Τα βράδυα μου τα αρμένικα
Στη DiS και την Κουρούναν ντης
Έφτασα με περιπετειώδη τρόπο. Δεν ξέρω αν δεν είχα εντρυφήσει στο Χόλλυγουντ αν θα έφτανα, δηλαδή. Ο οδηγός μου, που με φορτώθηκε στην Τυφλίδα, ήταν ένας σκληροπυρηνικός πόντιος από την Τσάλκα, τεμέτερον, εκφραζόμενο στη βαρύτερη των ποντιακών ε’ν στιβαρόν, ε’ν στιβαρόν επέμενε ότι το πέρασμα των συνόρων ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Δεν έφτανε το λάδωμα - ή μάλλον, το πετρελαίωμα, για να είμαι ακριβέστερη. Επέμενε ότι για το ευρωπαϊκό διαβατήριο θα με σκότωναν οι ίδιοι οι φρουροί και δεν πα να ’χα και βίζες και να πλήρωνα και μίζες…. Δεν τον πολυπίστεψα αλλά υπάκουσα. Φύλαγα το κεφάλι μου. Έτσι, με έχωσε στο πορτ μπαγκάζ τη μία, με σκέπασε τελείως με μια κουβέρτα την άλλη, αγόρασε κι από ένα μπιτόνι βενζίνη στη μαύρη να χουμε να δωροδοκήσουμε, καταπώς οφείλουμε οι ανατολίτες, και ξεκινήσαμε. Όλα πήγαν καλά.
Στο Ερεβάν μου βρήκε δωμάτιο στο σπίτι κάτι κουμπάρων του άνδρα της ξαδέλφης του. Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς, η Μιραντολίνα στην Αρμενία, εν και το αυτό. Όλη η οικογένεια έμενε στο ίδιο σπίτι. Ο πατέρας, τρεις άνδρες γιοί και γαμπροί, η μητέρα, τρεις γυναίκες κόρες και νύφες, και, προς το παρόν, ένας εγγονός, ο Γκεβόργκ. Χρειάζονταν χρήματα. Ήτανε δύσκολος καιρός, μόλις είχε διαλυθεί η ΕΣΣΔ, το Καραμπάχ σε όλο του το μεγαλείο, οι εμφύλιοι μακάβριο χόμπυ της περιοχής…
Συμφωνήσαμε να κοιμάμαι εκεί και να μου παρέχουν πρωινό και μεσημεριανό.
Η κοινωνία πατριαρχική. Στρώνονταν το μεσημεριανό τραπέζι και κάθονταν μόνο οι άνδρες. Αφού απότρωγαν αυτοί, μπορούσαν οι γυναίκες να πάρουν θέση, να μοιραστούν το υπόλοιπο. Ο Γκεβοργκ, ο Γιωργάκης ο τοσοσδά, καθόταν με τους άντρες. Όπως κάθησα κι εγώ – αυτή τη φορά ήταν ο παράς που με έκανε one of the boys.
Οι μεγαλύτεροι δεν έδειχναν να δυσανασχετούν με αυτή την εισβολή μου στο ανδρικό τους γεύμα. Αμήχανοι αλλά ήρεμοι πως μπορούσαν να μιλούν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ο Γκεβόργκ, όμως, τα πήρε στο κρανίο. Πρώτα ρώτησε τον παππού, γιατί με αφήνουν να καθήσω εκεί. Γελάσαμε όλοι ευγενώς, ώσπου άρχισε να με τραβάει να σηκωθώ να φύγω, να ξαναβρεί ο κόσμος την αρμονία του κι ύστερα μου έχωσε και μία κλωτσιά και θύμωσε ακόμη περσότερο που δεν την αντιγύρισα να του προσφέρω casus belli και οι υπόλοιποι του έλεγαν να με αφήσει, χωρίς όμως κανείς να τολμά να του πει την αλήθεια: ότι είχαν ξεπουλήσει το προνόμιο γιατί ήταν δύσκολοι καιροί.
Την επομένη, ο Γκεβόργκ αρνήθηκε να φάει, έστω μια μπουκιά και με κοιτούσε όλο μίσος. Τον τάιζε η γιαγιά χωριστά κι όλα μου τα καλοπιάσματα πήγανε χαμένα. Δε μου μιλούσε, δε μου γελούσε, δεν ήθελε να με δει στα μάτια του. Φτου σου, κακούργα δυτικιά που ήρθες δω να μας αγοράσεις πάνω στην ανάγκη μας! Γειά σου ματάκια μου όμορφα!
Κάπου εκεί, με χτύπησε η χολέρα. Δε θες να ξέρεις τι πάει να πει χολέρα. Άρπαξα με τα χείλη την ψυχή μου τελευταία στιγμή. Και να σκεφτείς, δεν ήμουν βαριά περίπτωση.
Είναι περίεργο να σκέφτεσαι το θάνατο στα ξένα, χωρίς κανέναν δικό σου άνθρωπο. Θέλω να πω, όπου κι αν πεθάνεις, ε, όλα τελειώνουν σε τούτη γη που την πατούμε, κι όμως σκεφτόμουν ότι ήθελα να πεθάνω κοντά στους αγαπημένους μου, ήθελα να με κλάψουν σπίτι μας κι ο αδελφός να με αγκαλιάσει, γιατί όποτε με αγκαλιάζει γαληνεύει η ψυχή μου. Ήθελα να είναι γαλήνια η ψυχή μου.
Την άλλη μέρα, αδύναμη, ανίκανη να κινηθώ, τσακισμένη από την αδυναμία να κοιμηθώ, σε έναν παράξενο λήθαργο βουτηγμένη, ένοιωσα, παρά είδα, το Γιωργή μου στην πόρτα. Μυξιάρης, μικρούλης, σοβαρός, με το βρωμερό του κοντοπαντέλονο, τα σκούρα άγρια μάτια που δε γελούσαν. Το χέρι μου είχε πέσει έξω απ το κρεβάτι. Δεν μπορούσα να το σηκώσω. Ασήκωτο. Το πρόσωπο μισοχωμένο στο μαξιλάρι, δε μπορούσα να το γυρίσω να τον αντικρύσω. Ήρθε με βήματα ήσυχα. Δίπλα. Κι άπλωσε το χεράκι του και χάιδεψε το δικό μου. Δύο φορές. Μία, δύο. Χάιδεψε το παρατημένο χέρι, που δε μπορούσα να σηκώσω, το ξένο δικό μου χέρι. Μία, δύο. Δος μοι τούτην την ξένην... Με κοίταξε τρυφερά σοβαρά. Κι ύστερα έφυγε. Κι ήξερα πως όλα θα πάνε καλά, Δόξα Σοι Θεέ μου. Πως δε θα φύγω άκλαφτη στην ξένη πατρίδα γιατί ο Γιωργής μου την έκανε δική μου. Και γαλήνεψε η ψυχή μου.
Μιραντολίνα μνημοσύνη ξυνέγραψε, ένα ψυχοσάββατο πριν, ζυμώνοντας δάκρυα το ψωμί της χαράς που ελπίζουμε. Στο δεξί ψαλτήρι άγγελοι, στο αριστερό η Διαμάντω Γκαλας. Η 24η Απριλίου που θα ακολουθήσει της Αναστάσεως, είναι η ημέρα μνήμης της Αρμενικής Γενοκτονίας.Ημέρα ενάντια στη λήθη. Και ο Γιωργής μου πάλι δε θα κάθεται ήσυχος κι ας του φωνάζουν σους και σους όλες οι γιαγιάδες μαζεμένες...
Έφτασα με περιπετειώδη τρόπο. Δεν ξέρω αν δεν είχα εντρυφήσει στο Χόλλυγουντ αν θα έφτανα, δηλαδή. Ο οδηγός μου, που με φορτώθηκε στην Τυφλίδα, ήταν ένας σκληροπυρηνικός πόντιος από την Τσάλκα, τεμέτερον, εκφραζόμενο στη βαρύτερη των ποντιακών ε’ν στιβαρόν, ε’ν στιβαρόν επέμενε ότι το πέρασμα των συνόρων ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Δεν έφτανε το λάδωμα - ή μάλλον, το πετρελαίωμα, για να είμαι ακριβέστερη. Επέμενε ότι για το ευρωπαϊκό διαβατήριο θα με σκότωναν οι ίδιοι οι φρουροί και δεν πα να ’χα και βίζες και να πλήρωνα και μίζες…. Δεν τον πολυπίστεψα αλλά υπάκουσα. Φύλαγα το κεφάλι μου. Έτσι, με έχωσε στο πορτ μπαγκάζ τη μία, με σκέπασε τελείως με μια κουβέρτα την άλλη, αγόρασε κι από ένα μπιτόνι βενζίνη στη μαύρη να χουμε να δωροδοκήσουμε, καταπώς οφείλουμε οι ανατολίτες, και ξεκινήσαμε. Όλα πήγαν καλά.
Στο Ερεβάν μου βρήκε δωμάτιο στο σπίτι κάτι κουμπάρων του άνδρα της ξαδέλφης του. Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς, η Μιραντολίνα στην Αρμενία, εν και το αυτό. Όλη η οικογένεια έμενε στο ίδιο σπίτι. Ο πατέρας, τρεις άνδρες γιοί και γαμπροί, η μητέρα, τρεις γυναίκες κόρες και νύφες, και, προς το παρόν, ένας εγγονός, ο Γκεβόργκ. Χρειάζονταν χρήματα. Ήτανε δύσκολος καιρός, μόλις είχε διαλυθεί η ΕΣΣΔ, το Καραμπάχ σε όλο του το μεγαλείο, οι εμφύλιοι μακάβριο χόμπυ της περιοχής…
Συμφωνήσαμε να κοιμάμαι εκεί και να μου παρέχουν πρωινό και μεσημεριανό.
Η κοινωνία πατριαρχική. Στρώνονταν το μεσημεριανό τραπέζι και κάθονταν μόνο οι άνδρες. Αφού απότρωγαν αυτοί, μπορούσαν οι γυναίκες να πάρουν θέση, να μοιραστούν το υπόλοιπο. Ο Γκεβοργκ, ο Γιωργάκης ο τοσοσδά, καθόταν με τους άντρες. Όπως κάθησα κι εγώ – αυτή τη φορά ήταν ο παράς που με έκανε one of the boys.
Οι μεγαλύτεροι δεν έδειχναν να δυσανασχετούν με αυτή την εισβολή μου στο ανδρικό τους γεύμα. Αμήχανοι αλλά ήρεμοι πως μπορούσαν να μιλούν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ο Γκεβόργκ, όμως, τα πήρε στο κρανίο. Πρώτα ρώτησε τον παππού, γιατί με αφήνουν να καθήσω εκεί. Γελάσαμε όλοι ευγενώς, ώσπου άρχισε να με τραβάει να σηκωθώ να φύγω, να ξαναβρεί ο κόσμος την αρμονία του κι ύστερα μου έχωσε και μία κλωτσιά και θύμωσε ακόμη περσότερο που δεν την αντιγύρισα να του προσφέρω casus belli και οι υπόλοιποι του έλεγαν να με αφήσει, χωρίς όμως κανείς να τολμά να του πει την αλήθεια: ότι είχαν ξεπουλήσει το προνόμιο γιατί ήταν δύσκολοι καιροί.
Την επομένη, ο Γκεβόργκ αρνήθηκε να φάει, έστω μια μπουκιά και με κοιτούσε όλο μίσος. Τον τάιζε η γιαγιά χωριστά κι όλα μου τα καλοπιάσματα πήγανε χαμένα. Δε μου μιλούσε, δε μου γελούσε, δεν ήθελε να με δει στα μάτια του. Φτου σου, κακούργα δυτικιά που ήρθες δω να μας αγοράσεις πάνω στην ανάγκη μας! Γειά σου ματάκια μου όμορφα!
Κάπου εκεί, με χτύπησε η χολέρα. Δε θες να ξέρεις τι πάει να πει χολέρα. Άρπαξα με τα χείλη την ψυχή μου τελευταία στιγμή. Και να σκεφτείς, δεν ήμουν βαριά περίπτωση.
Είναι περίεργο να σκέφτεσαι το θάνατο στα ξένα, χωρίς κανέναν δικό σου άνθρωπο. Θέλω να πω, όπου κι αν πεθάνεις, ε, όλα τελειώνουν σε τούτη γη που την πατούμε, κι όμως σκεφτόμουν ότι ήθελα να πεθάνω κοντά στους αγαπημένους μου, ήθελα να με κλάψουν σπίτι μας κι ο αδελφός να με αγκαλιάσει, γιατί όποτε με αγκαλιάζει γαληνεύει η ψυχή μου. Ήθελα να είναι γαλήνια η ψυχή μου.
Την άλλη μέρα, αδύναμη, ανίκανη να κινηθώ, τσακισμένη από την αδυναμία να κοιμηθώ, σε έναν παράξενο λήθαργο βουτηγμένη, ένοιωσα, παρά είδα, το Γιωργή μου στην πόρτα. Μυξιάρης, μικρούλης, σοβαρός, με το βρωμερό του κοντοπαντέλονο, τα σκούρα άγρια μάτια που δε γελούσαν. Το χέρι μου είχε πέσει έξω απ το κρεβάτι. Δεν μπορούσα να το σηκώσω. Ασήκωτο. Το πρόσωπο μισοχωμένο στο μαξιλάρι, δε μπορούσα να το γυρίσω να τον αντικρύσω. Ήρθε με βήματα ήσυχα. Δίπλα. Κι άπλωσε το χεράκι του και χάιδεψε το δικό μου. Δύο φορές. Μία, δύο. Χάιδεψε το παρατημένο χέρι, που δε μπορούσα να σηκώσω, το ξένο δικό μου χέρι. Μία, δύο. Δος μοι τούτην την ξένην... Με κοίταξε τρυφερά σοβαρά. Κι ύστερα έφυγε. Κι ήξερα πως όλα θα πάνε καλά, Δόξα Σοι Θεέ μου. Πως δε θα φύγω άκλαφτη στην ξένη πατρίδα γιατί ο Γιωργής μου την έκανε δική μου. Και γαλήνεψε η ψυχή μου.
Μιραντολίνα μνημοσύνη ξυνέγραψε, ένα ψυχοσάββατο πριν, ζυμώνοντας δάκρυα το ψωμί της χαράς που ελπίζουμε. Στο δεξί ψαλτήρι άγγελοι, στο αριστερό η Διαμάντω Γκαλας. Η 24η Απριλίου που θα ακολουθήσει της Αναστάσεως, είναι η ημέρα μνήμης της Αρμενικής Γενοκτονίας.Ημέρα ενάντια στη λήθη. Και ο Γιωργής μου πάλι δε θα κάθεται ήσυχος κι ας του φωνάζουν σους και σους όλες οι γιαγιάδες μαζεμένες...
28 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Τα Αρμένικα βράδυα σου έγιναν οι δικές μας μέρες. Εκεί μας πήγες, από κει ερχόμαστε, και ναι θα τα θυμόμστε... Υπόσχεση!
Πόσο σκληρός γίνεται ο άνθρωπος όταν νοιώθει να απειλείται...
Όσο για τη Diamanda, δε θα μπορούσες να διαλέξεις καλύτερη συντροφιά. Δείχνει και ακούγεται ικανή να γιατρέψει ακόμα και την χολέρα. Μου μίλησε για εκείνην πρώτη φορά από μια φίλη από την άλλη άκρη του κόσμου, σε ένα χωριουδάκι στην επαρχία της Oaxaca, στο Μεξικό. Την άκουσε σε μια ιδιότυπη συναυλία την Ημέρα Των Νεκρών και τρόμαξε. Πώς να εξηγήσω στην Carmencita το μανιάτικο αίμα και το σκληρό μοιρολόϊ, με τί λόγια;
Καλή Μεγάλη Εβδομάδα Mirando!
http://www.amazings.com/articles/article0022.html
Ax!
ουπς!
προσκυνάω!
κι εμείς καθόμαστε και λέμε για αντικαταναλωτισμούς και μπούρδες.επειδή κόψαμε το χυμό κι αγοράσαμε μπανάνες.σα δε ντρεπόμαστε λέω γώ.αντάρτες του καναπέ και των ροκ συναυλιών.
μιραντολινα δεν έχω καταλάβει ακριβώς τη δουλειά κάνεις αλλά:να σαι καλά, να σαι πολυ καλά!
άνθρωποι σαν και σένα κάνουν τον κόσμο να γυρίζει.
(ένας λόγος παραπάνω:κι η μαμά μου είναι ποντία)
Ελπίζω να υπάρχουν και άλλες Μιραντολίνες για να θυμίζουν σε εμάς τους υπόλοιπους "επετείους" που δεν πρέπει με τίποτα να ξεχνάμε.
Να ενοχλούν την κοιμισμένη μας συνείδηση, όπως τις σφήκες στο κρανίο του τολμηρού βασιλιά της Σαλαμίνας.
Και το μεγαλύτερο 'κατόρθωμά' σου είναι ότι, παρά το βάρος που κουβαλά η συγκεκριμένη ημερομηνία, ούτε μνησικακία, ούτε εκδίκηση βαραίνουν το κείμενό σου.
Έτυχε την Diamanda να την δει φίλος καλός και αξιόπιστος πρίν από κάποια χρόνια στο Γκάζι. Ήταν όλοι στην αίθουσα, οι ακροατές από την μία, η Diamanda να μιλάει με τους μουσικούς και την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Σε κάποια στιγμή έβγαλε ένα ουρλιαχτό που "...μαλάκα ένιωσα το αίμα μου κυριολεκτικά να παγώνει!", πήρε το μικρόφωνο και ξεκίνησε την συναυλία.
Με το που τελείωσαν, κλασικά ο φίλος, στην Ομόνοια για τόστ. Περίμεναν στα Έβερεστ και "...γυρνάω σε κάποια φάση και βλέπω πλάι μου μία κοπελιά, ξυπόλητη, που νιώθω ότι κάπου την ξέρω. Κοιτάω καλύτερα: η Galas, μόνη της, ξυπόλητη και άβαφτη, ήρθε από το Γκάζι στην Ομόνοια για τόστ!!!" Απίστευτο;
να! κοίτα νά δεις τί μου κάνεις: ;aλλα κείμενα μ αφήνουν με σκέψεις , τά δικά σου με συγκινήσεις και συναισθήματα. Kαλή γλυκιά σου μέρα Μιραντώ
Περιγράφεις μια πραγματικότητα που είναι τόσο διαφορετική από τα βιώματά μου ώστε να μην μπορώ καν να την ερμηνεύσω. Αναρωτιέμαι αν κάνεις, μέσα σου, έστω αθέλητα, ηθικές κρίσεις για αυτούς τους ανθρώπους και τις αρχές με βάση τις οποίες ζουν. Καταλαβαίνω βέβαια ότι όλοι μας όταν φτάσουμε σε ένα σημείο ένδειας υπακούουμε λιγότερο ή περισσότερο στην υπέρτατη αρχή της επιβίωσης... Αντιλαμβάνομαι ότι είσαι ένα σπάνιο είδος ανθρώπου που εστιάζει πάντα στο καλό που έχει κάθε τόπος και κάθε άνθρωπος που συναντάς, πάντα αναζητάς το λουλούδι στη χωματερή και αυτό είναι αναγκαία ποιότητα για τον ταξιδιώτη (καμία σχέση με τον τουρίστα). Μου κάνουν τρομερή εντύπωση όλες αυτές οι εμπειρίες, τι τίμημα, αλλά φαντάζομαι και τι ανταμοιβή. Υποκλίνομαι και εύχομαι καλή Μεγάλη Εβδομάδα.
Αυτό το Δεν Ξεχνώ, Λαμπρούκο, δεν είναι για μας – οφείλει να είναι υπόσχεση για τους ερχόμενους.
Χουανίτα, είδες όμως πόσο τρυφερός, πόσο γλυκός έγινε, όταν έπαψα να είμαι ο εισβολέας που γκρέμιζε την μόνη σταθερά που χε ο κόσμος του, κι έγινα η γυναίκα που χρειαζόταν βοήθεια. Ο Γιωργής μου ήταν άνδρας ήδη. Όσο για τη Διαμάντω μας είναι όνομα και πράμμα – διαμάντι ολόλαμπρο και κοφτερό.
Καλημέρα, Αείποτε!
Μωσαϊκέ μου, μην υποτιμάς όσα κάνουμε κι εδώ! Και μη πεις ξανα κακό για το ροκ – ξες τι σχολείο περάσαμε, οι τυχεροί;
Τίποτε δεν είναι λίγο και μακάρι όλος ο κόσμος να εύρισκε τρόπο να εκφράσει τις ευαισθησίες του. Και, τίποτε δεν έκανα, απλώς με έφερε (και φέρνει) η δουλειά μου κοντά στους ανθρώπους στην ώρα της ανάγκης τους κι έτσι, ήμουν τυχερή να δω τον άνθρωπο στο μεγαλείο και τη μικρότητά του όλη. Έμαθα πόσο τυχερή είμαι, επίσης. Μη νομίζεις ότι δεν με πιάνει καταναλωτισμός ή ότι δεν κουβαλάω τα συνήθη ελαττώματα. Μια χαρά ελαττωματική είμαι. Απλώς η αντίληψη αλλοιώνεται (κι η αντικοινωνικότητα αυξάνεται) σε όσους κάνουν τέτοιες δουλειές…
Παν, ναι, είναι σπάνιο το κορίτσι μας!
Νοιώθω οργή κι ευθύνη. Όχι μίσος όμως. Ο Γιωργής μου με δίδαξε αγάπη κι ομορφιά στον άνθρωπο, με δίδαξε πως ακόμη και έθιμα που φαίνονται «απολίτιστα», αν έχουν βαθιά πολιτιστική ρίζα, αναθρέφουν άνθη σπάνια. Ο Γιωργής ήταν η περηφάνεια του λαού του, γιατί ακριβώς δεν καταλάβαινε τον αγώνα για τον επιούσιο, καταλάβαινε μόνο τη διδαχή του παραδείγματος και του βιώματος.
Κι εμένα η ζωή μου μ αυτά μ άφησε ως τώρα, Ολυφ μου! (γι αυτό μου λέει η μανούλα μου: «εσύ δε θα βάλεις ποτέ μυαλό»…). Σ ευχαριστώ.
Περαστικέ, γράφαμε μαζί.
Μόνο ανταμοιβή έχει, στο τέλος τέλος. Και, με σας εδώ, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Νοιώθω πως με υπερτιμάτε, βέβαια, αλλά τα χει αυτά η αποσπασμωδική παραθεση των γεγονότων, φαντάζομαι.
Να είμαστε πάντα γεροί, Περαστικέ. Καλή Ανάσταση να χουμε, καλό Πάσχα αν δεν τα ξαναπούμε!
Το σχόλιο για την σκληρότητα το έγραψα σκεφτόμενη τους Τούρκους.
Αλλά έχεις δίκιο, θα μπορούσε να αφορά και στον Γιώργο, μόνο που με εκείνον ταυτίστηκα για λίγο και έτσι είδα την εικόνα μόνο από μία οπτική.
Δεν καταλαβα αμέσως η χαζή, Χουανίτα -- συγγνώμη!
Να σου πω, με το Γιωργή ταυτίστηκες όταν μου έχωσε την κλωτσιά; Να προσέχω; ;-)
ΧΑΧΑΧΑ!!!
Να σε κάψω Γιάννη, λες;
Αυτό το "Εσείς τι λέτε;" με τσιγκλάει να γράψω κάτι, όσο και να προσπαθώ ν' αντισταθώ..
Εδώ τι να πω άλλο από:
ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ!!!
..και το κείμενο, και η άποψη, και το ταξίδι.. και... όλα τελοσπάντων..
Πρόκειται για έρωτα εδώ!
Δεν έχω να πω κάτι άλλο με έχουν καλύψει τα προηγούμενα comments.
Να είσαι πάντα καλά.
Λέμε, γειά σου Μιραντολινάτζε κοσμογυρισμένη!
Χολέρα εσύ στο Γιερεβάν, δυσεντερία εγώ στην Βαγδάτη...
Αλλά είμαστε σκληρά καρύδια, ε;
Σ;)))
Μια χαρά ελαττωματική είμαι...
:)
Μιραντολίνα,
Είναι η πρώτη μου επίσκεψη εδώ και σίγουρα δεν θάναι η τελευταία. Από τα περισσότερα blog που έχω δει νομίζω το δικό σου εκφράζει καλύτερα την ουσία του blogging:
ένας εσωτερικός κόσμος που περιδιαβαίνει τον έξω, σταχυολογεί κι εξομολογείται.
Κι εις ανώτερα.
Δεν εχω περάσει τα σύνορα αλλά με ταξίδεψες. Νασαι καλά.
Άντε πάλι, Κυρά μου, πέρασα να σθ αφήσω ένα χαμογελάκι κι εσένα (δεν μου μπήκε καλά η Μ. Εβδομάδα και δεν είμαι για κοινωνικές επισκέψεις) και κόλησα εδώ, ως συνήθως.
Νάσαι καλά, Μιραντώ, να μου φιλήσεις τον Αυτοκράτορα και Καλή Ανάσταση, μέσα κι έξω μας!
ο μικρος δακρυγονος
αδενας που κανει
τικ τακ ...
τικ τακ....
κανει τις ποντικορτιχες μου
απαλες και μελωμενες.
τις μαχαιριες που εφαγες
θα μας τις κανεις γελιο;
αρρωστια ή
δυναμη;
σκετα
φωτια !
Απαντώ εδώ γιατί το άλλο σφράγισε :
Καλή Ανάσταση !
( Ενας το έκανε , με δύο θα'ταν ανέκδοτο)
Τέτοια ψυχή, ψυχούλα που μας ταξιδεύει:)
Είμαστε τυχεροί που αποφάσισες ν'ανοίξεις μπλογκ Μιραντό.
Να είσαι καλά.
Καλό ΠΑΣΧΑ, και να σε χαίρεται ο Αυτοκράτοράς σου κι όποιος άλλος έχει την τύχη να είναι κοντά σου.
Μια ξεχωριστή εμπειρία που συνοδεύεται από μια εξ ίσου ξεχωριστή περιγραφή...
Μπορεί να ...αρμενίσει κάποιος στην αρμενική εμπειρία σου για πολλή ώρα...
Μια ξεχωριστή εμπειρία που συνοδεύεται από μια εξ ίσου ξεχωριστή περιγραφή... return.
και που να δεις τη συνέχεια. αλλά ειναι αρκετά ταπεινή γιά να την αναφέρει. και δεν θα την αναφέρει.
Ροδιά, σε φιλώ, Μαύρη Ντάλια σε ασπάζομαι. Γατούλη με το ντέλι μπέλυ στη Βαγδάτη – χρωστάς την ιστορία σημειώνω – εγώ είμαι γιατί με έσωσε ο Θεός.
Ναι, Λεμονάκι μου, Δόξα τω Θεώ.
Χαρτοπόντικα, Παδράζο, Μανλόρδε μου, σας ευχαριστώ πολύ. Ότι ποθείτε.
Κούκλα, μου λείπει αυτές τις μέρες. Τον περιμένω να γυρίσει να τον πνίξω στα φιλιά – κι ένα από σένα.
Νύφε, νήφε ψυχή σπάνια εσύ.
Κοπίτο μου, είμαι πολύ τυχερή που σας βρήκα.
Φίξες, ουέλκαμ παιδί μου και καλορίζωτος.
Ημίαιμε, ευχαριστώ-- αυτό είναι σχόλιο που το φυλάς για τις δύσκολες ώρες!
Ρητέρν, σε ευχαριστώ. Είναι πάντα χαρά μου να σε βλέπω.
Κύριε πινακίδα, εσάς κάπου σας έχω ξαναδεί, ε;
Καλή Ανάσταση, αδελφοί μου.
Την εποχή που η φίλη μου η Αλίς οδηγούσε το Niva της στο Ερεβάν, τα πιτσιρίκια την έπαιρναν από πίσω, την έδειχναν με το δάχτυλο και φώναζαν του σκοτωμού. Τους ρώταγε "τι το παράξενο βλέπετε;" "Γυναίκα οδηγόοοο", απαντούσαν. "Μα έχετε ξαναδεί. Γυναίκες οδηγούν τραμ, γυναίκες οδηγούν μπουλτόζες". "Άλλο αυτό, αυτό είναι δουλειά", απαντούσαν τα μικρά. Δεν ήταν εξαίρεση η Αρμενία. Όλη η νότια σοβιετία διακήρυτε δια νόμου τα ίσα δικαιώματα των δύο φύλλων και κατά τ' άλλα οι γυναίκες ήταν πολίτες βήτα κατηγορίας, με ξύλο, βάψιμο και ισιωμένο μαλλί από τις 7 το πρωϊ.
Όταν πήγα εγώ το '96 τα πράγματα είχαν αλλάξει κατά πολύ (ελαφρώς και για τις γυναίκες). Το δολλάριο είχε κάνεις τους εναπομείναντες Αρμένιους μια ιδιαίτερα γοητευτική φάρα που σε συναντούσαν για πρώτη φορά και σου έκαναν με τεράστιο θράσσος και απάθεια τις εξής τρείς ερωτήσεις:
α) Από που είσαι;
β) Που δουλεύεις;
γ) Πόσα λεφτά παίρνεις;
Ελπίζω όταν ξαναπάω τα πράγματα να έχουν αλλάξει πάλι. Ελπίζω τα κορίτσια να μην μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο με καινούρια γούνα και το δίκανο για τον καλό γαμπρό. Ελπίζω τα πιτσιρίκια να μην κοιτάνε τα πανάκριβα αμάξια των μαφιόζων και να μην λένε "αυτό θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω". Την έζησα αυτή τη χώρα, μπήκα στα σπίτια των ανθρώπων της και λίγο πριν φύγω εξομολογήθηκα στην Αλίς ότι μάλλον την αγάπησα. Και τώρα που το σκέφτομαι, την αγαπάω ακόμα.
Ίσως τα πούμε κάποτε εκεί ανηφορίζοντας την Bagramian ...
DiS, χαίρομαι που σε βλέπω όπως και για την τιμή (δε χαίρομαι που λείπεις από την ευλογοσφαίρα).
Ευχαριστώ για το μοίρασμα - όλοι μας.
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...