Mirandolina

30.9.06

To Σπίτι Του Σύννεφου με τα Παντελόνια

Για τον Ακίνδυνο και mon Αμπροζ

"Οι ιθαγενείς της Σιβηρίας πιστεύουν ότι όλα γύρω τους έχουν ψυχή, έχουν προσωπικότητα και τη δύναμη της ζωής. Όπως κάποτε είπε ένας τους σε έναν ανθρωπολόγο του 19ου αιώνα:



«Ότι υπάρχει ζει. Η λάμπα περπατά τριγύρω. Οι τοίχοι του σπιτιού έχουν τη δική τους φωνή. Ακόμη και το δοχείο νυκτός έχει την πατρίδα και το σπίτι του. Τα δέρματα που κοιμούνται μες στους σάκκους, συνομιλούν τη νύχτα. Οι κερασφόροι σκελετοί των ελαφιών σηκώνονται από τον τάφο τους τη νύχτα και περπατούν σεβαστικά γύρω απ τους τύμβους.»

Όταν τα βουνά πετούν πέτρες στον αέρα μαλώνουνε, η γη τρέμει γιατί στα βάθη της ζουν τα μαμμούθ, που γίνονται αέρας αν τα δει ποτέ το φως. Τα ποντίκια φτάσαν στη θάλασσα και πήραν τα κοχύλια να φτιάξουν έλκηθρα με πέδιλα από γρασίδι. [...] ο κεραυνός είναι η φασαρία που κάνουν τα θεόπαιδα παίζοντας με το δέρμα της φώκιας, το ακίνητο πολικό άστρο είναι ο στύλος που οι θεοί δένουν τα άλογά τους. Ακόμη και τα σύννεφα έχουν σπίτι κι οικογένεια, υδάτινες γιούρτες και τσουκάλια για να μαγειρεύουν.


Οι ενδιάμεσοι των ντόπιων της Σιβηρίας με αυτόν τον ολοζώντανο, ανήμερο κόσμο ήταν οι σαμάνοι τους -- στην γλώσσα των Εβενκ «αυτοί που οίδαν». [...] Το πιο συχνό κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν το ταξίδι της ψυχής, που συνέβαινε σε στιγμή ακαθόριστη, μετά από χορό, νηστεία ή κατανάλωση παραισθησιογόνων φυτών. Στη διάρκεια του ταξιδιού του, ο σαμάνος μπορούσε να γίνει λύκος ή γλάρος, να πολεμήσει τα πνεύματα της πείνας ή της κακοκαιρίας, να φέρει πίσω την ψυχή του αρρώστου, να σταματήσει τη μετανάστευση των θαλασσίων λεόντων ή να πολεμήσει με το σαμάνο της αντίπαλης φυλής. Ακόμη πιο εξαιρετικά ήταν τα πρώτα τους ταξίδια, αυτά στα οποία ακρωτηριάζονταν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι κι ανασταίνονταν με σαμανιστικές δυνάμεις.


Ένας σαμάνος των Σάχα διηγήθηκε πως ένα πουλί με σιδερένιο ράμφος και μακράν ουρά τον έφερε από τον κάτω κόσμο πάλι στο φως, τον ξέρασε πάνω σε έναν έλατο κι ύστερα τον έκοψε κομμάτια και τον τάισε μπουκιά μπουκιά στα πνεύματα της ευλογιάς και της ινφλουέντζας. Όταν οι αρρώστειες χόρτασαν, το πουλί ταξίδεψε και μάζεψε νέες σάρκες να ξαναντύσει τα ασπρισμένα καθαρά του κόκκαλα, χαρίζοντάς του έτσι την ευλογία να θεραπεύει. Ένας σαμάνος των Νενέτων σκόνταψε μες σε μια σπηλιά βουνίσια και σα σηκώθηκε είδε ένα γυμνό άντρα να ανακατεύει μια τεράστια χύτρα. Ο άνδρας τον έπιασε με μια τσιμπίδα και τον έβαλε στη χύτρα. Τον μαγείρευε τρία χρόνια, πριν τον ξαναφτιάξει και του χαρίσει μάτια που μπορούσανε να δουν τα πνεύματα, λαρύγγι που μπορούσε να τραγουδά εις τον αιώνα κι αυτιά που μπορούσαν ν ακούν και να καταλαβαίνουν τις κουβέντες των δέντρων".

Anna Reid, The Shaman’s Coat, A native History of Siberia, εκδ. Walker and Company, NY 2003. Μετάφραση της ταπεινότητός μου. Η φωτογραφία του τάφου του Σαμάνου της Τούβας είναι από εδώ.

27.9.06

Nacho Bulgaris I



«Ναι, έχεις δίκηο να σε παραξενεύει το όνομά μου, ειδικά μάλιστα όταν το συναντάς στη Βενεζουέλα. H ιστορία μου… Είμαι τρίτη γενιά ελλήνων μεταναστών. Ο παππούς μου ήρθε στη Λατινική Αμερική το 1925, πρώτα στον Παναμά, που χε τη μεγαλύτερη κοινότητα ελλήνων στη Λατινική Αμερική, ύστερα στην Αργεντινή, όπου άρχισε πια να δουλεύει. Όμως η γιαγιά μου, με την οποία είχε αγαπηθεί στην Ελλάδα, αποφάσισε τελικά να τον ακολουθήσει. Αλλά, πήγε κι εγκαταστάθηκε στον Παναμά. Ξαναβρέθηκαν, λοιπόν, στον Παναμά κι ύστερα ήρθαν μαζί στη Βενεζουέλα. Ο παππούς μου αποδείχθηκε καλός επιχειρηματίας. Τυπικός έλληνας. Συνήθιζε να λέει ότι ο έλληνας έμπορος μπορεί να πουλήσει και σάπιες τομάτες. […]

Ήταν πολύ γενναιόδωρος με όλους τους έλληνες στη Βενεζουέλα, έκανε δουλειές κι αλλού στη Λατινική Αμερική, ακόμη και με τα αδέλφια της Εύας Περόν στην Αργεντινή και τη σύζυγο του στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ, που ήταν μισή ελληνίδα μισή εβραία. Ο πατέρας μου τα ξέρει καλύτερα αυτά, την παλιότερη σχέση της οικογένειας με τη Λατινική Αμερική, έχει και γραμματόσημα με κάποιους προγόνους μας, ξέρει για τον πρόγονό μας που υπήρξε ο δάσκαλος του Φρανσίσκο ντε Μιράντα, ενός βενεζουελιανου ηγέτη κατά της αποικιοκρατίας. […]

Στη Βενεζουέλα υπάρχει μια μικρή ελληνική παροικία, με δυό ενορίες, δυό εκκλησίες πολύ όμορφες. Οι περισσότεροι έλληνες είναι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, δικηγόροι, εισαγωγείς- εξαγωγείς, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους… Η Αθήνα και το Καράκας μοιάζουν πολύ – βέβαια, εδώ δεν έχουμε Παρθενώνα, αλλά κατά τα άλλα μοιάζουν πολύ. […]

Ειμαι δικηγόρος κι αυτό τον καιρό προσπαθώ να αποκτήσω ελληνικό διαβατήριο. Ελπίζω σε περίπου ένα χρόνο να το έχω στα χέρια μου. Είναι ντροπή μου που δε μιλάω ελληνικά κι ας μιλάω τέσσερις άλλες γλώσσες. Όμως θέλω το διαβατήριό μου. Έχω τρελλαθεί με το διαβατήριο. Ζητάνε τόσα χαρτιά, τόσα χαρτιά, μου ζητάνε υποχρεωτικά και πιστοποιητικό γάμου των παππούδων μου, μα τον καιρό που οι παππούδες μου παντρεύτηκαν δεν υπήρχε ακόμη ορθόδοξη εκκλησία στη Βενεζουέλα και στην πρεσβεία επιμένουν ότι ο γάμος όφειλε να είναι ορθόδοξος και να έχει το πιστοποιητικό η οικογένεια – μα εμείς δεν έχουμε γιατί απλώς ποτέ δεν υπήρξε. Να μου εύχεσαι να τα καταφέρω…

Από καιρό ήξερα πως δεν ήμουν ο κλασσικός βενεζουελιανός, αν κρίνεις δηλαδή από την παιδεία μου και τα πιστεύω μου. Απ την εποχή που άρχισα να φτιάχνω μόνος μου ελιές καλαμών και έμαθα να μαγειρεύω την μεσογειακή κουζίνα, είχα καταλάβει πως κάτι τρέχει με τα γονίδιά μου. Μόνο όταν ήρθα στην Ελλάδα πέρισυ ένοιωσα άνετα, σα να βρίσκομαι στο σπίτι μου. Θυμάμαι τις μέρες στην Αθήνα, τη βδομάδα που πέρασα στα νησιά, και ανοίγει η πληγή που άφησε εκείνο το ταξίδι στην καρδιά μου[…]

Με φωνάζουν Νάτσο. Στα ισπανικά είναι συχνό όποιον φέρει το όνομα Ιγνάτιος (Ιγκάσιο) να τον φωνάζουν Νάτσο. Επειδή το Ατανάσιο και το Ιγκνάσιο μοιάζουν κάπως, η γιαγιά μου μου διάλεξε αυτό το χαϊδευτικό. [...] Ξέρεις, δεν πάει πουθενά, όλο στο σπίτι θέλει να είναι. Οι έλληνες μπορούν να κρύψουν πολύ καλά την αγάπη τους για το ταξίδι και τη συνάντηση με άλλους τόπους, κι όμως πάντα κοιτάνε πέρα απ τον ορίζοντα. Tο ξέρω, όχι μόνο γιατί είναι μέσα μου αλλά γιατί κι η ιστορία μας το λέει…»

Η αγάπη μου λέει πως, θα άξιζε να παίρνω τυχαίους αριθμούς στο τηλέφωνο, και να μιλώ με τους ανθρώπους για τη ζωή τους. Λέει πως θα τύχαινα σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μονίμως. Η αλήθεια είναι πως να, κάπως γίνεται και συναντιέμαι συνεχώς με την ομορφιά του κόσμου (κι ύστερα, όλοι είναι ιδιαίτερες περιπτώσεις).

Τον Αθανάσιο τον συνάντησα στο site του couchsurfing, ψιλοετοιμάζοντας μια μελλοντική εξόρμηση στα λημέρια του. Και γνωριστήκαμε και με συγκίνησε κι ομόρφυνε το μεηλ μποξ μου και μου επέτρεψε να μοιραστώ αυτή την ομορφιά μαζί σας. Αν κάποιος μπορεί να βοηθήσει με το ελληνικό του διαβατήριο, ας το κάνει παρακαλώ. Είναι πάντα γιορτή να γυρίζει ο Οδυσσέας στο σπίτι.

21.9.06

Taσεις φυγής

"Έχω ένα σπίτι που με πάει όπου γουστάρω να πάω, που με νταχταρίζει και μ αναπαύει, που μου επιτρέπει να κλείσω τα μάτια στο βουνό και να τ ανοίξω στην πεδιάδα: το λεωφορείο μου.

Το αγαπάω το λεωφορείο μου. Το χω πολύ καιρό και πάει πολύ καλύτερα τώρα απ ότι πήγαινε καινούριο, ίσως γιατί του έχουμε φορτώσει τόσο βάρος με τα χρόνια. Αποδείχθηκε ιδιαίτερα αξιόπιστο: εκτός από καινούρια μηχανή, δε χρειάστηκε καμμία άλλη σοβαρή επέμβαση μες σε δεκαεπτά χρόνια, και μας έχει πάει σε κάθε μέρος των ΗΠΑ και του Καναδά χωρίς ούτε μια φορά να μας αφήσει στο δρομο. Το έχουμε ονομάσει ΜονάδαΈνα (Unit One).

Είναι πραγματικό σπίτι για μένα. Όταν κατεβαίνω από ένα ακόμη αεροπλάνο σε ένα ακόμη αεροδρόμιο, η εικόνα του μεγάλου μαύρου MCI να με περιμένει στη στροφή στέλνει κύματα ανακούφισης στο κορμί μου. Αααχ! Ασφάλεια, οικειότητα, απομόνωση. Επιτέλους ηρεμία. Το κουκούλι μου.

Έχω τον δικό μου χώρο στη Μονάδα Ένα, στη μέση μεταξύ των μπροστινών και των πίσω τροχών, ένας αναπαυτικός για ταξίδι χώρος. Κάθομαι σε ένα τραπέζι με πάγκους κι από τις δυό μεριές, κάτι σαν σεπαρέ εστιατορίου, με την εφημερίδα μου ή το βιβλίο μου - κι η Τζουν κι εγώ καταναλώνουμε απίστευτες ποσότητες υλικού ανάγνωσης, από τη Βίβλο μέχρι βίπερ Νόρα - κι όταν θελήσω να κοιμηθώ, το σεπαρέ γίνεται κρεβάτι.

Ότι μου χρειάζεται το έχω τριγύρω μου: μπάνιο, κουζίνα, ψυγείο, καφετιέρα, στερεοφωνικά, βίντεο και θέσεις για να κάτσει η παρέα. Οι κουρτίνες στα παράθυρα μου επιτρέπουν να κρατάω έξω τον κόσμο ή να τον κοιτάω να φεύγει. Μια ονειροπαγίδα των Νάβαχο και ένας σταυρός της Αγίας Μπριγκίτας με προστατεύουν στον κόσμο που δε μπορώ να δω.


Ο ρυθμός της ζωής στο δρόμο είναι τόσο προβλέψιμος, τόσο οικείος. Είμαι σαράντα χρόνια εκεί έξω κι αν θέλετε πραγματικά να ξέρετε τι έχει αλλάξει εκεί έξω, να σας το πω. Τότε, στα 1957, δεν υπήρχε "Σούπερ Τραγανό". Έξω απ αυτό, όλα παραμένουν ίδια.

Αυτό ίσως σας δίνει μια ιδέα για το τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή σου στο δρόμο και γιατί τα πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ στ αλήθεια. Γίνονται λίγο πιο γρήγορα, κάπως μεγαλύτερα ίσως και πιο άνετα (αν συνεχίζεις να πουλάς εισιτήρια) αλλά πάντα καταλήγεις στις ίδιες παλιές, γνωστές ερωτήσεις: "Που είμαστε;" και "Ποιός έφαγε όλα τα μήλα;" και "Τι σώου θα έχουμε σήμερα;" και "στα πόσα μίλια βρίσκεται το επόμενο παγωτό γιαούρτι;".

Έχει πλάκα να φαντάζεσαι νεαρούς μουσικούς να ανακαλύπτουν όλα αυτά, να αρχίζουν μόλις να μαθαίνουν έναν κόσμο που θα γίνει κάποτε δικός τους, αν είναι τυχεροί, και θα τους οδηγήσει στον 21ο αιώνα. Όσο για μένα, τάχω ζήσει τόσο καιρό, τα ξέρω τόσο που, όπου κι αν ξυπνήσω στις ΗΠΑ, μόλις κοιτάξω έξω από το παράθυρο του λεωφορείου μπορώ να σου πω που βρίσκομαι με απόκλιση μόλις πέντε μιλίων. Κάποιος μου είπε πως πρόκειται για ταλέντο ανάλογο με εκείνο που χω να θυμάμαι ολόκληρο κάθε τραγούδι που χω ακούσει, ακόμη κι αν το άκουσα μια φορά όλη κι όλη πριν σαράντα ή πενήντα ή εξήντα χρόνια, αλλά δεν πιστεύω ότι πρόκειται για κάτι τέτοιο. Νομίζω πως πρόκειται απλώς για μεγάλη εμπειρία. Όπως λέει και το τραγούδι, έχω πάει παντού, φίλε μου. Από δυό φορές.

Σήμερα είμαι στο Όρεγκον, κατεβαίνω νοτιοδυτικά έξω από το Πόρτλαντ, δίπλα σε κοντινά σκούρα πράσσινα κι απαλά νεφελώδη γκρίζα, στο κουκούλι μου με τον απαλό θόρυβο του λεωφορείου, μες απ τους ανοιχτούς λόφους και τις ευγενικές κοιλάδες της βόρειας Καλιφόρνιας. Ξέρω ακριβώς που είμαι, φυσικά. Σε τούτη τη χώρα είναι τα δέντρα που στο λένε".

Cash, The Autobiography, του Johnny Cash
εκδ. HarperSanFrancisco, ΗΠΑ 1997,
μετάφραση της ταπεινότητάς μου

18.9.06

The string connection

(ελληνιστί: το σκοινί κορδόνι)


Σήμερα. Ο Μπάμπης Παπαπαναγιώτου φιλοξενεί στη ραδιοφωνική του εκπομπή τον (κατά δήλωσή του) εκδότη- διασκεδαστή Νίκο Κακαουνάκη. Θέμα τους ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Ψωμιάδης, για τον οποίο ο μεσιέ Κακα(χ)ουνάκης* είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

"Επί τόσα χρόνια τρόφιμος των καναλιών και των παραθύρων.. τόση χυδαιότητα..."

Μετά ταύτα, η ταπεινότης μου πάρκαρε στη γωνία, μη και τρακάρω καναν άνθρωπο, έτσι που δεν έβλεπα από τον κλαυσίγελω...

* ετυμολογικόν του Κακαουνάκης : διχάζεται η επιστήμη. Μικρός κακός Ούνος ή τα κακά του μικρού Ούνου. Υποκοριστικόν του Κακαούνος (κακός+ Ούνος - το "χ" στη θέση της δασείας ως και το δεύτερο νι τα έφαγαν οι απλοποιήσεις).

υγ1 Παρακαλώ ας ζητήσει κάποιος από το νομάρχη Θεσσαλονίκης να κάνει ένα κλικ πιο πέρα: αυτή η βαρβατίλα του μας έσπασε τη μύτη!

υγ2 Για όποιον το έχασε: ο Παναγιώτης Ψωμιάδης δήλωσε στον Τερενς Κουίκ, ότι κάτω από το παντελόνι του δε φοράει στριγκάκι (μη και τον μπερδεψουμε με τον Μπεκαμ - ή μήπως νόμισε ότι θα μπερδεύαμε τα οπίσθιά του με του Μπέκαμ; ...)

Η εικόνα είναι από εδώ. Όπως σημειώνουν τα τζάνκια, η βότκα Άμπσολουτ δεν έχει σχέση με τη δημιουργία και διανομή της εικόνας αυτής, δε την έχει εγκρίνει ούτε έχει δώσει την άδειά της. Όποιος μερακλής έχει όρεξη, ας ασχοληθεί με το φωτοσοπ.

11.9.06

Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου

Το βραδινό χλιαρό μπανάκι πάντα τον ηρεμεί. Όχι όμως χτες. Χτες είχε αγωνία. "Μαμά, δεν ξέρω γιατί, όμως έχω άγχος. Δε μπορώ να κοιμηθώ.". Σιωπή περισυλλογής. Κι ύστερα: "Νομίζω είναι η Τετάρτη. Ξέρεις όταν ήμουν μικρός η Τετάρτη μου φαινόταν ουουου... πολύ μεγαλη τάξη. . . Και τώρα θα πάω Τετάρτη!". Ο τόνος ανεβαίνει γεμάτος αυτοθαυμασμό. Λες και το ότι μεγαλώνει αποτελεί για κείνον τη μεγαλύτερη έκπληξη και το μεγαλύτερο κατόρθωμα του κόσμου. Χαμογελάει για λίγο. Ύστερα το ξανασκέφτεται, ζητάει αγκαλιά και ηρεμεί. Ζητάει της καληνύχτας το φιλί ("το προηγούμενο δε μετράει, ξαναμιλήσαμε!"), κλείνει τα ματάκια και ψιθυρίζει "μη ξεχάσεις να μου πάρεις λάμπα. Καληνύχτα".

Το πρωί σηκώθηκε από τις έξι και είκοσι. Δε με ξύπνησε. Έβαλε μόνος το πρωινό του. Μεγαλώνει. Πλύθηκε, ντύθηκε μόνος. Φόρεσε την καινούρια στολή. Στο δρόμο για τη στάση του σχολικού, πετούσε. Είχε χαθεί το άγχος, είχαν χαθεί όλα. Ειδικά όταν πέτυχε το φίλο του το Νίκο, αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να συγκρίνουν -- τα μπάνια και τα παγωτά. Ενώ ετοιμαζόταν να μπει στο σχολικό, έτρεξε πίσω και με φίλησε. Έχει ψηλώσει τόσο που πια περισσεύει από την αγκαλιά μου πολύ. Μοιάζει αντράκι, μα ακόμη είναι παιδί, ακόμη την αγκαλιά γυρεύει, το φιλί, το μπράβο. Ο θησαυρός μου. Που τώρα έχει διάλλειμμα και πάει να πάρει το πρωτάκι ξαδελφάκι από το χέρι, να τη μάθει που είναι το κυλικείο, που οι τουαλλέτες... "Μην ανησυχείς, θα την προσέχω".

Καλή χρονιά!

μη ξεχάσω να πάρω μια λάμπα...

8.9.06

The original Ντέρτι

Μενίδι. Ιούλιος 2006. Τα κατά Παύλον.

"Εγώ ήμουνα γιεγιές. Δεν τα πολυγούσταρα τα λαϊκά. Ε, πήγα σε μια συναυλία που κάνανε οι Σώκρατες, στον άγιο Κοσμά στην παραλία. Έγινε μια παρεξήγηση με έναν που πείραξε τη φίλη μου στο λεωφορείο. Τον κοπάνησα. Με το που του την χώνω, βγάζει ταυτότητα και λέει του οδηγού του λεωφορείου «στο τέταρτο, στο Κολωνάκι». Τέταρτο νομίζω; Ναι, τέταρτο. Μας πήγαν εκεί, έγινε μπέρδεμα, πήραν τον πατέρα μου να έρθει… Όμως, με αυτό τον τύπο γνωριστήκαμε. Κι από τότε άρχισα να ακούω κι άλλα. Λαϊκά. Άσε που όσο ήμουνα γιεγιές όλο τραβιόμουνα, είχα φάει και κάτι κουρέματα…

Πήγαμε μερικές φορές σε κανά μπουζουκάδικο, άρχισα να κάνω προσωπικές φιλίες. Προσωπικές φιλίες... να, με τρώγανε, τους έτρωγα, τέτοια. Αλλά βασικά με τρώγανε. Πολλά λεφτά. Χοντροί λογαριασμοί, αλλά χαλάλι. Μου άρεσε. Άλλο το ροκ κι άλλο να είσαι αραχτός, να πετάς τα λουλουδάκια σου, να λες «χτίσε μου ένα τοίχο με σαμπάνια, κάψε μου και δυό μπουκάλια ουίσκυ»…

Είχα βγάλει, τότε, και το περιώνυμο καλτσάτο πίστα. Ξες τι είναι αυτό; Είναι όταν βάζεις το ποδαράκι σου πάνω στην πίστα και φαίνεται η κάλτσα σου. Το τραπέζι, λοιπόν, που στο επέτρεπε αυτό λεγότανε καλτσάτο πίστα. Δε μου άρεσε το «πρώτο τραπέζι», μου ακουγότανε άσκημα, γι αυτό το άλλαξα.

Πήγαινα με παρέες χοντρές, πήγαινα και πηγαίνω και με ξένους, τούρκους, ιταλούς επιχειρηματίες, που τα χώνουνε. Την τελευταία φορά τους πήγα στο Μάκη1 τους ιταλούς, ήτανε και κάποιοι έλληνες. Είχα κλείσει εγώ το τραπέζι. Οι ιταλοί δεν ξέρανε γρι ελληνικά. Σε πληροφορώ ότι τρελαθήκανε. Ότι σου λέω . Ο Λεό ακόμη λέει στο δικό μου «Που είναι ο Παύλος να πάμε κάτω;». Κι ας σκάσανε εξακόσια, γιατί κάναμε διόμισυ χιλιάρικα λογαριασμό, κι αυτά μετά το ψαλίδι. Ε, περάσανε καλά. Κατά πρώτον, κάνανε ότι έκανα εγώ. Ήθελα εγώ να μιλήσω στον Καρχαρία², του πέταγα ένα λουλούδι, ε, πετάγανε κι αυτοί. Ήρθε ο Μάκης να μιλήσουμε και μ αγκάλιασε, σηκώθηκαν κι αυτοί και τον αγκαλιάζανε. Και τώρα μου λένε να πάω εγώ Ιταλία. Και να πάω, που θα μας πάνε; Σε κανα κλαμπάκι… κατάλαβες; Δεν έχει άλλο εκεί, εδώ ειν’ αλλιώς.


Ψαλίδι βάζει το μαγαζί. Ας πούμε ότι κάνεις ζημιά δύο χιλιάρικα. Λες, πάρε χίλια διακόσια, χίλια τρακόσια. Ε, θα πει το κάτι του, αλλά στο τέλος θα σου πει, αδελφέ εντάξει είμαστε. Μαλάκας είναι να σε χάσει από πελάτη; Έξι χιλιάρικα, να πούμε, του αφήσαμε δυό βράδια με τους ιταλούς, χαζός είναι να μη μας ρίξει ψαλίδι;

Η Ρίτα³ ήτανε φίλη μου. Η Ρίτα ήτανε ψυχάρα. Ξες τι σημαίνει μάνα; Από κάτι μυθιστορήματα κάτι μάνες σκύλες που τρελλαίνονται για τα παιδιά τους τις θυμάσαι; Ε, η Ρίτα ήτανε μάνα, ρε. Μάνα ελληνίδα - μη της ακουμπήσεις τα παιδιά της...

Είμασταν στη Λεωφόρο μια φορά, τραγούδαγε η Ρίτα. Την έψηνα να πει την «Τελευταία Ώρα». Δεν το έλεγε. Ξες τι τραγούδι ειν αυτό; Άσε… Λοιπόν, της λέω, Ριτάκι, μόλις το πεις θα κάψω το μαγαζί. Έλα ρε, μου λέει. Ότι σου λέω, Ριτάκι. Ήτανε τότε κι ο Λευτέρης ο Μυτιληναίος, νομίζω. Και βγαίνει η Ρίτα και λέει την «Τελευταία Ώρα». Κατευθείαν το καταλαβαίνω γιατί δεν έχει μουσική στην αρχή, λέει «Τελευταία Ώρα» και μετά αρχίζει η μουσική. Και με το που το λέει, παφ, βουτάω τα μπουκάλια το ουίσκυ, τα χύνω κάτω στη μοκέτα και τους βάζω φωτιά. Ήτανε κι υπόγειο, έγινε χαμός, κόντεψε να φουντώσει αλλά τελικά το γλιτώσαμε.

Είχα κάνει κι ένα καφενείο μια φάση κι ερχόντουσαν από τη φάρα4 όλα τα παιδιά. Τότε κονόμαγα πολύ. Ερχότανε τα παιδιά από τη φάρα και γουστάρανε που ακούγανε το Βασιλάκη τον Τερλέγκα. Ε, άντε τους λέω, γουστάρετε να πάμε να τον ακούσουμε; Γουστάρανε λέει! Άντε να πάμε. Τα έχω καλτσάτο πίστα τα γυφτάκια εγώ, να φάνε, να τα ταΐζω διάφορα, το φαγητό τους, τα φρούτα τους. Την καταβρήκανε τα παιδιά, έκανα πολύ χοντρό λογαριασμό τότε. Μετά αυτά θέλανε ξανά και ξανά και το ζητάγανε αλλά αυτά γίνονται μια φορά, δε γίνονται συνέχεια.

Έχουμε πάει Αδαμαντίδη με τη γυναίκα μου κι είναι μια λουλουδού και μου την έχει μπει πολύ. Οπότε σηκώνεται η γυναίκα μου, της δίνει ένα χαρτάκι και της λέει «πάρε εδώ το τηλέφωνο του, πάρτονε όποτε θες αλλά άσε μας τώρα να διασκεδάσουμε με την ησυχία μας». Πήρε αυτή, εντάξει. Μη την ψάχνεις τώρα.

Η Βίσση κι η Βανδή δεν είναι λαϊκό. Οι συνθέτες βουτάνε από δω, βουτάνε από κει, τα ανακατεύουνε, τα πετάνε στην αγορά και μπιρι μπιρι μπιρι τον ψήνουνε και τα παίρνει ο κόσμος. Πάντως, ο έλληνας το χαρτί δε θα το αφήσει στη Βίσση. Στο σκυλάδικο θα το αφήσει. Εκεί βγαίνει.

Λαϊκός τραγουδιστής είναι ο Θέμης Αδαμαντίδης. Λαϊκή είναι η Χαρούλα. Δωστης ότι θες να πει. Την έχω ακούσει σε ότι θες. Κι η Πίτσα5 ήταν η αδυναμία μου πολλά χρόνια. Πάμε να δούμε το Πιτσάκι, λέγαμε στη Σαλονίκη. Όποιο Σαλονικιό από παλιούς να ρωτήσεις, έτσι την ξέρει, Πιτσακι. Τεράστια καλλιτέχνις.

Μεγάλη φωνή είναι τώρα η Βάσω η Χατζή. Καλή φωνή κι ο Γιαννάκης ο Κόλλιας. Ο Σαράντης ο Σαλέας είναι καλός τραγουδιστής. Αλλά ο καλύτερος από την οικογένεια είναι ο Γιάννης ο Σαλέας. Δεν τον ξες, έχει φωνάρα τεράστια, αλλά δε μπορεί να βγει στην πίστα, κολλάει. Του έδωσα σακκάκια μου να κανει πρεμιέρα σε ένα μαγαζί, τίποτε. Δε μου τα έφερε κιόλας. Τεράστια φωνή σου λέω ρε! Αλλά φοβάται
Στο σκυλάδικο είσαι πιο χύμα. Είσαι πιο έλληνας. Ο έλληνας είναι χύμα. Εκεί βγαίνει ο έλληνας. Σκυλάδικο δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Αυτό είναι το στυλ του έλληνα. Το πανηγύρι και το σκυλάδικο. Έφερε το πανηγύρι στην πόλη και το έκανε σκυλάδικο. Δες που οι τραγουδιστές που λένε σκυλάδικο είναι αυτοί που τραγουδάνε στο πανηγύρι. Στο ρεπερτόριο τους έχουν το ντούρου ντούρου, το λαικοδημοτικογύφτικο, αυτό τον αχταρμά. Πανηγύρι καλό σου κάνει ο σκυλάς. Εντάξει, κι η φωνάρα μπορεί να κάνει πανηγύρια καλά, αλλά γιατί είναι το χαρτί στη μέση.

Όλοι ακούνε σκυλάδικο. Μόλις περάσεις ένα όριο ηλικίας, τα 24-25, ακούς σκυλάδικο. Ακούς λαϊκό και μετά πας σκυλάδικο. Έχει μια αγριάδα, μια ομορφιά πρωτόγονη το σκυλάδικο. Είναι μουσική που εκφράζεσαι. Το ίδιο τραγούδι στο σκυλάδικο το ακούν αλλιώς, τους βγαίνει διαφορετικά. Θέλουν να το φωνάξουνε το τραγούδι. Το σκυλάδικο είναι στο αίμα του έλληνα. Να σου πω και κάτι; Το σκυλάδικο δεν είναι προσβολή. Είναι μια μουσική, ένα στυλ. Η έθνικ των αφρικανών, τα μπάμπα μπούμπα, δηλαδή, τι είναι; Δεν είναι έθνικ ελληνικό το σκυλάδικο; Δε μπορούμε να το πούμε αυτό; Γιατί δηλαδή; Το σκυλάδικο σε ελευθερώνει. Θες να πάμε μια φορά μαζί; Ρε, ελευθερώνεται ο έλληνας στο σκυλάδικο. Θα δεις ένα άνθρωπο που τόνε βλέπεις στην πραγματικότητα κι είναι μαζεμένος, που λες, καλά, αυτός ο άνθρωπος πως ειν έτσι αμίλητος και να τον δεις στο σκυλάδικο και να μη το πιστεύεις. Ρε μπας κι ειν άλλος;

Όχι, ο Μπουγάς δεν είναι σκυλάς. Επιχειρηματίας είναι. Έξυπνος είναι. Όχι σκυλάς, όμως. Το νινί; Αυτή δεν είναι τίποτε, ρε. Δεν είναι πουθενά. Από πού κι ως που σκυλάδικο το νινί; και που το νινί σέρνει καράβι, λοιπόν, τι έγινε; Η Μπεζεντάκου.. τι είναι αυτές ρε; Τίποτε δεν είναι. Προσπαθούν να τις κάνουνε κάτι, πουλάνε μια στιγμή, ύστερα δεν πουλάνε. Και το σκυλάδικο έχει τα όρια του. Τώρα αν έξυπνοι επιχειρηματίες την φέρνουν στο μαγαζί την ώρα που πουλάει, εντάξει. Όχι όμως ότι αυτές είναι σκυλάδικο!

Το σκυλάδικο κάνει φίρμες αλλά μόλις γίνουν φίρμες παύουν να είναι σκυλάδες. Σου λένε, εγώ σκυλάς δεν ήμουνα ποτέ – και μπορεί να ήτανε καραμπίνα.

Παρεξηγήσεις κι αίματα έχει, αλλά εγώ δεν ήμουν τέτοιος. Αμα θελει η γυναικα να πάει να γαμηθεί, θα πάει, άμα δε θέλει δε θα πάει. Δηλαδή, να παρεξηγηθώ που θα της κάνουν καμάκι; Ρε, όταν πας γυναίκα στο σκυλάδικο ξέρεις πως εκεί μέσα είναι πέντε που παίζουν το γαμπρό. Αν δε θες βαβούρα δεν την πάς εκεί. Αν όμως πας, τότε δε θα ανακατευτείς. Άστην να το βγάλει μόνη της πέρα. Αλλά αμα θες σπασίματα, μαχαιρώματα, πλακώματα σε αυτά τα μαγαζιά, τα έχεις όποτε θες.

Ο έλληνας πρέπει να γυρίσει στο σκυλάδικο. Να διασκεδάσει, ρε. Βλέπω τα νέα παιδιά, πάνε σε ένα κλαμπάκι, πίνουν δυό ποτά, πίνουν και δέκα χάπια και κάθονται. Σε ρωτάω: διασκεδάζουν; Όχι, δε διασκεδάζουν. Τα βλέπεις, άμα κάτσεις θα τα δεις, και τα νταραβερια κ όλα. Ενώ ο σκυλάς την εύρισκε κι ας του τα παίρνανε. Θα έκανε το χαβαλέ που γουστάριζε, θα καψουρευότανε τη γκόμενα που τραγούδαγε, θα του έκανε αυτή το παιγνιδάκι της, σου λέει εδώ τα χει να του τα πάρουμε, έτσι, μια χαρούλα. Το σκυλάδικο σου λέω ειν’ ο έλληνας."

Ο Παύλος Παυλίδης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αχαρνών (Μενίδι), με το συνδυασμό Ακηδεμόνευτη Παναχαρναϊκή Κίνηση Πολιτών.

Καλό Χειμώνα σε όλους.

1Χριστοδουλόπουλο 2ο μαιτρ του ευαγούς ιδρύματος 3Σακελλαρίου 4τσιγγάνοι 5Παπαδοπούλου