Σεληνιακό
Για εκείνο το κορίτσι που όργαζε στο καμαράκι
στην απέναντι ταράτσα
καθώς προσπαθούσα δήθεν τυχαία ν' αγγίξω τα ακροδάχτυλά σου
και για τον Όσκαρ που πάλι με ξυπνά αλαφιασμένος τα βράδυα
Για αυτούς τους στίχους και για κείνους του Πρίγκηπα, Πρίντσιπε, Πρίντσιπε,
Principe, principe quien te robo la corona?
18 χρονώ φοιτητάκι έξω από το σπίτι του ποιητή
είχα βρει τη διεύθυνση, είχα βρει την οικοδομή, είχα βρει το θάρρος να πάω ως εκεί,
γόνατα κομμένα, το σπίτι του ποιητή,
σχεδίαζα και ξανασχεδίαζα τι θα του πω
Καλησπέρα σας, κύριε Ασλάνογλου, είμαι θαυμάστριά σας
Καλημέρα, κύριε Ασλάνογλου, με τι λόγια να σου πω την αγάπη;
Αλέξη, καλημέρα, ήρθα από την Αθήνα να σε δω
τίποτε, αηδίες, ντροπή και αίσχος, δεν ήξερα τι λες στον ποιητή
- τι λες στον ποιητή;-
φοβόμουν και κοκκίνιζα στην ιδέα, ξενυχτούσα στην ιδέα και πάλι έξω από το σπίτι του
Κύριε Ασλάνογλου, έχω όλα σας τα βιβλία, θα ήθελα να ξέρω αν, θα ήταν τιμή μου αν μου τα υπογράφατε
Κύριε Ασλάνογλου, χαίρετε, ξέρετε ήρθα μόλις, φοιτήτρια, κι ένας λόγος που αγαπάω αυτή την πόλη και διάλεξα να σπουδάσω εδώ είστε εσείς Κύριε Ασλάνογλου,
η μοναξιά δίπλα στον άλλο, εσείς κι ο Καρούζος με κρατάτε ζωντανή Κύριε Ασλάνογλου
Κύριε Ασλάνογλου, το σπάραγμα του έρωτα, όταν το ζήσω, θα έχει λόγια χάρη σε σας
την αλήθεια μου την έγραψε ο Καρούζος λέξη λέξη
Έτσι πέρασα τους δύο πρώτους μήνες στη φοιτητική κάμαρη,
μέρα μέρα,
νύχτα νύχτα,
σκεφτόμουν τι θα του πω όταν τον δω, όλα τα απέρριπτα, περνούσα έξω από το διαμερισματάκι του ξανά και ξανά, μήπως έχει βγει βόλτα, μήπως τον δω τυχαία, μήπως, σαν τις ταινίες, σταθεί μοιραία η συνάντηση και θελήσει να μου μιλήσει, και να τον ακούω, τόσο άσχημον και τόσον εύμορφο και να φιλήσω το χέρι του ποιητή.
Κάποτε, βρήκα το κουράγιο να μπω στην οικοδομή που έμενε,
τη διεύθυνση που με τόσο κόπο είχα καταφέρει να ανακαλύψω.
Και ρώτησα που μένει. Σε ποιό όροφο. Δε μένει, μου είπαν. Είχε φύγει, μου είπαν. Ζούσε πια στην Αθήνα.
Ανόητη κι ανακουφισμένη,
Ένοιωσα ανόητη και ανακουφισμένη.
Γιατί δεν ήξερα ποιά είμαι, τι. Την καρδιά μου φοβόμουν.
Αποκάλυψη.
Κάποιος με είχε πείσει, τόσα χρόνια πίστευα χωρίς να το γνωρίζω πως
οι ποιητές διαβάζουν ίσια στην καρδιά σου.
Και τώρα,
τώρα είχα σωθεί
Μπορούσα να μην ξέρω ποιά είμαι ακόμη. Ως τον επόμενο ποιητή. Τον μοιραίο.
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ' το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ' τις γωνιές
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές
μια έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα
το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα
δυο τρία βράχια κι ο κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία
η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας
η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου
Ολα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές.
Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν
πίσω απ' το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ' τις γωνιές
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές
μια έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα
το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα
δυο τρία βράχια κι ο κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία
η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας
η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου
Ολα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές.
Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν
Σταθμός Λιτοχώρου
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
από το
Δύσκολο Θάνατο
υγ No Llores mi nino
lagrimas, lagrimas en secretos ocultos...
2 σχόλια. Εσείς τι λέτε;
Ο ποιητής θαρρώ
είναι εκείνος που
μέσα στις λέξεις,
και σ' αυτές που
δεν έχει μάθει ακόμη,
ψάχνει οδυνηρά,
ψάχνει με ευχαρίστηση,
και ονομάζει τα πράγματα
με το αληθινό τους όνομα.
Και είναι σα ν' ακούμε κι εμείς,
όσο κι αν το κρύψαμε,
όσο κι αν το στερήσαμε
από τους εαυτούς μας,
-για να προστατευτούμε ίσως-
να μας καλεί αυτή η αλήθεια
με το όνομα το αληθινό μας.
Μπροστά της ανίσχυροι,
μαγεμένοι,
γυμνοί,
όμως ελεύθεροι.
Υ.Γ.
Οι στοίχοι του Αυστραλού
μου θύμισαν αυτούς κάποιου Αρμένη.
Λέει η μάνα στο παιδί της (λέει):
Μην κλαις,
έχω εγώ κλάψει
και για τους δυο μας.
Επίτρεψέ μου και το άκουσμα.
πολυ ομορφο...σε ευχαριστω....εκανες το πρωινο μου ωραιο
Την καλή σου την κουβέντα
πίσω στην κουζίνα...