Happy Saint Patrick´s Day!
Αναμνήσεις από την Ιρλανδία μου
Την πρώτη φορά που αγάπησα Ιρλανδό, ήμουν γυμνασιοκόριτσο. Τον λέγανε Μπόμπυ Σαντς. Ήτανε όμορφος, γενναίος, ήθελα να τον βοηθήσω, μάζευα υπογραφές στο σχολείο, είχα πάρει και στο περιοδικό «Μουσική», άτσαλη φοβισμενη έφηβη, κι είχα πει ψέμματα πως ήμουν ιρλαντέζα γιατί φοβόμουν να πω τα αληθινά μου στοιχεία – λες και θα με καταδίδαν στη μαμά ή λες και δε θα καταλάβαιναν την προφορά μου! – και παρακαλούσα να κάνουν κάτι, λες και το ροκ θα έσωζε τον κόσμο. Ήμουν μικρή κι ανόητη και άτσαλη και φοβισμένη και γενναία μαζί κι είχα αγαπήσει για πάντα ένα λαό στο πρόσωπο ενός γενναίου κι όμορφου κι αθώου άνδρα.
Τη δεύτερη φορά ήταν στη Νέα Υόρκη. Είχαμε πάει στην ιρλανδέζικη παμπ κοντά στο σπίτι του φίλου μου του Ντίνου που με φιλοξενούσε. Ο ιδιοκτήτης, ένας μεσήλικας γελαστός, με ολόλευκα λίγο αραιά μαλλιά, αναστατα, κατακόκκινα μάγουλα, ήρθε σιγοτραγουδώντας να ρωτήσει τι θέλουν τα παιδιά και άφησε μπροστά μας τα σουβερ, τονίζοντάς μας «και μη ξεχνάτε το γεύμα δωρεάν!». Ο Ντίνος γέλασε με κατανόηση, όταν κοίταξα με απορία. Μου είπε: «κοίτα το σουβέρ, ρε!». Και είδα! Ο γίγας ιρλαντέζος μου είχε βάλει στο σουβέρ μια σειρά ερωτημάτων. Πόσοι και ποιοι είναι οι ιρλαντέζοι νομπελίστες λογοτεχνίας; Ονοματίστε πέντε διάσημους απόφοιτους του Κολλεγίου της Αγίας κι Αδιαιρέτου Τριάδος. Πως λέγανε τη μαμά του Όσκαρ Ουάιλδ και τι προσέφερε στην πατρίδα; Τέτοια. Αν απαντούσες σωστά, έτρωγες κι έπινες όσο ήθελες κερασμένα απ το μαγαζί.
Ε, τώρα φταίω εγώ που τον αγάπησα; Πέστε μου! Μπορεί να μην απάντησα το τεστ (τώρα όμως, α, τώρα δος το μου και θα δεις!) αλλά το φαγητό το ευχαριστήθηκα, ειδικά τις πατάτες και τη φλύδα από τις πατάτες με κέρρυ και την γκίνες που όμως δεν την πρόσεξα όπως έπρεπε, ποτέ δεν την πρόσεξα όσο έπρεπε πριν την πιώ στην πατρίδα Ιρλανδία, να χει τη γεύση της.
Ήπιαμε πολλές μπύρες εκείνο το βράδυ στη ΝΥ συζητώντας τα ιρλανδοελληνικά μας και τις άριστες σχέσεις IRA και ΕΟΚΑ την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου. Απήγγειλε ποίηση ξανά και ξανά και τρέχαν τα μάτια μου ευτυχία. Του ζήτησα μερικά σουβερ για ενθύμιο και μου έδωσε γελώντας. Κλείσαμε την κουβέντα συζητώντας πως ο Άγιος Πατρίκιος έδιωξε τα φίδια από την Ιρλανδία και έτσι το σμαραγδένιο νησί δεν έχει ούτε ένα φίδι και χωρίσαμε με ασπασμούς, υποσχόμενοι να ξαναβρεθούμε να γιορτάσουμε μαζί στο μαγαζί το επόμενο Saint Patrick s Day.
Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου.
Δεν είχε περάσει χρόνος, όταν ταξίδεψα στην ιρλανδέζική μου πατρίδα, στο Δουβλίνο. In Dublin the fair city, where the girls are so pretty… Είχα ξαναβρεθεί στο ενδιάμεσο- σε ένα υπερατλαντικό. Χάλασε ο κινητήρας και μέχρι να στείλει η αεροφλότ άλλο αεροπλάνο να μας πάει στην Κούβα, μας φιλοξένησαν κοντά στο αεροδρόμιο Σάννον – βροχή, ωραία παμπ, παραδοσιακή μουσική κι ουίσκυ οι πρώτες εικόνες, οι μνήμες της περίπου μιας μέρας. Όμως, τώρα ήμουν εδώ για τα καλά, ήμουν εδώ και το βήμα μου ήταν ανάλαφρο κι ένοιωθα στην πατρίδα μου, στον τόπο μου, κι ολοι με περνούσαν για ντόπια κι είχα την καλύτερή μου. Να διασχίζω την γέφυρα της μισής πεντάρας, να πίνω καφέδες στα υπέροχα καφέ (προ αντικαπνιστικής υστερίας), πίντες ατελείωτες μέρφυζ και γκίνεζ, να μου χαμογελούν ποιητές κι άλλοι ποιητές κι ο Σίμους μου Who will say "corpse" to his vivid cast? Who will say "body" to his opaque repose? που είπε κάποτε πως ήταν τυχερός που μπόρεσε να γίνει η φωνή του λαού του, γιατί αυτό ειν ο ποιητής, η φωνή του λαού του, να πιάνω κουβέντα με τον κόσμο – πόσο εύκολα- και να μαθαίνω την ιστορία, τα δάκρυα, το γέλιο, το χώμα, το γρασίδι, τα αρώματα, τη γεύση της, να τραγουδάω τα τραγούδια της που από παιδί τα ένοιωθα δικά μου, να γνωρίζω αυτή που πάντα ετοιμαζόμουν να γνωρίσω. Έμεινα όσο χρειαζόταν για να την πεθυμάω για πάντα. Την Ιρλάντα μου. Τόσο που να μπορώ να παραδώσω μαθήματα για το σωστό τροπο να πιείς μια γκίνες.
Δες τι παίζει. Σου τη δίνει ο μπάρμαν, βαρελίσια, μαύρη, με επτά οκτώ πόντους αφρό, να την πιείς στο ποτήρι. Όχι εκείνη την Park Lane mud, την δήθεν γκίνες του Λονδίνου, αλλά την άλλη, την αυθεντική, που η βάση της είναι το ευλογημένο νερό της Ιρλανδίας, έτσι; Λοιπόν, για τρία-τέσσερα λεπτά, οφείλεις να μην πιείς. Μπορείς μόνο να ζωγραφίζεις με το δάχτυλο στον αφρό, περιμένοντας η μαύρη μπύρα σου να ηρεμήσει, να ξαποστάσει και να σου δοθεί δροσιστική, πυκνή και ακμαία. Α, κι άρα παραγγέλνεις την επόμενη πίντα ή μισή πίντα (ντροπή η μισή όμως, να ξες) πριν τελειώσεις αυτή που πίνεις, ώστε να έρθει στα ίσα της την ώρα που θα τη χρειαστείς. Τώρα, την πίντα τη ζητάς ως «μια γκίνες». Άμα πεις «μια γκίνες» δε θα σε ρωτήσουν ποσότητα, δηλαδή. Τη θεωρούν δεδομένη. Άμα θες μισή πίντα, ζητάς «ένα ποτήρι γκίνες», α γκλαςς οβ. Έτσι, μη μας πάρουν και για άσχετους!
Αν και πιο πολύ μ άρεσε (κι ακόμη μ αρέσει) η μαύρη μπύρα της Μέρφυζ, που φτιάχνεται στο καταπράσσινο Κορκ, η γκίνες έγινε η αγαπημένη μου. Θα σου πω, εντάξει! Είμασταν ένα ζεύγος οι τουρίστες – πιασαμε λοιπόν ένα δίκλινο στο μόνο σχετικά οικονομικό χόστελ του κέντρου. Στη σοφίτα του Brewery Hostel, δίπλα στη Guinness Brewery. Ο αυτοκράτωρ δηλώνει "και λίγο ιρλανδός", μεγάλη η χάρη Της.
Το αποστακτήριο της Γκίνες μες στην πόλη είναι τουριστοπαγίδα – αλλά από αυτές που μ αρέσουνε. Χτισμένη στα μισά του 18ου αιώνα, έχει μια τεράστια παμπ εντός, έχει συλλογή όλες τις αφίσσες της Γκίνες μες στο χρόνο, έχει ένα ωραίο σετάκι παλιές μηχανές να δεις πως γινόταν η μπύρα, έχει μουσείο, για να δεις πως γυρίστηκαν εκεί κάποιες σκηνές της Μητρόπολης του Φριτς Λανγκ.. Υπέροχη μισή ιρλαντεζικη μέρα, είτε τη βγάλεις στην παμπ-εστιατόριο κάτω, είτε στο μπαρ του τελευταίου ορόφου για μερικές Γκίνες στο πιο σωστό μέρος.
Άλλη μισή μέρα αφιερωμένη στο ουίσκυ. Τα δύο αγαπημένα μου ιρλαντέζικα, το μαύρο βορειοϊρλαντέζικο μπουσμιλς και το πράσσινο Τουλαμορ Ντιου, δεν αντιπροσωπεύονται στο Δουβλίνο. Αντιπροσωπεύεται όμως το γνωστότερο στην Ελλάδα ιρλαντέζικο Whiskey, το Τζέημσον. Το ουίσκυ είναι ιρλαντέζικο έτσι κι αλλοιώς σου λένε, είναι το uisce beatha - μη και κατά λάθος ζητήσει κανείς σκωτσέζικο ουίσκυ σε ιρλανδική παμπ – τέτοια μόνο σε ξενοδοχείο αν δε θέλει να μάθει με ποιά ταχύτητα περνούσαν τις πόρτες του σαλούν οι καυγατζήδες στο ουάιλντ, ουάιλντ ουέστ. Για το χοτ ουίσκυ και το πόισιν, όταν θα έρθουν ξανά για τα κρύα. Για τον άιρις κόφφυ δε θα σου πω – είναι τουριστικόν εφεύρημα.
Στο εργοστάσιο της Τζέημσον, που είναι τριπλής απόσταξης όπως όλα τα ιρλαντέζικα «κι όχι διπλής σαν τα φτηνιάρικα σκωτσέζικα» σου λέει, εκεί λοιπόν, με περίμενε ένα σοκ. Διότι στο φιλμάκι που προηγούνταν της τυφλής δοκιμής, οι ιρλαντέζοι υπερασπίζονταν την ιρλαντέζικη ρίζα του ουίσκυ τονίζοντας ότι ιρλαντέζοι ήταν αυτοί που το έφεραν από την Ελλάδα και λέγοντας ότι η πρώτη συνταγή για πρωτόγονο ουίσκυ υπάρχει στον Αριστοτέλη. Λόγω τιμής έτσι λέγανε – όμως από τότε όσο κι αν έψαξα αυτό το περίφημο αριστοτέλειο απόσπασμα δεν το έχω εντοπίσει. Τα φώτα σας, αδελφοί, αν γνωρίζετε παραπάνω.
Τα ποτά θέλουν βόλτες. Θέλουν μια πόλη που περπατιέται υπέροχα. Το Δουβλίνο είναι πόλη για περπάτημα. Ξεκινούσα από τον ποταμό Λήφυ με την νύφη του και κατέληγα στο ταχυδρομείο των ηρώων και έτρεχα στο Μπιούλιζ. Αχ το Μπιούλιζ και το πατάρι των συγγραφέων και των ποιητών με τα βιτρώ και τις ιστορίες – σε ποιό τραπέζι έγραφε ποιος, πέστε μου! Ύστερα, πήγαινα να φιλήσω στο μαγουλάκι το άγαλμα του Τζόυς και χωνόμουν στην αγαπημένη του παμπ, όπως τη βλέπεις, ακριβώς πίσω του στη φωτό, για ένα τσαγάκι, καθότι υπερτουριστική και πανακρίβου το επίθετον. Κι ύστερα, πήγαινα να πω μια καλησπέρα στη Μόλλυ με το ωραίο ντεκολτέ και περνούσα από ως την εθνική πινακοθήκη για μεσημεριανό – άλλη συνήθεια των ποιητών, έμαθα εκεί, άλλη συνήθεια της διανόησης της πόλης που έχει μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της τα 23 χρόνια, αυτό το γεύμα στο εστιατόριο της πινακοθήκης, μετά από μια βόλτα στην πτέρυγα Γέητς (χαιρετώ σε εφέντημ και το χεράκι σου φιλώ!) που σε προετοίμαζε για την εμπειρία μιας μπουκιάς μπαρμ μπρακ…
Κι ύστερα, αφού χαιρετηθούμε με τον Όσκαρ, βουρ για το Τεμπλ Μπαρ των νεανικών μαγαζιών και της ζωηρής νύχτας, αφού χαζέψω τα σπίτια, τις όμορφες προσόψεις, εκείνο το αρ ντεκό ξενοδοχείο που δε θυμάμαι πως το έλεγαν μα ήταν ένα κόσμημα με τις πανέμορφες σιδεριές του κι ήπια εκεί ένα αξέχαστο φάηβ ο’ κλοκ τηη. Και την άλλη μέρα στη γέφυρα χαπέννυ – μισή πέννα πλήρωνες στον βρεταννό κατακτητή για να περάσεις, τον καιρό της σκλαβιάς- και στο μαγαζί με τα πλεκτά απ τα νησιά του Αραν με την τραγική ιστορία – είμαστε ναυτικός λαός οι ιρλαντέζοι, χανόμασταν, πεθαίναμε στη θάλασσα, μας έτρωγε το κύμα το πρόσωπο, μα η μάνα ήθελε να μας αγκαλιάσει μια τελευταία φορά κι έτσι, κι έτσι έπλεκε ένα πουλόβερ χοντρό, για το άγριο υγρό κρύο της θάλασσάς μας, με σχέδια μοναδικά για κάθε οικογένεια, έτσι, παρά το φαγωμένο πρόσωπο, να αναγνωρίσει το παιδί, να το θρηνήσει, να το θάψει χριστιανικά, όπως αρμόζει.
Στο κολεγιο της Αγίας κι Αδιαιρέτου Τριάδος φυλάσσεται το βιβλίο των Κελλών – κι όχι Κελτών, που έλεγα πριν η άσχετη - που δεν το χόρταινα, όπως δε χόρταινα και το Μπιούλιζ, όπως ακόμη δε χορταίνω εκείνο το τσίγγινο κουτί καφέ που κουβάλησα και το ξαναγεμίζω κόκκο και μου φαίνεται ότι μοσχοβολάει ο καφές όχι γιατί είναι φρεσκοτριμμένος αλλά γιατί είναι βγαλμένος από το ιρλαντέζικο κουτί μου. Άσε που, λίγο πιο πέρα απ το Μπιούλιζ είναι το ταχυδρομείο της επανάστασης και ύστερα η παμπ του Ντέιβυ Μπερν, που όχι μόνο τα έπινε εκεί ο Τζόυς αλλά βάζει και τον Λεοπόλδο Ανθισμένο να τρώει ένα σάντουιτς με γκοργκοντζόλα και να πίνει κρασί σε τούτο το κατάστημα (το οποίον, όμως, φημίζεται για τα θαλασσινά του που πάνε με μπύρα…).
Και λιγο μακρύτερα, το Γκρογκαν των ποιητών που μοιάζει να βγήκε απ άλλη εποχή, και στο δρόμο το Μάλλιγκανς ή το Μπρέηζεν Χεντ, το αρχαιότερον παμπ του Δουβλίνου. Και ιρλαδέζικο βραστό, άιρις στιού, που σε καμμία κουζίνα δεν είναι ακριβως ίδιο με άλλη, και που δεν το μαγαρίζουν με μεσόγειον μαϊντανό αλλά το στολίζουν εκείνο το φαγώσιμο σαμροκ, το τριφυλλάκι το τρυφερό και φρεσκοκομμένο που το πουλούν στα μανάβικα σε ματσάκια. Αιρις στιού μετά το περπάτημα και τα ποτά ήταν φάρμακο μαζί με μια φέτα χωριάτικο ιρλαντέζικο ψωμί...
Ύστερα στο πάρκο του Φοίνικα, να χαζέψεις νεόνυμφους που παραδοσιακά φωτογραφίζονται εδώ μετά το μυστήριο, με τα νυφικά και τα κοστούμια κι όλα, όπου κι η προεδρική κατοικία κι η αμερικάνικη πρεσβεία, για χάζεμα και κουβεντούλα με τους συνταξιούχους που ταίζουν τους κύκνους κι ύστερα όλα πάλι απ την αρχή, με ένα φαρδύ ιρλαντέζικο χαμόγελο, στις παμπ, με τους Τσιφτέηνς και το Βαν να τραγουδάνε, τα κεράσματα να δίνουν και να παίρνουν, τα ιρλαντέζικα ανέκδοτα και ύστερα το τσακίρ κέφι, και ύστερα.. αχ ποσα ύστερα… μέρες μπορώ να γράφω... μέρες, για τους αγαπημένους μου, τα κεράσματα τους, την ομορφιά τους, τη μουσική που κυλάει στο αίμα τους...
Ύστερα τελευταίο, με τις γκίνες στο χέρι, να φωνάζουμε όλοι μαζί – Happy Saint Patrick s Day! Ευτυχισμένη να σαι πάντα, πατρίδα μου Ιρλάντα!
φωτογραφίες έκλεψα και από δω και απο δω και από δω κι από δω
Την πρώτη φορά που αγάπησα Ιρλανδό, ήμουν γυμνασιοκόριτσο. Τον λέγανε Μπόμπυ Σαντς. Ήτανε όμορφος, γενναίος, ήθελα να τον βοηθήσω, μάζευα υπογραφές στο σχολείο, είχα πάρει και στο περιοδικό «Μουσική», άτσαλη φοβισμενη έφηβη, κι είχα πει ψέμματα πως ήμουν ιρλαντέζα γιατί φοβόμουν να πω τα αληθινά μου στοιχεία – λες και θα με καταδίδαν στη μαμά ή λες και δε θα καταλάβαιναν την προφορά μου! – και παρακαλούσα να κάνουν κάτι, λες και το ροκ θα έσωζε τον κόσμο. Ήμουν μικρή κι ανόητη και άτσαλη και φοβισμένη και γενναία μαζί κι είχα αγαπήσει για πάντα ένα λαό στο πρόσωπο ενός γενναίου κι όμορφου κι αθώου άνδρα.
Τη δεύτερη φορά ήταν στη Νέα Υόρκη. Είχαμε πάει στην ιρλανδέζικη παμπ κοντά στο σπίτι του φίλου μου του Ντίνου που με φιλοξενούσε. Ο ιδιοκτήτης, ένας μεσήλικας γελαστός, με ολόλευκα λίγο αραιά μαλλιά, αναστατα, κατακόκκινα μάγουλα, ήρθε σιγοτραγουδώντας να ρωτήσει τι θέλουν τα παιδιά και άφησε μπροστά μας τα σουβερ, τονίζοντάς μας «και μη ξεχνάτε το γεύμα δωρεάν!». Ο Ντίνος γέλασε με κατανόηση, όταν κοίταξα με απορία. Μου είπε: «κοίτα το σουβέρ, ρε!». Και είδα! Ο γίγας ιρλαντέζος μου είχε βάλει στο σουβέρ μια σειρά ερωτημάτων. Πόσοι και ποιοι είναι οι ιρλαντέζοι νομπελίστες λογοτεχνίας; Ονοματίστε πέντε διάσημους απόφοιτους του Κολλεγίου της Αγίας κι Αδιαιρέτου Τριάδος. Πως λέγανε τη μαμά του Όσκαρ Ουάιλδ και τι προσέφερε στην πατρίδα; Τέτοια. Αν απαντούσες σωστά, έτρωγες κι έπινες όσο ήθελες κερασμένα απ το μαγαζί.
Ε, τώρα φταίω εγώ που τον αγάπησα; Πέστε μου! Μπορεί να μην απάντησα το τεστ (τώρα όμως, α, τώρα δος το μου και θα δεις!) αλλά το φαγητό το ευχαριστήθηκα, ειδικά τις πατάτες και τη φλύδα από τις πατάτες με κέρρυ και την γκίνες που όμως δεν την πρόσεξα όπως έπρεπε, ποτέ δεν την πρόσεξα όσο έπρεπε πριν την πιώ στην πατρίδα Ιρλανδία, να χει τη γεύση της.
Ήπιαμε πολλές μπύρες εκείνο το βράδυ στη ΝΥ συζητώντας τα ιρλανδοελληνικά μας και τις άριστες σχέσεις IRA και ΕΟΚΑ την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου. Απήγγειλε ποίηση ξανά και ξανά και τρέχαν τα μάτια μου ευτυχία. Του ζήτησα μερικά σουβερ για ενθύμιο και μου έδωσε γελώντας. Κλείσαμε την κουβέντα συζητώντας πως ο Άγιος Πατρίκιος έδιωξε τα φίδια από την Ιρλανδία και έτσι το σμαραγδένιο νησί δεν έχει ούτε ένα φίδι και χωρίσαμε με ασπασμούς, υποσχόμενοι να ξαναβρεθούμε να γιορτάσουμε μαζί στο μαγαζί το επόμενο Saint Patrick s Day.
Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου.
Δεν είχε περάσει χρόνος, όταν ταξίδεψα στην ιρλανδέζική μου πατρίδα, στο Δουβλίνο. In Dublin the fair city, where the girls are so pretty… Είχα ξαναβρεθεί στο ενδιάμεσο- σε ένα υπερατλαντικό. Χάλασε ο κινητήρας και μέχρι να στείλει η αεροφλότ άλλο αεροπλάνο να μας πάει στην Κούβα, μας φιλοξένησαν κοντά στο αεροδρόμιο Σάννον – βροχή, ωραία παμπ, παραδοσιακή μουσική κι ουίσκυ οι πρώτες εικόνες, οι μνήμες της περίπου μιας μέρας. Όμως, τώρα ήμουν εδώ για τα καλά, ήμουν εδώ και το βήμα μου ήταν ανάλαφρο κι ένοιωθα στην πατρίδα μου, στον τόπο μου, κι ολοι με περνούσαν για ντόπια κι είχα την καλύτερή μου. Να διασχίζω την γέφυρα της μισής πεντάρας, να πίνω καφέδες στα υπέροχα καφέ (προ αντικαπνιστικής υστερίας), πίντες ατελείωτες μέρφυζ και γκίνεζ, να μου χαμογελούν ποιητές κι άλλοι ποιητές κι ο Σίμους μου Who will say "corpse" to his vivid cast? Who will say "body" to his opaque repose? που είπε κάποτε πως ήταν τυχερός που μπόρεσε να γίνει η φωνή του λαού του, γιατί αυτό ειν ο ποιητής, η φωνή του λαού του, να πιάνω κουβέντα με τον κόσμο – πόσο εύκολα- και να μαθαίνω την ιστορία, τα δάκρυα, το γέλιο, το χώμα, το γρασίδι, τα αρώματα, τη γεύση της, να τραγουδάω τα τραγούδια της που από παιδί τα ένοιωθα δικά μου, να γνωρίζω αυτή που πάντα ετοιμαζόμουν να γνωρίσω. Έμεινα όσο χρειαζόταν για να την πεθυμάω για πάντα. Την Ιρλάντα μου. Τόσο που να μπορώ να παραδώσω μαθήματα για το σωστό τροπο να πιείς μια γκίνες.
Δες τι παίζει. Σου τη δίνει ο μπάρμαν, βαρελίσια, μαύρη, με επτά οκτώ πόντους αφρό, να την πιείς στο ποτήρι. Όχι εκείνη την Park Lane mud, την δήθεν γκίνες του Λονδίνου, αλλά την άλλη, την αυθεντική, που η βάση της είναι το ευλογημένο νερό της Ιρλανδίας, έτσι; Λοιπόν, για τρία-τέσσερα λεπτά, οφείλεις να μην πιείς. Μπορείς μόνο να ζωγραφίζεις με το δάχτυλο στον αφρό, περιμένοντας η μαύρη μπύρα σου να ηρεμήσει, να ξαποστάσει και να σου δοθεί δροσιστική, πυκνή και ακμαία. Α, κι άρα παραγγέλνεις την επόμενη πίντα ή μισή πίντα (ντροπή η μισή όμως, να ξες) πριν τελειώσεις αυτή που πίνεις, ώστε να έρθει στα ίσα της την ώρα που θα τη χρειαστείς. Τώρα, την πίντα τη ζητάς ως «μια γκίνες». Άμα πεις «μια γκίνες» δε θα σε ρωτήσουν ποσότητα, δηλαδή. Τη θεωρούν δεδομένη. Άμα θες μισή πίντα, ζητάς «ένα ποτήρι γκίνες», α γκλαςς οβ. Έτσι, μη μας πάρουν και για άσχετους!
Αν και πιο πολύ μ άρεσε (κι ακόμη μ αρέσει) η μαύρη μπύρα της Μέρφυζ, που φτιάχνεται στο καταπράσσινο Κορκ, η γκίνες έγινε η αγαπημένη μου. Θα σου πω, εντάξει! Είμασταν ένα ζεύγος οι τουρίστες – πιασαμε λοιπόν ένα δίκλινο στο μόνο σχετικά οικονομικό χόστελ του κέντρου. Στη σοφίτα του Brewery Hostel, δίπλα στη Guinness Brewery. Ο αυτοκράτωρ δηλώνει "και λίγο ιρλανδός", μεγάλη η χάρη Της.
Το αποστακτήριο της Γκίνες μες στην πόλη είναι τουριστοπαγίδα – αλλά από αυτές που μ αρέσουνε. Χτισμένη στα μισά του 18ου αιώνα, έχει μια τεράστια παμπ εντός, έχει συλλογή όλες τις αφίσσες της Γκίνες μες στο χρόνο, έχει ένα ωραίο σετάκι παλιές μηχανές να δεις πως γινόταν η μπύρα, έχει μουσείο, για να δεις πως γυρίστηκαν εκεί κάποιες σκηνές της Μητρόπολης του Φριτς Λανγκ.. Υπέροχη μισή ιρλαντεζικη μέρα, είτε τη βγάλεις στην παμπ-εστιατόριο κάτω, είτε στο μπαρ του τελευταίου ορόφου για μερικές Γκίνες στο πιο σωστό μέρος.
Άλλη μισή μέρα αφιερωμένη στο ουίσκυ. Τα δύο αγαπημένα μου ιρλαντέζικα, το μαύρο βορειοϊρλαντέζικο μπουσμιλς και το πράσσινο Τουλαμορ Ντιου, δεν αντιπροσωπεύονται στο Δουβλίνο. Αντιπροσωπεύεται όμως το γνωστότερο στην Ελλάδα ιρλαντέζικο Whiskey, το Τζέημσον. Το ουίσκυ είναι ιρλαντέζικο έτσι κι αλλοιώς σου λένε, είναι το uisce beatha - μη και κατά λάθος ζητήσει κανείς σκωτσέζικο ουίσκυ σε ιρλανδική παμπ – τέτοια μόνο σε ξενοδοχείο αν δε θέλει να μάθει με ποιά ταχύτητα περνούσαν τις πόρτες του σαλούν οι καυγατζήδες στο ουάιλντ, ουάιλντ ουέστ. Για το χοτ ουίσκυ και το πόισιν, όταν θα έρθουν ξανά για τα κρύα. Για τον άιρις κόφφυ δε θα σου πω – είναι τουριστικόν εφεύρημα.
Στο εργοστάσιο της Τζέημσον, που είναι τριπλής απόσταξης όπως όλα τα ιρλαντέζικα «κι όχι διπλής σαν τα φτηνιάρικα σκωτσέζικα» σου λέει, εκεί λοιπόν, με περίμενε ένα σοκ. Διότι στο φιλμάκι που προηγούνταν της τυφλής δοκιμής, οι ιρλαντέζοι υπερασπίζονταν την ιρλαντέζικη ρίζα του ουίσκυ τονίζοντας ότι ιρλαντέζοι ήταν αυτοί που το έφεραν από την Ελλάδα και λέγοντας ότι η πρώτη συνταγή για πρωτόγονο ουίσκυ υπάρχει στον Αριστοτέλη. Λόγω τιμής έτσι λέγανε – όμως από τότε όσο κι αν έψαξα αυτό το περίφημο αριστοτέλειο απόσπασμα δεν το έχω εντοπίσει. Τα φώτα σας, αδελφοί, αν γνωρίζετε παραπάνω.
Τα ποτά θέλουν βόλτες. Θέλουν μια πόλη που περπατιέται υπέροχα. Το Δουβλίνο είναι πόλη για περπάτημα. Ξεκινούσα από τον ποταμό Λήφυ με την νύφη του και κατέληγα στο ταχυδρομείο των ηρώων και έτρεχα στο Μπιούλιζ. Αχ το Μπιούλιζ και το πατάρι των συγγραφέων και των ποιητών με τα βιτρώ και τις ιστορίες – σε ποιό τραπέζι έγραφε ποιος, πέστε μου! Ύστερα, πήγαινα να φιλήσω στο μαγουλάκι το άγαλμα του Τζόυς και χωνόμουν στην αγαπημένη του παμπ, όπως τη βλέπεις, ακριβώς πίσω του στη φωτό, για ένα τσαγάκι, καθότι υπερτουριστική και πανακρίβου το επίθετον. Κι ύστερα, πήγαινα να πω μια καλησπέρα στη Μόλλυ με το ωραίο ντεκολτέ και περνούσα από ως την εθνική πινακοθήκη για μεσημεριανό – άλλη συνήθεια των ποιητών, έμαθα εκεί, άλλη συνήθεια της διανόησης της πόλης που έχει μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της τα 23 χρόνια, αυτό το γεύμα στο εστιατόριο της πινακοθήκης, μετά από μια βόλτα στην πτέρυγα Γέητς (χαιρετώ σε εφέντημ και το χεράκι σου φιλώ!) που σε προετοίμαζε για την εμπειρία μιας μπουκιάς μπαρμ μπρακ…
Κι ύστερα, αφού χαιρετηθούμε με τον Όσκαρ, βουρ για το Τεμπλ Μπαρ των νεανικών μαγαζιών και της ζωηρής νύχτας, αφού χαζέψω τα σπίτια, τις όμορφες προσόψεις, εκείνο το αρ ντεκό ξενοδοχείο που δε θυμάμαι πως το έλεγαν μα ήταν ένα κόσμημα με τις πανέμορφες σιδεριές του κι ήπια εκεί ένα αξέχαστο φάηβ ο’ κλοκ τηη. Και την άλλη μέρα στη γέφυρα χαπέννυ – μισή πέννα πλήρωνες στον βρεταννό κατακτητή για να περάσεις, τον καιρό της σκλαβιάς- και στο μαγαζί με τα πλεκτά απ τα νησιά του Αραν με την τραγική ιστορία – είμαστε ναυτικός λαός οι ιρλαντέζοι, χανόμασταν, πεθαίναμε στη θάλασσα, μας έτρωγε το κύμα το πρόσωπο, μα η μάνα ήθελε να μας αγκαλιάσει μια τελευταία φορά κι έτσι, κι έτσι έπλεκε ένα πουλόβερ χοντρό, για το άγριο υγρό κρύο της θάλασσάς μας, με σχέδια μοναδικά για κάθε οικογένεια, έτσι, παρά το φαγωμένο πρόσωπο, να αναγνωρίσει το παιδί, να το θρηνήσει, να το θάψει χριστιανικά, όπως αρμόζει.
Στο κολεγιο της Αγίας κι Αδιαιρέτου Τριάδος φυλάσσεται το βιβλίο των Κελλών – κι όχι Κελτών, που έλεγα πριν η άσχετη - που δεν το χόρταινα, όπως δε χόρταινα και το Μπιούλιζ, όπως ακόμη δε χορταίνω εκείνο το τσίγγινο κουτί καφέ που κουβάλησα και το ξαναγεμίζω κόκκο και μου φαίνεται ότι μοσχοβολάει ο καφές όχι γιατί είναι φρεσκοτριμμένος αλλά γιατί είναι βγαλμένος από το ιρλαντέζικο κουτί μου. Άσε που, λίγο πιο πέρα απ το Μπιούλιζ είναι το ταχυδρομείο της επανάστασης και ύστερα η παμπ του Ντέιβυ Μπερν, που όχι μόνο τα έπινε εκεί ο Τζόυς αλλά βάζει και τον Λεοπόλδο Ανθισμένο να τρώει ένα σάντουιτς με γκοργκοντζόλα και να πίνει κρασί σε τούτο το κατάστημα (το οποίον, όμως, φημίζεται για τα θαλασσινά του που πάνε με μπύρα…).
Και λιγο μακρύτερα, το Γκρογκαν των ποιητών που μοιάζει να βγήκε απ άλλη εποχή, και στο δρόμο το Μάλλιγκανς ή το Μπρέηζεν Χεντ, το αρχαιότερον παμπ του Δουβλίνου. Και ιρλαδέζικο βραστό, άιρις στιού, που σε καμμία κουζίνα δεν είναι ακριβως ίδιο με άλλη, και που δεν το μαγαρίζουν με μεσόγειον μαϊντανό αλλά το στολίζουν εκείνο το φαγώσιμο σαμροκ, το τριφυλλάκι το τρυφερό και φρεσκοκομμένο που το πουλούν στα μανάβικα σε ματσάκια. Αιρις στιού μετά το περπάτημα και τα ποτά ήταν φάρμακο μαζί με μια φέτα χωριάτικο ιρλαντέζικο ψωμί...
Ύστερα στο πάρκο του Φοίνικα, να χαζέψεις νεόνυμφους που παραδοσιακά φωτογραφίζονται εδώ μετά το μυστήριο, με τα νυφικά και τα κοστούμια κι όλα, όπου κι η προεδρική κατοικία κι η αμερικάνικη πρεσβεία, για χάζεμα και κουβεντούλα με τους συνταξιούχους που ταίζουν τους κύκνους κι ύστερα όλα πάλι απ την αρχή, με ένα φαρδύ ιρλαντέζικο χαμόγελο, στις παμπ, με τους Τσιφτέηνς και το Βαν να τραγουδάνε, τα κεράσματα να δίνουν και να παίρνουν, τα ιρλαντέζικα ανέκδοτα και ύστερα το τσακίρ κέφι, και ύστερα.. αχ ποσα ύστερα… μέρες μπορώ να γράφω... μέρες, για τους αγαπημένους μου, τα κεράσματα τους, την ομορφιά τους, τη μουσική που κυλάει στο αίμα τους...
Ύστερα τελευταίο, με τις γκίνες στο χέρι, να φωνάζουμε όλοι μαζί – Happy Saint Patrick s Day! Ευτυχισμένη να σαι πάντα, πατρίδα μου Ιρλάντα!
φωτογραφίες έκλεψα και από δω και απο δω και από δω κι από δω
37 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
ααα θα την πιώ τη γκίνες στη υγεία σου
σήμερα.
(guiness: προσθέτω άλλη μια σύμπτωση στον κατάλογο)
Πέρισυ το καλοκαίρι έκανα έρευνα αγοράς για ένα 15νθήμερο γύρο της Ιρλανδίας, αλλά πραγματικά οι τιμές έχουν ανέβει πολύ τα τελευταία 5 χρόνια. Επιφυλάσσομαι πάντως και κρατώ τις πληροφορίες για το μέλλον Mirando.
Ρε συ Μιραντολί ξέρεις τι μ' αρέσει σε σένα; (Εδώ μπαίνεις εσύ και ρωτάς "Τι, τι;")
Που όταν σε διαβάζω νιώθω ότι η οθόνη του υπολογιστή μου ανοίγει ένα πελώριο στόμα και με καταπίνει, πως με βγάζει στον κόσμο σου...
Κάτι σαν τις πόρτες στο Monsters Inc. (το αγαπημένο μου)
Slainte! (Σλόνσα προφέρεται)
Μιραντολίνα τι μου θύμισες, τι μου θύμισες...
Πέρασα κάμποσους μήνες στο Μπέλφαστ πριν πολλά χρόνια και ταξίδεψα δυο τρεις φορές στο Δουβλίνο από κει. Τείχος, προτεστάντες, καθολικοί, ο τάφος του Μπόμπυ Σαντς, οι απίστευτοι Ιρλανδοί.
Γκίνες, Μπουσμιλς, Μπλακμπους με δυσκολία έκτοτε τα βρίσκω στην Ελλάδα.
Άσε που και όταν τα βρίσκω κάτι θα λείπει πάντα.
Νοσταλγία με πιασε πρωί πρωί.
Ντροπή σου :)
Από μια ιστορία του ουίσκυ:
800 B.C. - Arrack known to have been distilled in India
384 B.C. - Aristotle born; later wrote of distilling in his "Meteorology"
Βρήκα και τη Μετεωρολογία στα αγγλικά.
Ταξίδευέ με και "ζήτα μου ό,τι θες", που λέει και ο ποιητής :)
Από πολλές απόψεις, η Ιρλανδία έχει κάτι να μας πει και ίσως να μας δείξει. Σήμερα. Οπως ίσως "εμείς" χθες.
Δεν είχα την τύχη να ταξιδέψω μέχρι σήμερα στην Ιρλανδία, αλλά γνώρισα Ιρλανδούς στην Αγγλία και μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις (όπως και οι Σκοτσέζοι). Θα ήθελα να την επισκεφθώ κάποτε, είμαι λάτρης των ποιητών και των συγγραφέων της, ιδιαίτερα του W. B. Yeats ...My country is Kiltartan Cross, My countrymen Kiltartan's poor... (not so poor any more).
Ευχαριστώ για το υπέροχο κείμενο και τις φωτογραφίες.
Happy Saint Patrick's Day!
"Μιρλανδολίνα"...
...σήμερα στο Mike's Irish Bar, θα πιώ ένα πάιντ στην υγειά σου, happy St.Patrick's Day 2 U 2! :-D
Μακ, γι αυτό το είπα τουριστοπαγίδα. Για τα λοιπά κρίμα, πριν εννιά-δέκα χρόνια που πήγα ήταν πολύ «ιρλανδέζικα» τα πράγματα, ξες, πολλά παιδιά, πολύ γέλιο, πολλές πατάτες, πολύ μπύρα και λιγοι φραγκάτοι.
Αμβρόσιε, θα γίνουμε αδελφοποιτοί όταν έρθεις: θα ενώσουμε τις γκίνες μας (ευχαριστώ).
Και τότε ήταν ακριβά, Χουανίτα. Πολύ ακριβά για μας, τουλάχιστον. Ακόμη, μάλιστα, δεν υπήρχαν καν προσφορές εισιτηρίων Αθήνα/Δουβλίνο, παρά τους ενδιάμεσους σταθμούς. Αλλά, το είχα τάμα.
Λαμπρούκο όντως ωραιότατα τα «τέρατα», όπως και το κομπλιμέντο. Αλλά, σου έκλεψε την κομπλιμεντοπαράσταση ο Ημίαιμος (τι να πω…)
Γιουτζίν, έχει μια κάβα ακριβώς μόλις βγεις από το σταθμό στο Μαρούσι – τα έχει σχεδόν όλα και, αν δεν έχει κάτι, τα φέρνει όλα. (Να γράψεις για το Μπέλφαστ όποτε μπορείς – να μοιραστούμε τη νοσταλγία)
Αλόβαρε μου, ξες από πότε το ψάχνω? Αναγορεύεσαι σε βοηθό ήρωα(και να μου φιλήσεις τον τραυματισμένο ήρωά μας, του οποίου τυγχάνεις βοηθός)
Ο Άγιος Πατρίκιος να ευλογεί τις γκίνες μας, Περαστικέ και Εκογαλαξία! Λένε πως είναι το νερό που την κάνει αλλοιώτικη – το ίδιο νερό γεννα την ποίηση.
μου θύμισες πολλά αγαπημένα πράγματα σήμερα...
- Την Bloomsday που έκανα στο Δουβλίνο to 1994
- Την πρώτη μου Guinness, την πρώτη μου Murphys, την πρώτη μου Beamish
- Την γλυκιά αναμονή καθώς περιμένεις πλάι στο μπαρ για την Guinness.
- Την μελέτη shock waves στις φυσαλίδες της Guinness (dont ask...)
- Thn Diane την πιο ομορφη ιρλανδέζα που γνώρισα ποτέ
- Κάπου λέει ένας Ιρλανδέζικος μύθος πως οι πρώτοι Ιρλανδοί ήτανα πόγονοι Κρητών (Μινώων) που έφτασαν ως εκεί (και ο Λιακόπουλος μάλλον δεν το έχει ακούσει ακόμη).
Happy Paddys Day
Happy St' Paddy's Day Μιραντολίνα μου! Εμένα μου τον γνώρισε μια φίλη απ' την Αμερική με καταγωγή από Ιρλανδία και Ολλανδία. Φίλη πολυαγαπημένη που ζει στο Wisconsin. Ωραία γιορτή ανοιξιάτικη, για τους Ιρλανδούς! Θα το γιορτάσεις με μια Guiness?
φιλιά, Μ.
Νέος blogger. Περάστε κι από τη σελίδα μου. Κι αν σας αρέσει, θα τα λέμε.
Ρε Μιραντολίνα, άνοιξα το blog σου στις έντεκα. Είδα το κέιμενο χάρηκα και λυπήθηκα μαζί, γιατί δεν είχα χρόνο να το διαβάσω εκείνη την ώρα! Το έπιασα κατά τις τρεις παρά τέταρτο και μόλις τώρα το τελείωσα! Απόλαυση οι βόλτες σου!(Μου φάγε ο ημίαιμος το πάιγνιο με το όνομα σου!)
Happy Saint Ratrick's Day!:-)
eimai stin Tailandi kai twra pethimw tin Irlandia. Kala na pathw. Notismeno fthinopwro sto Sligo kai o tafos tou Yeats na se kalei kathodon pros to Donegal
Ξέρετε ότι οι DORIANS είναι οι αρχαίοι ΔΩΡΙΕΙΣ που ξέκοψαν από τους άλλους που κατέβηκαν στα Βαλκάνια και προχώρησαν Δυτικά;
(σοβαρά, δεν το έχει πάρει ακόμη είδηση ο Λιακόπουλος!)
Έτσι εξηγούνται πολλά για τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των Ιρλανδών σε σχέση με των Ελλήνων.
Ναι λοιπόν, αυτή η καταραμένη μαύρη μπύρα από τους ξασπρισμένους λευκούς λειτουργεί σαν αντιβίωση. Αυτό το ταξίδι δεν πρέπει να το χάσω...
Ευχαριστώ :-)
Τι υπεροχο ταξιδι γεματο αισθήματα και εικόνες και γεύσεις και σκέψεις και μυρωδιές! Εσύ καλή μου είσαι ταλεντάρα να γράψεις στυλάτους ταξιδιωτικούς οδηγούς!
Ρωτάς Μιραντολίνα «Εσείς τι λέτε;» Τι να πούμε εμείς; Μένουμε άφωνοι ως συνήθως..
!!!!!:-)))))
Α! έχω να γράψω κάτι τι για το πόσο μου αρέσει το ιρλανδικό θέατρο, οι ιρλανδοί ως ράτσα, αυθόρμητοι και ξεκάθαροι άνθρωποι.. φιλοξένησα κάποιον πριν από χρόνια στο πλαίσιο ενός συνεδρίου για την αφροασιατική αλληλεγγύη.. Σέϋμους τον λέγαν και έτρεφε άλογα.. Πρόπερσι γνώρισα και μια ιρλανδέζα Μαίρυ γκαλερίστα.. μπορεί φετος το καλοκαιράκι να παω τους 11 πίνακες (το 12ο τον πούλησα και κακώς!) που ζωγράφισα για πάρτη της με θέμα την Ιρλανδία όπως τη φαντάζομαι..
..γιατί με πιάνει το εξομολογητικό μου; Ισως όταν είναι πολύ γλυκιά η ατμόσφαιρα..
Τζιτζίκο, τώρα μου πάτησες τον (εγκεφαλικό) κάλο! Η Μπλουμσντάυ είναι απωθημένο μου. Για σένα και τον Ημίαιμο: ο Σεφέρης, που τους αγαπούσε πάρα πολύ τους ιρλαντέζους μου, έχει γραψει στον Λορεντζάτο (σώζεται στην αλληλογραφία τους) αναφερόμενος σε αυτές τις προφανείς ομοιότητες μας, πως «οι Ιρλανδοί είναι οι Ρωμιοί του Βορρά».
Μαριαλένα, σήμερα στο μεσημεριανό είχαμε Μέρφυς. Οι Γκίννες μπάυ νάιτ που λεει κι ενα μπλουζακι. (Τα νέα του μπαμπά να μου πεις!)
Δυόπι, καλώς όρισες στην ευλογόσφαιρα.
Βγήκε λίγο τέρας το κείμενο, Ανχελίτο μου, διπλό από τα συνήθη, αλλά ξες, με το ζόρι το σταμάτησα και μετά δεν μου πήγαινε η καρδιά να σβήσω τίποτε. Μπυρίτσα ήπιες;
Τα βήματα του γίγαντα, ε Αδαή; Είναι να μη γεννήσει μουσική και ποίηση αυτή η γη;
Πάνο μου κι ανώνυμη/ε ευχαριστώ πολύ.
Τσελιγκα, άνοιξε κουμπαρά σου λέω!
Ροδιά, περιμένω την πρόσκληση όταν εκθέσεις εκεί, να ξες!
Μεγάλες, χορταστικές, ζουμερές εγγραφές. Εγγραφές που κλέβουν χρόνο και ενέργεια για να δημιουργηθούν. Εγγραφές που ο κόπος του δημιουργού τους είναι ευθέως ανάλογος της ευχαρίστησης του αναγνώστη. Εγγραφές που έχουν να πουν και να δώσουν. Εγγραφές μακριά από το στίγμα του εφήμερου, του πρόχειρου και ακόμα του προσωπικού [κι ας μοιάζουν]. Εγγραφές για αρχειοθέτηση και επανάληψη.
Καλή σου μέρα Mirandolina!
Διότι στο φιλμάκι που προηγούνταν της τυφλής δοκιμής, οι ιρλαντέζοι υπερασπίζονταν την ιρλαντέζικη ρίζα του ουίσκυ τονίζοντας ότι ιρλαντέζοι ήταν αυτοί που το έφεραν από την Ελλάδα και λέγοντας ότι η πρώτη συνταγή για πρωτόγονο ουίσκυ υπάρχει στον Αριστοτέλη. Λόγω τιμής έτσι λέγανε – όμως από τότε όσο κι αν έψαξα αυτό το περίφημο αριστοτέλειο απόσπασμα δεν το έχω εντοπίσει. Τα φώτα σας, αδελφοί, αν γνωρίζετε παραπάνω.
Ο Αριστοτέλης γράφει για την σχετική απόσταση στα "Μετερεωλογικά" του, of all places...
(Όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια οι αρχαίοι έλληνες είχαν χοληστερίνη)
"Guinness gives you strength" όπως γράφει και η διαφήμιση
:)
Πώς να μη βγάζουν τέτοιες μουσικές?
(Η πρώτη και παντοτινή αγαπημένη φωνή ο Rory..το λατρεμένο μας moonchild)
Μαγική πατρίδα, Μιραντολίνα:)
Αν υπάρχει μια ευρωπαϊκή πόλη με την οποία έχω σχέση αγάπης μίσους, αυτή είναι το Δουβλίνο. Έχει κάτι το αρρωστημένο, κάτι το κάπως λανθασμένο. Όταν η ατμόσφαιρα είναι βαριά, δεν είναι τόσο ώστε να είναι και ενδιαφέρουσα. Στους δρόμους δέρνονται μεθυσμένοι και τα πάρκα είναι περίεργα και παραδόξως μίζερα μέσα στην ομορφιά τους . Οι παμπ είναι πολύ περισσότερες από ότι χρειάζεται. Ένας Ιρλανδός φίλος μου έλεγε πως κάποτε τα τζανκι πήγαιναν στο Λονδίνο, γιατί το Δουβλίνο δεν τους σήκωνε. Τώρα πλέον μπορούν να μένουν στην πατρίδα τους. Τα πράγματα αλλάζουν.
Πριν με πυροβολήσετε, να πω πως αγαπάω πολύ τους Ιρλανδούς, την Ιρλανδία τους συγγραφείς, τους σκηνοθέτες, τους φίλους, τους μεθυσμένους, τα τζανκι, τις παμπ, την μπύρα, ακόμα και τα ηλιόλουστα πρωινά στο Δουβλίνο, ανάμεσα στις εργατικές κατοικίες και τα νερά. Εκεί γνώρισα επίσης και τον αγαπημένο μου Irvine Welsh (και ας φανταζόμουνα πως θα τον γνώριζα στο Εδιμβούργο).
Ρε μήπως τελικά το αγαπάω το Δουβλίνο και δεν το ξέρω; !
Δεν προλαβα να διαβασω ολο το ποστ γιατι βιαζομαι,θα επανελθω ομως γιατι ειδα την αγαπημενη μου μπυρα σε φωτογραφια.Ωραιο μαγαζι το Mike's irish bar, λιγο ακριβη η μπυρα του,περιβαλλον που μου φερνει αναμνησεις εξωτερικου...
ΥΓ.μηπως mirandolina εχεις ιρλανδικη μουσικη;περιττο να σου πω οτι ειμαι λατρης της(αγαπημενο μου το λυπημενο''turtle dove'')
KALH SAS MERA
Καλά έκανες και δεν έσβησες. Δεν σβήνουμε τίποτα! Μόνο την δίψα μας!!!
Ἡ Ἰρλανδία μου
Τοῦ Λόρδου Ντάνσανυ
(Edward John Moreton Drax Plunkett, 18th Baron Dunsany (24 July 1878 – 25 October 1957). Κατὰ πολλούς, ὁ κορυφαῖος συγγραφεὺς τοῦ φανταστικοῦ στὸν 20ὸ αἰ., ἀνώτερος ἴσως καὶ ἀπὸ τὸν Τόλκιν, πρωτοπόρος τῆς σχολῆς τοῦ Fantasy.)
(Τὸ μικρὸ αὐτὸ κείμενο εἶναι ὁ ἐπίλογος τοῦ αὐτοβιογραφικοῦ βιβλίου «My Ireland». Εἶναι τὸ μήνυμα ἑνὸς ὀνειροπόλου, τὸ ὁποῖο γράφτηκε γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἰρλανδίας ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Γιὰ πολλὰ χρόνια, τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ κυκλοφοροῦσε πολυγραφημένο ἀπὸ χέρι σὲ χέρι στοὺς πολεμιστὲς τοῦ IRA.)
...Ἡ πραγματικὴ Ἰρλανδία εἶναι μιὰ Χώρα τῶν Ὀνείρων. Στὸ ὄνομα τοῦ Ὀνείρου στείλαμε τοὺς πρεσβευτές μας στὴν Εὐρώπη. Γιὰ χάρη τοῦ Ὀνείρου ἔχουμε ἕναν ὑπουργὸ ἐξωτερικῶν , καὶ ὁ στρατός μας εἶναι ὁ στρατὸς τοῦ Ὀνείρου. Κι ὅταν δὲν κοιτοῦμε τὰ λαμπερὰ ἄστρα στὸ σκοτεινὸ οὐρανὸ τὴ νύχτα, ἤ ὅταν δὲν τὰ βλέπουμε μπροστά μας στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τότε κοιτᾶμε πίσω μας ὅλο καὶ πιὸ μακρυά, μέσα στὴν ὀμίχλη τοῦ Χρόνου, γιὰ νὰ ἀντικρύσουμε τὴν ἀκτινοβολία τῶν ζωηρῶν μας ὀνείρων, ποὺ μέσα τους ζοῦν οἱ βασιλιάδες, οἱ δάσκαλοι, καὶ οἱ ἥρωες ποὺ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὴ Γῆ. Καὶ αὐτὴν τὴ θέα δὲν θὰ τὴν ἀποχωριστοῦμε ποτέ. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀποχωριστοῦμε τοὺς μύθους καὶ τοὺς θρύλους μας. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ ἡμίθεοί μας δὲν εἶναι ζωντανοί. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ ἀφήσουμε τὸν Σαὶντ Πάτρικ, ὅπως ἀφήσαμε κάποτε τὰ ἀρχαῖα θαύματα ποὺ ἐξόρκισε. Θὰ ῥωτήσετε γιατί; Διότι ὁ Σαὶντ Πάτρικ ἦταν ἀληθινὸς καὶ μπορεῖ νὰ φροντίσει ὁ ἴδιος τὸν ἐαυτό του. Ἀλλὰ τὰ Ἰρλανδικὰ θαυμαστὰ πλάσματα δὲν ἔζησαν ποτέ, κι ἄρα χρειάζονται τὴν ὑποστήριξή μας. Στὴν Ἀγγλία οἱ ἄνθρωποι εἶναι περήφανοι ὅταν ὑπερασπίζονται τοὺς ἀδύναμους -κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ νιώθουν δυνατοί- ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε πιὸ ἱππότες ἀπὸ αὐτούς: Προστατεύουμε τὸ ἀνύπαρκτο. Ὅσο ζεῖ ἔστω καὶ ἕνας Ἰρλανδὸς γιὰ νὰ τὰ ὑπερασπιστεῖ, κανένας Φοίνικας δὲν θὰ πεθάνει, κανένα Ξωτικό, καμμιά Νεράιδα. Ἔχει ἄραγε ἡ Ἀγγλία ἀποικίες σὰν τὶς δικές μας; Τὴν Ἀμερική, ἴσως, μοῦ πεῖτε, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε αὐτό, διότι ἡ Ἀμερικὴ ἦταν ἤδη ἐκεῖ, καὶ δὲν εἶχαν παρὰ νὰ πατήσουν πόδικαὶ νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς κατοίκους της. Πῶς μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ αὐτό, μὲ τὴ δική μας μυστικὴ Χάι Μπραζὶλ στὸν δυτικὸ ὠκεανό, καὶ μὲ τὴ μαγικὴ Τύρνανογκ ποὺ στὸ χῶμα της ὁ χρόνος δὲν περνᾶ; Αὐτὲς εἶναι μερικὲς μόνο ἀπὸ τὶς ἀποικίες μας. Καὶ εἶναι ἀληθινὰ δικές μας, διότι ἐμεῖς τὶς φτιάξαμε καὶ ἐμεῖς τὶς κατοικήσαμε. Κι αν κάποτε δὲν μᾶς ἀρκοῦν οἱ ἱστορίες μας, θὰ τραγουδήσουμε κι ἄλλες. Καὶ κανένας ἱστορικός σας, ὅσα κατορθώματά σας κι ἄν καταγράψει, δὲν μετράει μπροστά στοὺς τραγουδιστὲς καὶ στοὺς βάρδους μας. Τὶ εἶναι ἡ φτωχὴ Ἱστορία σας, μπροστὰ στὸ λαμπρό παραμύθι ποὺ μυστικὰ φτιάχνουμε ἐμεῖς μὲ τὰ τραγούδια μας;...
[Tὸ μεταφρασμένο ἀπόσπασμα καὶ ἡ εἰσαγωγή του εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο: Λόρδος Ντάνσανυ, «Οἱ μυστικὲς ἱστορίες τῶν θεῶν», ἐκδ. Terra Nova, 2000, ISBN 960-8164-00-1.]
Ὁ Ἀριστοτέλης δὲν γνωρίζω ἐὰν τὰ ἔπινε :-) , πάντως, οἱ παραδόσεις γιὰ τὶς πανάρχαιες σχέσεις Ἑλλήνων καὶ Ἰρλανδῶν (ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἡρακλῆς ἔψαχνε τὰ μῆλα τῶν Ἐσπερίδων καὶ ὁ Ὀδυσσεὺς περιεπλανᾶτο στὸν ὠκεανό, ἤ ὁ Ἄβαρις ἐταξίδευε μὲ τὸ ἰπτάμενο βέλος...) δὲν εἶναι φαντασιώσεις κανενὸς Λιακόπουλου, ἀλλὰ ἀρχαῖες παραδόσεις τῶν ἰδίων τῶν Ἰρλανδῶν (ἐκτὸς, ἐννοῶ, ἀπὸ τὶς γνωστὲς παραδόσεις ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, τρεῖς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀνέφερα), οἱ ὁποῖες σώζονται σὲ μεσαιωνικὰ χειρόγραφα. (Γιὰ τὴν «ἱστορική ἀκρίβεια» τῶν παραδόσεων ἀυτῶν δὲν γνωρίζω· πάντως, ἡ ὕπαρξις τῶν παραδόσεων εἶναι γεγονός... ἱστορικῶς ἀκριβές!)
Διαβάζω (σὲ κάποιον... ἀπόκρυφον πάπυρο, ἐνθουσιώδους ἐρευνητοῦ (στέκομαι στὶς πηγὲς ποὺ ἀναφέρει, ὄχι στὰ ὑπόλοιπα)):
«[...]
Οι βορειοευρωπαϊκές παραδόσεις διασώζουν τις αντιλήψεις των κατοίκων της, ότι έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Έλληνες. Τα ιρλανδικά κείμενα "Lebor Gabola Eren" (Βιβλίο Εισβολών στην Ιρλανδία), "Leborna Huidres" (Βιβλίο του Ντύν Κάου), το βιβλίο του Λένστερ κ.λπ. - τα όποια διεσώθησαν σε χειρόγραφα του 11ου αι. μ.Χ. - αναφέρουν ότι στην Ιρλανδία έφθασαν πρώτα κάτοικοι του Αιγαίου με αρχηγό τον Παρθολώνα, εν συνεχεία αποίκισαν το νησί Δαναοί (εξ ου και οι σύγχρονοι Δανοί) και τέλος οι Μιλήσιοι. Ο διάσημος ιστορικός W. Durant στην "Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού" (τόμ. Δ, σελ. 103) γράφει: "Οι Ιρλανδοί πιστεύουν, και δεν έχουμε καμμιά πρόθεσιν να τους αντικρούσωμε, ότι η νήσος των κατοικείτο κατ' αρχάς από Έλληνας και Σκύθας 1000 ίσως και περισσότερα έτη π.Χ.".
Στον εποικισμό της Ιρλανδίας από τον Παρθολώνα αναφέρεται ο Τζιράλυτους ντε Μπαρ (1147-1223 μ.Χ.), ο οποίος στο βιβλίο του "Ιστορία και Τοπογραφία της Ιρλανδίας" διέσωσε αρχαίες ιρλανδικές παραδόσεις. Γράφει σχετικά: "Σro τριακοστό έτος μετά τον κατακλυσμό ο Παρθολών ήλθε στις ακτές της Ιρλανδίας... Ο Παρθολών, οι γιοι του και οι απόγονοί τους ήσαν τυχεροί όχι μόνο στα υλικά τους επιτεύγματα αλλά και στην αύξηση της φυλής τους". Μετά την εγκατάστασή τους, "ο βασιλεύς των Ελλήνων", όπως αναφέρεται σε ορισμένους κώδικες του χειρογράφου των "Εισβολών", τους έστειλε δώρα. Συνεπώς η άφιξη των Ελλήνων στην Β. Ευρώπη δεν έγινε τυχαία, αλλά υπήρχε στενή επαφή των Ελλήνων αποίκων της Ιρλανδίας με την μητροπολιτική Ελλάδα.
Ο Όγκυ Ο' Κάρρυ στο βιβλίο του "Ήθη και έθιμα των αρχαίων Ιρλανδών" (έκδ. 1873, Δουβλίνο) γράφει: "Οι πιο αρχαίοι συγγραφείς μας κατέγραψαν, ότι ο Παρθολώνας ήλθε στην Ιρλανδία μετά τον κατακλυσμό. Λέγεται ότι ξεκίνησε από την Μακεδονία ή Μέση Ελλάδα, με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους ήταν τρεις Δρυίδες ονομαζόμενοι Φίος, Αίολος και Φομόρης, δηλαδή, αν θελήσουμε να ψάξουμε την ετυμολογική σημασία των λέξεων, Νόηση, Γνώση και Έρευνα". Μετάδωσαν δηλαδή την γνώση και την σοφία οι Έλληνες στην Β. Ευρώπη. Κάτοχοι αυτής της σοφίας ήσαν οι Δρυΐδες, Έλληνες μύστες πού κατείχαν μυστικές κάποιες γνώσεις, όπως οι ιερείς των Δελφών και της Ελευσίνας. Το όνομα των Δρυίδων είναι ελληνικό. To Druid ετυμολογείται από την ελληνική λέξη Δρυς και την κατάληξη -ίδης, πού σημαίνει γιος (πρβλ. Λεωνίδης = ο γιος του Λέοντος). Συνεπώς Druid σημαίνει τέκνο της Δρυός.
Οι Έλληνες πολύ αργότερα ξαναεποίκησαν την Ιρλανδία. Στο βιβλίο "Αρχαίες Ιρλανδικές Ιστορίες", πού εξεδόθη για πρώτη φορά το 1936 στο Δουβλίνο, αναφέρεται ότι "οι Δαναοί ήλθαν με ένα μεγάλο στόλο στην Ιρλανδία". O R. Graves αναφέρει ότι "κατά την αρχαιολογικώς αποδεκτή ιρλανδική παράδοση του Βιβλίου των Εισβολών οι Τουάθα ντε Ντανάαν οδηγήθηκαν προς τα βόρεια από την Ελλάδα... Τελικά κατέκτησαν την Ιρλανδία μέσω Δανίας -την οποία ονομάτισαν με το όνομά τους, "Βασίλειο των Ντανάαν"- και Βόρειας Βρετανίας...Οι πενήντα Δαναΐδες εμφανίζονται και στην ιστορία της πρώιμης Βρετανίας" ("Λευκή Θεά", σελ. 60,81).
Το βιβλίο του Λένστερ, πού σώθηκε σε χειρόγραφο του 11ου αι., περιγράφει την τρίτη εισβολή των Ελλήνων στην Ιρλανδία: "Ήταν Πέμπτη, Πρωτομαγιά και 17η μέρα του φεγγαριού, όταν οι Μιλήσιοι έφθασαν στην Ιρλανδία". Ο R. Graves παραδέχεται ότι "οι Μιλήσιοι του ιρλανδικού μύθου λέγεται ότι έλκουν την καταγωγή τους από την Ελλάδα των αρχών της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ... Οι Μιλήσιοι του ελληνικού μύθου ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι του Μιλήτου, γιου του Απόλλωνα, ο οποίος μετοίκησε από την Κρήτη στην Καρία τα πανάρχαια χρόνια, όπου οικοδόμησε την πόλη της Μιλήτου. Ομώνυμη πόλη υπήρχε και στην Κρήτη. Οι Ιρλανδοί Μιλήσιοι έλεγαν ότι και εκείνοι είχαν περάσει από την Κρήτη και από εκεί είχαν διαπεραιωθή στην Συρία, απ' όπου μέσω Καρήνης της Μικράς Ασίας έφθασαν στη Γαιτουλία της Βόρειας Αφρικής, στο λιμάνι Μπαέλο κοντά στα Γάδειρα και στο Βιργάντιο (σήμερα Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα) στην βορειοδυτική Ισπανία. Μεταξύ των προπατόρων τους συγκαταλέγονταν ο Γκάντελ -θεότητα ίσως του πόταμου Γαδύλου που εκβάλλει στις νότιες ακτές της Μαύρης θάλασσας πλάι στην Τραπεζούντα-, "ο Νηολούς του Άργους", ο Κέκρωψ των Αθηνών και η Σκότα, θυγατέρα του βασιλιά της Αιγύπτου...Η Σκότα, η οποία στους ιρλανδικούς μύθους συγχέεται με τον προπάτορα των Κοττίων, προφανώς είναι η Σκοτία, η "σκοτεινή", πασίγνωστη ελληνική επωνυμία της θάλασσας-θεάς της Κύπρου" ("Λευκή Θεά", σελ. 165-166). Το ότι οι Μιλήσιοι ήσαν Έλληνες αποδεικνύεται από τα ονόματά τους -που αναφέρονται στις Ιρλανδικές παραδόσεις- τα οποία είναι ελληνικά (Αμεργίνος, Ίθος, Φίαλη, πού σημαίνει σεμνή κ.λπ.). Επίσης το "Βιβλίο των Εισβολών" αποδίδει σε έναν ήρωα των αποίκων, τον Αμεργίνο, ποίημα, που μοιάζει με την Θεογονία του Ησιόδου, όπως παραδέχεται ο Ντ' Αρμπουά Ζιμπενβίγ στο βιβλίο του "Ιρλανδικός Μυθολογικός κύκλος". Παρουσίαση, ανάλυση και συσχετισμό του ποιήματος αυτού με την ελληνική μυθολογία επιχειρεί ο R. Graves στο δωδέκατο κεφάλαιο του προαναφερθέντος βιβλίου του.
[...]»
στο μιλενιο 2000 ειχε βγει ενας τομος
με ωραιες φωτογραφιες απο τον εικοστο
αιωνα που ηταν αηδιαστικο οργανο ομως της νεοαποικιοκρατικης προπαγανδας.
τελος παντων υπηρχε μεσα μια φωτογραφια με ενα καλο παιδι σε μια ταρατσα καλα εξοπλισμενη με ικανη
ποσοτητα κοκτεηλ μολοτωφ που τις αδειαζε σε κατι στρατα στο δρομο.
αμεσως καταλαβα οτι ηταν ιρλανδος
επαναστατης πριν διαβασω τη λεζαντα
κιας μην φαινοταν το πρωσοπο του.
σχεδον ολα τα στουποφορα μπουκαλια
ηταν απο γκινες και μερφις.
αμα ο ανθρωπος ειναι μερακλης !!!
ηξερα καιμια ο΄μπραϊαν... αλλος
ανθρωπος, ο θεος να την εχει καλα.
και φυσικα ολες τις κοκκινομαλλες
με φακιδες ανεξαρτητου φυλης.
τελικα αλλο κοκκινομαλλα και αλλο
κοκκινοσκουφιτσα.
H μεγάλη κόρη έχει φέρει φωτο απο το ταξίδι της στην Ιρλανδία. Δεν έχω κάνει το ταξίδι, έτσι σου οφείλω, για τη διάθεση και την πρόκληση!
(Θυμάμαι τις ξενιτεμένες θείες και τους φόβους τους για τις..Αιρίστρες!)
Καλημέρα και ευχαριστώ, Αείποτε. Σα να ψήλωσα λιγάκι όσο σε διάβαζα.
Γνωμοδότα, η απορία που μου δημιουργησε το σχόλιό σας είναι αν στην αρχαία Ελλάδα είχαμε αλκοολισμό (κι αν αναφέρονται κάποιοι αλκοολικοί) ή αν η συνήθεια του νερώματος τους είχε γλιτώσει από τέτοια φαινόμενα.
Γιουτζίνη είναι όντως πολύ δυναμωτική. Ξέρεις, δίναν παλιά, με μέτρο, και στα παιδιά τους, σα δυναμωτικό. Καλύτερο από το μουρουνέλαιο, όπως και να το κάνεις…
Είναι Κοπίτο μου μαγική – ε τι, όλα τα ξωτικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) τη διάλεξαν για πατρίδα!
Κέβλαρ το αγαπάς προφανέστατα! Αλλά το αγαπάς νεανικά: οι μεγάλες νεανικές αγάπες πάσχουν πάντα σε αυτό το σημείο: επιθυμούν μέχρι ρήξεως την τελειότητα.
Νικόλα ναι, έχω ιρλαντέζα μουσική, γινόταν να μην έχω; Πρόσφατα διάβαζα και για τους Ουώτερ μπόυζ στο μωσαϊκό μας που μάλιστα προτείνει να τους δούμε όλοι μαζί τον Απρίλη που έρχονται στην Αθήνα. Δη Ουώτερ μπόυζ σοσάιετυ.
Ε, Ανχελίτο, αλλά είδες πόσο μεγάλο βγήκε! (έγινε της μπυροκατάνυξης την Παρασκευη :-)
Καλλίμαχε, υπέροχα αποσπάσματα και χίλια ευχαριστώ – οι πληροφορίες εξαιρετικές και πολύ καλές οι πηγές αλλά την καρδιά κλέβουν τα περί ονειρικής πατρίδας (και δεν το ήξερα το κείμενο η άχρηστη, ούτε το βιβλίο).
Νύφε, την ξέρω τη φωτογραφία. Οι κοκκινομάλλες χρειάζονται τις ευχές σου αλλά και κανα φτύσιμο πότε πότε (για να μη τις ματιάζουν!)
Κατερίνα να πας αν μπορείς – παντού μας αγαπάνε τους έλληνες, παντού λες «έλληνας» και σε αγκαλιάζουν, όμως σε εκείνο τον τόπο λες «έλληνας» και σε θεωρούν αδελφό ποιητή.
Μιραντολίνα, τα ποστς σου είναι θησαυρός, και χρειάζονται πολύ χρόνο-το blogging (κατά το "clubing") σε σένα γίνεται διάβασμα...
Το "a luv story" σου ήταν που με σύνδεσε μαζί σου-και με τα βλογς γενικότερα, ΚΑΙ ενα wallpaper απο το Macallan κοσμεί την οθόνη μου (και ηρεμεί την ψυχή μου) έκτοτε!
Νομίζετε οτι θα ήταν επιστροφή στην εποχή του χαλκού, αν κάποια βλογς εκδίδονταν σε βιβλίο? Μερικές φορές με κουράζει αυτό το ψάξιμο μπρος πίσω να πετύχω ένα συγκεκριμένο κείμενο... (Μιρλανδολίνα, γράψε με στη λίστα των αγοραστών!).
Η Λέμον έχει δίκιο. Έχω διαβάσει ταξιδιωτικούς οδηγούς που "δεν έπιαναν μία" μπροστά στα κείμενα της Μιραντολίνας.
Για σκεφτείτε το, κυρία Μιραντολίνα, σας παρακαλώ!
Μιραντογατίνα σε θυμήθηκα σήμερα που είδα τον εορτασμό του St Patrick's στην Ιαπωνία!!!!!
Τρελλός σουρεαλισμός, το είδες;;;;
Καλό βράδυ
Σ;))))))))))))))))))))))))))))))
όλοι στις 9 απρίλη στο γκάγκαριν λοιπον ή στις 10 στο μύλο(λέμον για σενα το λέω)
κι ας ελπίσουμε ότι θα παίξει κι αυτό:
Dublin is a city full of good times
Dublin is a city full of dance
Dublin is a city full of music,
poetry, sex and romance
but what it means to me the most -
Dublin is a city full of ghosts
Dublin is a city full of tricksters
Dublin is a city full of priests
Dublin is a city full of rumours
seventy two thousand at least
but what it means to me the most -
Dublin is a city full of ghosts
The ghosts of my joy, the ghosts of my tears,
the ghosts of my glorious dissolute years
the ghost of adventure wilder than words
the ghost of the night I first made love to her
Dublin is a city full of humour
Dublin is a city full of wit
Dublin is a city full of buskers
playing old Waterboys hits
but what it means to me the most -
Dublin is a city full of ghosts
The ghost of a fiddle
the ghost of a sax
the ghost of a sound that ain't never coming back
the ghost of a friendship, curdled and sour
the ghost of a time when I still had the power
Dublin is a city full of magic
Dublin is a city full of light
Dublin is a city full of wonder
Dublin is a city full of shite
but what it means to me the most -
Dublin is a city full of ghosts
Λέμον, γενναιόδωρό μου κορίτσι, μπορώ να στα στείλω σε ουορντ, να τα τυπώσεις και να τα δέσεις. Βιβλίο δεν θα είναι κι αυτό;
Κούκλα μου, Γάτε (δεν το είδα, αλλά έχω φωτό από εορτασμούς στην Κορέα!), Μωσαϊκέ, ευχαριστώ ουιθ ε μπανγκ ον δη ηηρ!
Δεν ξέρω αν το πήρες χαμπάρι, αλλά δες εδώ τι έγινε ανήμερα του Αγίου Πατρικίου στην Θεσσαλονίκη. http://www.mpa.gr/article.html?doc_id=571992
(πως στο καλό μπαίνουσιν ενεργά λίνκ στα σχόλια ρε παιδιά?!)
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...