Mirandolina

30.3.06

«Οι αρχαίοι θεοί περπατούν ακόμη τη Γη»

O Mike Scott, ψυχή της θρυλικής κέλτικης ροκ μπάντας των Waterboys, μιλάει στη Μιραντολίνα, λίγο πριν τις ανοιξιάτικες συναυλίες τους στην Ελλάδα, για τη στιχουργική του, τον Πάνα και τους αρχαίους θεούς, την πρώτη φορά που άκουσε ελληνικό κλαρίνο, την κέλτικη φύση και το θεϊκό πρόσωπο των Ιρλανδών.

Στον Μωσαϊκό μας με το βαφτισμένο από τον Μάικ ευλόγ, γιατί η αγάπη του υπήρξε αίτιο κι αφορμή της τόλμης μου να ζητήσω τη συνέντευξη.

For the man himself: Thank you for being rare, precious and not gone (a song that a fellow blogger remembered because of this interview). And a big greek hug, for his kind heart, to the Waterboys’ forum and site administrator, Michael Mφnsters.

We ’re sailing on a strange boat
Heading for a strange shore
We ’re sailing on a strange boat
Heading for a strange shore
Carrying the strangest cargo
That was ever hauled aboard

Είναι μια από τις μπάντες που σημάδεψαν τις δεκαετίες του 80 και του 90 διεθνώς. Είναι από τις μπάντες που σημάδεψαν μια εποχή. Οκ. Ειλικρίνεια: Είναι από τις μπάντες που σημάδεψαν εμένα. Από τις μπάντες που δεν τις νίκησε ούτε θα τις νικήσει ποτέ ο χρόνος, που όταν ερωτεύομαι γίνονται βάλσαμο και πληγή. Καμμιά φορά νομίζω πως, αν δεν υπήρχαν οι Waterboys δε θα μπορούσα να ερωτευτώ.

Η ψυχή τους, ο Mike Scott. Ένας μουσικός ευαίσθητος και ιδιοφυής. Όνομα και πράγμα – Σκωτσέζος. Γεννημένος στην «Αθήνα του βορρά», το Εδιμβούργο, απόκτησε την πρώτη του κιθάρα τελειώνοντας το δημοτικό και δεν την άφησε ποτέ από τα χέρια του (σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου!). Ξεκίνησε παίζοντας πανκ για να καταλήξει νερόπαιδο. Να καταλήξει σε αυτό τον μαγικό ήχο των Waterboys, που συνοδεύει την καθαρόαιμη κέλτικη ποιητική του.

Ο Mike έχει σπουδάσει λογοτεχνία και φιλοσοφία κι έχει βαθιά αγάπη για τους πρότερους κέλτες ποιητές –το βλέπεις πεντακάθαρα στα τραγούδια του. Όσο για τους μουσικούς ήρωές του, όλοι είχαν δυνατό στίχο – ξεχωριστά ο Dylan κι η Patti Smith έγραψε για τα όμορφα μάτια της το πρώτο του χιτ, το A girl called Johnny… Πέρα απ την ιστορία: ο Mike Scott δέχθηκε αμέσως να μιλήσει σε ένα τυχαίο ρωμέικο ευλογ και έστειλε τις απαντήσεις χωρίς καθυστέρηση, συνοδεύοντάς τες με ένα ευγενέστατο προσωπικό σημείωμα. Κι αυτό λέει. Τα μηνύματα που ανταλλάξαμε, μετέφερε, ως άλλος Ερμής, ο μήντιουμ μας, ο αδμινιστράτορας της επίσημης ιστοσελίδας του Μάικ.

Come with me
On a journey beneath the skin
Come with me
On a journey under the skin
We will look together
For the Pan within

Έχεις κερδίσει το σεβασμό κοινού και κριτικής για τους στίχους σου. Οι κέλτες με την ποίηση έχετε βαθύ δεσμό. Πιστεύεις ότι, κατά κάποιο τρόπο, η ποίηση κυλάει μες στο κέλτικο αίμα;

Ναι. Ο Κέλτης είναι ποιητής (ανάμεσα σε πολλά άλλα – πολεμιστής, ενορατικός, μάγος, κατεργαράκος). Η ποίηση κι η μαγεία του λόγου είναι στην Κέλτικη φύση. Πάντως, αυτό ποτέ δε με απασχόλησε όσο ήμουν μικρός – τότε απλά δημιουργούσα. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία και ποίηση και εγώ αγαπούσα τους στίχους των ποπ και φολκ τραγουδιών. Πολύ αργότερα άρχισα συνειδητά να αναρωτιέμαι τι σημαίνει να είσαι κέλτης – για την ακρίβεια όταν πήγα να ζήσω στην Ιρλανδία (μέσα της δεκαετίας του 80). Εκεί μπόρεσα να συναντηθώ με την Κέλτικη κουλτούρα από άλλη γωνία – κι η Κέλτικη κουλτούρα εκφράζεται διαφορετικά στην Ιρλανδία απ΄ ότι στα περισσότερα μέρη της Σκωτίας, είναι πιο ελεύθερη, πιο ο εαυτός της.

Αισθάνεσαι πικρία που το όνομά σου δεν αρκεί για να κρατήσει την βάση των φίλων των Waterboys και δεν πήγαν τόσο καλά τα προσωπικά σου άλμπουμ; Ή, για το γεγονός ότι, ενώ οι Waterboys έχουν τόσο ισχυρή βάση στο κοινό δεν βρίσκουν ιδιαίτερη ανταπόκριση στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης;

Όχι. Σέβομαι το γεγονός ότι οι άνθρωποι νοιώθουν διαφορετικά για ένα δίσκο που βγαίνει κάτω από το όνομα Waterboys απ ότι γι αυτόν που βγαίνει κάτω από το Mike Scott. Είναι ok. Θα ήθελα, βέβαια, να ακούγεται συχνότερα στο ραδιόφωνο η μουσική των Waterboys, αλλά χαίρομαι πάρα πολύ που τόσοι άνθρωποι έρχονται να μας δουν ζωντανά, που τόσοι πολλοί καλλιτέχνες μου ζητούν και διασκευάζουν τραγούδια μου, που έχουμε πουλήσει τόσους δίσκους – κάπου πέντε ή έξι εκατομμύρια. Ξέρω πως είμαι προνομιούχος, όντας ένας επιτυχημένος και γνωστός καλλιτέχνης που κάνει αυτό που αγαπά – παίζει μουσική και δίνει συναυλίες γυρνώντας τον κόσμο.

From the olden days and up through all the years
From Arcadia to the stone fields of Inisheer
Some say the gods are just a myth
But guess who I’ve been dancing with
The great God Pan is alive!

Ένας από τους αρχαίους έλληνες θεούς, ο Παν, μοιάζει να αποτελεί βασικό στοιχείο του ποιητικού σου οπλοστασίου. Πότε τον πρωτοσυνάντησες και τι σημαίνει για σένα; Νοιώθεις να σε συνδέει με την Ελλάδα; Μήπως βρήκες το πνεύμα του στο ελληνικό κλαρίνο – αφού κι εκείνος ήτανε πνευστός;

Πρωτοσυναντηθήκαμε στα βιβλία με τον Πάνα. Ύστερα, τον συνάντησα στο πνεύμα και τη ζωή των δυτικών περιοχών της Ιρλανδίας. Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, το 1990, λάτρεψα τον ήχο του κλαρίνου, όπως το άκουγα σε πόλεις και χωριά. Επέλεξα να χρησιμοποιήσω αυτό τον ήχο στο τραγούδι μου Η Επιστροφή του Πάνα (The Return Of Pan), όπου έπαιζε ο σπουδαίος κλαρινιτζής Τζωρτζ Στάθος, με τον οποίο γνωρίστηκα στη Νέα Υόρκη. Και, ναι, το ελληνικό κλαρίνο έχει, κατά τη γνώμη μου, την Πάνειο ποιότητα, είναι μαγευτικά ιδιότροπο, ένα χαρακτήρα ζωηρό κι αναβράζοντα, σαν τους χυμούς που κινούνται εντός του δέντρου ή τον άνεμο που μας παίζει παιγνίδια στην κορυφή ενός λόφου ή το μάγμα, το αίμα που κυλάει στη γη την ίδια.

So my woman of the hearthfire, harbour of my soul
I watch you lightly sleeping
and sense the dream that does unfold (like gold)
You to me are treasure, you to me are dear
So i'll give you my love with a bang on the ear

Σε πολλές αρχαίες πηγές, όπως έμαθα πρόσφατα, Έλληνες και Κέλτες παρουσιάζονται ως αδελφά φύλα. Έχουμε κι οι δύο ισχυρές ποιητικές παραδόσεις. Ο νομπελίστας μας, ο Γιώργος Σεφέρης, έλεγε πως «οι Ιρλανδοί είναι οι ρωμιοί του βορρά». Νοιώθεις να υπάρχει τέτοια σχέση; Να συνδέονται πολιτισμικά τα άκρα της Ευρώπης;

Είναι πιθανό. Συνάντησα πολλούς από τους κλασσικούς Έλληνες θεούς στα πρόσωπα και τον αληθινό χαρακτήρα του Ιρλανδικού λαού. Συνάντησα εκεί το Βάκχο, τον Ηρακλή, τον Πάνα, την Ηχώ, την Περσεφόνη. Έπαιξα μουσική μαζί τους. Έχω υπάρξει κάποιοι εξ αυτών κάποτε. Λοιπόν, οι θεοί περπατούν ακόμη τη Γη, και γελούν και μας μιλούν μες απ τα πρόσωπα των ανθρώπων, στην Ιρλανδία.

You were there in the turnstiles
With the wind at your heels
You stretched for the stars
And you know how it feels
To reach too high too far too soon
You saw the whole of the moon

Είσαι στη μουσική βιομηχανία πολλά χρόνια. Είσαι διάσημος για τις ζωντανές σου εμφανίσεις. Δεν κουράζεσαι ποτέ; Τι σε κάνει να συνεχίζεις; Βλέπεις να έχει αλλάξει η μουσική βιομηχανία μες σ’ αυτά τα χρόνια;

Είχα και διαλείμματα μες σ’ αυτά τα χρόνια. Μεταξύ του 1991 και του 1994 δεν πραγματοποίησα καμμία συναυλία – ήταν μια πολύ γερή ανάσα. Κάποιες χρονιές δουλεύω περισσότερο από άλλες. Αγωνίζομαι να κρατώ την ενεργητικότητά μου σε ένα υψηλό, ισχυρό επίπεδο, κι όλα αυτά τα χρόνια έχω μάθει τεχνικές για να το επιτυγχάνω. Δεν σπαταλάω την ενέργειά μου – προσέχω τον εαυτό μου και την ατμόσφαιρα, το περιβάλλον γύρω μου. Και επίσης, πάντα έκανα ότι ήθελα μουσικά, ποτέ δεν έπεσα στην παγίδα να κάνω αυτό που οι άλλοι περίμεναν από μένα ή αυτό που περίμενε το κοινό ή η αγορά κι έτσι ποτέ δεν κατάντησα να χωριστώ από τις πηγές της μουσικής μου έμπνευσης. Κάποτε αυτές οι πηγές μιλούν δυνατότερα, κάποτε μιλούν πιο σιγά, αλλά είμαι πάντα σε επαφή μαζί τους εντός μου, και γι αυτό είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων.

Οι Waterboys παίζουν στο Γκαγκάριν (Αθήνα) στις 9 Απριλίου και στο Μύλο (Θεσσαλονίκη) στις 10 Απριλίου.

Η συνέντευξη αυτή θα δημοσιευτεί εντός των ημερών και στην ηλεκτρονική λίστα και το επίσημο φόρουμ των Waterboys, στην αγγλική, μετά από παράκληση του υπευθύνου. Όσοι θέλουν τις ορίτζιναλ αγγλιστί απαντήσεις, μπορούν να απευθυνθούν εκεί.

27.3.06

Ζουάν, με παίζετε κι εμένα;

«Άμα είναι να μου τον χαρίσετε τώρα αμέσως τον Μιρό» - Συγχωρέστε με που άργησα λίγο.

«Στη δεύτερη ατομική του, στο Παρίσι το 1925, φορούσε ένα ολοκέντητο γιλέκο, γκρι πανταλόνι και λευκές γκέτες. Μοίραζε σε όλους καλές κουβέντες αλλά ήταν και στην τσίτα μη τυχόν του ξεφύγει κανένας, κι έτσι φάνταζε κάπως αγχωμένος. Όταν τελείωσε η εκδήλωση, τον πείσαμε να έρθει μαζί μας στο Μονπαρνάς. Έχω κρατήσει, από κείνο το βράδυ, ολοζώντανη την ανάμνηση ενός Μιρό πιο συγκεντρωμένου από ποτέ, να χορεύει ταγκό με μια γυναίκα αρκετά ψηλότερή του. Ούτε μια φορά δε γλίστρησε, ούτε ένα μικρό βήμα, μια ελάχιστη χειρονομία δεν παρέβλεψε. Κάποια στιγμή, όλοι οι άλλοι χορευτές σταμάτησαν, ανίκανοι να ανταγωνιστούν τέτοια ευσυνειδησία. Κι ο Μιρό, τσιτωμένος, συνέχισε να χορεύει το ταγκό λες και μόλις το είχε μάθει απέξω από κάποιο βιβλίο».
Calvin Tomkins, The world of Marcel Duchamp, εκδ. Little Brown and Co, 1977

Είπε «Ναι». Δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, δε χρειάστηκε να ρωτήσω. Ο Ζουάν έρχεται αμέσως να σε πάρει από το χεράκι, μόλις εμφανιζόσουν με κείνο το χαμένο βλέμμα της πρώτης φοράς στην παιδική χαρά. Ο Ζουάν τους έπαιζε πάντα όλους. Ακόμη και εκείνοι οι καπετάν φασαρίες που δε χωρούσαν κι οι δυό στην ίδια πόλη (πολλώ μάλλον στην ίδια παιδική χαρά!), ήθελαν να παίζουν μαζί του. Το καταλαβαίνεις στο Φαουντατσιό Μιρό στη Βαρκελώνη. Παρουσιάζει εκεί, από τη συλλογή του, έργα που του έχουν χαρίσει άνθρωποι που όχι απλά δε χώνευαν ο ένας τον άλλο, αλλά μισούνταν (Όχι, δε σου λέω ποιοι. Τι είμαι εγώ; Η Τατιάνα των εικαστικών;). Όλοι παρόντες, όλοι έχουν δώσει έργα- κοσμήματα στον Ζουάν. Όλοι οι αληθινά μεγάλοι δεν μπορούν να αντισταθούν στην καλοσύνη και την ευγένεια του καταλανού μου φίλου.

«Στο κορύφωμα του σουρρεαλιστικού κινήματος, όταν γίνονταν οι μεγάλες εκδηλώσεις, όλοι υποτίθεται ότι όφειλαν να κάνουν κάτι σκανδαλώδες, να μπουν στο μάτι της μπουρζουαζίας. Θεωρούνταν τεράστιο κατόρθωμα να κάνεις κάτι πραγματικά εξωφρενικό στη μέση του δρόμου, μπροστά στον κόσμο και, εξ αυτού, να σε συλλάβουν και αν γίνεται να περάσεις και μια δυό μέρες στη φυλακή γιατί προσέβαλες την καθεστηκυία τάξη. Όλοι στίβαν το μυαλό τους ώστε να βρουν τον πιο αυθεντικό τρόπο για να σταθούν απέναντι στην βασιλεία της θριαμβεύουσας μπουρζουαζίας. Κάποιος από την ομάδα πρότεινε να βγούν όλοι έξω στους δρόμους και να φωνάζουν κάτι ανατρεπτικό. Ο Ρομπέρ Ντεσνός, για παράδειγμα, θα έπρεπε να πει «Καλημέρα σας, κυρία μου» σε έναν παπά, δυνατά στο μετρό και μπροστά σε όσο περισσότερο κόσμο γινόταν.

Ο Μισέλ Λειρίς, που ο πατέρας του ή ο θείος του ήταν υψηλόβαθμος στην αστυνομική διοίκηση, έπρεπε να προσβάλλει αστυνομικούς ώσπου να καταφέρει κάποιον από αυτούς να τον συλλάβει. Όπως κι έγινε […] Ο Ελυάρ, πάλι, είχε βγει σε μια μεγάλη πλατεία και φώναζε «Κάτω η Γαλλία! Κάτω η Γαλλία!». Τον πιάσανε και τον πήγανε στη φυλακή μέχρι να συνέλθει. Όλοι ανέλαβαν ανάλογες αποστολές με υπερβάλλοντα ζήλο. Φυσικά, όλοι περίμεναν και ο Μιρό να δικαιολογήσει την ύπαρξή του στην ομάδα, με κάποια ανάλογη δράση. Τι να έκανε κι εκείνος; Βγήκε στο δρόμο και πολύ ευγενικά διακήρυττε «Κάτω η Μεσόγειος». Η Μεσόγειος είναι μια αρκετά μεγάλη, ασαφής περιοχή, με τόσες πολλές χώρες στις ακτές της, που κανείς από τους περαστικούς δεν έπαιρνε αυτή την επίθεση κατάκαρδα, ειδικά έτσι ευγενικά που διατυπωνόταν. Με αποτέλεσμα, κανείς να μην υπερασπιστεί τη Μεσόγειο και το «Κάτω η Μεσογειος!» να είναι η μόνη προσβολή που πέρασε ατιμώρητη
».
Francoise Gilot, Carlton Lake, Life with Picasso, εκδ. Avon Books, 1981

Σουρρεαλιστής και μαζί ζωγράφος πυκνός, συμπυκνωμένος και μαζί παιδικός με τον τρόπο που αγαπούν τα παιδιά να είναι παιδικοί οι μεγάλοι. Όχι τελείως αλλά περισσότερο. Η οδός προς μια παιδικότητα ώριμη, γενναία, που κλείνει το ματάκι πάντα στη σωστή στιγμή. Είχαμε πάει με τον αυτοκράτορα στο Φαουντατσιό, ήτανε λίγο κουρασμένος γιατί ήταν το δεύτερο μουσείο της μέρας (κακούργα μάνα, κακούργα!) όμως σα να ζωντάνεψε, «τι είναι αυτό;», πες μου εσύ τι είναι αυτό, αισθάνθηκε αμέσως ειδικός κι ύστερα από λίγο, μουτράκι σοβαρό, φώναζε «μαμά, έλα να σου εξηγήσω τι δείχνει εδώ». Κι όταν κουράστηκε πάλι, του λέω «ρουμορ χαζ ιτ, πως ο Μιρό έκρυψε μες στα έργα του ένα παγωτό και όποιος μπορέσει να δει το παγωτό το κερδίζει κιόλας κι είναι και κρέμα-φράουλα». Μας βρήκε το απόγευμα ξαπλωμένους στο πάτωμα, να κοιτάμε τα έργα ανάποδα σκασμένοι στα γέλια, ώσπου βρήκε το παγωτό επιτέλους και το κέρδισε! Και τώρα, βλέπει Μιρό και γελάει, όπως γελάω κι εγώ, όπως γελούσα κατεβάζοντας έργα από το ουεμπ, γελάμε γιορτινά, συνωμοτώντας υπέρ μιας ωριμότητας ποιητικής κι αθώας, ανυποχώρητης κι αναχωρητικής, ακέραιας και αγαπητικής, απτής όπως ορίζει εκείνος που πάντα ήθελε να αγγίζει ότι θα ζωγράφιζε.

«Ένας κοινός φίλος μας πήγε με το Μιρό να δούμε ένα τέλειο στούντιο, στο γαλλικό Νότο, ελπίζοντας ότι ο ισπανός, που εκείνη την εποχή δεν είχε δικό του στούντιο, θα το νοίκιαζε. Όμως ο Μιρό ούτε που το κοίταξε. Είχε βρει ένα κομμάτι ανοικτό μπλέ χαρτόνι στο βάθος ενός παραπεταμένου καφασιού για μήλα κι έπαιζε με αυτό ευχαριστημένος, μουρμουρίζοντας «Μα, δεν είναι υπέροχο;». Δεν κατορθώσαμε να τον κάνουμε να ρίξει μια ματιά στο στούντιο. Είχε βρει αυτό που ήθελε».
Selden Rodman, Conversations with Artists, εκδ. Capricorn, 1961

Καταλανός. Απολύτως. Ποτέ δεν ένοιωσε τίποτε άλλο, δεν επιθύμησε τίποτε άλλο, κι ας πήγαινε συνέχεια στο Παρίσι. Άλλωστε, όταν οι γονείς τον πίεσαν να γίνει υπαλληλάκος και κατέρρευσε, ήταν η Καταλωνία που τον θεράπευσε. Ήταν το ίδιο εκείνο κτήμα στο οποίο ζωγράφισε τη Φάρμα, στο οποίο οι γονείς του τον άφησαν πια ελεύθερο να κάνει ότι ήθελε, δηλαδή να βρει την υγειά του. Εκεί έγινε ποιητής, στιχουργούσε με το χρώμα, έγραφε λέξεις-σύμβολα ενός μυστικού, μαγικού κώδικα που ανάσαινε την αθωότητα.

Λένε πως, βασική επιρροή στο έργο του υπήρξε ο κύριος Παύλος. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος Παύλος επηρέασε πολλούς κι η δυσκολία του να ενταχθεί σε κίνημα έφερε κοντά του πολλές γενναίες και μοναχικές ψυχές. Όμως όχι το Ζουάν, λέει το βισινόματο. Ήταν ανεξάρτητα θηρία τα δύο τους. Ο Μιρό μπορεί να ήταν σουρεαλιστής με πατέντα, λάμπει η υπογραφή του στο μανιφέστο, ο Πάπας Ανδρέας ο Βρετώνος τον είχε ονοματίσει σουρρεαλιστικότερο όλων των σουρρεαλιστών, όμως, τα έργα του μιλούν για το μοναχικό του, ιδιοφυή δρόμο.

Το κοινό του με τον κύριο Παύλο είναι που και ο Ζουαν πειραματίζονταν συνέχεια. Ακούραστος όταν έπαιζε δηλαδή. Κη ζου; ο Ζουάν ζου αν κάποιος ζου! Ε τι! Λάδια, κολάζ, ταπισερί, κεραμικά, λιθογραφίες, σκηνικά, κοστούμια, γλυπτά – θυμάμαι γελώντας εκείνον τον παιγνιδιάρη φαλλό κοντά στην αρένα των ταυρομαχιών – ανάγλυφα, γραφιστικές δουλειές, όπως το σήμα κατατεθέν της Βαρκελώνης, τίποτε δεν θεωρούσε «δεύτερο», ήταν όλα ευκαιρία για τη νέα γιορτή των χρωμάτων. Ήταν ο μάγος της χαράς, ο περιπατητής των ουρανών. Ακόμη και τον άγριο καιρό του δευτέρου μεγάλου πολέμου, όταν όλη η Ευρώπη αιμορραγούσε, ο μικρός μου πρίγκηπας ζωγράφιζε την πιο γνωστή ενότητα έργων του, τους αστερισμούς. Από κει και ύστερα ζωγράφιζε τις γυναίκες, τα πετεινά του ουρανού και τα άστρα. Και δεν πέθανε ποτέ, ακριβώς γι αυτό. Γιατί τα πετεινά του ουρανού έχουν ζωήν αιώνιον.
Είχα ένα βιπεράκι με τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, είχε στο εξώφυλλο ένα έργο του Μιρό, ήμουν δεν ήμουν έκτη δημοτικού, ήταν ο πρώτος Μιρό που έβλεπα και έκλεινα και ξανάκλεινα το βιβλίο για να δω και να ξαναδω τη ζωγραφιά του άγνωστου που με είχε μαγέψει. Έτσι γνωριστήκαμε. Και, σας λέω, ποτέ μου δεν τον ξέχασα, γιατί, φορά να μη πήγα στο μουσείο του Παυλου Πικάσσου στη Βαρκελώνη μας υπήρξε, μα φορά να μη πήγα στο φαουντατσιό του Ζουάν μου δεν υπήρξε καμμιά!

Για τον επίλογο, μια ωραία συνάντηση, ε, Ζουάν μου; Πως το είπε ο Γίγας στο Πάνο; «Όποιος συνεχίζει να θεωρεί το έργο τέχνης μεγάλο έπαθλο αυτός και θα δώσει και το μεγάλο αγώνα και θα το αποκτήσει». Λοιπόν, ένα άλλο εκλεκτό αγόρι έκανε αυτό το κομπλιμέντο στο Μιρό.

«Η Φάρμα ξεκίνησε στο Μοντρόιγ το καλοκαίρι του 1921 την τελείωσε στο Παρίσι, όπου ο Μιρό, νοιώθοντας την ανάγκη να έρχεται σε επαφή με τις πηγές της μοντέρνας τέχνης, περνούσε τους χειμώνες του από το 1919. Δούλευε αυτό το έργο συνεχώς επί εννέα μήνες, με τέτοιο πάθος, που, φεύγοντας από το Μοντρόιγ για το Παρίσι πήρε μαζί του δυό κομμάτια χώμα με γρασίδι από το κτήμα για να τα χρησιμοποιεί ως μοντέλα. Όταν ο πίνακας τελείωσε, κρεμάστηκε σε ένα καφενείο του Μονπαρνάς και τελικά αγοράστηκε από έναν ολοφάνερα άφραγκο νεαρό αμερικανό συγγραφέα, που τον λέγανε Έρνεστ Χέμινγουέη, και που για να βρει λεφτά να πάρει το έργο φόρτωνε και ξεφόρτωνε σακκιά λαχανικά για πολλά βράδια στην αγορά του Παρισιού. «Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιτάξεις αυτό το έργο και να μη καταλάβεις ότι το ζωγράφισε έναν μεγάλος ζωγράφος», έγραψε μια φορά ο Χεμινγουέη. «Έχει όλα αυτά που νοιώθεις για την Ισπανία όταν είσαι εκεί, κι όλα αυτά που νοιώθεις όταν είσαι μακρυά και δε μπορείς να επιστρέψεις».
Calvin Tomkins, ο.π.

24.3.06

"Εμάθαμε μόνο να πολεμούμε"

Στα αδέλφια μου, που κάναν τη γιορτή μας τριπλή και τετραπλή και σε όλους που είναι στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».

Επειδή σε τούτο το γένος ο παππούς του καθενός μας ανδραγάθησε, ευεργέτησε, πόνεσε κι ελέησε, μαρτύρησε, έχουμε αίμα γαλανό. Και μαζί έχουμε το υψηλότερο ποσοστό κατά κεφαλήν αγιότητος στον κόσμο.

«Κανενός η φωνή δεν είναι μόνο δικιά του. Το να το πιστεύει κάποιος, αυτό είναι οίηση.»
Αλβέριχος ο ευλογέρων

Τη μέρα που θάψαμε τη γιαγιά Βιργινία, ήμασταν όλη η γενιά της εκεί και μαζί όλοι όσοι ευεργέτησε, που μισή μπουκιά να είχε θα την έδινε. Μόλις φύγαν οι πολλοί, μείναμε πίσω ο αδελφός, η αγγόνα της κι ο δίγγονός της. Ο αδελφός αργά, αντρίκια, άρχισε να τη μοιρολοεί, εγώ δεν μπορούσα, ήταν τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, ο κόμπος στο λαιμό ασήκωτος, κρατούσα το χέρι του παιδιού μου σφιχτά μη μου το αρπάξει ο χάρος από λάθος, ο αδελφός τη μοιρολόησε, τον άκουγα να λέει «πως πολεμά, άει γειά σας παιδιά, πως πολεμά, άει η Τζαβέλαινα», άκουγε κι ο δίγγονός της, κι είπε, ισιώνοντας το κορμάκι, με ψιλή τη φωνή «μαμά, γιατί τη λέει Τζαβέλαινα; Αφού είμαστε Μποτσαραίοι», και με έπιασαν λυγμοί, που πάντα μαθαίναμε πως με τους Τζαβελαίους δεν τα πηγαίνουμε καλά, κι όμως την ώρα ετούτη τα άλλαζε όλα το τραγούδι, και θυμόμουν πως όταν με στήριζε στα δύσκολα Τζαβέλαινα μ έλεγε κι εκείνη, έσφιγγε τη γροθιά, ίσιωνε το κορμί και μ ελεγε Τζαβέλαινα…

Δεν είχα φωνή να του πω, πολύ αργότερα γύρισε η φωνή και του είπα του τελευταίου της γενιάς της πως η γιαγιάκα του η κατάλευκη, η γερμένη, η γιαγιάκα μου που μου την άρπαξε ο καρκίνος, ήταν η πιο γενναία, η πιο σπουδαία, η πιο περήφανη κι η πιο όμορφη γυναίκα που γνώρισα ποτέ. Ακούς; Η πιο γενναία, η πιο σπουδαία, η πιο περήφανη κι η πιο όμορφη γυναίκα που γνώρισα ποτέ.

Όλαις ταις καπετάνισσαις από το Κακοσούλι
Όλαις την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννενα τοις πάνε,
Σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Έχει και ’ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
-Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ’ς την ποδιά και βόλια ’ς τοις μπαλάσκαις.
-Κόρη για ρίξε τα άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των τουρκών τα χέρια.
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Π’ έκαμε την Αρβανιτιά και ντύθηκε στα μαύρα.

Είμασταν στο χωριό, στο σπίτι, ήμουν εικοσιτρία, η πιο μικρή κι η πιο άμυαλη, είμασταν όλες οι γυναίκες, μαυροφορεμένη η προγιαγιά, η ευλογημένη Κούκαινα, μαυροφορεμένη η γιαγιά η Βιργινία, στα χρώματα η μανούλα μου, Δόξα τω Θεώ, είμαστε ένα γύρω στην αυλή, τρίβαμε ρίγανη και λέγαμε και θυμόνταν τους πόνους και τις χαρές. Πως ήρθε η κουβέντα, είπε η γιαγιά που την ταυτότητα της μάνας της την χαρίσανε στο μουσείο του Σουλίου, γιατί φαίνεται το γένος, που κρατά από το Μάρκο. Και κόντεψε να μου φύγει η ρίγανη απ τα χέρια, και έμεινα κόκκαλο, εικοσιτρία χρόνια τίποτε, κουβέντα, «Τι λες, ρε γιαγιά; Θα μας τρελλάνεις; Θες να πεις ότι κατάγεσαι από το Μάρκο και το μαθαίνω τώρα;». Σήκωσε το όμορφο κεφάλι της, ένα μέτρο η κάθε ολόλευκη κοτσίδα πλεγμένη στεφάνι γύρω του, σήκωσε τα μάτια που έκλαψαν δεκατέσσερα παιδιά, κι είπε: «Γιατί, κόρη μ’; Τι παραπάνω έκανε ο Μάρκος από μας;».

«Ο πασάς δεν είχε αμφιβολία ότι γρήγορα θα κυριέψει το Μεσολόγγι. Προτού αρχίσει τις επιχειρήσεις, έστειλε μήνυμα στους πολιορκημένους προτείνοντάς τους να συνθηκολογήσουν. Αν ήθελαν να παραδοθούν, έπρεπε να στείλουν στο στρατόπεδο του Ιβραήμ αντιπροσώπους που να ξέρουν κι άλλη γλώσσα εκτός των ελληνικά. Οι έλληνες έδωσαν τη ακόλουθη απάντηση στον αποσταλμένο του Ιβραήμ: «Εμείς είμαστε αγράμματοι και γλώσσες δε μάθαμε. Εμάθαμε μόνο να πολεμούμε».

Ήταν γυναίκα της Πίνδου η γιαγιά, κατάλαβες; Ανέβαινε μαζί με την πεθερά της το βουνό «γιατί τα ζώα ψοφάγανε, εμείς αντέχαμε», άφηνε τα τρία μικρά της πίσω, κορίτσι 19 χρονώ, μια κούκλα, «φοβόμουν, μου ’λεε η μάνα, μη φοβάσαι Βέργω μ’, το βόλι που θα σεύρει δεν τ’ ακούς». Αντάρτης ο παππούς, μόνη της πάλευε να μεγαλώσει τα παιδιά της, έχασε παιδιά μεγάλα, παιδιά μωρά, θυμόταν όλα τα μνημόσυνα, γέμιζαν τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι ύστερα μας σταύρωνε κι εμάς. Είμασταν πλούσιοι με τον τρόπο που πλουτίζει τον άνθρωπο η ρίζα. Παινευόταν η γιαγιά, παινευόταν που «μια κότα να σφάξει, τρώει όλη η οικογένεια», είκοσι νοματαίοι, έλαμπε που της λέγαμε πως κάνει τον πιο ωραίο μπακλαβά του κόσμου κάθε Χριστούγεννα, ήταν χώμα κι ουρανός σ ότι κι αν έκανε. Κι όποτε θυμώναμε για την πατρίδα που πεθαίνει, την Ήπειρο, έσφιγγε τη γροθιά, έσφιγγε το σαγόνι, ζητούσε να μη ξεχάσουμε πως, εκεί είναι η ρίζα και το σπίτι μας. Η γιαγιά μου. Η πιο γενναία, η πιο σπουδαία, η πιο περήφανη κι η πιο όμορφη γυναίκα που γνώρισα ποτέ.



Ήθελα να σου πω: στην πέτρα που καθόμασταν, μπρος από την κάμαρα της γιαγιάς στο χωριό, εχει μια εννιάρα χαραγμένη. Εκεί έμαθε εννιάρα η γιαγιά μου απ τη γιαγιά της, εγώ απ την προγιαγιά μου, εκεί, να μ αξιώσει ο Θεός, θα μάθω στα αγγόνια μου εννιάρα. Εκεί, μας έμαθε η γιαγιά και δυό ποιηματάκια. Το «φεγγαράκι μου λαμπρό»
και το



«Για της πατρίδος την ελευθερίαν,

Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
Γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
Μ’ αυτά να ζήσω επιθυμώ
Κι αν δεν τα αποκτήσω,
Τι μ’ ωφελεί να ζήσω;»


«Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη. […] Η λευτεριά είναι η θεότητα που λατρεύει ο επαναστάτης και γι αυτήν χύνει το αίμα του. Μα τη λευτεριά, πολλές φορές, σαν την αποκτήσει ο επαναστάτης, δεν την μεταχειρίζεται για πνευματικούς σκοπούς, αλλά για να χαρεί την υλική ζωή μονάχα. Κοντά στην υλική ζωή έρχεται κι η πνευματική, μα τις περισσότερες φορές για πνευματική ζωή θεωρούνε οι άνθρωποι κάποιες απολαύσεις που είναι κι αυτές υλικές, κι ας φαίνουνται για πνευματικές.[…] Για τις περισσότερες επαναστάσεις, οι αιτίες που τις κάνανε να ξεσπάσουνε ήτανε υλικές κι η ελευθερία που επιδιώξανε ήτανε προορισμένη να ικανοποιήσει μονάχα υλικές ανάγκες. Η ελληνική όμως Επανάσταση είχε μεν για αιτία και τις υλικές στερήσεις και την κακοπάθηση του κορμιού, αλλά, πάνω από αυτές τις αιτίες είχε και κάποιες που ήταν καθαρά πνευματικές. Και πνευματικό, κατά τη γνώμη μου, αληθινά πνευματικό, είναι ότι έχει σχέση με το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με την ψυχή του, δηλαδή με τη θρησκεία. […]

Για τον έλληνα πίστη και πατρίδα είχανε γίνει ένα και το ίδιο πράγμα κ’ η λευτεριά που ποθούνε όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουνε την αγιασμένη πίστη τους που μ αυτήν ελπίζανε να σώσουν την ψυχή τους. […] Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε και κρεμαστήκανε και παλουκωθήκανε για την πίστη τους, αψηφώντας τη νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους και σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατωθήκανε για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για την πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε ότι δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια. Η ελευθερία που γι αυτήν θυσιαζότανε, δεν ήταν κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήτανε ο ίδιος ο Χριστός, που γι αυτόν είπε ο απόστολος Παύλος: "όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι κ’ η ελευθερία".[…]

Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση, κι αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήτανε αγιασμένοι όσοι πολεμήσανε με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τρακόσα εξήντα οκτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιον οχτρό της πίστης τους. […] Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλεμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία, που είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθιά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν ήθελε να φραγκέψει».


Της άρεσε πολύ να λέει την ιστορία του παπα-Παρθένη, που έκρυψε τους έντεκα παππούδες μας το 1860, πριν τους θανατώσουν (άλλη φορά θα σου πω), και που τον τρέμανε οι τούρκοι, τον παπα-Παρθένη της αγια-Σωτήρας, που ήταν μπάσταρδος και μια φορά, στο πανηγύρι της Σωτήρας, ο αγάς τον φώναξε έτσι για να τον προσβάλλει μπρος σε όλο το χωριό «Ε, παπα-μπάσταρδε, έλα δω!», και γύρισε και του πε ο παππούλης, που ν αγιάσει το στόμα του, «Μπάσταρδος ήταν κι ο Καραϊσκάκης, αγά μου, και σας γάμησε τη μάνα». Και γελούσε η γιαγιά σαν κοριτσάκι που καμε ζαβολιά, και κοκκίνιζε ολόκληρη, όπως ολόκληρη γελούσε, και το έλεγε ακόμη μια φορά χαμηλόφωνα, με έκπληξη, λες και δεν το χωρούσε ο νους της, «Μπάσταρδος ήταν κι ο Καραϊσκάκης και τους γάμησε τη μάνα!».

Κι έλεγε και πως θύμωσε ο αγάς και έστειλε τους βλάχους να πατήσουν τα χωράφια του μοναστηριού και όταν τους είδε ο Παρθένης ούτε φώναξε ούτε πήγε να πει τίποτε του αγά, μόνο πήγε μπρος στο κόνισμα και είπε: «Άκου να σου πω, Σωτήρα, δε θα σου κάνω γω όλες τις δουλειές. Δικά σου είναι τα χωράφια. Άμα θες άστους, άμα θες διώχτους. Ότι θες κάνε». Και το άλλο πρωί ήταν όλα, σκηνές, οικοσκευές, ρούχα των βλάχων μες στο φίδι, τόσα φίδια δεν έχεις ματαδεί, και ξεκουμπιστήκανε και ησύχασε ο Παρθένης.

Τα καλοκαίρια στο χωριό, μας πήγαινε να μας δείξει το δέντρο που φύτεψε ο πατροΚοσμάς, κι όταν κάποτε, αυστηρή έφηβη, της είπα πως σιγά μη το φύτεψε εδώ το μπαστούνι, δε σώζεται να το φύτεψε στο χωριό της αλλά σε άλλο χωριό, με κοίταξε αυστηρά, που τόλμησα να αμφισβητήσω τα λόγια της, που της τα πε η μάνα της κι αυτής η μάνα της, κι αυτής η μάνα της, κι άρα είναι η αλήθεια μας. Και το γλίτωσα το χαστούκι γιατί η γιαγιά δεν σήκωσε ποτέ χέρι σε κανέναν, αλλά μου άξιζε. Αυτό το δέντρο, λοιπόν, γιέ μου, αυτό το δέντρο ανηψούδα μου, αυτό είναι κείνο το μπαστούνι που φύτεψε ο πατροΚοσμάς κι άνθισε τη μέρα της λευτεριάς, γιατί όπου πέρασε ο πατροΚοσμάς έσπειρε κι άνθισε και κάρπισε…

Να μας θυμάσαι εκεί πάνω, γιαγιά μου.

Τα δανεικά και δικά, πράσσινα, με τη σειρά που μπήκαν στο κείμενο: δημοτικό, Άγγελος Βλάχος «Ένας φιλέλλην για το 21», Φωτίου Κόντογλου αποσπάσματα από τα «Η αγιασμένη Επανάσταση» και «Στολή Αφθαρσίας» ενοποιημένα, δημοτικό. H εικόνα του μαρτυρίου του αγίου Ζαχαρία του αρτινού, από εδώ.

22.3.06

Φροντίδος πέρι

ή όταν ανακαλύπτεις πως από Μαρία έχεις μετατραπεί σε Μάρθα*.

Ένα προσωπικό ποστ, κερασματάκι για την Κουρούνα, που μοιράστηκε τη χαρά της μαζί μας και μου έφτιαξε τη μέρα, και επίσης κερασματάκι για την αδελφή μας γαλή της.

-Αυτοκράτορας, αυτοκράτορας, αλλά το έχεις παρακάνει!

Έτσι ξεκίνησε η μέρα μας. Με τη μαμά να φωνάζει. Με ενοχλεί να χρειάζεται να τον μαλώσω, γενικώς. Περισσότερο όμως στην αρχή της μέρας, γιατί μετά με στερεί από αγκαλιές, φιλάκια και γαργαλητά και δεν το αντέχω κι ας κάνω τη σκληρή (κι απορώ πως το ξέρει! αφου παίζω τη σκληρή τόσο καλά!).

-Αυτοκράτορας, αυτοκράτορας, αλλά το έχεις παρακάνει!

-Γιατί, βρε μαμά?

-Γιατί έχεις εγκαταλείψει τη γάτα σου τελείως! Σου το είπα απ όταν ζητούσες ζώο ακόμη: τα ζώα θέλουν φροντίδα. Κι εσύ ΔΕΝ τη φροντίζεις!

-Τη φροντίζω και την παραφροντίζω!

Το πεισμωμένο μουτράκι με έκανε να κρατάω τα γέλια μου με δυσκολία. Είμαι όμως εκπαιδευμένη, κομμάντο. Κατάπια τα γέλια μου και συνέχισα με την συνήθη, βαρετή αυστηρότητα.

-Δεν τη φροντίζεις! Από τα Χριστούγεννα τα άφησες όλα στην τύχη. Δεν την έχεις ταϊσει, δεν την έχεις ποτίσει, δεν έχεις καθαρίσει ούτε μια φορά την άμμο της.

-Ναι, αλλά τη χαϊδεύω!

Την αλήθεια ελάλησε. Και έβαλε στη θέση της την μαμά, που μιλάω για αγάπη και πόση σημασία έχει ένα γέλιο κι ένα χάδι, μα το ξεχνάω επί του γατοπρακτέου, και νομίζω ότι φρόντισα την Αζίζα μας μόνο και μόνο που φρόντισα το φαγητό και το νερό και την καθαριότητα. Ουκ εν φρίσκυς μόνον ζήσεται γαλή, όμως.

Τρέμω τη μέρα, σε δέκα, δώδεκα χρόνια, που η Αζίζα μας θα κλείσει για πάντα τα ματάκια της. Πόσο θα τον πονέσει... Θυμάμαι στη σχολή - κτηνιατρική ΑΠΘ - όταν μου έδωσαν ένα περιστατικό, ένα τετραπληγικό δανό, που το χε φέρει ο κύρης του. Δεκαεπτά χρονώ το αγόρι, δεκάξι ο μολοσσός. Έπρεπε να κάνουμε ευθανασία στο ζώο - να μην υποφέρει. Έκλαιγε το αγόρι δίνοντας ιστορικό, έκλαιγα κι εγώ. Ο Κουτίνας με έβγαλε έξω από την κλινική. Ο καλός γιατρός δεν επιτείνει, με συναισθηματισμούς, την αίσθηση της απώλειας. Ποτέ δε θα γινόμουν καλός γιατρός...

*οι αδελφές του Λαζάρου. Η Μάρθα νοιαζόταν τα της βιοτής, η Μαρία καθόταν κοντά στον Κύριο, να τον ακούει, χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο.

20.3.06

"To internet είναι η ελπίδα μας στο ζοφερό μέλλον"

Ο Χρίστος Παπαδημητρίου, κορυφαίος του διεθνούς χορού της πληροφορικής, με καθηγητικές περγαμηνές από Harvard, MIT, Stanford, Berkeley, μιλά στη Μιραντολίνα για τους ήρωές του, το μέλλον, την ελπίδα που λέγεται ίντερνετ, τα κόμικς και τη σημασία της εκλαϊκευσης.

Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να έχει έρθει σε επαφή με το Χρήστο Παπαδημητρίου, να έχει διαβάσει βιβλία του ή συνεντεύξεις του, και να μη θέλει να τον γνωρίσει. Ο καθηγητής της πληροφορικής που παραμένει τρεις δεκαετίες στην πρωτοπορία υπήρξε από τους υψηλούς στόχους αυτού εδώ του ευλόγ. Όχι τόσο για τις περγαμηνές κι εκείνες τις υψηλότατες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη των θετικών επιστημόνων, όσο γιατί ο Χρήστος Παπαδημητρίου είναι πολιτικό ον, ευπροσήγορος, ζωντανός, μαγευτικός άνθρωπος με θέσεις και προτάσεις, με τόσο ελκυστική προσωπικότητα που ξεχειλίζει από τις σελίδες βιβλίων και συνεντεύξεων.

Φοιτητές του και συνδιδάσκοντες, λένε πως ασκεί το διδακτικό του έργο, μαθαίνοντας τους ερχόμενους την κριτική σκέψη και τη δημιουργική παρέμβαση και ασκεί το ερευνητικό του έργο ως ένας εκ των κορυφαίων διεθνώς επιστημόνων στην πολυπλοκότητα και την υπολογισιμότητα, χωρίς να παύει να παρεμβαίνει στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Ο κοινός φίλος που μας σύστησε, άνθρωπος σοβαρός και του μέτρου, δεν μου έχει μιλήσει ποτέ για άλλον άνθρωπο με τέτοια λόγια. Κατέληξε: «επειδή είναι ο πιο αριστοτελικός στον τομέα των υπολογιστών σήμερα, ασχολείται και με πολλά προβλήματα που έχουν να κάνουν με την πολυπλοκότητα του σύμπαντος κόσμου». Και της κοινωνίας μας.

Είστε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ονομάζουμε «αναγεννησιακός άνθρωπος». Αναρωτιέμαι που βρήκατε το χρόνο να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τον Τούρινγκ1, όσο κι αν αποτελεί προσωπικό σας ήρωα.

Κοιμάμαι λίγο. Ύστερα, αυτό που ονομάζετε "αναγεννησιακό άνθρωπο" είναι απλώς ένας άνθρωπος που τον βασανίζουν πολλά. Πρέπει όμως να σας πω ότι, το μυθιστόρημα αυτό δεν ήταν επιλογή, αν και ήταν χαρά. Ήταν κάτι που, από τη στιγμή που το ένοιωσα μέσα μου, έπρεπε να βγει, με κάθε θυσία. Έγραφα κάθε μέρα 6-8 το πρωί και όλη τη μέρα κλωθογύριζε στο νου μου η υπόθεση, το τι θα γράψω την επόμενη μέρα.

Αυτό το πρώτο μυθιστόρημά σας, «Τούρινγκ: Μαθήματα Αγάπης» εκδ. Λιβάνη αλλά και το πιο πρόσφατο βιβλίο με δοκίμια «Ισόβια στους χάκερ;» εκδ. Καστανιώτη καταγράφουν σαφώς την αγάπη σας, ακόμη και τον καημό σας κάποτε, για εκείνους με τον οποίους αισθάνεστε «συγγενής», είτε πρόκειται για μαθηματικούς, είτε για φιλοσόφους, είτε για τους αγαπημένους σας ροκερς.

Ο επιστήμονας νοιώθει οικειότητα με την επιστημονική παράδοση. Δίνω μεγάλη σημασία στην εκλαΐκευση. Ειδικά για τα μαθηματικά. Οι περισσότερες επιστήμες έχουν παράδοση επικοινωνίας με την κοινωνία. Τα μαθηματικά κι η πληροφορική δεν έχουν, όμως. Μόλις την τελευταία δεκαετία άρχισε να ανθεί και εδώ η εκλαΐκευση του λόγου, ώστε να μπορούν να φτάσουν στην κοινωνία.

Μόνο που, μέχρι να εκλαϊκευτεί κάτι, έχει προκύψει πια κάτι καινούριο.

Είναι αλήθεια ότι τώρα πια ο ένας δεν προλαβαίνει τον άλλο. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν δυνατόν να ξέρεις τι συμβαίνει στην επιστήμη, στα μέσα ήταν δυνατόν να γνωρίζεις τι συμβαίνει στα μαθηματικά. Πριν από 10 χρόνια ήξερα τι συμβαίνει στην πληροφορική. Σήμερα αυτό είναι αδύνατο. Η εκλαΐκευση είναι πολύτιμη για τους ίδιους τους επιστήμονες.

Για τους περισσότερους από μας, η πληροφορική δεν είναι ακριβώς επιστήμη. Είναι μάλλον «εργαστήριο εφαρμογών».

Ο Αϊνστάιν κάποτε είπε σε έναν μαθηματικό: η δουλειά σου είναι απλή. Αυτό που υποστηρίζεις πρέπει να είναι αληθές. Αυτό που υποστηρίζω εγώ πρέπει να είναι σωστό. Ε, στην πληροφορική αυτό που υποστηρίζουμε πρέπει να είναι και χρήσιμο. Και το ψάχνουμε παίζοντας στο παιδικό επιστημονικό πάρκο με τους συνεργάτες και τους ανταγωνιστές.

Σε αυτό το πάρκο, μαθαίνω ότι χωρούν και τα ελαφρά αναγνώσματα. Μιλάω για το Logicomix, την ιστορία της λογικής και των μαθηματικών σε κόμικς, που κλέβει κάποιον απ το χρόνο σας...

Το Logicomix είναι επιλογή. Ήθελα να κάνω κάτι με αυτούς τους ανθρώπους, τον Απόστολο (Δοξιάδη) και τον Αλέκο (Παπαδάτο) – και την Αννί Ντιντονά, που κάνει το χρώμα, και την Αν Μπαρντί που κάνει το λέτερινγκ και την ιστορική έρευνα. Ένα βιβλίο για τους ήρωες των μαθηματικών, τον κύκλο της Βιέννης, τον Γκέντελ2, τον Τούρινγκ, τον Κάντορ3, το Νας4..

Έχετε και σεις θέση στην παρέα, μου λένε οι μαθητές σας.

Τι λέτε; Εδώ μιλάμε για γίγαντες!

Ξέρετε, η πληροφορική, για τον περισσότερο κόσμο, είναι ένα τέκνο των μαθηματικών που απλά βοηθά τις άλλες επιστήμες – τις θεωρούμενες όντως επιστήμες.

Η επιστήμη της πληροφορικής είναι πολύ καινούρια, γι αυτό δεν την ήξεραν, δεν την καταλάβαιναν οι άλλες επιστήμες. Από τη φύση της είναι ιδιαίτερα πρακτική, έχει φοβερή κοινωνική σημασία, είναι υπηρέτρια των άλλων επιστημών –όπως πάντα ήταν τα μαθηματικά. Ωστόσο, έχει τον τρόπο να αλλάζει τις άλλες επιστήμες. Τις υποχρεώνει να δουν το αντικείμενό τους μέσα από το υπολογιστικό πρίσμα. Η επιστήμη των υπολογιστών έχει προκαλέσει αλλαγές εκ βάθρων στη βιολογία, στη φυσική, παντού. Ακόμη κι η κβαντομηχανική αναθεωρείται σήμερα με βάση την πληροφορική. Σήμερα, άλλωστε, η πληροφορική μας έχει χαρίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση και τη μεγαλύτερη ελπίδα στο ζοφερό μέλλον, το internet. Εκεί προτίθεμαι να αφιερώσω τα επόμενα πέντε έξι χρόνια της δουλειάς μου.

Σε τι ακριβώς;

Θέλω να καταλάβω το διαδίκτυο, τον ιστό, την εξέλιξή του. Ειδικά καθώς τώρα υπάρχει σύγκλιση εδώ με τις κοινωνικές επιστήμες.

Τι λέτε για την ιδιοπροσωπεία των ελλήνων χρηστών του internet – μεταφέρουμε στο δίκτυο τα κοινωνικά μας χαρακτηριστικά ως το τελευταίο, νομίζω.

Είναι γεγονός! Δεν έχω πολύ χρόνο, αλλά όποτε μπορώ, μπαίνω στα ελληνικά φόρα και εκπλήσσομαι. Βλέπεις να πάλλεται η Ελλαδίτσα!

Διάβαζα πρόσφατα ότι προσπαθείτε να επιτραπεί στο τμήμα πληροφορικής του Berkeley να δέχεται φοιτητές που δεν έχουν καλούς βαθμούς αλλά έχουν ευρύτητα πνεύματος και πολλά «εξωσχολικά» ενδιαφέροντα.

Ακόμη κυνηγάμε τους αριστούχους, αλλά παράλληλα προσπαθούμε να πείσουμε το πανεπιστήμιο να μη κοιτά τους βαθμούς και τις εξετάσεις – αυτές τις ιδιωτικοποιημένες εισαγωγικές των ΗΠΑ -- αλλά σε όλα τα ενδιαφέροντα που έχει ένα παιδί. Γιατί αυτό πλουτίζει την επιστήμη, την κάνει πιο ελκυστική.-

Ακολουθούν δυό λόγια για τους τέσσερις ήρωες που αναφέρονται ονομαστικά στη συνέντευξη - όποιος θέλει ψάχνει περισσότερα, γι αυτό δίνω και κάποια λινκς, όμως ήθελα να τους βάλω έτσι παρεούλα εδώ για να φανεί πως τα μαθηματικά είναι μια επιστήμη που απαίτησε ανθρωποθυσίες στα θεμέλιά της. Και για να φανεί πόσον είναι μύθος τα περί ευαίσθητων καλλιτεχνών - που να δείτε οι ευαίσθητοι μαθηματικοί τι τίμημα πληρώνουν (λέει η αναίσθητη λοκαντιέρα).

1 Άλαν Μάθισον Τούρινγκ (Alan Mathison Turing, 1912-1954) Βρετανός μαθηματικός, με ερευνητικές περγαμηνές στα μαθηματικά, τη λογική, τη φιλοσοφία, τη βιολογία… Αναγνωρισμένος ως ιδρυτής της επιστήμης των υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης. Προσέφερε στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο ως αποκρυπτογράφος στο περίφημο Bletchley Park. Ήταν αρχηγός της ομάδας που έσπασε τον κώδικα Enigma. Το 1952 διώχθηκε ως ομοφυλόφιλος και πέρασε υποχρεωτική 12μηνη ορμονοθεραπεία. Συνέχισε την πρωτοποριακή του έρευνα μετά το τέλος της «θεραπείας», αν και στερημένος των παροχών που του είχαν παρασχεθεί μετά τον πόλεμο σε αναγνώριση της προσφοράς του. Βρέθηκε νεκρός, δηλητηριασμένος από κυάνιο, στις 7 Ιουνίου του 1954. Η επίσημη εκδοχή είναι η αυτοκτονία. Ο Μανιφέστος είχε κάνει ένα ωραίο ποστ για τη χάρη του αλλά δεν μπόρεσα να το βρω.

2 Κουρτ Γκέντελ (Kurt Gödel, 1906- 1978) Αυστριακός μαθηματικός, κορυφαίος επιστήμων της λογικής, η εργασία του οποίου, στο θεώρημα της Μη-Πληρότητας και στο μαθηματικό πεδίο της Πολυπλοκότητας, βρίσκεται στη βάση (και) της δουλειάς του Turing. Ήταν ο μόνος άνθρωπος στο Πρίνστον – όπου κατέφυγε με την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία- που «περπατούσε και συζητούσε ισότιμα με τον Αϊνστάιν». Η δουλειά του παραμένει στο επίκεντρο της μαθηματικής, υπολογιστικής και φυσικής έρευνας και σήμερα. Υποχόνδριος ως νέος, οδηγήθηκε σταδιακά στην παράνοια. Πίστευε ότι κάποιοι επιθυμούν να τον δηλητηριάσουν. Τελικώς, πέθανε από ασιτία.

3 Γκεοργκ Κάντορ (Georg Cantor, 1845-1918) Γερμανός μαθηματικός. Πατέρας της θεωρίας των Συνόλων και εισηγητής της σύγχρονης μαθηματικής έννοιας του απείρου και των απείρων αριθμών. Μετά τον Κάντορ, τα μαθηματικά έγιναν η αυστηρή επιστήμη που είναι σήμερα. Η καταδικαστική αντίδραση του μαθηματικού κατεστημένου στην πρωτοποριακή δουλειά του τον οδήγησε στην κατάθλιψη. Είναι ο χαϊδεμένος της λοκάντας - όλους τους αγαπάμε αλλά ο Γιωργής είναι ένα σκαλί παραπάνω.


4 Τζων Φ. Νας (John Forbes Nash jr, 1928- ) Νόμπελ στα Οικονομικά 1994, για την ερευνητική του δουλειά, που ξεκίνησε το 1950, και κατέληξε στη θεωρία των Παιγνίων (game theory). Το μαθηματικό μοντέλο που ανέπτυξε για τις σχέσεις μεταξύ ανταγωνιστών αποτελεί σημείο αναφοράς στον επιχειρηματικό κόσμο. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια το 1951, ενώ δίδασκε στο ΜΙΤ. Η ταινία A Beautiful Mind, με τον Ράσελ Κρόου, πραγματεύεται τη ζωή του, αλλά παρουσιάζει ανόητα τη θεωρία του. Θυμάμαι, διάβαζα όταν πήρε το Νόμπελ πως, η πρώτη ερώτηση που έκανε ήταν, αν άραγε τώρα θα του εξέδιδε η τράπεζα πιστωτική κάρτα.

17.3.06

Happy Saint Patrick´s Day!

Αναμνήσεις από την Ιρλανδία μου

Την πρώτη φορά που αγάπησα Ιρλανδό, ήμουν γυμνασιοκόριτσο. Τον λέγανε Μπόμπυ Σαντς. Ήτανε όμορφος, γενναίος, ήθελα να τον βοηθήσω, μάζευα υπογραφές στο σχολείο, είχα πάρει και στο περιοδικό «Μουσική», άτσαλη φοβισμενη έφηβη, κι είχα πει ψέμματα πως ήμουν ιρλαντέζα γιατί φοβόμουν να πω τα αληθινά μου στοιχεία – λες και θα με καταδίδαν στη μαμά ή λες και δε θα καταλάβαιναν την προφορά μου! – και παρακαλούσα να κάνουν κάτι, λες και το ροκ θα έσωζε τον κόσμο. Ήμουν μικρή κι ανόητη και άτσαλη και φοβισμένη και γενναία μαζί κι είχα αγαπήσει για πάντα ένα λαό στο πρόσωπο ενός γενναίου κι όμορφου κι αθώου άνδρα.

Τη δεύτερη φορά ήταν στη Νέα Υόρκη. Είχαμε πάει στην ιρλανδέζικη παμπ κοντά στο σπίτι του φίλου μου του Ντίνου που με φιλοξενούσε. Ο ιδιοκτήτης, ένας μεσήλικας γελαστός, με ολόλευκα λίγο αραιά μαλλιά, αναστατα, κατακόκκινα μάγουλα, ήρθε σιγοτραγουδώντας να ρωτήσει τι θέλουν τα παιδιά και άφησε μπροστά μας τα σουβερ, τονίζοντάς μας «και μη ξεχνάτε το γεύμα δωρεάν!». Ο Ντίνος γέλασε με κατανόηση, όταν κοίταξα με απορία. Μου είπε: «κοίτα το σουβέρ, ρε!». Και είδα! Ο γίγας ιρλαντέζος μου είχε βάλει στο σουβέρ μια σειρά ερωτημάτων. Πόσοι και ποιοι είναι οι ιρλαντέζοι νομπελίστες λογοτεχνίας; Ονοματίστε πέντε διάσημους απόφοιτους του Κολλεγίου της Αγίας κι Αδιαιρέτου Τριάδος. Πως λέγανε τη μαμά του Όσκαρ Ουάιλδ και τι προσέφερε στην πατρίδα; Τέτοια. Αν απαντούσες σωστά, έτρωγες κι έπινες όσο ήθελες κερασμένα απ το μαγαζί.

Ε, τώρα φταίω εγώ που τον αγάπησα; Πέστε μου! Μπορεί να μην απάντησα το τεστ (τώρα όμως, α, τώρα δος το μου και θα δεις!) αλλά το φαγητό το ευχαριστήθηκα, ειδικά τις πατάτες και τη φλύδα από τις πατάτες με κέρρυ και την γκίνες που όμως δεν την πρόσεξα όπως έπρεπε, ποτέ δεν την πρόσεξα όσο έπρεπε πριν την πιώ στην πατρίδα Ιρλανδία, να χει τη γεύση της.

Ήπιαμε πολλές μπύρες εκείνο το βράδυ στη ΝΥ συζητώντας τα ιρλανδοελληνικά μας και τις άριστες σχέσεις IRA και ΕΟΚΑ την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου. Απήγγειλε ποίηση ξανά και ξανά και τρέχαν τα μάτια μου ευτυχία. Του ζήτησα μερικά σουβερ για ενθύμιο και μου έδωσε γελώντας. Κλείσαμε την κουβέντα συζητώντας πως ο Άγιος Πατρίκιος έδιωξε τα φίδια από την Ιρλανδία και έτσι το σμαραγδένιο νησί δεν έχει ούτε ένα φίδι και χωρίσαμε με ασπασμούς, υποσχόμενοι να ξαναβρεθούμε να γιορτάσουμε μαζί στο μαγαζί το επόμενο Saint Patrick s Day.

Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου.

Δεν είχε περάσει χρόνος, όταν ταξίδεψα στην ιρλανδέζική μου πατρίδα, στο Δουβλίνο. In Dublin the fair city, where the girls are so pretty… Είχα ξαναβρεθεί στο ενδιάμεσο- σε ένα υπερατλαντικό. Χάλασε ο κινητήρας και μέχρι να στείλει η αεροφλότ άλλο αεροπλάνο να μας πάει στην Κούβα, μας φιλοξένησαν κοντά στο αεροδρόμιο Σάννον – βροχή, ωραία παμπ, παραδοσιακή μουσική κι ουίσκυ οι πρώτες εικόνες, οι μνήμες της περίπου μιας μέρας. Όμως, τώρα ήμουν εδώ για τα καλά, ήμουν εδώ και το βήμα μου ήταν ανάλαφρο κι ένοιωθα στην πατρίδα μου, στον τόπο μου, κι ολοι με περνούσαν για ντόπια κι είχα την καλύτερή μου. Να διασχίζω την γέφυρα της μισής πεντάρας, να πίνω καφέδες στα υπέροχα καφέ (προ αντικαπνιστικής υστερίας), πίντες ατελείωτες μέρφυζ και γκίνεζ, να μου χαμογελούν ποιητές κι άλλοι ποιητές κι ο Σίμους μου Who will say "corpse" to his vivid cast? Who will say "body" to his opaque repose? που είπε κάποτε πως ήταν τυχερός που μπόρεσε να γίνει η φωνή του λαού του, γιατί αυτό ειν ο ποιητής, η φωνή του λαού του, να πιάνω κουβέντα με τον κόσμο – πόσο εύκολα- και να μαθαίνω την ιστορία, τα δάκρυα, το γέλιο, το χώμα, το γρασίδι, τα αρώματα, τη γεύση της, να τραγουδάω τα τραγούδια της που από παιδί τα ένοιωθα δικά μου, να γνωρίζω αυτή που πάντα ετοιμαζόμουν να γνωρίσω. Έμεινα όσο χρειαζόταν για να την πεθυμάω για πάντα. Την Ιρλάντα μου. Τόσο που να μπορώ να παραδώσω μαθήματα για το σωστό τροπο να πιείς μια γκίνες.

Δες τι παίζει. Σου τη δίνει ο μπάρμαν, βαρελίσια, μαύρη, με επτά οκτώ πόντους αφρό, να την πιείς στο ποτήρι. Όχι εκείνη την Park Lane mud, την δήθεν γκίνες του Λονδίνου, αλλά την άλλη, την αυθεντική, που η βάση της είναι το ευλογημένο νερό της Ιρλανδίας, έτσι; Λοιπόν, για τρία-τέσσερα λεπτά, οφείλεις να μην πιείς. Μπορείς μόνο να ζωγραφίζεις με το δάχτυλο στον αφρό, περιμένοντας η μαύρη μπύρα σου να ηρεμήσει, να ξαποστάσει και να σου δοθεί δροσιστική, πυκνή και ακμαία. Α, κι άρα παραγγέλνεις την επόμενη πίντα ή μισή πίντα (ντροπή η μισή όμως, να ξες) πριν τελειώσεις αυτή που πίνεις, ώστε να έρθει στα ίσα της την ώρα που θα τη χρειαστείς. Τώρα, την πίντα τη ζητάς ως «μια γκίνες». Άμα πεις «μια γκίνες» δε θα σε ρωτήσουν ποσότητα, δηλαδή. Τη θεωρούν δεδομένη. Άμα θες μισή πίντα, ζητάς «ένα ποτήρι γκίνες», α γκλαςς οβ. Έτσι, μη μας πάρουν και για άσχετους!

Αν και πιο πολύ μ άρεσε (κι ακόμη μ αρέσει) η μαύρη μπύρα της Μέρφυζ, που φτιάχνεται στο καταπράσσινο Κορκ, η γκίνες έγινε η αγαπημένη μου. Θα σου πω, εντάξει! Είμασταν ένα ζεύγος οι τουρίστες – πιασαμε λοιπόν ένα δίκλινο στο μόνο σχετικά οικονομικό χόστελ του κέντρου. Στη σοφίτα του Brewery Hostel, δίπλα στη Guinness Brewery. Ο αυτοκράτωρ δηλώνει "και λίγο ιρλανδός", μεγάλη η χάρη Της.

Το αποστακτήριο της Γκίνες μες στην πόλη είναι τουριστοπαγίδα – αλλά από αυτές που μ αρέσουνε. Χτισμένη στα μισά του 18ου αιώνα, έχει μια τεράστια παμπ εντός, έχει συλλογή όλες τις αφίσσες της Γκίνες μες στο χρόνο, έχει ένα ωραίο σετάκι παλιές μηχανές να δεις πως γινόταν η μπύρα, έχει μουσείο, για να δεις πως γυρίστηκαν εκεί κάποιες σκηνές της Μητρόπολης του Φριτς Λανγκ.. Υπέροχη μισή ιρλαντεζικη μέρα, είτε τη βγάλεις στην παμπ-εστιατόριο κάτω, είτε στο μπαρ του τελευταίου ορόφου για μερικές Γκίνες στο πιο σωστό μέρος.

Άλλη μισή μέρα αφιερωμένη στο ουίσκυ. Τα δύο αγαπημένα μου ιρλαντέζικα, το μαύρο βορειοϊρλαντέζικο μπουσμιλς και το πράσσινο Τουλαμορ Ντιου, δεν αντιπροσωπεύονται στο Δουβλίνο. Αντιπροσωπεύεται όμως το γνωστότερο στην Ελλάδα ιρλαντέζικο Whiskey, το Τζέημσον. Το ουίσκυ είναι ιρλαντέζικο έτσι κι αλλοιώς σου λένε, είναι το uisce beatha - μη και κατά λάθος ζητήσει κανείς σκωτσέζικο ουίσκυ σε ιρλανδική παμπ – τέτοια μόνο σε ξενοδοχείο αν δε θέλει να μάθει με ποιά ταχύτητα περνούσαν τις πόρτες του σαλούν οι καυγατζήδες στο ουάιλντ, ουάιλντ ουέστ. Για το χοτ ουίσκυ και το πόισιν, όταν θα έρθουν ξανά για τα κρύα. Για τον άιρις κόφφυ δε θα σου πω – είναι τουριστικόν εφεύρημα.

Στο εργοστάσιο της Τζέημσον, που είναι τριπλής απόσταξης όπως όλα τα ιρλαντέζικα «κι όχι διπλής σαν τα φτηνιάρικα σκωτσέζικα» σου λέει, εκεί λοιπόν, με περίμενε ένα σοκ. Διότι στο φιλμάκι που προηγούνταν της τυφλής δοκιμής, οι ιρλαντέζοι υπερασπίζονταν την ιρλαντέζικη ρίζα του ουίσκυ τονίζοντας ότι ιρλαντέζοι ήταν αυτοί που το έφεραν από την Ελλάδα και λέγοντας ότι η πρώτη συνταγή για πρωτόγονο ουίσκυ υπάρχει στον Αριστοτέλη. Λόγω τιμής έτσι λέγανε – όμως από τότε όσο κι αν έψαξα αυτό το περίφημο αριστοτέλειο απόσπασμα δεν το έχω εντοπίσει. Τα φώτα σας, αδελφοί, αν γνωρίζετε παραπάνω.
Τα ποτά θέλουν βόλτες. Θέλουν μια πόλη που περπατιέται υπέροχα. Το Δουβλίνο είναι πόλη για περπάτημα. Ξεκινούσα από τον ποταμό Λήφυ με την νύφη του και κατέληγα στο ταχυδρομείο των ηρώων και έτρεχα στο Μπιούλιζ. Αχ το Μπιούλιζ και το πατάρι των συγγραφέων και των ποιητών με τα βιτρώ και τις ιστορίες – σε ποιό τραπέζι έγραφε ποιος, πέστε μου! Ύστερα, πήγαινα να φιλήσω στο μαγουλάκι το άγαλμα του Τζόυς και χωνόμουν στην αγαπημένη του παμπ, όπως τη βλέπεις, ακριβώς πίσω του στη φωτό, για ένα τσαγάκι, καθότι υπερτουριστική και πανακρίβου το επίθετον. Κι ύστερα, πήγαινα να πω μια καλησπέρα στη Μόλλυ με το ωραίο ντεκολτέ και περνούσα από ως την εθνική πινακοθήκη για μεσημεριανό – άλλη συνήθεια των ποιητών, έμαθα εκεί, άλλη συνήθεια της διανόησης της πόλης που έχει μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της τα 23 χρόνια, αυτό το γεύμα στο εστιατόριο της πινακοθήκης, μετά από μια βόλτα στην πτέρυγα Γέητς (χαιρετώ σε εφέντημ και το χεράκι σου φιλώ!) που σε προετοίμαζε για την εμπειρία μιας μπουκιάς μπαρμ μπρακ


Κι ύστερα, αφού χαιρετηθούμε με τον Όσκαρ, βουρ για το Τεμπλ Μπαρ των νεανικών μαγαζιών και της ζωηρής νύχτας, αφού χαζέψω τα σπίτια, τις όμορφες προσόψεις, εκείνο το αρ ντεκό ξενοδοχείο που δε θυμάμαι πως το έλεγαν μα ήταν ένα κόσμημα με τις πανέμορφες σιδεριές του κι ήπια εκεί ένα αξέχαστο φάηβ ο’ κλοκ τηη. Και την άλλη μέρα στη γέφυρα χαπέννυ – μισή πέννα πλήρωνες στον βρεταννό κατακτητή για να περάσεις, τον καιρό της σκλαβιάς- και στο μαγαζί με τα πλεκτά απ τα νησιά του Αραν με την τραγική ιστορία – είμαστε ναυτικός λαός οι ιρλαντέζοι, χανόμασταν, πεθαίναμε στη θάλασσα, μας έτρωγε το κύμα το πρόσωπο, μα η μάνα ήθελε να μας αγκαλιάσει μια τελευταία φορά κι έτσι, κι έτσι έπλεκε ένα πουλόβερ χοντρό, για το άγριο υγρό κρύο της θάλασσάς μας, με σχέδια μοναδικά για κάθε οικογένεια, έτσι, παρά το φαγωμένο πρόσωπο, να αναγνωρίσει το παιδί, να το θρηνήσει, να το θάψει χριστιανικά, όπως αρμόζει.

Στο κολεγιο της Αγίας κι Αδιαιρέτου Τριάδος φυλάσσεται το βιβλίο των Κελλών – κι όχι Κελτών, που έλεγα πριν η άσχετη - που δεν το χόρταινα, όπως δε χόρταινα και το Μπιούλιζ, όπως ακόμη δε χορταίνω εκείνο το τσίγγινο κουτί καφέ που κουβάλησα και το ξαναγεμίζω κόκκο και μου φαίνεται ότι μοσχοβολάει ο καφές όχι γιατί είναι φρεσκοτριμμένος αλλά γιατί είναι βγαλμένος από το ιρλαντέζικο κουτί μου. Άσε που, λίγο πιο πέρα απ το Μπιούλιζ είναι το ταχυδρομείο της επανάστασης και ύστερα η παμπ του Ντέιβυ Μπερν, που όχι μόνο τα έπινε εκεί ο Τζόυς αλλά βάζει και τον Λεοπόλδο Ανθισμένο να τρώει ένα σάντουιτς με γκοργκοντζόλα και να πίνει κρασί σε τούτο το κατάστημα (το οποίον, όμως, φημίζεται για τα θαλασσινά του που πάνε με μπύρα…).

Και λιγο μακρύτερα, το Γκρογκαν των ποιητών που μοιάζει να βγήκε απ άλλη εποχή, και στο δρόμο το Μάλλιγκανς ή το Μπρέηζεν Χεντ, το αρχαιότερον παμπ του Δουβλίνου. Και ιρλαδέζικο βραστό, άιρις στιού, που σε καμμία κουζίνα δεν είναι ακριβως ίδιο με άλλη, και που δεν το μαγαρίζουν με μεσόγειον μαϊντανό αλλά το στολίζουν εκείνο το φαγώσιμο σαμροκ, το τριφυλλάκι το τρυφερό και φρεσκοκομμένο που το πουλούν στα μανάβικα σε ματσάκια. Αιρις στιού μετά το περπάτημα και τα ποτά ήταν φάρμακο μαζί με μια φέτα χωριάτικο ιρλαντέζικο ψωμί...

Ύστερα στο πάρκο του Φοίνικα, να χαζέψεις νεόνυμφους που παραδοσιακά φωτογραφίζονται εδώ μετά το μυστήριο, με τα νυφικά και τα κοστούμια κι όλα, όπου κι η προεδρική κατοικία κι η αμερικάνικη πρεσβεία, για χάζεμα και κουβεντούλα με τους συνταξιούχους που ταίζουν τους κύκνους κι ύστερα όλα πάλι απ την αρχή, με ένα φαρδύ ιρλαντέζικο χαμόγελο, στις παμπ, με τους Τσιφτέηνς και το Βαν να τραγουδάνε, τα κεράσματα να δίνουν και να παίρνουν, τα ιρλαντέζικα ανέκδοτα και ύστερα το τσακίρ κέφι, και ύστερα.. αχ ποσα ύστερα… μέρες μπορώ να γράφω... μέρες, για τους αγαπημένους μου, τα κεράσματα τους, την ομορφιά τους, τη μουσική που κυλάει στο αίμα τους...

Ύστερα τελευταίο, με τις γκίνες στο χέρι, να φωνάζουμε όλοι μαζί – Happy Saint Patrick s Day! Ευτυχισμένη να σαι πάντα, πατρίδα μου Ιρλάντα!

φωτογραφίες έκλεψα και από δω και απο δω και από δω κι από δω

14.3.06

Αλόις Σενεφέλντερ: Η επιτυχία της αποτυχίας

Εκείνο το πρωί ξύπνησε ιδιαίτερα εκνευρισμένος. Είχε μέρες να κοιμηθεί καλά αλλά εκείνη ειδικά ξύπνησε βγάζοντας καπνό από τα αυτιά του. Είχε άδικο; Όχι, πέστε μου! Είχε; Αυτός, ο Αλόις Σενεφέλντερ, με μια παιδεία που ελάχιστοι μπορούσαν να επιδείξουν σε ολόκληρη την Πράγα –στην Πραγα! –, αυτός, ο γιός του μεγαλύτερου ηθοποιού που είχε δει ποτέ το Βασιλικό Θέατρο, να χρειάζεται να παρακαλάει εδώ και κει μπας και δει τα έργα του τυπωμένα!

Δεν καταλαβαίνουν από τέχνη κύριε! Όχι, δεν καταλαβαίνουν. Δεν ξέρουν τι τους γίνεται! Αυτός, γεννημένος θεατράνθρωπος, γεννημένος ποιητής, συγγραφέας, να πρέπει να ανέχεται κριτικές που τον χαρακτηρίζουν «κάκιστο» και «καλλιτεχνικά ανύπαρκτο»… Και άντε να τις ανεχθεί, αν ήταν να μείνουν μεταξύ μας. Το κακό είναι ότι τις διαβάζουν κι οι εκδότες. Κατάλαβες; Κι έτσι, αρνούνται να φέρουν το κοινό σε επαφή με την υψηλή του τέχνη.

Ο πόλεμος ενάντια στο πολυσήμαντο έργο του δε σταματά εδώ. Όταν αποφάσισε να τους αφαιρέσει το μεγαλύτερο όπλο, όταν αποφάσισε αυτός, ένας Σενεφέλντερ, να μάθει την ταπεινή τέχνη της τυπογραφίας και να ιδρύσει τον προσωπικό του εκδοτικό Οίκο, είδε τη ζήλεια τους σε όλο της το μεγαλείο. Τα βιβλία του δεν έμπαιναν στις προθήκες, οι βιβλιοπώλες δεν τα σύστηναν στο κοινό… Η συνομωσία εναντίον του δεν γνώριζε όρια! Ο πόλεμος ήταν ολικός! Και το χειρότερο, φαινόταν ότι θα τον κέρδιζε ο εχθρός. Βλέπεις, το κόστος των εγχάρακτων τυπογραφικών πλακών που χρειαζόταν για να τυπωθούν τα αριστουργήματά του, ήταν τόσο μεγάλο, που θα χρειαζόταν μια περιουσία για να μπορέσει να τυπώσει τα άπαντά του. Και δεν του χε μείνει τίποτε.

Όμως, όχι! Όχι και πάλι Όχι! Δεν θα τους επέτρεπε να νικήσουν. Θα έπεφτε όρθιος φυλάσσοντας τις Θερμοπύλες της μεγαλοφυΐας του! Μολών λαβέ! Θα ξέφευγε από την αφάνεια, θα έβρισκε έναν καινούριο τρόπο να τυπώσει σε εκατοντάδες φτηνά αντίτυπα τα αριστουργήματά του και τότε, τότε, αχ! θα έβλεπαν τότε πως θα τον αγκάλιαζαν και θα τον δόξαζαν τα πλήθη!

Άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι με νευρικές κινήσεις. Απ όταν είχε αρχίσει να πειραματίζεται με το χαλκό, φτηνό και διαθέσιμο υλικό, το χε παρατήσει κάπως. Ζοχαδιασμένος μάζεψε τα άπλυτα να τα πάει στην πλύστρα. Ωχ! Η πλύστρα… Θυμήθηκε ότι την προηγούμενη φορά του χε χάσει δυό σκελέες και μία φανέλλα, και κοντοστάθηκε. Καλύτερα να ετοίμαζε μια λίστα με τα ρούχα που θα της πήγαινε για πλύσιμο, ώστε να μπορεί να ελέγξει κατόπιν, στην παραλαβή, αν του παραδόθηκαν όλα.

Βιαστικά σημείωσε με ένα φτηνό, λιπαρό μολύβι πάνω σε μια ασβεστολιθική πλάκα που βρήκε πρόχειρη κι έφυγε να την προλάβει. Αλλοιώς θα έπρεπε να περιμένει ως αύριο και δεν είχε καμμία όρεξη. Επέστρεψε σπίτι πιο ήρεμος. Πάντα μια βόλτα τον ηρεμούσε. Άφησε το σακάκι του στον καλόγερο και κοίταξε το χώρο, μήπως του ξέφυγε τίποτε στο συμμάζεμα. Και τότε το πρόσεξε.

Τα γράμματα πάνω στην ασβεστολιθική πλάκα σα να είχαν βαθύνει. Πήγε να τα ξύσει με το νύχι αλλά δεν έβγαιναν. Πείσμωσε. Πήρε το οξύ που είχε πρόχειρο για τα πειράματά του. Τίποτε! Ή μαλλον, πολλά: το ανάγλυφο των γραμμάτων γινόταν πιο έντονο. Ανατρίχιασε! Όλα έδειχναν ότι βρισκόταν κοντά στην ανακάλυψη που αναζητούσε –ναι, υπήρχε εδώ ο τρόπος να τυπώσει φτηνά τα έργα του, να μπορέσει επιτέλους να παρακάμψει τους εκδοτικούς οίκους και να αποδείξει την αξία του. Υπήρχε τρόπος να τον ανακαλύψει ο κόσμος! Επιτέλους ήγγικεν η ώρα! Ο Αλόις Σενεφέλντερ, αποτυχημένος ποιητής, άθλιος θεατρικός συγγραφέας και κάκιστος πεζογραφος, μεγαλομανής και ανίκανος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, στρώθηκε στη δουλειά.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αλόις Σενεφέλντερ θα αναγνωρίζονταν ως ο εφευρέτης της λιθογραφίας, χάρη στο πείσμα του, δυό χαμένες σκελέες, μια φανέλλα κι ένα ανάστατο σπίτι. Αφιερώθηκε στην έρευνα της χάραξης μετα το τυχαίο πρώτο θετικό αποτέλεσμα. Και, εν τέλει, κατόρθωσε, λίγο πριν την ανατολή του 19ου αιώνα, να δημιουργήσει την πιο φτηνή σε κόστος και ακριβέστατη τυπογραφικά μέθοδο, η οποία ονομάστηκε λιθογραφία, από τις ελληνικές λέξεις που αποτύπωναν το είδος της μεθόδου αλλά και το βασικό υλικό που χρησιμοποιούνταν σε αυτήν (ασβεστόλιθος).

Τύπωσε όλα του τα έργα λιθογραφικά. Η λογοτεχνική αναγνώριση που περίμενε δεν ήρθε ποτέ, αλλά ανδριάντες του στήθηκαν και στο Μόναχο και στην Πράγα, ως φόρος τιμής στον εφευρέτη. Η μεγαλύτερη εκδίκησή του, όμως, ήταν ότι τα αντίτυπα του μέτριου έως κάκιστου έργου του είναι σήμερα πανάκριβα κι αναρπαστα μεταξύ των συλλεκτών ως τα πρώτα που τυπώθηκαν λιθογραφικά.

Ο πρώτος που υιοθέτησε τη λιθογραφία στις εικαστικές του αναζητήσεις, ήταν ο άνθρωπος-μήτρα του νέου εικαστικού λόγου, Φρανθίσκο Γκόγια. Ακολούθησε ο Ευγένιος Δελακρουά πριν η μέθοδος αρχίσει να διαδίδεται και να απασχολεί τους νέους καλλιτέχνες, όπως ο Γκωγκέν, ο Ντεγκά, ο Μανέ και ο μέγας υπηρέτης της έγχρωμης λιθογραφίας, ο άνθρωπος που στήριξε σε αυτήν το έργο του, Ανρί ντε Τουλούζ Λωτρεκ.

Νέο ύφος και ήθος έδωσε στη λιθογραφία, με τα συγκλονιστικά Μιζερέρε του, ο άγιος των δυτικών εικαστικών, Ζωρζ Ρουώ.Στον 20ο αιώνα, όλα τα ιερά τέρατα, από τους μεξικάνους μουραλίστας ως τον Πάμπλο Πικάσσο, δημιούργησαν λιθογραφίες. Ήταν μέσο εύκολο, εύχρηστο, με άλλες εικαστικές δυνατότητες και, παραλληλα ένα μέσο που βοηθούσε στην οικονομική αναπαραγωγή έργων, έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν προσιτά σε ευρύτερο κοινό.

Η εφεύρεση του Σενεφέλντερ δεν επηρέασε μόνον τη ζωγραφική, ούτε ήταν αυτή η κύρια προσφορά της. Το σημαντικότερο είναι ότι άλλαξε την ιστορία της τυπογραφίας. Η ιστορία του Τύπου λιθο-χαράχθηκε, επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα, είτε με την εφεύρεση του Σονεφέλντερ είτε ως όφσετ - μέθοδος απότοκη της λιθογραφίας. Η διακίνηση της πληροφορίας κι η μετατροπή της τέχνης σε προσιτό αγαθό ήταν τα πολύτιμα δώρα ενός αποτυχημένου ψώνιου στην ανθρωπότητα.


Είμαστε τυχεροί που δεν υπήρχαν τότε τα ευλόγς...

12.3.06

Τίποτε δεν τελειώνει με το θάνατο

Για όσους ανοήτως κάνουν λόγο για «τέλος εποχής» με το θάνατο Μιλόσεβιτς. Επειδή θα μας πρήξουν με τέτοιου είδους ανοησίες οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Επειδή κάποτε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μαρτυρήσουμε και επειδή τα Βαλκάνια θα ξαναματώσουν κι η ευθύνη είναι όλων μας.

«Όταν μαζί με τη γυναίκα μου επισκεφθήκαμε το σερ Στήβεν Ράνσιμαν την άνοιξη, στο αγαπημένο του σπίτι στο Έλσισιλντς, τον αναπαλαιωμένο πύργο κοντά στο Λόκερμπυ, τον είδαμε να κλαίει για την δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο σερβικός λαός και για την καταστροφή και τις ζημιές που ηθελημένα έγιναν σε τόσους από τους ναούς του, γράφει ο Tam Dalyell.
Ιδιαίτερα ανησυχούσε για το Πατριαρχείο του Pec, το μοναστήρι στο Decani, τον καθεδρικό του Prizren και το γυναικείο μοναστήρι στη Gracanica. Τελευταία φορά τηλεφωνηθήκαμε για να τον ενημερώσω για την επίσκεψή μου στην Gracanica τον Ιούνιο (του 2000), συνοδευόμενος από τους Βασιλικούς Σκώτους Δραγώνους. Ο Ράνσιμαν αναστέναξε: «Αν η Gracanica έχει καταντήσει, όπως μου λες, ένας μικρός σέρβικος θύλακας, είναι βέβαιο ότι κάποιο στιγμή σε αυτόν εδώ τον αιώνα (σ.σ. 21ο) οι Σερβοι θα αναλάβουν πολεμική δράση για να πάρουν πίσω το Κοσσυφοπέδιο».

Από την νεκρολογία του σερ Στήβεν Ράνσιμαν, όπως δημοσιεύτηκε στις 2 Νοεμβρίου του 2000 στον «Ανεξάρτητο» του Λονδίνου και όπως θα τη βρείτε εδώ.

Η μετάφραση από την ταπεινότητά μου. Αφήνω με λατινική γραφή κάποια ονόματα, για να ψάξουν παραπάνω, όσοι θέλουν. Για όσους βαριούνται, ένα λινκ για το πατριαρχείο, ένα για το ανδρικό μοναστήρι κι ένα για τον καθεδρικό.

Σπανίζουν πια οι ιστορικοί που πιστεύουν ότι οι λαοί είναι οι φορείς κι οι δημιουργοί της μνήμης και της ιστορίας τους α ν ε ξ ά ρ τ η τ α από όσα λένε ή προδιαγράφουν οι "ισχυροί" για αυτούς. Είναι και πάλι συγκινητικός ο σερ Στήβεν.

Για το Μιλόσεβιτς: Θεός σχωρέστον. Τολμώ να υπενθυμίσω ότι ο σχωρεμένος ισότιμος συνομιλητής του Κλίντον (σε κάτι παζάρια στο Οχάιο) είχε στο πλευρό του τον Νομπελίστα Λογοτεχνίας, Χάρολντ Πίντερ. Ο Πίντερ υπήρξε υπερασπιστής του Σλόμπο και αγαπημένος της ευλογόσφαιρας, αν δε με απατά η μνήμη μου...

Περισσότερα για την "αιρετική άποψη" επί του θέματος θα βρείτε εδώ και εδώ. Α, κι εδώ και σε πολλά από τα θέματα εδώ.

Στη φωτογραφία: Σερβίδα της Βοσνίας θρηνεί το παιδί της και κρατά το σταυρό του, αναμένοντας τους ιατροδικαστές να της παραδώσουν το σώμα του -- ένα από τα κορμιά που ανευρέθησαν σε ομαδικό τάφο. Τώρα, κάποιοι θα πουν ότι ομαδικοί τάφοι με σερβόπουλα κατακρεουργημένα δεν υπήρξαν και η μαυροντυμένη είναι ηθοποιός που την έβαλε εκεί ο Μλάντιτς για προπαγανδιστικούς λόγους. Άλλοι ότι ίσως την έβαλε ο Κάραζιτς. Ή ο Μιλόσεβιτς αυτοπροσώπως. Θα σας γελάσω - εμένα τα δάκρυα και το μοιρολόι μου φάνηκαν αληθινά. Ντρεπόμουν όταν σήκωνα τη φωτογραφική. Μετά τιμής, η αιμοσταγής τσέτνικ, Μιραντολίνα.

10.3.06

Το ζεϊμπέκικο του Ασάντε

Τη δεύτερη εβδομάδα του δεύτερου ταξιδιού στη Δυτική Αφρική, αφήσαμε πίσω μας τη σαβάνα και τους ελέφαντες του πάρκου Μόλε, περάσαμε μέσα από τυπικά αφρικάνικα χωριά, με την κόκκινη σκόνη των δρόμων κολλημένη πάνω μας, και φτάσαμε στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γκάνα, την πρωτεύουσα των Ασάντε, το Κουμάσι. Σε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς, οι κάτοικοι δεν ονομάζονται Κουμάσια – εξαιρείται ο Κόφι Αννάν, γέννημα θρέμμα της περιοχής –αλλά Ασάντε, καθώς το Κουμάσι είναι η πρωτεύουσα των εδαφών μιας από τις πιο πλούσιες, περήφανες και πολεμικές φυλές της δυτικής Αφρικής.
Οι ασάντι ή ασάντε είναι φυλή μητριαρχική, που δε μάσησε ούτε από εγγλέζους ούτε από ολλανδούς και πολέμησε γενναία κατά παντός υπευθύνου αδίκου επιθέσεως. Στην περιοχή τους βρίσκονται τα χρυσωρυχεία, οπότε δεν έχουν πεινάσει, ε και μια τάση προς το δουλεμπόριο την είχαν στο παρελθόν οπότε δεν εδουλώθησαν διότι υποδούλωναν άλλους βιαίως (πριν ανακαλυφθεί ο ΟΗΕς αυτά – μετά οι υποδουλώσεις γίνονταν δια ψηφοφορίας)…

Οι Ασάντε φημίζονται κι ως τεχνίτες ξυλογλύπτες, κατασκευαστές μασκών τε και ειδωλίων, και υφαντές, κατασκευαστές του περίφημου υφάσματος κέντε. Το χωριό Μπονγουάιρ φημίζεται για το κέντε του, το χωριό Αγιάα για τους ξυλογλύπτες του, το χωριό Πανκόρνο για τα κεραμικά του και το χωριό Ντόνσο για το σταμπωτό ύφασμα αντίνκρα.
Δεν μείναμε σε ξενοδοχείο για δυτικούς. Ζητήσαμε από τον ασάντε οδηγό του ταξί το οποίο είχαμε νοικιάσει για μια εβδομάδα να μας συστήσει ένα καλό αφρικάνικο ξενοδοχείο. Έτσι, μείναμε σε ένα πολύ ιδιαίτερο χάνι, λίγο έξω από την πόλη, στο οποίο τα δωμάτια, μεγάλα, με μπαλκονόπορτες και ασβεστωμένους τοίχους, ήταν χτισμένα γύρω από μιαν αυλή. Στην αυλή υπήρχε ένα περίπτερο-καφενείο στο οποίο έρχονταν όλη η γειτονιά να πιεί τον καφέ της ή το αναψυκτικό της το απογευματάκι και να συζητήσει τα τελευταία νέα. Ε, και γινόταν και το σχετικό νυφοπάζαρο.
Την πρώτη μέρα το πρωί, πήγαμε στο πρώτο παλάτι του Ασαντεχένε, του βασιλιά των Ασάντε, το οποίο τώρα είναι μουσείο. Το σκαμνί που έπεσε από τον ουρανό δεν ήταν εκεί, το χει ο Ασαντεχένε στο νέο παλάτι. Μετά πήγαμε να δούμε το σπαθί στο βράχο που κανείς όμως δεν πρέπει να βγάλει διότι αν το βγάλει θα χαθεί ο κόσμος. Αφού θαυμάσαμε τις αρχαιότητες, καθήσαμε στον κήπο του μουσείου να ξεκουραστούμε πίνοντας μια μπυρίτσα (που σερβίρεται σε μπουκάλι του ενός λίτρου). Πιάσαμε φιλίες με τα παιδιά του προσωπικού, που παίζαν όλα χαρούμενα και γελαστά στην αυλή και σε λίγο παίζαμε μαζί τους και τους φουσκώναμε μπαλόνια.

Στο διπλανό τραπέζι, δυό νεαροί γκανέζοι, φιλόξενοι κι ευγενικοί, φοιτητές όπως μάθαμε αργότερα, μας πιάσανε την κουβέντα. Η τότε αγάπη μου, καταπληκτικός μουζικάντης της ρέγκε, τους είπε το παράπονό του: τόσες μέρες κι ότι τύμπανα βρίσκαμε ήταν τουριστικά! Κι ήθελε τόσο ένα αληθινό αφρικάνικο τύμπανο! Τα παιδιά μας ρώτησαν που μένουμε και τι ώρα περίπου θα είμαστε στο χάνι. «Θα έρθουμε να σας φέρουμε αληθινά ντραμς» υποσχέθηκαν. Δεν το πολυπιστέψαμε. Έφυγαν, κι ύστερα από λίγο φύγαμε κι εμείς.
Φτάνοντας στο χάνι, καθήσαμε σε ένα από τα τραπεζάκια της αυλής να πιούμε πάλι κάτι δροσερό. Η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει τους σαράντα βαθμούς και το χρειαζόμασταν. Στα γύρω τραπέζια είχαν ήδη πάρει θέση οι ντόπιοι, αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες, και συζητούσαν στην διάλεκτο των Ασάντε, σίγουροι πως δεν τους καταλαβαίναμε. Μοιάζαν λίγο ενοχλημένοι από την παρουσία μας. Είμασταν οι μόνοι άσπροι, να προσθέσω.

Στο παραδίπλα τραπέζι, υπήρχαν τρεις πραγματικά εντυπωσιακές παρουσίες. Τρεις άντρες ντυμένοι με τις παραδοσιακές φορεσιές, στα πόδια τους τα πιο όμορφα πέδιλα που χω δει. Είχαν γυρίσει από κηδεία – ένα γεγονός που τιμάται με ιδιαίτερα εντυπωσιακά παραδοσιακά ντυσίματα στην χώρα των Ασάντε – και κάθονταν να ξαποστάσουν.

Είχαμε δεν είχαμε παραγγείλει όταν ξαφνικά εισέβαλαν στην αυλή οι δυό φοιτητές που είχαμε γνωρίσει το πρωί! Χαμογελούσαν ολόκληροι και μας έφερναν φουριόζοι τρία κρουστα. Οι ντόπιοι, μόλις τους είδαν, ρώτησαν που τα πήγαιναν τα ταμπούρλα. Όταν έμαθαν, έγινε πανζουρλισμός. Γελούσαν και μας περιέπαιζαν. Ένας μάλιστα από τους στολισμένους του τραπεζιού της κηδείας μας το είπε στα αγγλικά: ρε ομπρούνι, τι ξέρετε του λόγου σας από ρυθμό; τσου ρε λαλάκηδες εισαγώμενοι!

Ο τότε καλός μου δεν είπε τίποτε. Μόνο χαμογέλασε και πήρε το ένα ταμπούρλο στα χέρια του. Κάθησε σωστά, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του κι άρχισε να χτυπάει ένα ρυθμό, το ρυθμό της καρδιάς μας. Άρχισε να τραγουδάει το ένα τραγούδι του Μάρλευ μετά το άλλο – ρεφραίν μόνο, αλλάζοντας κάθε φορά ελαφρά το ρυθμό των κρουστών. Γουστάρανε. Τους άρεσε που βγήκαν ψεύτες και τραβούσε η ψυχή τους τζαμάρισμα. Μες σε λίγα λεπτά τα άλλα δύο ταμπούρλα που είχαν κουβαλήσει τα παιδιά είχαν περάσει σε αφρικάνικα χέρια, κι άλλα ταμπούρλα εμφανίστηκαν από το πουθενά, ομπρούνι και μαύροι τραγουδούσαμε Μάρλεϋ, κάποιες παρέες είχαν σηκωθεί και χόρευαν στο κέντρο της αυλής κι ο θεός Διόνυσος χαμογελούσε, ορατός κι αόρατος σε αυτή την γιορτή.
Περνούσαμε πολύ όμορφα, χτυπούσαμε χέρια και πόδια, τραγουδούσαμε, είχαμε γίνει όλοι μια παρέα. Θέλησα να δείξω τη χαρά μου. Και, κατά το ελληνικό συνήθειο, αποφάσισα να κεράσω από ένα ότι πίναν σε όλους όσους βρίσκονταν στην αυλή. Ένα κέρασμα που μου κόστισε δύο χιλιάδες δραχμές όλες κι όλες και μου χαρισε μια από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου.

Τα κεράσματα φτάσαν στα τραπέζια κι έγινε κάποιο σουσουρο. Το κέρασμα δεν το συνήθιζαν, είναι περήφανοι και κάποιοι από τους άνδρες αντέδρασαν στην αρχή, αλλά το δέχθηκαν όταν τους εξηγήσαμε τι σημαίνει στη δική μας πατρίδα. Γενναιόκαρδοι κι ανοιχτοί, παρά τα όσα έχουν περάσει. Είχε κοπάσει κάπως η χαρά, να δοθούν οι εξηγήσεις, όταν ο γεροντότερος από την παρέα του τραπεζιού της κηδείας, αυτός που μας είχε κοροϊδέψει, σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Δεν είχε σηκωθεί καθόλου όλη αυτή την ώρα. Η έγερσή του έφερε μιαν παράξενη ησυχία. Αρχηγική φυσιογνωμία, έμοιαζε να τους εκπροσωπεί όλους. Με πλησίασε και μου είπε «Γυναίκα, γι’ αυτό που έκανες, θα χορέψω για σένα».
Τα ταμπούρλα σίγησαν τελείως. Ένας από τους ντόπιους πήρε το νταμ από τα χέρια της τότε αγάπης μου. Όλοι μα όλοι κάθησαν στις θέσεις τους. Όλοι εκτός από τον γέροντα των σαράντα χρόνων. Οι τρεις κρουστοί ασάντε άρχισαν να παίζουν μια υπέροχη άγρια μουσική κι ο γέροντας άρχισε να χορεύει με πλατιές κινήσεις των χεριών, στρίβοντας και τεντώνοντας το ρούχο του, με μεγάλα ανοίγματα των ποδιών, ένα χορό εμφανώς πολεμικό.

Κανείς δεν μοιράστηκε την πίστα μαζί του, αυτή τη φορά. Κανείς. Ήταν παραγγελιά και μάλιστα αφιερωμένη. Ήταν η ώρα που μια ρωμέικη συνήθεια και ένας περήφανος αφρικάνικος χορός έχτισαν μυσταγωγία. Όταν ο ασάντε κάθησε, κοντά μου τώρα, το γλέντι ξανάρχισε, με μπόλικη ρέγκε και χάιλάιφ. Όμως τίποτε δεν ήταν το ίδιο. Γιατί τώρα είμασταν μια αγκαλιά, τώρα γελούσαμε με τα ίδια αστεία, μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, χαιρόμασταν τον ίδιο ουρανό. Να φανταστείς, όταν ο, μαύρος, ξενοδόχος ήρθε να μας κάνει παρατήρηση, γιατί κόντευε να ξημερώσει κι εμείς ακόμη βαρούσαμε ταμπούρλα και τραγουδούσαμε ενοχλώντας τους πελάτες, ο ασάντε γύρισε και μου πε: «Τι περιμένεις; Αυτός μας ήρθε από την Αμερική. Δεν είναι σαν κι εμάς!».

Αμερικανάκι. Δεν ήταν σαν κι εμάς.

8.3.06

Everybody let´s do the Revolution!


Για όσα κορίτσια των ευλογ αγαπούν να χορεύουν


Είχε περάσει μια ζωή γεμάτη, είχε διασχίσει τον κόσμο χορεύοντας την επανάσταση. Διαμορφώθηκε από τους λόγους του Μπακούνιν, του Κροπότκιν, τον οποίο θεωρούσε πνευματικό της πατέρα, ήταν φίλη του Θορώ, του Ο΄ Νηλ, του Λόντον... υπήρξε μαθήτρια του Zίγκμουντ Φρόιντ, για χάρη του οποίου μετέβη στη Βιέννη... υπήρξε στόχος του ιδρυτή του FBI, Τζέυ Έντγκαρ Χούβερ, υπήρξε Public Enemy Number One. Αυτή, μια γυναίκα.

Everybody’s doing the brand new dance now,
Come on baby, do the Revolution...
I know you’ll get to like it if you give it a chance now,
Come on baby, do the Revolution...

You’ve gotta swing your hips now,
Come on baby, jump up, jump back...
Well I think you’ve got the knack,
Whoa whoa...


«Όταν πηγαίναμε για χορό, ήμουν πάντα από τους πιο χαρούμενους και ακούραστους στην αίθουσα. Ένα απόγευμα, ένας ξάδελφος του Σάσα*, ένα νεαρό αγόρι, με πήρε παράμερα. Με αυστηρή έκφραση, σαν να επρόκειτο να μου ανακοινώσει το θάνατο κάποιου νεαρού συντρόφου, μου ψιθύρισε ότι δεν ταιριάζει σε έναν αγκιτάτορα να χορεύει. Ή, τουλάχιστον, δεν πρέπει να χορεύει με τέτοιαν εγκατάλειψη , αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ήταν ατιμωτικό για κάποιον που γινόταν δύναμη στο αναρχικό κίνημα. Η ελαφρότητά μου θα έπληττε την Υπόθεση.

Εξαγριώθηκα από την αυθάδη ανάμειξη του αγοριού. Του πα να κοιτάει τη δουλειά του. Είχα βαρεθεί να μου πετάνε την Υπόθεση κατάμουτρα κάθε λίγο και λιγάκι. Δεν πίστευα ότι μια Υπόθεση που υπερασπίζεται το ωραίο ιδανικό, τον αναρχισμό, τη λύτρωση και την ελευθερία από συμβάσεις και προκαταλήψεις, μπορεί να απαιτεί την άρνηση της ζωής και της χαράς. Επέμεινα ότι η Υπόθεσή μας δεν μπορούσε να απαιτεί να μετατραπώ σε καλόγρια και το κίνημά μας δεν μπορεί να μετατραπεί σε μοναστήρι. Αν ήθελε αυτό, τότε δεν την ήθελα. «Θέλω ελευθερία και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, το δικαίωμα του καθενός στα όμορφα, λαμπερά πράγματα». Αυτό σημαίνει για μένα αναρχισμός, και θα τον ζήσω σε πείσμα όλου του κόσμου – φυλακών, διώξεων, των πάντων. Ναι, ακόμη και σε πείσμα της καταδίκης από τους ίδιους μου τους συντρόφους θα ζήσω το όμορφο ιδανικό μου».
Από την αυτοβιογραφία της Έμμας Γκόλντμαν Living My Life, εκδόσεις Dover, 1970

Now that you can do it, lets make a chain now,
Come on baby, do the Revolution...
A chugga, chugga, motion like a railway train now,
Come on baby, do the Revolution...

Do it nice and easy now don’t loose control,
A little bit of rhythm and a lotta soul,
So come on, come on, do the Revolution with me...


Αυτά έγραψε η Έμμα Γκόλντμαν. Η Έμμα των δρόμων, η Κόκκινη Έμμα, η γυναίκα που ο Τζέυ Έντγκαρ Χούβερ του ΕφΜπιΆι χαρακτήριζε «την πιο επικίνδυνη γυναίκα σε ολόκληρη την Αμερική». Μπα.. Ήταν η πιο επικίνδυνη γυναίκα σε όλο τον κόσμο. Μπα. Ήταν μία από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους επί γης. Φυλακίστηκε ουκ ολίγες φορές, απελάθηκε από τέσσερα κράτη, της αρνήθηκαν την είσοδο πολύ περισσότερα. ΄Ηταν η πρώτη που μίλησε ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία, τασσόμενη υπέρ του δικαιώματος των ενηλίκων στην αυτοδιάθεση του σώματός τους. Κάποιοι βιάστηκαν γι αυτό να την πουν λεσβία. Μικρόμυαλοι – λες και χρειάζεται να μοιράζεσαι μια ταυτότητα για να νοιαστείς για τους ανθρώπους που τη φέρουν.

Η Έμμα ήταν μια γυναίκα που ταυτίστηκε με το αναρχικό κίνημα και τους μεγάλους εργατικούς αγώνες στις ΗΠΑ. Ήταν μια γυναίκα που ταυτίστηκε με την Επανάσταση και ταύτισε το επαναστατικό της όραμα με τη χαρά της ζωής. Όσα έγραψε στην αυτοβιογραφία της, περί χορού, γρήγορα την ξεπέρασαν και πήραν το χαρακτήρα μύθου. Η Έμμα, κατά το λαϊκό βίωμα, είπε κάποτε, που λέτε: «Αν δεν μπορώ να χορέψω, δε γουστάρω να μετέχω στην επανάστασή σας». Το είπε έτσι κι ας μη το είπε έτσι ποτέ.

Move around the floor for the Revolution,
Come on baby, do the Revolution...
Do it holdin hands like you got the notion,
Come on baby, do the Revolution...

There’s never been a dance thats so easy to do,
It even makes you happy when you’re feelin blue,
So come on, come on, do the Revolution with me...

You’ve gotta swing your hips now
Come on baby, jump up, jump back
Well I think youve got the nack
Whoa, whoa...


Το άλλο που είπε, και ας μη το είπε έτσι, είναι πως η Επανάσταση είναι Έρωτας κι ο Έρωτας είναι Επαναστατικός κι Αναστάσιμος. Χρειάστηκε να ταξιδέψει, να πάει να συναντήσει τον πρίγγηπα Κροπότκιν για να υποστηρίξει αυτό τον άρρηκτο δεσμό έρωτα κι επανάστασης. Ο άγιος Πέτρος μου, που λέτε, είχε ψιλοσοκαριστεί με την επιμονή της Έμμας να μιλά για την ερωτική αυτοδιάθεση όλων των ανθρώπων και το δικαίωμα στον ελεύθερο έρωτα. Σου λέει, εδώ έχομε ολόκληρη επανάσταση, κουκλίτσα μου, με έρωτες θα ασχολούμεθα; Να δεις πως το πε ακριβώς. «Είναι μια εκπληκτική επαναστάτρια, η δουλειά της είναι άριστη, αλλά σπαταλά πολύ χρόνο μιλώντας για το σεξ».

Η τριαντάρα Έμμα, είχε τότε τα μισά του χρόνια, δεν τα φύλαξε τα λογια της. Οι αναρχικοί δε δέχονται αυθεντίες, οι αναρχικοί σέβονται αδελφούς. Διηγείται η ίδια πως του απάντησε «Αγαπημένε μου σύντροφε, όταν θα φτάσω στην ηλικία σου, μπορεί κι εμένα να μη μου λέει τίποτε το ζήτημα σεξ. Αλλά σήμερα μου λέει και μου παραλέει κι αποτελεί έναν τρομακτικής σημασίας παράγοντα για χιλιάδες, για εκατομμύρια νέων ανθρώπων». Κι ο άγιος Πέτρος σώπασε για μια στιγμή απέναντι σε αυτό το γενναίο κορίτσι, κι ύστερα χαμογέλασε έτσι που έλαμψε το ευγενικό του πρόσωπο. «Κοίτα να δεις, που δεν το χα σκεφτεί έτσι! Βρε, ίσως και να χεις δίκηο τελικά!» της είπε. «Έλαμπε ολόκληρος τρυφερότητα προς το πρόσωπό μου, κι είχε μια περιπαικτική λάμψη στα μάτια του», λέει η Έμμα.

Everybody΄s doing the brand new dance now,
Come on baby, do the Revolution...
I know you’ll get to like it if you give it a chance now,
Come on baby, do the Revolution...

Do it nice and easy now don’t loose control,
A little bit of rhythm and a lotta soul,
So come on, come on, do the Revolution...
Come on, come on, do the Revolution...
Come on, come on, do the Revolution with me...


"Η Εμμα Γκόλντμαν έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1889, μια νεαρή αναρχική χωρίς φράγκο στην τσέπη. Είχε μια επαφή εκεί, έναν φίλο φίλου, και κανόνισαν να συναντηθούν στο καφενείο Sach’s. Την πρώτη εκείνη μέρα της, καθόταν στο τραπέζι με έναν νεαρό αναρχικό που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ της, και που τον έλεγαν Αλέξανδρο Μπέργκμαν. Οι δυό τους από κει και πέρα γίναν ισόβιοι κομπανιέροι και εραστές. Το 1892 συνωμότησαν για να σκοτώσουν έναν εργοστασιάρχη ο οποίος είχε προσλάβει εκτελεστές για να σκοτώνει όποιους εργάτες τολμούσαν να απεργήσουν. Η απόπειρα απέτυχε κι ο Μπέργκμαν πήγε 14 χρόνια φυλακή. Η Έμμα κι ο Αλέξανδρος συνέχισαν τη σχέση τους ως το 1936. Εκείνη την πρώτη μέρα της συνάντησής τους, η Έμμα είχε σκοντάψει κι ο Αλέξανδρος την έπιασε να μη πέσει. «Σου έσωσα τη ζωή!», της είπε, κι η Έμμα του απάντησε «Ελπίζω κάποτε να μπορέσω κι εγώ να σώσω τη δική σου»."
Από τις ιστοσελίδες των Chumbawamba, η εξήγηση για τη συγκίνηση του τραγουδιού τους When Alexander met Emma.

* Ο Αλέξανδρος Μπέργκμαν

Για την ημέρα της Γυναίκας,
γιατί ο φεμινισμός είναι ένα ακόμη υποκατάστατο,
μια ακόμη μεσοβέζικη λύση.

Τα στιχάκια από το Do the Locomotion της Little Eva, με μόνη αντικατάσταση του Locomotion με το Revolution. Για το χορευτικόν του πράγματος - κι όποιος αδελφός σοκαριστεί ας ξαναδιαβάσει τα περί χορού του κοριτσιού μας (το φιλί από κοντά).