Egaleo City στρέι θρου
"Πέντε ήμασταν, εγώ το μόνο κορίτσι. Είχε διοριστεί ο πατέρας δάσκαλος στο Αιγάλεω κι έτσι αποκτήσαμε εκεί το πρώτο μας σπίτι στην Αθήνα. Με δόσεις αγοράσαμε το οικόπεδο, με τους χωριανούς χτίσαμε το σπίτι. Έτσι γινόταν τότε, άμα κατέβαινες στην Αθήνα. Πρώτες μέρες έμενες σε κάποιο χωριανό, έρχονταν όλοι να σε δουν, να σε καλωσορίσουν. Θυμάσαι, κι η μάνα, θεοσχωρέστην, φιλοξενούσε όποιον έρχονταν. Είχαμε κείνο το ντιβάνι στην κουζίνα… ποιόν δεν κοίμισε. Ήταν πολύ προκομμένη η μάνα μου. Ένα κοτόπουλο τρία φαγητά έβγαζε. Άμα δεν κοίμιζε και δεν τάιζε τον ξένο το χε σε κακό. Εδώ τον πατέρα σου, που του νοικιάζαμε μια κάμαρα όταν ήταν φοιτητής, και τον είχε σαν παιδί της. Ήταν αδελφός μας από την ώρα που μπήκε στο σπίτι. Ήταν ορφανεμένος κι η μάνα τον πονούσε. Τι πως χτίζαμε; Είχε χωριανούς οικοδόμους, μαζεύονταν κι οι υπόλοιποι, χτίζανε το σπίτι όλοι μαζί. Η μάνα έβαζε τσουκάλι για δέκα, μπορεί και δεκαπέντε κάθε μέρα…
Ναι, θα σου πω για το Ζαμπέτα. Που λες, κοντά στο σπίτι στο Αιγάλεω ήταν ένα κέντρο, όπου έπαιζε ο Ζαμπέτας. Νομίζω ότι ήταν και δικό του το μισό, αλλά δεν είμαι σίγουρη, θα σε γελάσω. Η μάνα δε μας άφηνε να πλησιάσουμε σε κείνο το μαγαζί. Τώρα εσείς τα τραγουδάτε κιόλας τα ρεμπέτικα, αλλά τότε μαύρο φίδι που θα μας έτρωγε αν τολμούσαμε να τα ακούσουμε καν. Ούτε κοντά στο κέντρο μας άφηναν να πάμε, ήταν σημάδι ενός άλλου κόσμου, που δεν ήταν σαν κι εμάς, έλεγε η μάνα. Κακό δεν έλεγε, αλλά ούτε καλό. Μόνο να μένουμε μακρυά.
Τότε δεν κλείναν ξημέρωμα τα μαγαζιά, κλείναν πρωί. Εφτάμισυ οκτώ η ώρα έβγαινε ο Ζαμπέτας από το μαγαζί μαζί με έναν ακόμη, έναν ψηλό με μουστάκι. Ήξερα πως τον λέγανε κι αυτόν μα το χω ξεχάσει τώρα. Έβγαινε που λες έξω και μαζευόταν η μαρίδα όλη γύρω. Ε, όχι όλη. Εμάς δε μας άφηναν, σου είπα. Εμείς καθόμασταν από μακρυά και κοιτάζαμε και ζηλεύαμε. Έβγαινε ο Ζαμπέτας, μαζευόταν η μαρίδα και τους έδινε από ένα πενηνταράκι του καθενός. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι τρώγαν ψωμί απ αυτό; Ξέρεις τι ήταν τότε ένα δεκάρικο, και, το μήνα; Σιγά μη τα ψωνίζανε! Στη μάνα κατευθείαν πήγαιναν τα λεφτά. Έτσι έλεγε κι αυτός. «Άιντε τώρα στη μάνα σας!» έλεγε.
Εμείς δεν πηγαίναμε κοντά. Εκτός από το Δημήτρη. Μια μέρα δεν άντεξε και πήγε με τα άλλα. Γύρισε με το πενηνταράκι στο χέρι. Έλαμπε ολόκληρος. Και τι πήγε και πήρε; Ποια σοκολάτα μου λες… Πελτέ πήρε. Τι κυδώνι, βρε! Πελτέ, τοματοπελτέ, να βάζουμε στο ψωμί που μας έδινε η μάνα. Ψωμί κι όξω από την πόρτα. Στις γιορτές μια στάλα λάδι, λίγη ζάχαρη. Στις καλές μέρες ψωμί με τοματοπελτέ ή ψωμί με ζαχαρούχο γάλα. Τις πιο πολλές, ψωμί με ψωμί. Έτσι σπούδασαν τα αγόρια, έτσι τελείωσα εγώ το γυμνάσιο και μου δώσαν προίκα. Και να σκεφτείς, εμείς είχαμε. Ο μισθός του πατέρα, νοικιάζαμε και το δωμάτιο, ήταν κι η μάνα οικονόμα…
Ναι, ο Ζαμπέτας. Ο Δημήτρης, δηλαδή. Μετά την πρώτη φορά καλόμαθε κι άρχισε να πηγαίνει κάθε δυό τρεις μέρες. Δεν ήταν μοναχοφάης, ότι έπαιρνε ήταν για όλους. Σταμάτησε να πηγαίνει όταν τον ρώτησε ο Ζαμπέτας ποιανού είναι. Έφυγε τρέχοντας. Δεν μπορούσε να πει «του δάσκαλου» γιατί αν το μάθαινε ο πατέρας θα του έκοβε τα πόδια […]
Όταν ξανάδα το Ζαμπέτα ήμουν 25 χρονώ. Ήμουν παντρεμένη, είχα και τα δυό παιδιά. Είχαμε βγει, πήγαμε εκεί που τραγουδούσε. Δεν ήξερα από αυτά, ούτε τα τραγούδια ήξερα. Ήταν η Ρόζα κι ο άντρας της στην παρέα, αυτοί πήγαιναν συχνά, τους ήξερε ο Ζαμπέτας. […] Πήραμε, που λες, γαρδένιες και δεν είχα ιδέα γιατί. Έβλεπα τους άλλους, τις πετούσαν, εγώ τη δική μου την κράταγα. Με είδε ο Ζαμπέτας, ήμουν και νοστιμούλα, άλλο αν ήμουν αθώα και δεν καταλάβαινα, ήρθε κοντά και μου λέει «Μανταμίτσα, για ποιόν την κρατάς την γαρδένια και δε μου την πετάς;». Ε, κοκκίνισα εγώ, γέλασε ο Ζαμπέτας, ευκαιρία βρήκαν οι άλλοι και τον φώναξαν στο τραπέζι. Κάθησε ώρα μαζί μας κι όλο μανταμίτσα με ανέβαζε, μανταμίτσα με κατέβαζε. Χαμπάρι δεν πήρα ότι του άρεσα, ώσπου μου το πε ο άντρας μου, κι έσκασε στα γέλια την ώρα που φεύγαμε."
Η Α.Π. θυμάται την παιδική της ηλικία στο Αιγάλεω κι η Μιραντολίνα καταγράφει. Ευχαριστίες στον Πάνο που μου θύμισε την Α.Π. και το Αιγάλεω Σίτυ.
7 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Τον σερ δεν τον γνώρισα. Γνώρισα, μικρή και κατα τύχην κι ανάθεμα αν κατάλαβα τότε τι, τον Τσιτσάνη και το Στράτο. Ο Στράτος είχε δώσει λεφτά τότε με τους 400 στη "Ρήξη" για να πληρωθούν οι εγγυήσεις. Αν η Σ. θέλει να πει την ιστορία, κάποια στιγμή θα τη μεταφέρω κι αυτή.
[Το στρεϊ θρου μου φάνηκε ότι έδινε το χαρακτήρα του "κατευθείαν από μια άλλη εποχή". Είναι λες ιεροσυλία;]
Τα λόγια περιττεύουν - θα το εκτιμούσα πολύ πάντως αν έχεις άλλες τέτοιες ιστορίες που μπορείς να μοιραστείς (ακόμα και προφορικά...).
Χαράματα.
Η συνεδρίαση διακόπτεται.
Οι κουλτουριτζήδες εξέρχονται και η συνέχεια αύριο.
(Η κουλτούρα - το τέλος)
Πάνο, ελπίζω να τη βρω. Είναι από τα κορίτσια που δε μαζεύονται με τίποτε...
Αλομπαρ, υπόσχομαι το κατα δύναμιν.
me ekanes mpalaki tennis....
Τι υπέροχες ιστορίες, όλα φαίνονται τόσο απλά και σημαντικά μαζί... Σήμερα μας έμειναν οι ανησυχίες πολυτελείας και η αναζήτηση μιας εσωτερικής χίμμαιρας. Ε ρε ψωμί με πελτέ που θέλουμε...
Δόκτωρ ευχαριστώ. Μαίανδρε, είναι νοστιμούτσικο αν και μπουχτιστικό - δοκίμασέ το αν θες!
πολύ μου άρεσε η ιστορία. Και η αφήγηση εκπληκτική...
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...