A luv story
Για την Χουανίτα που δίνει απλόχερα.
Συνήθως, όταν λένε Σκωτία εννοούν τα Χάιλαντς. Δίκαιον, από μια μεριά. Τα τοπία των Χάιλαντς, η μυθολογία τους, ο Γενναιόκαρδος, τα θρεμμένα αγέρωχα ζώα, οι κλανς, οι φάρμες, οι ροδομάγουλοι κελτοβίκινγκς με τη βαριά προφορά… Και οι άνθρωποι, ειδικά οι γεροντότεροι αγρότες, που σερβίρουν τσάι και βουτήματα το απόγευμα («από όταν φύγαν τα παιδιά, για να μην είμαστε μόνοι μας»), κάποτε νοικιάζουν κι ένα δυό δωμάτια («του παιδιού είναι, έρχεται πίσω μόνο λίγες μέρες στις γιορτές πια»), αναζητώντας συντροφιά.. Ναι, τα Χάιλαντς είναι τόπος μαγικός κι άξια κλέβουν την παράσταση. Τα Λόουλαντς, όμως, έχουν κι εκείνα ομορφιά. Κι έχουν και γλύκα.
Τόπος που οι τουρίστες δεν αγαπούν πολύ, και μπαίνουν στις εφημερίδες μόνο αν τύχει να πέσει κανά αεροπλάνο στις κωμοπόλεις τους (γιατί άλλο να ήξερες το Λόκερμπυ;), τα λόουλαντς είναι πιο τρυφερά, πιο θηλυκά, με γεφυράκια σε μικρούς ποταμούς, ρυάκια με χήνες, πράσσινο, χωριάτικες μονοκατοικίες με την κλασσική κρεμαστή γλαστρούλα στην είσοδο και λιμνούλες στην πίσω αυλή για να λούζονται οι πάπιες…
Σαχλαμάρες. Δεν δέθηκα μαζί τους γι αυτά. Αγαπάω τα Λόουλαντς γιατί αγαπάω τους ανθρώπους τους. Κι αγαπάω τους ανθρώπους τους γιατί μ αγκάλιασαν τόσο ζεστά, με τόση τρυφερότητα και καλοσύνη που πονάει η καρδιά μου από τη νοσταλγία όταν τους θυμάμαι. Ειδικά το ζευγάρι που κρατούσε το χάνι (δηλαδή pub και bed εν breakfast) που έμεινα, με το διόλου πρωτότυπο όνομα King´s Arms.
Το χάνι μου βρίσκεται στην χάι στρητ των λόου λαντς. Λειτουργεί εδώ και κοντά τέσσερις αιώνες. Στο ισόγειο η παμπ, φιλοξενεί αποκλειστικώς οπαδούς των σέλτικς και ποδοσφαιρικούς αγνωστικιστές. Οι οπαδοί των ρέηντζερς πήγαιναν στο άλλο μαγαζί του χωριού – μετεμφυλιακή περίοδο διανύουμε. Από πάνω είναι τα δωμάτια. Μου έδωσαν ένα που έβλεπε στο δρόμο. Κοορντιναρισμένες κουρτίνες, παπλώματα, σκεπάσματα πολυθρόνας, πατάκια… τόσο λέλουδο δεν έχει δει ούτε η Λέηντυ Άντζυ στη ζωή της. Μ άρεσε, όμως. Ταίριαζε με έναν τρόπο. Ακόμα, ήταν πεντακάθαρο και σχετικά φτηνό.
Είχα φτάσει βράδυ. Άργησα κι έφταιγε το ανάποδο οδήγημα. Είχα κλείσει δωμάτιο, όμως, τηλεφωνικώς, από το πρωί, και με περίμεναν. Δηλαδή, περίμεναν να μου δώσουν το κλειδί, να μου δείξουν το δωμάτιο και να με δουν το πρωί στο πρωινό. Δεν περίμεναν ότι η ώρα δώδεκα το βράδυ δε θα είχα φάει τίποτε και θα επιθυμούσα ένα ποτήρι μπύρα κολασμένα.
Το πρόβλημα δεν ήταν το φαγητό. Ούτε καν το τζάκι που έσβηνε κείνη την ώρα και τώρα έπρεπε να ανάψει πάλι για να ξεκουραστεί η ταξιδιώτισσα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο φίλος μου ο Ροδρίγος (έτσι τον ονομάτισα – μετά το γιατί), ο ιδιοκτήτης και μπαρ τέντερ (σαν την καρδιά ενός μαρουλιού στ αλήθεια) είχε μόλις καθαρίσει τους σωλήνες, τα πάιπς της βαρελίσιας μπύρας. Έκανα ότι κατάλαβα όταν μου το εξήγησε απολογητικά. Όμως η καλή του, μια πανύψηλη, κατάξανθη βαλκυρία, έπιασε το βλέμμα της απογοήτευσης. Μην ανησυχείς, λουβ! Τα πάιπς ξαναλερώθηκαν, καθήσαμε μισή ωρίτσα μαζί, είπαμε πέντε κουβέντες κι ύστερα πήγα για ύπνο κι ο Ροδρίγος μου κάθησε να ξανακαθαρίσει φτου κι από την αρχή, αγόγγυστα.
Ήταν λογικό να ξέρουν τούτοι οι άνθρωποι πως θα φερθούν, πως θα ξεκουράσουν και θα κερδίσουν τον ταξιδιώτη. Τρεισήμισι αιώνες μετράει το χάνι. Σε ένα από τα δωμάτιά του κοιμήθηκε ο Σερ Ουώλτερ Σκωτ του Ιβανόη και της Κυράς της Λίμνης – από κει μου θύμιζε το Ροδρίγο ο οικοδεσπότης μου. Το τζάκι καίει κάθε βράδυ τόσους αιώνες, τα τραπέζια γεμίζουν κάθε βράδυ τόσους αιώνες, οι χύτρες ετοιμάζουν ζεστό φαί κάθε βράδυ τόσους αιώνες… Ήμουν σε καλά χέρια.
Το πρωινό ήταν εξαιρετικό. Το χωριάτικο μπέηκον το έφτιαχνε η κυρία Βαλκυρία με τα χεράκια της. Αν εξαιρέσεις τα φασόλια (τι εμμονή κι αυτή!), όλα τα άλλα ήταν υπέροχα.
Την έκανα νωρίς. Είναι υπέροχη η Σκωτία. Μαγική. Πήγα στο σπίτι του Ροβέρτου που Καίει-- αγαπούσε κι εκείνος τα τριαντάφυλλα κι έχω αδυναμία. Αγόρασα και κούπα με το Ολ λανγκ Σhάιν η τουρίστας – αμε! Κι ύστερα ξαναγύρισα, κουρασμένη, έτοιμη να αφεθώ στις περιποιήσεις των οικοδεσποτών μου.Ζήτησα ένα ουίσκυ, αυτή τη φορά. Για την ακρίβεια ζήτησα ένα γκλενφίντιχ με το νερό του. Μου χε αρέσει αυτό. Απίστευτη ξιπασιά: σου σέρβιραν το Γκλένφιντιχ με ένα μικρό μπουκαλάκι νερό της πηγής γκλενφίντιχ, για να μην αλλοιωθεί τάχα μου η γεύση από άλλο νερό ή πάγο. Σιγά μη και καταλάβαινα τίποτε – άσε που κάπνιζα σα φουγάρο! Όμως ο Ροδρίγος μου δεν τσίμπησε στην ανόητη περιηγήτρια. Με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια κι είπε: «Γκλενφιντιχ; Μα, τι βρίσκεις σε αυτό το πράγμα;».
Σοκ και δέος! Τι βρίσκω στο Γκλένφιντιχ; Γιατί; Δεν σας αρέσει; «Ε, δεν είναι καλό μολτ». Ξεροκατάπια. Τι να του πω του πολέμαρχου Ροδρίγου του Σκώτου; Ρώτησα, λοιπόν, δειλά, πιο είναι καλό. «Κάτσε να το βρεις μόνη σου», μου είπε. Τα μπουκάλια των άγνωστών μολτ κατέβαιναν ένα ένα, τα ποτήρια άλλαζαν μπρος μου με ταχύτητα. Δεν είχε κόσμο – ήταν καθημερινή.
Περάσαμε ένα εξαιρετικό βράδυ, ένα βράδυ ποίησης κατά το οποίο, αφού εντρυφήσαμε σε όσα δημιούργησε ο άνθρωπος πριν την τελειότητα, ξυγγράψαμε άσματα λυρικά και ύμνους αγάπης για δυό μπουκάλια κεχριμπάρι: το ΜακΆλλαν και το Αμπερλούρ. Τα μυστικά πίσω από το έργο του σερ Ουώλτερ αποκαλύφθηκαν όπως κάποτε αποκαλύφθηκε η βαρύτητα στο Νεύτωνα. Για κείνον ήταν ένα μήλο, για μας μισό δάχτυλο νέκταρ. Όπως εκείνος, έτσι κι εμείς στεκόμασταν στους ώμους γιγάντων. Κελτών και Βίκινγκς θεόρατων που πίναν κάποτε από το καύκαλο του ηττημένου εχθρού – τι ποτό αξίζει τέτοιας τιμής, τέτοιας γιορτής και αλαζονείας;
Έτσι χτίστηκε η σχέση μου με τα δυό αυτά μολτ. Έγιναν ο ριζοσπάστης μου – τα διάβαζα όπως άλλοι τον καφέ, τα διέδιδα γιατί άξιζαν στους φίλους μου.
Πάντα, όποτε βάζω μια σταλιά ή και δυό, θυμάμαι τον Ροδρίγο τον ποιητή, που μου τα κέρασε όλα, ό-λα, και όταν είδε πως άρχισα να κουδουνίζω και τα ποιήματα μου να θυμίζουν Χούγκο Μπαλ, μου χάιδεψε το κεφαλάκι, μου είπε Καληνύχτα Λουβ, και με παρέδωσε στη Βαλκυρία.
Πέρασα το μισό καιρό με τους καινούριους φίλους. Μου άρεσε να επιστρέφω στο χάνι, στο Ροδρίγο, τη Βαλκυρία του και το ΜακΆλλαν. Κι εκείνου του άρεσε να πιστεύει πως έχω σκωτσέζικη ρίζα. Μα, είναι φάτσα ελληνίδας αυτή; Ήμουν αίμα τους. Ακους, λουβ;
Τη μέρα που έφευγα, με έσφιξαν μέχρι σκασμού στην αγκαλιά τους, με φίλησαν και με έβαλαν να υποσχεθώ ότι θα ξαναπάω. Το υποσχέθηκα και ακόμη δεν έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου. Ίσως γιατί χρειάστηκαν αυτά τα λίγα χρόνια να καταλάβω πως είμαι αίμα τους. Στ αλήθεια.
Χρόνια αργότερα, στο Δουβλίνο, στην ουισκερία του Τζέημσον, είδα ένα φιλμάκι που απέδιδε την πρώτη παρασκευή ουίσκυ στους αρχαίους ημών κι έλεγε πως το αναφέρει κι ο Αριστοτέλης. Χάρηκα πολύ. Είχα μια ακόμη απόδειξη πως το αίμα νερό δε γίνεται. Γίνεται ουίσκυ.
Συνήθως, όταν λένε Σκωτία εννοούν τα Χάιλαντς. Δίκαιον, από μια μεριά. Τα τοπία των Χάιλαντς, η μυθολογία τους, ο Γενναιόκαρδος, τα θρεμμένα αγέρωχα ζώα, οι κλανς, οι φάρμες, οι ροδομάγουλοι κελτοβίκινγκς με τη βαριά προφορά… Και οι άνθρωποι, ειδικά οι γεροντότεροι αγρότες, που σερβίρουν τσάι και βουτήματα το απόγευμα («από όταν φύγαν τα παιδιά, για να μην είμαστε μόνοι μας»), κάποτε νοικιάζουν κι ένα δυό δωμάτια («του παιδιού είναι, έρχεται πίσω μόνο λίγες μέρες στις γιορτές πια»), αναζητώντας συντροφιά.. Ναι, τα Χάιλαντς είναι τόπος μαγικός κι άξια κλέβουν την παράσταση. Τα Λόουλαντς, όμως, έχουν κι εκείνα ομορφιά. Κι έχουν και γλύκα.
Τόπος που οι τουρίστες δεν αγαπούν πολύ, και μπαίνουν στις εφημερίδες μόνο αν τύχει να πέσει κανά αεροπλάνο στις κωμοπόλεις τους (γιατί άλλο να ήξερες το Λόκερμπυ;), τα λόουλαντς είναι πιο τρυφερά, πιο θηλυκά, με γεφυράκια σε μικρούς ποταμούς, ρυάκια με χήνες, πράσσινο, χωριάτικες μονοκατοικίες με την κλασσική κρεμαστή γλαστρούλα στην είσοδο και λιμνούλες στην πίσω αυλή για να λούζονται οι πάπιες…
Σαχλαμάρες. Δεν δέθηκα μαζί τους γι αυτά. Αγαπάω τα Λόουλαντς γιατί αγαπάω τους ανθρώπους τους. Κι αγαπάω τους ανθρώπους τους γιατί μ αγκάλιασαν τόσο ζεστά, με τόση τρυφερότητα και καλοσύνη που πονάει η καρδιά μου από τη νοσταλγία όταν τους θυμάμαι. Ειδικά το ζευγάρι που κρατούσε το χάνι (δηλαδή pub και bed εν breakfast) που έμεινα, με το διόλου πρωτότυπο όνομα King´s Arms.
Το χάνι μου βρίσκεται στην χάι στρητ των λόου λαντς. Λειτουργεί εδώ και κοντά τέσσερις αιώνες. Στο ισόγειο η παμπ, φιλοξενεί αποκλειστικώς οπαδούς των σέλτικς και ποδοσφαιρικούς αγνωστικιστές. Οι οπαδοί των ρέηντζερς πήγαιναν στο άλλο μαγαζί του χωριού – μετεμφυλιακή περίοδο διανύουμε. Από πάνω είναι τα δωμάτια. Μου έδωσαν ένα που έβλεπε στο δρόμο. Κοορντιναρισμένες κουρτίνες, παπλώματα, σκεπάσματα πολυθρόνας, πατάκια… τόσο λέλουδο δεν έχει δει ούτε η Λέηντυ Άντζυ στη ζωή της. Μ άρεσε, όμως. Ταίριαζε με έναν τρόπο. Ακόμα, ήταν πεντακάθαρο και σχετικά φτηνό.
Είχα φτάσει βράδυ. Άργησα κι έφταιγε το ανάποδο οδήγημα. Είχα κλείσει δωμάτιο, όμως, τηλεφωνικώς, από το πρωί, και με περίμεναν. Δηλαδή, περίμεναν να μου δώσουν το κλειδί, να μου δείξουν το δωμάτιο και να με δουν το πρωί στο πρωινό. Δεν περίμεναν ότι η ώρα δώδεκα το βράδυ δε θα είχα φάει τίποτε και θα επιθυμούσα ένα ποτήρι μπύρα κολασμένα.
Το πρόβλημα δεν ήταν το φαγητό. Ούτε καν το τζάκι που έσβηνε κείνη την ώρα και τώρα έπρεπε να ανάψει πάλι για να ξεκουραστεί η ταξιδιώτισσα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο φίλος μου ο Ροδρίγος (έτσι τον ονομάτισα – μετά το γιατί), ο ιδιοκτήτης και μπαρ τέντερ (σαν την καρδιά ενός μαρουλιού στ αλήθεια) είχε μόλις καθαρίσει τους σωλήνες, τα πάιπς της βαρελίσιας μπύρας. Έκανα ότι κατάλαβα όταν μου το εξήγησε απολογητικά. Όμως η καλή του, μια πανύψηλη, κατάξανθη βαλκυρία, έπιασε το βλέμμα της απογοήτευσης. Μην ανησυχείς, λουβ! Τα πάιπς ξαναλερώθηκαν, καθήσαμε μισή ωρίτσα μαζί, είπαμε πέντε κουβέντες κι ύστερα πήγα για ύπνο κι ο Ροδρίγος μου κάθησε να ξανακαθαρίσει φτου κι από την αρχή, αγόγγυστα.
Ήταν λογικό να ξέρουν τούτοι οι άνθρωποι πως θα φερθούν, πως θα ξεκουράσουν και θα κερδίσουν τον ταξιδιώτη. Τρεισήμισι αιώνες μετράει το χάνι. Σε ένα από τα δωμάτιά του κοιμήθηκε ο Σερ Ουώλτερ Σκωτ του Ιβανόη και της Κυράς της Λίμνης – από κει μου θύμιζε το Ροδρίγο ο οικοδεσπότης μου. Το τζάκι καίει κάθε βράδυ τόσους αιώνες, τα τραπέζια γεμίζουν κάθε βράδυ τόσους αιώνες, οι χύτρες ετοιμάζουν ζεστό φαί κάθε βράδυ τόσους αιώνες… Ήμουν σε καλά χέρια.
Το πρωινό ήταν εξαιρετικό. Το χωριάτικο μπέηκον το έφτιαχνε η κυρία Βαλκυρία με τα χεράκια της. Αν εξαιρέσεις τα φασόλια (τι εμμονή κι αυτή!), όλα τα άλλα ήταν υπέροχα.
Την έκανα νωρίς. Είναι υπέροχη η Σκωτία. Μαγική. Πήγα στο σπίτι του Ροβέρτου που Καίει-- αγαπούσε κι εκείνος τα τριαντάφυλλα κι έχω αδυναμία. Αγόρασα και κούπα με το Ολ λανγκ Σhάιν η τουρίστας – αμε! Κι ύστερα ξαναγύρισα, κουρασμένη, έτοιμη να αφεθώ στις περιποιήσεις των οικοδεσποτών μου.Ζήτησα ένα ουίσκυ, αυτή τη φορά. Για την ακρίβεια ζήτησα ένα γκλενφίντιχ με το νερό του. Μου χε αρέσει αυτό. Απίστευτη ξιπασιά: σου σέρβιραν το Γκλένφιντιχ με ένα μικρό μπουκαλάκι νερό της πηγής γκλενφίντιχ, για να μην αλλοιωθεί τάχα μου η γεύση από άλλο νερό ή πάγο. Σιγά μη και καταλάβαινα τίποτε – άσε που κάπνιζα σα φουγάρο! Όμως ο Ροδρίγος μου δεν τσίμπησε στην ανόητη περιηγήτρια. Με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια κι είπε: «Γκλενφιντιχ; Μα, τι βρίσκεις σε αυτό το πράγμα;».
Σοκ και δέος! Τι βρίσκω στο Γκλένφιντιχ; Γιατί; Δεν σας αρέσει; «Ε, δεν είναι καλό μολτ». Ξεροκατάπια. Τι να του πω του πολέμαρχου Ροδρίγου του Σκώτου; Ρώτησα, λοιπόν, δειλά, πιο είναι καλό. «Κάτσε να το βρεις μόνη σου», μου είπε. Τα μπουκάλια των άγνωστών μολτ κατέβαιναν ένα ένα, τα ποτήρια άλλαζαν μπρος μου με ταχύτητα. Δεν είχε κόσμο – ήταν καθημερινή.
Περάσαμε ένα εξαιρετικό βράδυ, ένα βράδυ ποίησης κατά το οποίο, αφού εντρυφήσαμε σε όσα δημιούργησε ο άνθρωπος πριν την τελειότητα, ξυγγράψαμε άσματα λυρικά και ύμνους αγάπης για δυό μπουκάλια κεχριμπάρι: το ΜακΆλλαν και το Αμπερλούρ. Τα μυστικά πίσω από το έργο του σερ Ουώλτερ αποκαλύφθηκαν όπως κάποτε αποκαλύφθηκε η βαρύτητα στο Νεύτωνα. Για κείνον ήταν ένα μήλο, για μας μισό δάχτυλο νέκταρ. Όπως εκείνος, έτσι κι εμείς στεκόμασταν στους ώμους γιγάντων. Κελτών και Βίκινγκς θεόρατων που πίναν κάποτε από το καύκαλο του ηττημένου εχθρού – τι ποτό αξίζει τέτοιας τιμής, τέτοιας γιορτής και αλαζονείας;
Έτσι χτίστηκε η σχέση μου με τα δυό αυτά μολτ. Έγιναν ο ριζοσπάστης μου – τα διάβαζα όπως άλλοι τον καφέ, τα διέδιδα γιατί άξιζαν στους φίλους μου.
Πάντα, όποτε βάζω μια σταλιά ή και δυό, θυμάμαι τον Ροδρίγο τον ποιητή, που μου τα κέρασε όλα, ό-λα, και όταν είδε πως άρχισα να κουδουνίζω και τα ποιήματα μου να θυμίζουν Χούγκο Μπαλ, μου χάιδεψε το κεφαλάκι, μου είπε Καληνύχτα Λουβ, και με παρέδωσε στη Βαλκυρία.
Πέρασα το μισό καιρό με τους καινούριους φίλους. Μου άρεσε να επιστρέφω στο χάνι, στο Ροδρίγο, τη Βαλκυρία του και το ΜακΆλλαν. Κι εκείνου του άρεσε να πιστεύει πως έχω σκωτσέζικη ρίζα. Μα, είναι φάτσα ελληνίδας αυτή; Ήμουν αίμα τους. Ακους, λουβ;
Τη μέρα που έφευγα, με έσφιξαν μέχρι σκασμού στην αγκαλιά τους, με φίλησαν και με έβαλαν να υποσχεθώ ότι θα ξαναπάω. Το υποσχέθηκα και ακόμη δεν έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου. Ίσως γιατί χρειάστηκαν αυτά τα λίγα χρόνια να καταλάβω πως είμαι αίμα τους. Στ αλήθεια.
Χρόνια αργότερα, στο Δουβλίνο, στην ουισκερία του Τζέημσον, είδα ένα φιλμάκι που απέδιδε την πρώτη παρασκευή ουίσκυ στους αρχαίους ημών κι έλεγε πως το αναφέρει κι ο Αριστοτέλης. Χάρηκα πολύ. Είχα μια ακόμη απόδειξη πως το αίμα νερό δε γίνεται. Γίνεται ουίσκυ.
9 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Ευχαριστώ για την αφιέρωση.
Να προσθέσω κι εγώ ότι όλα αυτά περί τσιγγουνιάς των Σκωτσέζων, πιστεύω ότι είναι μύθος που έφτιαξαν και συντηρούν οι Άγγλοι για να καλύψουν τα δικά τους ελαττώματα.
Ωρες ώρες απορώ με την τέχνη σου να σηκώνεις πέτρες και να ανακαλύπτεις ελληνικές ρίζες!
Οταν μου είπαν οτι το Γκλένφιντιχ είναι απλά μια εισαγωγή στα καλά, ε, όσο νάναι ένιωσα ακόμα πιο άσχετος από όσο είμαι. Για τιμωρία ψώνισα Μακάλαν και Ντάλμορ. Μένει να βρω έναν Ροδρίγο...
Κατά τα άλλα, υποκλίνομαι.
Εδώ που τα λέμε Πάνο, το Ζαγόρι είναι νερό από τα πιο Χάιλαντς των Χάιλαντς του κόσμου τούτου, οπότε το πίνατε ασορτί με την σκωτική ξιπασιά. Πολύ χαίρομαι που σας άρεσε!
Χουανίτα εγω ευχαριστώ που φωτογράφισες τα μαγνητάκια για χάρι μου!
Αλοβαρε, κάπως γίνεται πάντα και βρίσκω τα αδέλφια μου στο δρόμο, έχεις δίκηο. Από όλα τα ταξίδια (κι είναι πολλά, Δόξα τω Θεώ) μάζευα φως.
Μαίανδρε, υπάρχει μια άποψη ότι είναι οι περίφημοι υπερβόρειοι οι κέλτες. Μας αγαπούν πάρα πολυ -- οι Ιρλανδοί να δεις.
Το τέρας του Λόχνες μπας και τοπ πέτυχες; όλο μου ξεφεύγει το ακατάδεκτο...
Μέχρι και εγώ που πίνω μόνο τσίπουρο
θα πιώ ένα μώλτ...πως το είπαμε Μακάλλαν...
Πώς λένε και οι οι Τουρκοι, Κελ Αλακά, απο το Γαλλικό κελ και το Αράβικο αλακά(αγάπη0.
Κέλ Αλακά και τα μώλτ!
Κατ αρχήν χαίρομαι που σας βλέπω στα μέρη μας και τιμή μας, αγαπητέ Χ. Και δεύτερον, το ΜακΑλλαν σας ταιριάζει πολύ νομίζω. Περιμένω εντυπώσεις.
Ο Άλαν πάντως υποστηρίζει ότι προφέρεται ΓκλεννφίντιΚ, και η Σέλτικ Κέλτικ.
κι η ΑΕΚ Ίεκ -- άστα να πάνε με την προφορά εκεί πέρα γενικώς, Αλβέριχέ μου...
Πάνο μου η χρόνια επίπονη άσκηση μ'έχει οδηγήσει στο ακλόνητο συμπέρασμα : νερό που καίει νάναι κι''οτι νάναι...
Στήν υγειά σας Mirandolina !
Ηλίας
Στην υγεία σας κι εσάς!
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...