Barcelona es buona και μάλιστα πολύ!
Ξεκινάω να γράψω τουριστικόν οδηγό Βαρκελώνης για τους ταξιδιώτες του μέλλοντός μας, και καταλήγω να βουλιάζω στην ομορφιά της μνήμης και να χαμογελάω σα βλάκας – Ανχελίτο τι μου έκανες! Τεσπα, μπαίνω στο τριπ και λέω ότι αγαπάω.
Ισπανία για μένα είναι πρώτα η Βαρκελώνη (Οι καταλανοί ευχαρίστως θα με βουρδούλιζαν που λέω Ισπανία την Καταλούνια, αλλά τι να κάνω η κόρη της απωλείας, έτσι νοιώθω…).
Την αγάπησα πριν πάω. Είναι η πατρίδα του Ντουρούτι, του Ασκάσο, των αναρκίστας που μακάριοι εδίψασαν δικαιοσύνη. Την αγαπάω ακόμη πιο πολύ τώρα, που γνωριστήκαμε. Είναι πατρίδα μου – μια πατρίδα που επέλεξα. Έχω τα στέκια μου, τις αγαπημένες βόλτες, ξέρω τα ονόματα των δρόμων και μπορώ να δώσω οδηγίες στους τουρίστες (ξιπασμένη, όχι αστεία!), καταλαβαίνω τους τσαντάκηδες από ένα χιλιόμετρο, ξέρω που είναι τα νεκροταφεία αυτοκινήτων και που ζουν οι τσιγγάνοι μου. Δε θα σας πω, λοιπόν, για τον μαρμαρωμένο Αντόνι, για το Φαουνταθιόν Μιρό και το Μουζέου Πικάσσο, για το ίδρυμα Τάπιες και τα μουσεία της Αουτονομίας. Ούτε να μη φάτε στη ράμπλα θα σας πω, γιατί θα πέσετε στα τουριστικά, ούτε να πάρετε μπότες Τόνυ Μóρα που έχουν μισή τιμή απ ότι στην Ελλάδα. Αυτά θα τα βρείτε μπροστά σας. Θα σας πω μονάχα αυτά τα μικρούτσικα που, μες σ όλα τα πανέμορφα γνωστά και τουριστικά, κάνουν την πόλη δική μου.
*Χάνι: Οστάλ Ρεζιντένθια Ράμος, στην κάγιε Οσπιτάλ (κάθετη στη Ράμπλα, πίσω από τη μποκερία – σταθμός μετρό Λυσέου). Φτηνό, καθαρό και μεσογειακό. Έχει κάμποσες κατηγορίες δωματίων – τα με δικό τους μπάνιο που κοιτούν στην μικρούλα πλάθα είναι τα καλύτερα. Του υιού μου του αγαπητού του αρέσει το πάτωμα-σκακιέρα (ιδανικό για κουτσό) κι η μεγάλη, στριφογυριστή σκάλα της εισόδου. Είναι στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου μοντερνίστα, του 1900, με έναν ελαφρύ αέρα ντεκαντάντσας. Οι άνθρωποι του εξαίρετοι, τσακίζονται να βοηθήσουν. Δεν έχει πρωινό αλλά έχει δίπλα έναν ωραιότατο φούρνο που κάνει εξαιρετικές μίνι μανταλένες (μπουκίτσα) και διάφορα μπογαδίλιος, και έχει βάλει και δύο τρία τραπεζάκια για τον κόσμο από το Ράμος. Και, άλλα είκοσι βήματα πιο πέρα έχεις μπει στη Μποκερία – με τα χαμόν και τα κέσος (τυράκια πολύ ωραία – ειδικώς τα κατσικίσια) και τα μανιτάρια κι ότι τραβάει η ψυχή σου. Και κυρίως το χαμόν θίνκο χότας, πέντε ιώτα δηλαδή, το οποίον δεν παίζεται, και παρά το κόστος αξίζει να το δοκιμάσετε. Εμείς πήραμε από μία φετούλα κι από άλλη μια από ένα πάγκο στην μποκερία (τα κάνω αυτά έξω. Εδώ με κοιτάνε σα γύφτο αμα ζητώ ένα σοκολατάκι. Μα, αφού ένα θέλω γιατί να πάρω δέκα; Ε;)
*Το πρωί συνήθως η ψυχή μου τραβάει γκράνχα Ντουλσινέα για σοκολάτα ή καφέ δελ Οπερά για καφέ. Τα τσούρος μου τα προτιμώ του δρόμου (όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα). Για τα μη του δρόμου, οι διευθύνσεις στο τέλος.
*Η Γκράνχα, είναι είδος παραδοσιακού καφενείου. Η Ντουλτσινέα, αριστερά, σε ένα στενάκι παράλληλο στη ράμπλα, όπως πας από την πλάθα Καταλούνια προς τη θάλασσα, είναι η παράδοση ζωντανή. Ζεστή κι όμορφη, ντυμένη ξύλο, με γκαρσόνια γέρικα, όμορφα, ολόλευκα πουκάμισα, μανικέτια και παπιγιόν η στολή τους, γλυκά σκαμμένα μεσογειακά πρόσωπα η μνήμη. Μετά τις δύο-τρεις πρώτες φορές, δεν παραγγέλνεις- θυμούνται. Κι ένα χρόνο μετά θυμούνται.
*Η Ντουλτς προσφέρει την καλύτερη σοκολάτα της Βαρκελώνης, εθιστική και ερωτική -- σκέτη αμαρτία. Τη ζητάτε ως σουίθο, σερβίρεται με μισο κιλό σαντιγύ από πάνω – η Στέλλα της Σοκολάτας, μόνο που κρατάμε κουτάλι… Στη Ντουλτς κάνουν και ωραίο μπικίνι (δηλαδή μισό τοστ με χαμόν και τυρί. Οι πονηρούληδες είδατε πως το ονόμασαν…). [Granja Dulcinea, Petritxol 2, μετρό Λυσέου].
*Τώρα αν τη σοκολάτα σου τη θες πιο μοντέρνα ή προτιμάς γλυκό για πρωινό, λίγο πιο πέρα, είναι το xocoa, με σοκολάτες παντός είδους (και τάρτες και κρέμα καταλάν, που μας την κλέψαν οι κλεφτογάλλοι όπως και τη μαγιονέζα, και κανουν ότι είναι δικά τους. Τσου γε Λακί, που θα μου πεις και τον Πικάσο γάλλο ζωγράφο..).
*Το Καφέ δελ Οπερά είναι απέναντι από την όπερα, στη Ράμπλα. Είναι τουριστικό και ολίγον ακριβούτσικο, αλλά δεν πραζ, είναι χάρμα– στο τραπεζάκι στο βάθος βάθος δεξιά έχω χτίσει πολύ όμορφες ιστορίες – να πείτε σε όποιον κάθεται εκεί ότι το τραπέζι έχει καλό κάρμα (κι ας μη πιστεύω στο κάρμα).
(Νύχτα έχω δει τον πολιτισμό του λαού μου, νύχτα που έπαιζε ο Ροστροπόβιτς στην όπερα. Είχαν μαζευτεί οι πουτάνες που κάνουν πιάτσα στα γύρω στενά, κι όταν βγήκε από την αίθουσα, πολύ μετά τον κόσμο, τον ανέβασαν στους ώμους τους, κάποιες γυμνώσαν τα στήθη τους για χάρη του, και τον αποθέωσαν. Αξέχαστη νύχτα.).
*Τα τσούρος είναι μακρόστενοι λουκουμάδες άγλυκοι, που στα σερβίρουν με ένα μπωλ καυτής σάλτσας σοκολάτας. Τα τρων συνήθως το βράδυ –μετά το γλέντι και το ποτό, που ζητάει ο οργανισμός το κατιτίς του. Τώρα, ευγενής λαός που έχει ανακαλύψει τον πατσά γιατί τρώει σοκολάτες για βράδυ, θα σε γελάσω… Ίσως για να υποκαταστήσει το σεξ – τα χουν αυτά οι ρωμαιοκαθολικοί…
*Τα πρωινά της Κυριακής, οι καταλανοί μου τιμούν την ελληνική τους ρίζα (έχουν κι από αυτή φυσικά). Μαζεύονται στην πλάθα δε λα Καθεδράλ, αφού λειτουργηθούν στον Καθεδράλ (δεν άντεξα εκεί μέσα ούτε πέντε λεπτά), και χορεύουν τη σαρδάνα. Εστιν ουν σαρδάνα χορός κυκλωτικός, που οι καταλανοί μου αναγνωρίζουν ότι πήραν από τους έλληνες της Σαρδηνίας (χενς ελ νόμπρε) και τον έκαναν εθνικό τους χορό (άμα σου λέω, στο βάθος όλοι οι καλοί δικοί μας είμαστε…). Δεν ξέρω γιατί αλλά ο περσότερος κόσμος που πάει Βαρκελώνη δεν τιμά τη σαρδάνα. Μάλλον τους πέφτει βαρύ το πάπλωμα την Κυριακή… Όμως, αλήθεια, αξίζει η εμπειρία.
*Τάπα είναι η …τάπα. Τα παλιά χρόνια τα μελαχροινά αγόρια της Ανταλούθ σκεπάζαν με μια φέτα ψωμάκι το κρασί τους, να μη το μαγαρίζουν τα έντομα του θέρους. Το ταπώναν, δηλαδή. Ε, οι ταβερνιάρηδες αρχίσαν να τους δίνουν και το κατιτίς τους με το ψωμάκι κι εξεκίνησε η ωραία παράδοση… Πάντως, στη Βαρκελώνη τα τάπας άνοιξαν ως περιφερειακή κουζίνα (από άλλη περιφέρεια), πολλαπλασιάστηκαν για τους τουρίστες και δεν είναι καθόλου καταλανική παράδοση.
*Τα καλύτερα τάπας μπαρ, αυτά που πάνε οι ντόπιοι, είναι πίσω από το πάρκο της Αουτονομίας. Για την ακρίβεια, πάνω από το σταθμό της Φράνθιας και αριστερά όπως κοιτάς το πάρκο από την παραλία (δεξιά από το Αρκ δε Τριούμφο, που θα πας με το μετρό). Άμα δε σας πάρουν παραγγελία, μη τρομάξετε! Σε κάποια από τα τάπας, κυρίως τα βασκικής καταγωγής, περνούν οι δίσκοι με τους μεζέδες, παίρνετε ότι θέλετε με την οδοντογλυφίδα, κρατάτε στο πιατάκι τις οδοντογλυφίδες και στο τέλος ο σερβιτόρος μετράει τις οδοντογλυφίδες και σου βγάζει το λογαριασμό.
*Μπορεί τα τάπας να μην είναι καταλανική παράδοση, καταλανικά πιάτα όμως έχουν στον κατάλογό τους. Ότι είναι αλιόλι είναι καταλάνικο, ότι έχει μαζί ψάρι και κρέας, ότι έχει υπέροχες σάλτσες, όπως οι πατάτες μπράβες, ότι έχει πολλά μανιτάρια ή την ωραιοτάτη σάλτσα πικάδα (σκορδαλιά με αμύγδαλο – άμα σου λέω πολύ τους πάω!). Μ αρες πολύ κι η εξαιρετική φακή με καταλανικά χωριάτικα λουκάνικα και λαρδί (για χειμώνα ότι πρέπει) αλλά αυτή την έχω φάει σε σπίτι – δεν ξέρω που την πουλάνε έξω.
*Παντού θα δεις ψωμί με λαδάκι και τριμμένη ντομάτα. Κάποτε βάζουν και κατιτίς από πάνω (ως κι ένα αγριογούρουνο, μα τον Τουτατη). Στην καταλανική λέγεται pa amb tomaquet, δηλαδή ψωμί και ντομάτα κι είναι ο ντάκος της Καταλούνιας και προϊόν της επανάστασης. Τότε, που λέτε, στα λέητ θέρτιζ, το ψωμί ξεραινόταν αλλά δεν το πετάγαμε. Μετά μου κακομάθατε με τις σπατάλες. Τρίβαμε λίγη ντομάτα από πάνω και το ζουμάκι της το μαλάκωνε, ώστε να τρώγεται. Άντε και λίγο σκορδάκι που το αγαπάμε για τη γεύση, να το το φαγητάκι, που λέει κι ο Μαμ(αλακης). Ε, μετά ήρθε ο Φράνκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα, και είχαμε και χαμόν και κέσος και πράσσινα κουφέτα– ελευθερία δεν είχαμε αλλά αυτό δεν είναι της ώρας – οπότε η συνταγή της ανάγκης εμπλουτίστηκε κι έγινε παραδοσιακό πρωινό, δεκατιανό, απογευματινό, έχωμιαλιγουριανό.
*Πολύ μ αρες το μαύρο ρύζι (arroz Negro), για το οποίο είχε δώσει ο Αθήναιος μια εξαιρετική συνταγή, μ αρες ο εμπλουτισμένος αρτίσιμα φιδές fideua, και μ αρες και το τυρί με μέλι – το κανουμε κι εμεις μ ανθότυρο αυτό κι είναι πολύ ωραίο.
*Την τελευταία φορά που πήγαμε, ο Κοπίτο δε νιέβε, ο χιονονιφάδας, ήταν ζωντανός. Πόσο τον είχαμε αγαπήσει – έχω φωτογραφία και τη δείχνω του χαϊδεμένου να μη ξεχνά πόσο τυχερός στάθηκε. Έχει λατρεία με τους γορίλλες. Ο Κοπίτο ήταν ο μόνος αλμπίνος γορίλας που έζησε ποτέ σε κλουβί. Εμπειρία είναι και το ακουάριο στη Μπαρσελονέτα…
*Τον καιρό των ιντερέηλ, άφραγκοι να ’μασταν, μια και μόνο μια μέρα, πηγαίναμε στο καλύτερο μαγαζί με τοπική κουζίνα. Αυτό αλλάζει – η Βαρκελώνη έχει πολύ δυνατή γαστρονομική σκηνή (και το ελ μπουλί που όμως ως του χρόνου δεν υπάρχει ελεύθερο τραπέζι). Τις υπόλοιπες μέρες τη βγάζαμε στην αγορά, με φρούτα, με ιβηρικά χαμόν, σαλάμια και λουκάνικα, με τυρί, ψωμί, κρασί…Αριστούργημα, παρ ότι δεν αγάπησα εκδορέα (χάλια οι ξένοι εκδορείς -- εκδορέα απ τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένος).
*Τελευταία φορά πήγα μαζί με τον όμορφο που με οδηγεί στην παιδική ηλικία. Το Μάρτη του 2001. Του άρεσε πολύ. Πιο πολύ του άρεσε το παγωτό που ζωγράφισε ο Μιρό και που το βλέπεις μόνο αν ξαπλώσεις στο πάτωμα και δεις όλους τους πίνακες στο φαουνταθιόν ανάποδα (είμαστε ρεντίκολα, ναι). Δεύτερο, του άρεσε το πάρκο των ξωτικών, που το έχτισε ο καλός βασιληάς Γκαουντι.
*Στο Μονχουίκ είναι θαμμένος ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι.
*Πριν λίγες εβδομάδες οι καταλανοί απέδειξαν πως παραμένουν Ωραίοι Σαν Έλληνες
*Κι επειδή αν δεν παινέψεις τη λοκάντα σου θα πέσει να σε πλακώσει, αν θέλετε ιταλικό (που δεν έχετε κανένα λόγο να θέλετε) προτιμήστε το εστιατόριον La Locanda, ιταλικόν εστιατόριον, οδός δοκτόρου Joaquim Pou 4, μετρό Ουρκινάονα.
*Το κλασσικό τοπς μου, σι τιένες μονέδα για φαγητό, παραμένει το Els Pescadors, στο μετρό Πομπλενού, στην πλατέα Prim 1. Με διαφορά στήθους το Ca l´Isidre (χάνει πόντο διότι δε γουστάρω το Νταλί και το χε στέκι). Carrer de Les Flors 12 ο Ισίδωρος.
Και σε αυτό το σημείο, παρακαλείσθε, αγαπητοί, να προσθέσετε τι αγαπάτε σεις στην πόλη μας (στέλνουμε Αγχελίτο, θα πάω κι εγώ με το Μαίανδρο, άντε, βάλτε ένα χεράκι!)
Ισπανία για μένα είναι πρώτα η Βαρκελώνη (Οι καταλανοί ευχαρίστως θα με βουρδούλιζαν που λέω Ισπανία την Καταλούνια, αλλά τι να κάνω η κόρη της απωλείας, έτσι νοιώθω…).
Την αγάπησα πριν πάω. Είναι η πατρίδα του Ντουρούτι, του Ασκάσο, των αναρκίστας που μακάριοι εδίψασαν δικαιοσύνη. Την αγαπάω ακόμη πιο πολύ τώρα, που γνωριστήκαμε. Είναι πατρίδα μου – μια πατρίδα που επέλεξα. Έχω τα στέκια μου, τις αγαπημένες βόλτες, ξέρω τα ονόματα των δρόμων και μπορώ να δώσω οδηγίες στους τουρίστες (ξιπασμένη, όχι αστεία!), καταλαβαίνω τους τσαντάκηδες από ένα χιλιόμετρο, ξέρω που είναι τα νεκροταφεία αυτοκινήτων και που ζουν οι τσιγγάνοι μου. Δε θα σας πω, λοιπόν, για τον μαρμαρωμένο Αντόνι, για το Φαουνταθιόν Μιρό και το Μουζέου Πικάσσο, για το ίδρυμα Τάπιες και τα μουσεία της Αουτονομίας. Ούτε να μη φάτε στη ράμπλα θα σας πω, γιατί θα πέσετε στα τουριστικά, ούτε να πάρετε μπότες Τόνυ Μóρα που έχουν μισή τιμή απ ότι στην Ελλάδα. Αυτά θα τα βρείτε μπροστά σας. Θα σας πω μονάχα αυτά τα μικρούτσικα που, μες σ όλα τα πανέμορφα γνωστά και τουριστικά, κάνουν την πόλη δική μου.
*Χάνι: Οστάλ Ρεζιντένθια Ράμος, στην κάγιε Οσπιτάλ (κάθετη στη Ράμπλα, πίσω από τη μποκερία – σταθμός μετρό Λυσέου). Φτηνό, καθαρό και μεσογειακό. Έχει κάμποσες κατηγορίες δωματίων – τα με δικό τους μπάνιο που κοιτούν στην μικρούλα πλάθα είναι τα καλύτερα. Του υιού μου του αγαπητού του αρέσει το πάτωμα-σκακιέρα (ιδανικό για κουτσό) κι η μεγάλη, στριφογυριστή σκάλα της εισόδου. Είναι στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου μοντερνίστα, του 1900, με έναν ελαφρύ αέρα ντεκαντάντσας. Οι άνθρωποι του εξαίρετοι, τσακίζονται να βοηθήσουν. Δεν έχει πρωινό αλλά έχει δίπλα έναν ωραιότατο φούρνο που κάνει εξαιρετικές μίνι μανταλένες (μπουκίτσα) και διάφορα μπογαδίλιος, και έχει βάλει και δύο τρία τραπεζάκια για τον κόσμο από το Ράμος. Και, άλλα είκοσι βήματα πιο πέρα έχεις μπει στη Μποκερία – με τα χαμόν και τα κέσος (τυράκια πολύ ωραία – ειδικώς τα κατσικίσια) και τα μανιτάρια κι ότι τραβάει η ψυχή σου. Και κυρίως το χαμόν θίνκο χότας, πέντε ιώτα δηλαδή, το οποίον δεν παίζεται, και παρά το κόστος αξίζει να το δοκιμάσετε. Εμείς πήραμε από μία φετούλα κι από άλλη μια από ένα πάγκο στην μποκερία (τα κάνω αυτά έξω. Εδώ με κοιτάνε σα γύφτο αμα ζητώ ένα σοκολατάκι. Μα, αφού ένα θέλω γιατί να πάρω δέκα; Ε;)
*Το πρωί συνήθως η ψυχή μου τραβάει γκράνχα Ντουλσινέα για σοκολάτα ή καφέ δελ Οπερά για καφέ. Τα τσούρος μου τα προτιμώ του δρόμου (όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα). Για τα μη του δρόμου, οι διευθύνσεις στο τέλος.
*Η Γκράνχα, είναι είδος παραδοσιακού καφενείου. Η Ντουλτσινέα, αριστερά, σε ένα στενάκι παράλληλο στη ράμπλα, όπως πας από την πλάθα Καταλούνια προς τη θάλασσα, είναι η παράδοση ζωντανή. Ζεστή κι όμορφη, ντυμένη ξύλο, με γκαρσόνια γέρικα, όμορφα, ολόλευκα πουκάμισα, μανικέτια και παπιγιόν η στολή τους, γλυκά σκαμμένα μεσογειακά πρόσωπα η μνήμη. Μετά τις δύο-τρεις πρώτες φορές, δεν παραγγέλνεις- θυμούνται. Κι ένα χρόνο μετά θυμούνται.
*Η Ντουλτς προσφέρει την καλύτερη σοκολάτα της Βαρκελώνης, εθιστική και ερωτική -- σκέτη αμαρτία. Τη ζητάτε ως σουίθο, σερβίρεται με μισο κιλό σαντιγύ από πάνω – η Στέλλα της Σοκολάτας, μόνο που κρατάμε κουτάλι… Στη Ντουλτς κάνουν και ωραίο μπικίνι (δηλαδή μισό τοστ με χαμόν και τυρί. Οι πονηρούληδες είδατε πως το ονόμασαν…). [Granja Dulcinea, Petritxol 2, μετρό Λυσέου].
*Τώρα αν τη σοκολάτα σου τη θες πιο μοντέρνα ή προτιμάς γλυκό για πρωινό, λίγο πιο πέρα, είναι το xocoa, με σοκολάτες παντός είδους (και τάρτες και κρέμα καταλάν, που μας την κλέψαν οι κλεφτογάλλοι όπως και τη μαγιονέζα, και κανουν ότι είναι δικά τους. Τσου γε Λακί, που θα μου πεις και τον Πικάσο γάλλο ζωγράφο..).
*Το Καφέ δελ Οπερά είναι απέναντι από την όπερα, στη Ράμπλα. Είναι τουριστικό και ολίγον ακριβούτσικο, αλλά δεν πραζ, είναι χάρμα– στο τραπεζάκι στο βάθος βάθος δεξιά έχω χτίσει πολύ όμορφες ιστορίες – να πείτε σε όποιον κάθεται εκεί ότι το τραπέζι έχει καλό κάρμα (κι ας μη πιστεύω στο κάρμα).
(Νύχτα έχω δει τον πολιτισμό του λαού μου, νύχτα που έπαιζε ο Ροστροπόβιτς στην όπερα. Είχαν μαζευτεί οι πουτάνες που κάνουν πιάτσα στα γύρω στενά, κι όταν βγήκε από την αίθουσα, πολύ μετά τον κόσμο, τον ανέβασαν στους ώμους τους, κάποιες γυμνώσαν τα στήθη τους για χάρη του, και τον αποθέωσαν. Αξέχαστη νύχτα.).
*Τα τσούρος είναι μακρόστενοι λουκουμάδες άγλυκοι, που στα σερβίρουν με ένα μπωλ καυτής σάλτσας σοκολάτας. Τα τρων συνήθως το βράδυ –μετά το γλέντι και το ποτό, που ζητάει ο οργανισμός το κατιτίς του. Τώρα, ευγενής λαός που έχει ανακαλύψει τον πατσά γιατί τρώει σοκολάτες για βράδυ, θα σε γελάσω… Ίσως για να υποκαταστήσει το σεξ – τα χουν αυτά οι ρωμαιοκαθολικοί…
*Τα πρωινά της Κυριακής, οι καταλανοί μου τιμούν την ελληνική τους ρίζα (έχουν κι από αυτή φυσικά). Μαζεύονται στην πλάθα δε λα Καθεδράλ, αφού λειτουργηθούν στον Καθεδράλ (δεν άντεξα εκεί μέσα ούτε πέντε λεπτά), και χορεύουν τη σαρδάνα. Εστιν ουν σαρδάνα χορός κυκλωτικός, που οι καταλανοί μου αναγνωρίζουν ότι πήραν από τους έλληνες της Σαρδηνίας (χενς ελ νόμπρε) και τον έκαναν εθνικό τους χορό (άμα σου λέω, στο βάθος όλοι οι καλοί δικοί μας είμαστε…). Δεν ξέρω γιατί αλλά ο περσότερος κόσμος που πάει Βαρκελώνη δεν τιμά τη σαρδάνα. Μάλλον τους πέφτει βαρύ το πάπλωμα την Κυριακή… Όμως, αλήθεια, αξίζει η εμπειρία.
*Τάπα είναι η …τάπα. Τα παλιά χρόνια τα μελαχροινά αγόρια της Ανταλούθ σκεπάζαν με μια φέτα ψωμάκι το κρασί τους, να μη το μαγαρίζουν τα έντομα του θέρους. Το ταπώναν, δηλαδή. Ε, οι ταβερνιάρηδες αρχίσαν να τους δίνουν και το κατιτίς τους με το ψωμάκι κι εξεκίνησε η ωραία παράδοση… Πάντως, στη Βαρκελώνη τα τάπας άνοιξαν ως περιφερειακή κουζίνα (από άλλη περιφέρεια), πολλαπλασιάστηκαν για τους τουρίστες και δεν είναι καθόλου καταλανική παράδοση.
*Τα καλύτερα τάπας μπαρ, αυτά που πάνε οι ντόπιοι, είναι πίσω από το πάρκο της Αουτονομίας. Για την ακρίβεια, πάνω από το σταθμό της Φράνθιας και αριστερά όπως κοιτάς το πάρκο από την παραλία (δεξιά από το Αρκ δε Τριούμφο, που θα πας με το μετρό). Άμα δε σας πάρουν παραγγελία, μη τρομάξετε! Σε κάποια από τα τάπας, κυρίως τα βασκικής καταγωγής, περνούν οι δίσκοι με τους μεζέδες, παίρνετε ότι θέλετε με την οδοντογλυφίδα, κρατάτε στο πιατάκι τις οδοντογλυφίδες και στο τέλος ο σερβιτόρος μετράει τις οδοντογλυφίδες και σου βγάζει το λογαριασμό.
*Μπορεί τα τάπας να μην είναι καταλανική παράδοση, καταλανικά πιάτα όμως έχουν στον κατάλογό τους. Ότι είναι αλιόλι είναι καταλάνικο, ότι έχει μαζί ψάρι και κρέας, ότι έχει υπέροχες σάλτσες, όπως οι πατάτες μπράβες, ότι έχει πολλά μανιτάρια ή την ωραιοτάτη σάλτσα πικάδα (σκορδαλιά με αμύγδαλο – άμα σου λέω πολύ τους πάω!). Μ αρες πολύ κι η εξαιρετική φακή με καταλανικά χωριάτικα λουκάνικα και λαρδί (για χειμώνα ότι πρέπει) αλλά αυτή την έχω φάει σε σπίτι – δεν ξέρω που την πουλάνε έξω.
*Παντού θα δεις ψωμί με λαδάκι και τριμμένη ντομάτα. Κάποτε βάζουν και κατιτίς από πάνω (ως κι ένα αγριογούρουνο, μα τον Τουτατη). Στην καταλανική λέγεται pa amb tomaquet, δηλαδή ψωμί και ντομάτα κι είναι ο ντάκος της Καταλούνιας και προϊόν της επανάστασης. Τότε, που λέτε, στα λέητ θέρτιζ, το ψωμί ξεραινόταν αλλά δεν το πετάγαμε. Μετά μου κακομάθατε με τις σπατάλες. Τρίβαμε λίγη ντομάτα από πάνω και το ζουμάκι της το μαλάκωνε, ώστε να τρώγεται. Άντε και λίγο σκορδάκι που το αγαπάμε για τη γεύση, να το το φαγητάκι, που λέει κι ο Μαμ(αλακης). Ε, μετά ήρθε ο Φράνκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα, και είχαμε και χαμόν και κέσος και πράσσινα κουφέτα– ελευθερία δεν είχαμε αλλά αυτό δεν είναι της ώρας – οπότε η συνταγή της ανάγκης εμπλουτίστηκε κι έγινε παραδοσιακό πρωινό, δεκατιανό, απογευματινό, έχωμιαλιγουριανό.
*Πολύ μ αρες το μαύρο ρύζι (arroz Negro), για το οποίο είχε δώσει ο Αθήναιος μια εξαιρετική συνταγή, μ αρες ο εμπλουτισμένος αρτίσιμα φιδές fideua, και μ αρες και το τυρί με μέλι – το κανουμε κι εμεις μ ανθότυρο αυτό κι είναι πολύ ωραίο.
*Την τελευταία φορά που πήγαμε, ο Κοπίτο δε νιέβε, ο χιονονιφάδας, ήταν ζωντανός. Πόσο τον είχαμε αγαπήσει – έχω φωτογραφία και τη δείχνω του χαϊδεμένου να μη ξεχνά πόσο τυχερός στάθηκε. Έχει λατρεία με τους γορίλλες. Ο Κοπίτο ήταν ο μόνος αλμπίνος γορίλας που έζησε ποτέ σε κλουβί. Εμπειρία είναι και το ακουάριο στη Μπαρσελονέτα…
*Τον καιρό των ιντερέηλ, άφραγκοι να ’μασταν, μια και μόνο μια μέρα, πηγαίναμε στο καλύτερο μαγαζί με τοπική κουζίνα. Αυτό αλλάζει – η Βαρκελώνη έχει πολύ δυνατή γαστρονομική σκηνή (και το ελ μπουλί που όμως ως του χρόνου δεν υπάρχει ελεύθερο τραπέζι). Τις υπόλοιπες μέρες τη βγάζαμε στην αγορά, με φρούτα, με ιβηρικά χαμόν, σαλάμια και λουκάνικα, με τυρί, ψωμί, κρασί…Αριστούργημα, παρ ότι δεν αγάπησα εκδορέα (χάλια οι ξένοι εκδορείς -- εκδορέα απ τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένος).
*Τελευταία φορά πήγα μαζί με τον όμορφο που με οδηγεί στην παιδική ηλικία. Το Μάρτη του 2001. Του άρεσε πολύ. Πιο πολύ του άρεσε το παγωτό που ζωγράφισε ο Μιρό και που το βλέπεις μόνο αν ξαπλώσεις στο πάτωμα και δεις όλους τους πίνακες στο φαουνταθιόν ανάποδα (είμαστε ρεντίκολα, ναι). Δεύτερο, του άρεσε το πάρκο των ξωτικών, που το έχτισε ο καλός βασιληάς Γκαουντι.
*Στο Μονχουίκ είναι θαμμένος ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι.
*Πριν λίγες εβδομάδες οι καταλανοί απέδειξαν πως παραμένουν Ωραίοι Σαν Έλληνες
*Κι επειδή αν δεν παινέψεις τη λοκάντα σου θα πέσει να σε πλακώσει, αν θέλετε ιταλικό (που δεν έχετε κανένα λόγο να θέλετε) προτιμήστε το εστιατόριον La Locanda, ιταλικόν εστιατόριον, οδός δοκτόρου Joaquim Pou 4, μετρό Ουρκινάονα.
*Το κλασσικό τοπς μου, σι τιένες μονέδα για φαγητό, παραμένει το Els Pescadors, στο μετρό Πομπλενού, στην πλατέα Prim 1. Με διαφορά στήθους το Ca l´Isidre (χάνει πόντο διότι δε γουστάρω το Νταλί και το χε στέκι). Carrer de Les Flors 12 ο Ισίδωρος.
Και σε αυτό το σημείο, παρακαλείσθε, αγαπητοί, να προσθέσετε τι αγαπάτε σεις στην πόλη μας (στέλνουμε Αγχελίτο, θα πάω κι εγώ με το Μαίανδρο, άντε, βάλτε ένα χεράκι!)
17 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Είναι περιγραφή που σε κάνει να θες να κλείσεις εισιτήριο αμέσως!
((ζήλεια))
Θέλω Βαρκελώνη *ΤΩΡΑ*
;-)
Αχ τι μας κάνεις Mirandolina!
Το καλύτερο ταξιδιάρικο ξεκίνημα της εβδομάδας:))
(Τον έρμο τον "συνονόματο"..καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή.)
Βλέπω το κείμενο και λέω ότι ξέχασα ένα σωρό πράγματα. Τα των καπνιστών πούρου (άριστη ποιότητα και τιμές), τα των μπαρακίων (αλλά, μετά τόσο καιερό δεν ξέρω τι άνοιξε τι έκλεισε -- αγαπημένο της γειτονιάς παραμένει το dia y noche στο μπάριο γκότικο), το σόππινγκ (όπως από το σαπουνάδικο κοντά στον κατεντράλ που η ιδιοκτήτριά του μαθαίνει νέα ελληνικά και λατρεύει την Ελλάδα κι είναι και κουκλίτσα, να ξέρετε τα αγόρια) και λοιπά και λοιπά. Αντε, πεστε και σεις τίποτε!
πριν από καμιά βδομάδα (ίσως και περισσότερο), ο λεωνίδας αντωνόπουλος παρουσίασε τη βαρκελώνη αλλά και τη μαδρίτη στις μουσικές του κόσμου του. ήταν καταπληκτικά. θέλω κι εγώ να πάω και, by the way, σε λίγο καιρό στο σόι μας θα έχουμε και νύφη καταλανή ! θα πάω οπωσδήποτε να γνωρίσω τα συμπεθέρια.
Εαν είχα καλή παρέα φέτος τα Χριστούγεννα θα πήγαινα στην Πορτογαλία να δείξω στην αγάπη που θα είχα το Tras-o-montes κ τους δρόμους του λαδιού κ τον φίλο μου τον Juan Meneres,έναν άντρα για τον οποίο μια φίλη μου έχει πει ότι της πήρε κανένα δίωρο για να τολμήσει να τον κοιτάξει στα μάτια κ δεν είναι από τα κορίτσια που βγήκαν χθες από το σπίτι τους...
Ας διαβάσουμε όμως το ωραίο περι Βαρκελώνης για να παρηγορηθούμε :-)
Μια μικρή διόρθωση. Τη συνταγή για το Arroz Negro την έχει δώσει η κ.Λ.θωμά στον Flash http://entertainment.flash.gr/food/taste/2002/10/2/12559id Μια μικρή αναφορά στην κουζίνα της περιοχής που τη θεωρώ τη σπουδαιότερη της Δυτικής Μεσογείου έχω κάνει κ εγώ στο blog.
(Προσπάθησα να βάλω το λινκ στον Flash με tag αλλά δεν κάνει δεκτό το url tag.Συγγνώμη για το αντιαισθητικό graffiti, λοιπόν)
Εγώ θα έλεγα να καθιερώσεις αυτούς τους ταξιδιωτικούς οδηγούς για να ξεκουνηθούμε κι εμείς!
Ωραία μου είχε φανεί μια γιορτή του καλοκαιριού- σε μια γειτονιά με στενούς δρόμους Β/Α εκεί που τελειώνει το Passeig de Gracia- κάτι μεταξύ στατικού καρναβαλιού της Πάτρας και φεστιβάλ της ΚΝΕ αλλά πολύ ζωντανό και ετερόκλητο, όπου οι κάτοικοι κάθε στενού το είχαν διακοσμήσει σύμφωνα με το θέμα που είχαν επιλέξει - μιλάμε για σκηνογραφία κανονική- κάθε δρόμος είχε την δική του μουσική live- από συγκροτηματάκια της γειτονιάς αν κρίνω από τον ερασιτεχνικό του ακούσματος αλλά πολύ ενδιαφέροντα όλα- και πλήθη κόσμου πήγαιναν πάνω-κάτω, χόρευαν και έπιναν μέχρι το πρωί.
Mirandolina είσαι ποταμός..
Να είσαι καλά να μας ταξιδεύεις :-)
Πολύβιε να πας - δε χάνεται αυρό!- και να βάλεις να σου φτιάξουνε φακές!
Αθήναιε, θα βάλω λινκ το άρθρο σου μόλις βρω λίγο χρόνο (είχα να ανταποδώσω την ευγένεια της Χουανίτας σήμερα).
Τσέλιγκα, όπως βλέπεις συνεχίζω :-)
Αλβέριχέ μου, μπας κι ήταν Ιούνιος; είχε "γίγαντες"; θυμάσαι;
Πάσεντζερ ευχαριστώ -- όπως βλέπεις αφορμη έψαχνα και μου την έδωσε η Χουανίτα με την ευγένειά της.
Αχ καλή μου Μιραντολίνα τι έκανες ψυχή μου?! Πως να σε ευχαριστήσω?! Δεν έχω κουράγιο να το διαβάσω τώρα, αλλά θα το ξεσκίσω αύριο!!! Σε Ευχαριστάω πολύ πολύ πολύ!...Καλημέρες!
Καλημέρα, Άγγελέ μου -- τίποτε δεν έκανα, το ευχαριστήθηκα πολύ, να ξες! Ευκαιρία, μου φαίνεται, ζητούσα!
Καλημέρα και από εμένα!
Ένα αρκετούτσικο μηνυματάκι έγραψα χθες βράδυ για την Barcelona που είναι bona si la bolsa sona (δηλαδή όλα καλά στην Βαρκελώνη όταν ρέει το χρήμα), αλλά δυστυχώς το modem του αγαπητού κ.Κόκκαλη αποφάσισε εκείνη την ώρα να παίξει κρυφτούλι και έτσι το έχασα.
Τί "έλεγα"; Χμ...
Αθήναιε, όταν πας με το καλό στο ταξίδι που ονειρεύεσαι (απέφυγε τον χειμώνα, κρύβει πολλές παγίδες εκεί πάνω!), υπάρχει ένα εξαιρετικό ταξιδιωτικό-λογοτεχνικό βιβλίο του Julio Llamazares, το Trás-os-Montes, ISBN 84-663-0573-4. Δεν ξέρω όμως σε ποιες γλώσσες έχει μεταφραστεί.
Για την Βαρκελώνη, θα περιοριστώ στο που θα μπορούσε κανείς να φάει κυρίως. Για τα υπόλοιπα, χρειάζονται πολλά kilobytes!
Taverna La Llesca, με καταλάνικη κουζίνα στην Grácia, μόνο ντόπιος μπορεί να σας την συστήσει, απλά ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ! Το κουνέλι, τα λουκάνικα, τα φρέσκα άγρια σπαράγγια, το muscatel, το δικό τους κόκκινο κρασί, τί να πρωτοθυμηθώ;
Το στέκι των μοντερνιστών 4 Gats που εγκαινιάστηκε το 1897 είναι τσιμπημένο για τα Βαρκελωνέζικα στάνταρντς(γύρω στα 60-100 euros το ζευγάρι), αλλά σε ταξιδεύει. Άριστα τα θαλασσινά εκεί.
Τα καλύτερα μύδια που θα δοκιμάσετε ποτέ στη ζωή σας μαγειρεμένα με τρόπο που δεν φανταστήκατε, στην La Musclería, στην γωνία της Bruc, στο πανέμορφο Eixample.
Juliver Meu, σε πάροδο των Rablas, για παραδοσιακή κουζίνα καταλάνικη και κυρίως φοβερά αλλαντικά. Το muscatel μη φοβηθείτε να το πιείτε από porrón (γιάλινο παγούρι-κανάτα που πρέπει να έχει απόσταση μισού μέτρου από τα χείλη και να ρέει το υγρό προς το στόμα, αν χαλάσει το κεντράρισμα, τότε... σαλιάρα επειγόντως). Τραβήξτε φωτογραφία την τουαλέττα και στείλτε την μου, το έχω απωθυμένο!
Για tapas στο Borne πριν τα ζωηρά και όμορφα clubάκια, στην Taberna Vasca Golfo de Bizkaia. Μην προσπαθήσετε να κλέψετε με τις οδοντογλυφίδες για να γλυτώσετε χρήματα, ντροπή να γίνετε ρεζίλι!
Εξαιρετικό φιλέτο με sauce Café de Paris πολύ πετυχημένη στο La Fonda, κοντά στην Placa Real, λογικότατες τιμές.
Το πιο φτηνό απ΄όλα, με σαλάτες, πίτσες, κάποια μαγειρευτά, γλυκά κλπ, είναι η αλυσίδα των Fresc Co.
Είναι self service και η τιμή σε σχέση με την ποιότητα είναι εξαιρετική. Φεύγεις σκασμένος -αν θέλεις- από την μεγάλη ποικιλία σε φαγητά και γλυκά.
Τέλος, ατμοσφαιρικό "σκοτεινό" bar "παλιάς κοπής", Les Gens Que L'Aime Pub, στο ημιυπόγειο, μεταξύ της Pau Claris και του Paseo de Gracia.
Χουανίτα, μάλλον πρέπει να ανοίξουμε μαζί σπεσιαλάιζντ γραφείο βαρκελωνοταξιδίων. Ευχαριστώ θερμώς για τις αξιολογότατες προσθήκες (τις τελευταίες θα τις κάνει ο Αγχελίτο μόλις γυρίσει, να είμαστε απ του ντέητ).
Άντε με το καλό κοριτσάρες! εγώ έχω πάθει πλάκα και με το σάιτ του Δήμου της Βρακελώνης! Δεν σας το είπα, θα μείνω κοντά στην Σαγράδα Φαμίλια, δίπλα στο νοσοκομείο Σαντ Πάου!(για παν ενδεχόμενο)...
Απίστευτος ταξιδιωτικός οδηγός!!! Μπουχουχουχου... θέλω Βαρκελώνη....
Ήταν Αύγουστος.Μάλλον αυτό ήταν -->The Feast of the Assumption (August 15th)
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...