To Σπίτι Του Σύννεφου με τα Παντελόνια
Για τον Ακίνδυνο και mon Αμπροζ
"Οι ιθαγενείς της Σιβηρίας πιστεύουν ότι όλα γύρω τους έχουν ψυχή, έχουν προσωπικότητα και τη δύναμη της ζωής. Όπως κάποτε είπε ένας τους σε έναν ανθρωπολόγο του 19ου αιώνα:
«Ότι υπάρχει ζει. Η λάμπα περπατά τριγύρω. Οι τοίχοι του σπιτιού έχουν τη δική τους φωνή. Ακόμη και το δοχείο νυκτός έχει την πατρίδα και το σπίτι του. Τα δέρματα που κοιμούνται μες στους σάκκους, συνομιλούν τη νύχτα. Οι κερασφόροι σκελετοί των ελαφιών σηκώνονται από τον τάφο τους τη νύχτα και περπατούν σεβαστικά γύρω απ τους τύμβους.»
Όταν τα βουνά πετούν πέτρες στον αέρα μαλώνουνε, η γη τρέμει γιατί στα βάθη της ζουν τα μαμμούθ, που γίνονται αέρας αν τα δει ποτέ το φως. Τα ποντίκια φτάσαν στη θάλασσα και πήραν τα κοχύλια να φτιάξουν έλκηθρα με πέδιλα από γρασίδι. [...] ο κεραυνός είναι η φασαρία που κάνουν τα θεόπαιδα παίζοντας με το δέρμα της φώκιας, το ακίνητο πολικό άστρο είναι ο στύλος που οι θεοί δένουν τα άλογά τους. Ακόμη και τα σύννεφα έχουν σπίτι κι οικογένεια, υδάτινες γιούρτες και τσουκάλια για να μαγειρεύουν.
Οι ενδιάμεσοι των ντόπιων της Σιβηρίας με αυτόν τον ολοζώντανο, ανήμερο κόσμο ήταν οι σαμάνοι τους -- στην γλώσσα των Εβενκ «αυτοί που οίδαν». [...] Το πιο συχνό κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν το ταξίδι της ψυχής, που συνέβαινε σε στιγμή ακαθόριστη, μετά από χορό, νηστεία ή κατανάλωση παραισθησιογόνων φυτών. Στη διάρκεια του ταξιδιού του, ο σαμάνος μπορούσε να γίνει λύκος ή γλάρος, να πολεμήσει τα πνεύματα της πείνας ή της κακοκαιρίας, να φέρει πίσω την ψυχή του αρρώστου, να σταματήσει τη μετανάστευση των θαλασσίων λεόντων ή να πολεμήσει με το σαμάνο της αντίπαλης φυλής. Ακόμη πιο εξαιρετικά ήταν τα πρώτα τους ταξίδια, αυτά στα οποία ακρωτηριάζονταν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι κι ανασταίνονταν με σαμανιστικές δυνάμεις.
Ένας σαμάνος των Σάχα διηγήθηκε πως ένα πουλί με σιδερένιο ράμφος και μακράν ουρά τον έφερε από τον κάτω κόσμο πάλι στο φως, τον ξέρασε πάνω σε έναν έλατο κι ύστερα τον έκοψε κομμάτια και τον τάισε μπουκιά μπουκιά στα πνεύματα της ευλογιάς και της ινφλουέντζας. Όταν οι αρρώστειες χόρτασαν, το πουλί ταξίδεψε και μάζεψε νέες σάρκες να ξαναντύσει τα ασπρισμένα καθαρά του κόκκαλα, χαρίζοντάς του έτσι την ευλογία να θεραπεύει. Ένας σαμάνος των Νενέτων σκόνταψε μες σε μια σπηλιά βουνίσια και σα σηκώθηκε είδε ένα γυμνό άντρα να ανακατεύει μια τεράστια χύτρα. Ο άνδρας τον έπιασε με μια τσιμπίδα και τον έβαλε στη χύτρα. Τον μαγείρευε τρία χρόνια, πριν τον ξαναφτιάξει και του χαρίσει μάτια που μπορούσανε να δουν τα πνεύματα, λαρύγγι που μπορούσε να τραγουδά εις τον αιώνα κι αυτιά που μπορούσαν ν ακούν και να καταλαβαίνουν τις κουβέντες των δέντρων".
Anna Reid, The Shaman’s Coat, A native History of Siberia, εκδ. Walker and Company, NY 2003. Μετάφραση της ταπεινότητός μου. Η φωτογραφία του τάφου του Σαμάνου της Τούβας είναι από εδώ.
"Οι ιθαγενείς της Σιβηρίας πιστεύουν ότι όλα γύρω τους έχουν ψυχή, έχουν προσωπικότητα και τη δύναμη της ζωής. Όπως κάποτε είπε ένας τους σε έναν ανθρωπολόγο του 19ου αιώνα:
«Ότι υπάρχει ζει. Η λάμπα περπατά τριγύρω. Οι τοίχοι του σπιτιού έχουν τη δική τους φωνή. Ακόμη και το δοχείο νυκτός έχει την πατρίδα και το σπίτι του. Τα δέρματα που κοιμούνται μες στους σάκκους, συνομιλούν τη νύχτα. Οι κερασφόροι σκελετοί των ελαφιών σηκώνονται από τον τάφο τους τη νύχτα και περπατούν σεβαστικά γύρω απ τους τύμβους.»
Όταν τα βουνά πετούν πέτρες στον αέρα μαλώνουνε, η γη τρέμει γιατί στα βάθη της ζουν τα μαμμούθ, που γίνονται αέρας αν τα δει ποτέ το φως. Τα ποντίκια φτάσαν στη θάλασσα και πήραν τα κοχύλια να φτιάξουν έλκηθρα με πέδιλα από γρασίδι. [...] ο κεραυνός είναι η φασαρία που κάνουν τα θεόπαιδα παίζοντας με το δέρμα της φώκιας, το ακίνητο πολικό άστρο είναι ο στύλος που οι θεοί δένουν τα άλογά τους. Ακόμη και τα σύννεφα έχουν σπίτι κι οικογένεια, υδάτινες γιούρτες και τσουκάλια για να μαγειρεύουν.
Οι ενδιάμεσοι των ντόπιων της Σιβηρίας με αυτόν τον ολοζώντανο, ανήμερο κόσμο ήταν οι σαμάνοι τους -- στην γλώσσα των Εβενκ «αυτοί που οίδαν». [...] Το πιο συχνό κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν το ταξίδι της ψυχής, που συνέβαινε σε στιγμή ακαθόριστη, μετά από χορό, νηστεία ή κατανάλωση παραισθησιογόνων φυτών. Στη διάρκεια του ταξιδιού του, ο σαμάνος μπορούσε να γίνει λύκος ή γλάρος, να πολεμήσει τα πνεύματα της πείνας ή της κακοκαιρίας, να φέρει πίσω την ψυχή του αρρώστου, να σταματήσει τη μετανάστευση των θαλασσίων λεόντων ή να πολεμήσει με το σαμάνο της αντίπαλης φυλής. Ακόμη πιο εξαιρετικά ήταν τα πρώτα τους ταξίδια, αυτά στα οποία ακρωτηριάζονταν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι κι ανασταίνονταν με σαμανιστικές δυνάμεις.
Ένας σαμάνος των Σάχα διηγήθηκε πως ένα πουλί με σιδερένιο ράμφος και μακράν ουρά τον έφερε από τον κάτω κόσμο πάλι στο φως, τον ξέρασε πάνω σε έναν έλατο κι ύστερα τον έκοψε κομμάτια και τον τάισε μπουκιά μπουκιά στα πνεύματα της ευλογιάς και της ινφλουέντζας. Όταν οι αρρώστειες χόρτασαν, το πουλί ταξίδεψε και μάζεψε νέες σάρκες να ξαναντύσει τα ασπρισμένα καθαρά του κόκκαλα, χαρίζοντάς του έτσι την ευλογία να θεραπεύει. Ένας σαμάνος των Νενέτων σκόνταψε μες σε μια σπηλιά βουνίσια και σα σηκώθηκε είδε ένα γυμνό άντρα να ανακατεύει μια τεράστια χύτρα. Ο άνδρας τον έπιασε με μια τσιμπίδα και τον έβαλε στη χύτρα. Τον μαγείρευε τρία χρόνια, πριν τον ξαναφτιάξει και του χαρίσει μάτια που μπορούσανε να δουν τα πνεύματα, λαρύγγι που μπορούσε να τραγουδά εις τον αιώνα κι αυτιά που μπορούσαν ν ακούν και να καταλαβαίνουν τις κουβέντες των δέντρων".
Anna Reid, The Shaman’s Coat, A native History of Siberia, εκδ. Walker and Company, NY 2003. Μετάφραση της ταπεινότητός μου. Η φωτογραφία του τάφου του Σαμάνου της Τούβας είναι από εδώ.