότητα ώριμη, γενναία, που κλείνει το ματάκι πάντα στη σωστή στιγμή. Είχαμε πάει με τον αυτοκράτορα στο Φαουντατσιό, ήτανε λίγο κουρασμένος γιατί ήταν το δεύτερο μουσείο της μέρας (κακούργα μάνα, κακούργα!) όμως σα να ζωντάνεψε, «τι είναι αυτό;», πες μου εσύ τι είναι αυτό, αισθάνθηκε αμέσως ειδικός κι ύστερα από λίγο, μουτράκι σοβαρό, φώναζε «μαμά, έλα να σου εξηγήσω τι δείχνει εδώ». Κι όταν κουράστηκε πάλι, του λέω «ρουμορ χαζ ιτ, πως ο Μιρό έκρυψε μες στα έργα του ένα παγωτό και όποιος μπορέσει να δει το παγωτό το κερδίζει κιόλας κι είναι και κρέμα-φράουλα». Μας βρήκε το απόγευμα ξαπλωμένους στο πάτωμα, να κοιτάμε τα έργα ανάποδα σκασμένοι στα γέλια, ώσπου βρήκε το παγωτό επιτέλους και το κέρδισε! Και τώρα, βλέπει Μιρό και γελάει, όπως γελάω κι εγώ, όπως γελούσα κατεβάζοντας έργα από το ουεμπ, γελάμε γιορτινά, συνωμοτώντας υπέρ μιας ωριμότητας ποιητικής κι αθώας, ανυποχώρητης κι αναχωρητικής, ακέραιας και αγαπητικής, απτής όπως ορίζει εκείνος που πάντα ήθελε να αγγίζει ότι θα ζωγράφιζε.
«Ένας κοινός φίλος μας πήγε με το Μιρό να δούμε ένα τέλειο στούντιο, στο γαλλικό Νότο, ελπίζοντας ότι ο ισπανός, που εκείνη την εποχή δεν είχε δικό του στούντιο, θα το νοίκιαζε. Όμως ο Μιρό ούτε που το κοίταξε. Είχε βρει ένα κομμάτι ανοικτό μπλέ χαρτόνι στο βάθος ενός παραπεταμένου καφασιού για μήλα κι έπαιζε με αυτό ευχαριστημένος, μουρμουρίζοντας «Μα, δεν είναι υπέροχο;». Δεν κατορθώσαμε να τον κάνουμε να ρίξει μια ματιά στο στούντιο. Είχε βρει αυτό που ήθελε».
Selden Rodman, Conversations with Artists, εκδ. Capricorn, 1961
Καταλανός. Απολύτως. Ποτέ δεν ένοιωσε τίποτε άλλο, δεν επιθύμησε τίποτε άλλο, κι ας πήγαινε συνέχεια στο Παρίσι. Άλλωστε, όταν οι γονείς τον πίεσαν να γίνει υπαλληλάκος και κατέρρευσε, ήταν η Καταλωνία που τον θεράπευσε. Ήταν το ίδιο εκείνο κτήμα στο οποίο ζωγράφισε τη Φάρμα, στο οποίο οι γονείς του τον άφησαν πια ελεύθερο να κάνει ότι ήθελε, δηλαδή να βρει την υγειά του. Εκεί έγινε ποιητής, στιχουργούσε με το χρώμα, έγραφε λέξεις-σύμβολα ενός μυστικού, μαγικού κώδικα που ανάσαινε την αθωότητα.
Λένε πως, βασική επιρροή στο έργο του υπήρξε ο κύριος Παύλος. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος Παύλος επηρέασε πολλούς κι η δυσκολία του να ενταχθεί σε κίνημα έφερε κοντά του πολλές γενναίες και μοναχικές ψυχές. Όμως όχι το Ζουάν, λέει το βισινόματο. Ήταν ανεξάρτητα θηρία τα δύο τους. Ο Μιρό μπορεί να ήταν σουρεαλιστής με πατέντα, λάμπει η υπογραφή του στο μανιφέστο, ο Πάπας Ανδρέας ο Βρετώνος τον είχε ονοματίσει σουρρεαλιστικότερο όλων των σουρρεαλιστών, όμως, τα έργα του μιλούν για το μοναχικό του, ιδιοφυή δρόμο.
Το κοινό του με τον κύριο Παύλο είναι που και ο Ζουαν πειραματίζονταν συνέχεια. Ακούραστος όταν έπαιζε δηλαδή. Κη ζου; ο Ζουάν ζου αν κάποιος ζου! Ε τι! Λάδια, κολάζ, ταπισερί, κεραμικά, λιθογραφίες, σκηνικά, κοστούμια, γλυπτά – θυμάμαι γελώντας εκείνον τον παιγνιδιάρη φαλλό κοντά στην αρένα των ταυρομαχιών – ανάγλυφα, γραφιστικές δουλειές, όπως το σήμα κατατεθέν της Βαρκελώνης, τίποτε δεν θεωρούσε «δεύτερο», ήταν όλα ευκαιρία για τη νέα γιορτή των χρωμάτων. Ήταν ο μάγος της χαράς, ο περιπατητής των ουρανών. Ακόμη και τον άγριο καιρό του δευτέρου μεγάλου πολέμου, όταν όλη η Ευρώπη αιμορραγούσε, ο μικρός μου πρίγκηπας ζωγράφιζε την πιο γνωστή ενότητα έργων του, τους αστερισμούς. Από κει και ύστερα ζωγράφιζε τις γυναίκες, τα πετεινά του ουρανού και τα άστρα. Και δεν πέθανε ποτέ, ακριβώς γι αυτό. Γιατί τα πετεινά του ουρανού έχουν ζωήν αιώνιον.
Είχα ένα βιπεράκι με τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, είχε στο εξώφυλλο ένα έργο του Μιρό, ήμουν δεν ήμουν έκτη δημοτικού, ήταν ο πρώτος Μιρό που έβλεπα και έκλεινα και ξανάκλεινα το βιβλίο για να δω και να ξαναδω τη ζωγραφιά του άγνωστου που με είχε μαγέψει. Έτσι γνωριστήκαμε. Και, σας λέω, ποτέ μου δεν τον ξέχασα, γιατί, φορά να μη πήγα στο μουσείο του Παυλου Πικάσσου στη Βαρκελώνη μας υπήρξε, μα φορά να μη πήγα στο φαουντατσιό του Ζουάν μου δεν υπήρξε καμμιά!
Για τον επίλογο, μια ωραία συνάντηση, ε, Ζουάν μου; Πως το είπε ο Γίγας στο Πάνο; «Όποιος συνεχίζει να θεωρεί το έργο τέχνης μεγάλο έπαθλο αυτός και θα δώσει και το μεγάλο αγώνα και θα το αποκτήσει». Λοιπόν, ένα άλλο εκλεκτό αγόρι έκανε αυτό το κομπλιμέντο στο Μιρό.
«Η Φάρμα ξεκίνησε στο Μοντρόιγ το καλοκαίρι του 1921 την τελείωσε στο Παρίσι, όπου ο Μιρό, νοιώθοντας την ανάγκη να έρχεται σε επαφή με τις πηγές της μοντέρνας τέχνης, περνούσε τους χειμώνες του από το 1919. Δούλευε αυτό το έργο συνεχώς επί εννέα μήνες, με τέτοιο πάθος, που, φεύγοντας από το Μοντρόιγ για το Παρίσι πήρε μαζί του δυό κομμάτια χώμα με γρασίδι από το κτήμα για να τα χρησιμοποιεί ως μοντέλα. Όταν ο πίνακας τελείωσε, κρεμάστηκε σε ένα καφενείο του Μονπαρνάς και τελικά αγοράστηκε από έναν ολοφάνερα άφραγκο νεαρό αμερικανό συγγραφέα, που τον λέγανε Έρνεστ Χέμινγουέη, και που για να βρει λεφτά να πάρει το έργο φόρτωνε και ξεφόρτωνε σακκιά λαχανικά για πολλά βράδια στην αγορά του Παρισιού. «Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιτάξεις αυτό το έργο και να μη καταλάβεις ότι το ζωγράφισε έναν μεγάλος ζωγράφος», έγραψε μια φορά ο Χεμινγουέη. «Έχει όλα αυτά που νοιώθεις για την Ισπανία όταν είσαι εκεί, κι όλα αυτά που νοιώθεις όταν είσαι μακρυά και δε μπορείς να επιστρέψεις».
Calvin Tomkins, ο.π.
24 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Μύηση φίλτατη ΄"κόρη", με κείμενα και χρώματα!
Καλημέρα σε σάς και φιλάκι σε Εκείνον-τον αυτοκράτορα βέβαια-την παρέα σας!
και βεβαίως καταλανός ;)
καλη βδομάδα να χουμε.
Ευτυχώς, στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ο καλός του φίλος Joan Prats, που του πρότεινε να φτιάξουν αυτό το κέντρο, το αφιερωμένο στην σύγχρονη τέχνη. Και πάλι ένας καλός του φίλος από τα παλιά, ο Josep Luis Sert, σχεδίασε την fundació και πρωτοστάτησε στο χτίσιμο και τη δημιουργία της.
Έτσι μπορέσατε και ζήσατε αυτές τις πολύτιμες στιγμές με τον αυτοκράτορα Mirando, ψάχνοντας για το κρυμμένο παγωτό!
Όλο το ποστ ήταν βόλτα με λιακάδα! Ευχαριστούμε πάλι Μιραντολίνα. Αλλά το τελευταίο με τον Χέμινγουέι με τσάκισε...Τι υπέροχοι μουρλοί που είναι οι καλλιτέχνες.
δεν τον ξέρω τον κύριο.
εγώ μέχρι τους waterboys έφτασα.άντε και κάνας van morrison.
μια μέρα όμως ένας φίλος(ψιλοαλοκοτος σαν και σένα) μου κάνε δώρο μια μάυρη κουπα για καφέ φίλτρου κι είχε κάτι παράξενες ζωγραφιές σαν κι αυτές που δείχνεις."τι ειν αυτό ρε λεωνίδα?" του λέω."είναι μιρό" μου λέει."σ αρέσει?"
θυμήθηκα τότε ένα τραγουδι του jonathan richman που λέει "he loved the color and he let it show".αυτός το γραψε για τον βανγκονγκ(πόινγκ) αλλά για μένα κοΛάει πιο πολύ με τον μιρό.
μετά αγόρασα ένα ημερολόγιο και το χω ακόμη.κάθε μήνας κι ένας πινακας του.
είναι οι μαγικές οι ζωγραφιές του.τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.(εκτος κι αν ειναι τα δικά σου)
(όταν πήγα στη βαρκελώνη μου πάνε να πάω στο Ενυδρείο κι εκεί πήγα-βλέπεις τότε δεν υπήρχε το blog σου)
Have you heard about the painter Vincent Van Gogh,
Who loved color and who let it show.
Now in the museum what have we here?
The baddest painter since God's Jon Vermeer.
He loved he loved he loved life so bad,
His paintings had twice the color other paintings had.
So bad so bad that the world had to know,
The man loved color and he let it show.
(του JoJo θυμάμαι το τραγούδι για τον Picasso!)
Καλή και πολύχρωμη βδομάδα να 'χουμε, φυσικά μού θύμισες το φοιτητικό μου δωμάτιο Μιραντό: )
Το Μουσείο Μιρό στη Βαρκελώνη είναι μια συναρπαστική εμπειρία (δάκρυσα μπροστά στον "Ήλιο" και με κοίταζαν σαν χαζοί οι τουρίστες...)
Τη Βαρκελώνη τη λατρεύω, κυρίως, για τρεις λόγους. Με σειρά προτεραιότητος:
1. Πάρκο Guel (γεμάτο με έργα του Gaudi και σχεδιασμένο από εκείνον)
2. Miro
3.Las Ramblas
Ευχαριστούμε Mirandolina :)))
Από όλα όσα γράφεις περισσότερο με συγκινεί (ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη) ο τρόπος που μεγαλώνεις το παιδί σου!
Αλήθεια, γιατι Ζουάν και όχι Χουάν;
Εμείς πήγαμε στο Φουντασιόν τα "Θεοφάνεια" που ήταν αργία στην Καταλωνία! Έτσι έμεινα με την όρεξη για να δω τα έργα του Μιρό και εκτονώθηκα με την ανδρομική έκθση έργων του Πικάσο στο μουσείο του που - παραδόξως κατ' εμέ! - λειτουργούσε το ίδιο απόγευμα! Αλλά την επόμενη φορά στην Μπάρσα θα διαλέξω από πριν την μέρα και την ώρα για να πάω μέχρι την στάση Παραλέλ της γραμμής 3 και μετά με το τελεφερίκ του Μονζουίκ να ανέβω στο πάρκο και περπατώντας αργά να φτάσουμε με την Ειρήνη μου μέχρι την είσοδο!
Να είσαι καλά και να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον αυτοκράτορα!...
Ευχαριστούμε Κατερίνα μας κι οι δύο! (αχ, κι είναι ένας χαδιάρης…)
Καλή μας εβδομάδα, Αμβρόσιε – Πετρούπολη, Καταλωνία, συμμαχία!
Χουανίτα έχεις πολύ δίκηο. Και το ίδιο έγινε και με το εργαστήρι του – του το χτισαν στη Μαγιόρκα οι φίλοι όπως τους έλεγε ότι το ονειρευόταν, όταν πια ήταν ο μεγάλος Μιρό. Αν δεν του έκλεβε την παράσταση ο Γκαουντί, θα ήταν η ωραιότερη στιγμή του ταξιδιού μας.
Δεν είναι όλοι έτσι, Πλασέμπο μου. Αυτή η καρδιά έχτισε το μύθο του Χέμινγουέη.
Μωσαϊκέ, είσαι τόσο αληθινός και σεμνός άνθρωπος, που ακόμη κι αν δεν τον ξέρεις τον γνωρίζεις. Τον Τζόναθαν είναι λογικό να τον συγκινεί περισσότερο ο Βαν Γκονγκ, είναι κι ο πόνος στη μέση, που καθαγιάζει τον ήρωα στα μάτια των ερχόμενων. (Παρεμπιπτόντως, την Πέμπτη το πρωί η λοκάντα φιλοξενεί στη σουίτα της έναν καλεσμένο έκπληξη, για χάρη σου. Μη ξεχαστείς!). Να μου φιλήσεις σταυρωτά το Λεωνίδα.
Κοπίτο μου, είδες, όσο πιο αθώοι τόσο πιο πολύ τον αγαπάμε το Μιρό! Ελπίζω να μη πέταξες τις αφίσσες – τις θέλω όταν στείλω τον αυτοκράτορα φοιτητή!
Ελεύθερη σκοπεύτρια, καλώς όρισες (και μαλιστα με τέτοιο δάκρυ).
Κούκλα, με αυτή την σειρά τα αγαπάει κι ο αυτοκράτωρ – κάποια κρατά ακμαίο το παιδί μέσα της και πολύ μ αρες!
Για καμμία μαμά δεν υπάρχει μεγαλύτερο κομπλιμέντο από αυτό, Μαίανδρε. Χίλια ευχαριστώ. Ζουάν γιατί είναι καταλανός και επέμενε να δηλώνει καταλανός – ή Ζοάν ή Ζουάν, είναι μεταξύ ο και ου ο ήχος.
Ανχελίτο μου, δεν είναι μόνο που αλλάζει διαρκώς εκθέματα (παραγωγικότης και δώρα πρώτης – εμ, τέτοιο παιδί!), αλλά έχει και καφενείο πήχτρα στο ωραίο φοιτηταριό κι ένα πολύ ωραίο μαγαζάκι (με μπλουζάκια μιρό για νήπια), ότι πρέπει για να αποφεύγεις τα συνήθη τουριστικά σουβενίρ. Μήπως να κάνουμε μπλογκοεκδρομή;
NAI!NAI!
Μιραντολίνα μου, πως μου έβαλες άλλα μάτια για να δω αυτόν τον κύριο που μέχρι σήμερα νόμιζα οτι ζωγραφίζει απλοικά και παιδιάστικά?
Είμαι σίγουρη οτι μπορείς (να περιμένω?) να το κάνεις αυτό και για τους πίνακες της συλλογής Κωστάκη, που μου φάνηκαν εντελώς κοινότυποι και απλοικοί επίσης... δεν ήταν αρκετή η καλή μου προαίρεση, χρειάζεται ως καταλύτης το δικό σου μάτι και η καρδιά για να μας φέρει σε επαφή...
Θα ήθελα να γινόταν να δίδασκες κι άλλα παιδιά, σαν τον μικρό σου, να βλέπουν την ζωή μέσα στην τέχνη, και το ανάποδο...
:)
Mπλογκοεκδρομή; Ξεμυαλίστρα!
Angelito, όλα κλείνουν 2-5! Και άντε να το εξηγήσουμε σε ένα ζευγάρι Κινέζων που μίλαγαν ελάχιστα αγγλικά και ήθελαν να μπουν σε κάποιο μουσείο στο Barrio Gótico αλλά είχαν ψιλοχαθεί στα στενάκια, με αποτέλεσμα να μην προλάβουν το κλείσιμο για την μεσημεριανή σιέστα... Και εμείς το ίδιο δηλαδή, αλλά παρηγορηθήκαμε πιο εύκολα, με την απαραίτητη συνοδεία από rioja και tapas.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ, ε; Ευχαριστώ για τον Ζουάν.
*
Έχει γίνει τόσο συχνή η χρήση των εικόνων του, που θεωρούμε τον κόσμο που δημιούργησε σχεδόν προφανή. Κοιτάζω τους πίνακες του (τυπωμένους ή στο διαδίκτυο και καταλαβαίνω ότι αυτό, όσο κι αν είναι μια λύση, είναι και μεγάλο πρόβλημα) και χαίρομαι. Όμως, τι ωραία θα ήταν αν κατόρθωνα κάποτε, να τους δω και πάλι με παρθένο μάτι. Ίσως μια βόλτα στην Καταλωνία θα βοηθούσε. Αλλά πώς;
*
Είναι ευχάριστο να γράφεις σχόλια σε μέρος όπου συγκεντρώθηκαν τόσοι φίλοι του Τζόναθαν.
*
δεν άντεξα στον πειρασμό και παραθέτω τα λογάκια για τον πικάσο του ιωνάθαν-το τραγουδάκι που θύμισε η snowflake
Well some people try to pick up girls
And get called assholes
This never happened to Pablo Picasso
He could walk down your street
And girls could not resist his stare and
So Pablo Picasso was never called an asshole
κατα τ άλλα κι εγώ las ramblas έπαιζα όταν ήμουν μικρός, composition doll(ψιλοξεφτίλα το ξέρω)
να πω κάτι: υποκειμενικό τελείως.
μια μέρα πήγα στο παρίσι.(χαχα...αυτή είναι πρόταση!)κι είπα, για να μην είμαι πολύ ακοινώνητος, να πάω στο πομπιντού(ένας άλλος φίλος, όχι ο λεωνίδας, μου λέγε "να πας στο πομπιντού-είναι μοναδικό και μαγεία κλπ κλπ")
πήγα λοιπον, κι έκατσα μισή μέρα και χάζευα, για μένα μισή μέρα είναι πολύ αλλά δνε το κανα εξεπίτηδες, καθόμουν σ αυτές τις αίθουσες που έχουν κάτι φοβερούς καναπέδες και χάζευα κάθε πίνακα κανα μισάωρο, όχι για να καταλάβω τι έλεγε, αυτά είναι μπούρδες, απλά γιατί μου άρεσε, γιατί ήταν κάτι σα να κάνεις διαλογισμό, σα να συναντιέσαι με κάτι μέσα σου, δεν ξέρω πως διάολο να το πω, anyway γύρισα τ απόγιομα στο ξενοδοχείο κι ήμουν αλλιώς κι έλεγα, ρε γαμώτο, να μουν αραχτός και να πήγαινα κάθε μέρα σε τέτοια, θέλω να πω είναι λίγο κακία αυτό που λέω, και απ την άλλη ξέρω κι εγώ ότι "η ομορφια θα σώσει τον κόσμο", αλλά να, η ζωγραφική δεν είναι μια τέχνη για κάποιους που έχουν λυμένα(παρά-λυμένα θα λέγα)τα οικονομικά κι έχουν το χρόνο για όλα αυτά?
μη με παρεξηγήσεις καλή μιραντολίνα και καλοί συνοδοιπόροι bloggers, αλλά πως βρίσκετε χρόνο ρε παιδιά ?
Ανχελίτο και Χουανίτα, αρχίζω ασκήσεις επί χάρτου για την ευλογοεκδρομή, να ξέρετε (ψάχνω ήδη για δεύτερη δουλειά – μάλλον πρέπει να αρχίσω να ψάχνω και τρίτη…)
Λεμον μου, αυτός ο σπουδαίος κύριος, ο Κωστάκης, και οι σπουδαίοι γόνοι του, μας έχουν κάνει πολύ μεγάλο δώρο. Προσπάθησε κι ο Ιόλας να μας κάνει τέτοιο δώρο, παρ ότι το αχάριστο ελληνικό κράτος τον αρνήθηκε και τον ευτέλισε (τέτοιον μαργαρίτη). Ακόμη όλα επαφίενται στον πατριωτισμό των ελλήνων…
Ξέρεις, διαβάζοντας για τους ζωγράφους, για το βίο, τις ιστορίες τους, πολλές φορές ξαναβλέπεις και τα έργα αλλιώς. Καθαρίζει το μάτι επειδή συμπάσχεις ή συνχαίρεσαι και η σχέση γίνεται προσωπική. (δεν είμαι καλή δασκάλα, είμαι αυστηρός άνθρωπος- ο αυτοκράτωρ γλιτώνει γιατί πονέσαμε μεγάλο πόνο μαζί).
Κάπταιν μου ελπίζω να τον χαρήκατε λιγουλάκι. Ναι, έτσι είναι – ο Μιρό αποδεικνύει πόσο κοντά μας μπορεί να είναι η πρωτοπορία αν παραμένει λαϊκή (ου μην και παιδική).
Μωσαϊκέ, όχι. Η ζωγραφική δεν είναι μια τέχνη τέτοια. Έτσι θέλουν να πιστεύουμε οι ελίτ, ότι κάποιες τέχνες είναι προνόμια, ότι χωρίς την ‘ειδική παιδεία‘ δεν καταλαβαίνεις τάχαμου, όμως οι αληθινά μεγάλοι είναι πάντα λαϊκοί και οικουμενικοί και όσοι χρειάζονται δέκα ώρες ερμηνείες είναι για τα μπάζα.
Οι περισσότεροι εικαστικοί, δε, πέρασαν (και περνούν) δύσκολες μέρες – η γνωστή ιστορία του άφραγκου καλλιτέχνη δεν είναι τυχαίο στερεότυπο. Τώρα, δεν ξέρω τι προλαβαινουν οι αδελφοί εδώ, αλλά η ταπεινότης μου είχα την ευκαιρία να μεγαλώσω μες σ όλα αυτά, χάρη στους φίλους εικαστικούς, την κατάληψη του Φωτεινίου και το ιντερέηλ. Κι όπως οι ουώτερμποϋζ είναι καταφυγή, έτσι είναι κι οι εικαστικοί, λέω.
Ο κόσμος θα σωθεί όταν γίνουμε οι ίδιοι ομορφιά.
Κι εγώ θα ήθελα να ήμουν αραχτή και να τα απολάμβανα και να χα τη δυνατότητα να πηγαίνω στη Βαρκελώνη και στο Παρίσι όποτε γουστάρω, αλλά δεν. Όμως δεν πρόκειται γι αυτό να χαρίσω το δικαίωμα στη ομορφιά σε κανέναν εκμεταλλευτή και διάβολο. Γιατί αυτός μόνο να την καταστρέψει μπορεί.
Mosaic, για μένα προσωπικά να'ναι καλά το Ιντερνετ σε αυτήν τη φάση της ζωής μου. Θα συμφωνήσω με την Μιραντό μας : αν δεν μπορώ να βγω στην εξοχή, τουλάχιστον θα χαρώ τον αέρα που μπαίνει από το παράθυρο!
Και, μιλώντας για Παρίσι :
If you don't think Paris was made for love
Give Paris one more chance
: ))
mirandolina μ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι αν και δεν θεωρώ τυχαίο το γεγονός ότι η μουσική είναι πολυ δημοφιλέστερη της ζηγραφικής.θα μου αντιπαρέθετε κανείς εδώ(πιθανά) ότι η μουσική πέρασε σε πιο πολυ κόσμο γιατί "είναι πιο πολλά τα λεφτά" που παίζονται.όμως σε διαβεβαιώ γιατί (δυστυχώς) αυτή είναι η δουλειά μου, ότι αν θέλει να πουλήσει κάτι η βιομηχανία το πουλάει.αν η βιομηχανία ήθελε να μαζικοποιήσει τη ζωγραφική για να κονόμησει, θα το κάνε για πλάκα.ο κόσμος είναι ευάλλωτος.
το μοντέλο του φτωχού καλιτέχνη δεν το ακούω, γιατί αφορά τον καλιτέχνη.όχι το κοινό.
εν κατακλείδι εξακολουθώ και σκέφτομαι ότι θέλει χρόνο η συγκεκριμένη τέχνη.η μουσική δεν θέλει, με την ένοια ότι το ipod και όλα τα σχετικά κάνουν το έργο πιο προσβάσιμο απ όσο όλες οι υπολοιπες τέχνες.όλη μέρα.κι όλη νύχτα.και όπου κι αν βρίσκεσαι.
θέλει χρόνο θα πεί θέλει πολύ πολύ χρήμα.(αυτή είναι η βρώμικη συναλαγή που εν αγνοία μας κάνουμε οι περισσότεροι).ή πολυ πολύ υψηλή συνειδητότητα και εγρήγορση όπως φαίνεται πως είναι η περίπτωση η δικιά σου.
αλλά ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη.
(σε καμιά περίπτωση βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι ο κούκος πρέπει να πάψει το κελάηδημα του.είναι εξάλλου τόσο απολαυστικό που θα ταν αμαρτία να σταματάγε ακόμα κι αν ήμασταν στην εποχή των παγετώνων)
@snowflake
μου έφτιαξες τη μέρα.
(πιστεύεις κι εσύ ότι αν δεν ήταν άνθρωπος θα ήταν γλάρος?)
Με φέρνεις πολλά (άντε αρκετά) χρόνια πριν όταν ο καθηγητής μας στα "Τεχνικά", ο Παραλής, μας μιλούσε για τη ζωγραφική και το βλέμμα του γαλήνευε σαν τη θάλασσα το δείλι.
Τι ωραίο μπλογκ!
Και τι ωραία παρέα!
Εδώ θα μείνω.
(λόγια του Μιρό όταν έψαχνε ένα μπλογκ να ξελουραστεί)
Μιρανδολινα... αντί για μπλογκοεκδρομή, μήπως να μετοικούσαμε μόνιμα εις την ΒΑρκελώνη; Ο Φάμπιο στον "Πειρατή" φτιάχνει την καλύτερη σανγκρία που ξέρω (3 ευρώ η ΚΑΝΑΤΑ)...
Μουτς
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...