Το μήνυμα είχε ως εξής:
Χτες, γυρίζοντας σπίτι, γύρω στις
τεσσερις παρα τεταρτο, στην εθνικη,
λίγο μετά τη ρενώ, ενώ είμαι δεξιά, μια
νταλίκα διπλή που δε με είδε, έπιασε
το αμαξάκι με τον προφυλακτήρα της,
γύρισε το αμαξάκι μπροστά της, κάθετα,
και με πήρε σέρνοντας για περίπου
εκατό μέτρα. Επέμενα να γυρίζω το
τιμόνι, κατάφερα να ξεφύγω, αλλά
ξέφυγα προς τα εμπρός και αριστερά,
οπότε μπήκα με τη μούρη αντίθετα στο
δεύτερο ρεύμα της εθνικής, να κοιτάω
προς Αθήνα κι όλοι να μοιάζει να
έρχονται κατα πάνω μοιυ.
Δεν έπαθε κανείς τίποτε. Ένα αμάξι
έγινε ακορντεόν, το δικό μου - δεν
έγινε καραμπόλα, δε σφήνωσα κάτω απ τη
νταλίκα, δεν κινδύνεψαν άλλοι άνθρωποι.
Τρία λεπτά πριν έλεγα στον πατέρα του
γιού μου ότι το φλουρί της πίττας στο
σπίτι ξανάπεσε φέτος στην Παναγία
μας. Του έλεγα πως έπεσε στην Παναγία
μας που φυλάει το σπίτι χάρη στο
παιδί. Ε, δε φυλάει μόνο το σπίτι,
φυλάει και το κεφάλι μου.
Έχω ακούσει πολλές φορές ανθρώπους να
λένε, μετά από κάποιο σοβαρό
δυστύχημα, ότι όση ώρα κινδύνευαν
έβλεπαν τη ζωή τους να περνα μπροστά
τους. Δεν έβλεπα τίποτε τέτοιο. Είχαν
την εικόνα του μωρού μου καρφωμένη
στο μυαλό μου σαν προσευχή, μια
φωτογραφία περίπου, ακίνητος,
ακαθορίστου ηλικίας, νεογέννητος και
δεκαετής την ίδια ώρα. Με έσωσε η
προσευχή του κάθε βράδυ - να είναι η
μαμά καλά.Δόξα τω Θεώ.
Ακόμη είμαι σε κατάσταση σοκ. Δεν
πρέπει να κοιμηθώ 24 ώρες, είπε ο
γιατρός - κλέβω λίγο, λαγοκοιμάμαι και
ξυπνάω. Σκέφτομαι ότι μπορει να
ξαναχρειαστεί να οδηγήσω και με
πιάνει ναυτία.
Είχα καθήσει στο καθισμα κι έκλαιγα
σα μικρό παιδί - ο νταλικιέρης έλεγε
"να τελειώνουμε, έχουμε και δουλειές"
και "που να σε δω" και "που να σε
ακούσω", λες και γρατσουνιστήκαμε...
Ούτε με άγγιξε, ούτε μια ανθρώπινη
κουβέντα.
Το έστειλα. Μετά, σκεφτόμουν σε ποιόν με ένοιαξε να το πω. Ποιός ήταν αυτός που ήθελα να ξέρει. Που ήθελα να γράψω τον τρόμο μου, το σοκ, τα δάκρυά μου, σε ποιά αγκαλιά ένοιωθα να υπάρχει αλήθεια. Ήθελα στη λίστα των αγαπημένων. Που με αγκάλιασαν αμέσως.
Όχι στο μπλογκ.
Όχι στο μπλογκ.
Γιατί, την ώρα του φόβου του θανάτου, δεν άντεχα την κακία και τη μικρότητα των γνωστών μικρών και κακών. Γιατί δεν ήθελα τις ψεύτικες ευχές αυτών που το μίσος τους κι οι εμμονές τους ξεχυλίζουν, που το προσωπικό της συγγνώμης δεν το έστειλαν ποτέ, ακόμη κι αν μόνο καλό είδαν από μένα. Τους ματαιωμένους, που με χαρά θα μου έδιναν και μία εκείνη την ώρα. Που η φτήνεια τους είναι τόση που πάω στοίχημα πως το 'χουν ευχηθεί αυτό που έγινε - έχω δει αντίστοιχα γραμμένα, ως και περί ευγονικής που θα έπρεπε να ασκηθεί στο άτομόν μο'. Σε όσους κρύβουν τον μισογυνισμό τους, την ομοφοβία τους και την ερωτική πείνα τους πίσω από επιθέσεις του τύπου που γνώρισα εδώ.
Σήμερα, κάποια στιγμή ο αγαπημένος μου μου διάβασε δυό γραμμές από το φαρμάκι ενός μικρόψυχου εμμονικού. Σήμερα στη στιγμή της αδυναμίας και της ζάλης. Του είπα "δε θέλω αυτό τον άνθρωπο στη ζωή μου, στο σπίτι μου. Γιατί τον φέρνεις εδώ μέσα;". Και ξαναγύρισα να ξαναδιαβάσω τα μεηλ των ανθρώπων.
Όχι, δεν θέλω αυτούς τους ανθρώπους να μολύνουν τη ζωή μου. Κι άρα το κλείνω.
Ύστερα ήρθε το μήνυμα της Δισκολάτας της ολόγλυκης. Παιδί χρυσό με το ωραίο του φουστάνι - κάνε βρε μια στροφούλα να σε δω! Κι είπα ότι χρωστάω μια εξήγηση στους αγαπημένους. Γιατί έχει κι από σας - τους περισσότερους.
Σας φιλώ και σας χαιρετώ. Δεν ξέρω αν ποτέ, αν και πότε, θα ξαναγράψω εδώ. Περιμένω απαντήσεις σε δύο συνεντεύξεις - αυτές όταν έρθουν θα τις ποστάρω (ακους, Γεώργιε της Σκανδιναβίας? Πότε βρε θα απαντήσεις;). Ως εκεί.
Δεν χάνει η Βενετιά βελόνι, άλλωστε.
Τεσπα, ήθελα να πω πως δεν ήταν αυτός ο λόγος που άνοιξα αυτό το μπλογκ. Είχα να γράφω - εικοσιδύο χρόνια γράφω επαγγελματικώς κι η δουλειά μου με τους μετανάστες έχει πλούσιες ανταμοιβές όταν αποδίδει. Εκείνο που με συγκινούσε ήταν η καινούρια κοινωνία. Τελικώς, ούτε καινούρια είναι, ούτε κοινωνία, όμως. Παράλληλοι μονόλογοι. Χιλιάδες μικρά βήματα στο βίρτσουαλ χάυδ παρκ.
Να σας έχει ο Θεός γερούς. Και, προσοχή στην κολακεία.
Όσοι ήπιαμε κρασί, θα ξαναπιούμε. Κι όσους καφέδες χρωστάω θα τους κερασω - α, α, παρακαλώ! Να έχετε ένα υπέροχο 2007.