Mirandolina

30.12.06

Τα κεράσματα του χρόνου

Μικρή. Τοσηδά.

Ο μπαμπάς λείπει. Η μαμά, κοριτσάκι, ούτε τριάντα ακόμη, με δύο παιδιά, πρωτοχρονιάτικο. Δεν ξέρω αν την πείραξε που θα ήταν μόνη. Η αγωνία της που κατάλαβα ήταν μήπως νοιώσουμε την έλλειψη του μπαμπά.

Αλλάξαμε οι τρεις μας το χρόνο. Ντυμένοι τα καλά μας. Παίξαμε μονά ζυγά με φουντούκια. Κόψαμε τη βασιλόπιττα. Ο μπαμπάς πήρε τηλέφωνο από τη Μυτιλήνη. Είχε περάσει γιορτές στη μοναξιά του ξενοδοχείου. Δε μου είχε λείψει. Νομίζω μόνο στη μαμά έλειπε, μόνο η μαμά έβλεπε αυτή την έλλειψη της μιας, βαρύτατα συμβολικής, γιορτής, σημαντική. Για μένα… είναι σαν ο μπαμπάς να μην έλειψε ποτέ από τη ζωή μας, όσο κι αν έλειψε κάποιες μέρες. Γιατί τότε οι μέρες δε φορτίζονταν σημεία - οι μέρες απλώς ήταν. Όλες μαζί. Αδιαχώριστες.
Η μαμά φορούσε εκείνο το φόρεμα το ολόμαλλο, ύφασμα λεπτό και ζεστό, κεντημένο στο χέρι σ' όλο το λαιμό γύρω γύρω, ραμμένο από μοδίστρα ξακουστή. Το 'χω φυλαγμένο, μες στην ειδική θήκη. Κάποτε βρήκα ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια, μαύρα μεταξωτά, ολοκέντητα, στο χέρι, που το κεντρικό τους μοτίβο ήταν το ίδιο με το κεντρικό μοτίβο στο φόρεμα της μαμάς. Τα αγόρασα κι ας κάναν μια περιουσία - για μένα, δηλαδή. Είναι στο υφασμάτινο σακκουλάκι τους φυλαγμένα, μες σε μεταξωτό χαρτί. Αφόρετα. Στο λαιμό της κρεμάστρας του φορέματος, της ειδικής θήκης. Δεν της το έχω πει, ποτέ δεν της τα έδειξα, μα νομίζω τα πήρα δώρο της μαμάς.

Ο μπαμπάς μεγαλώνει. Οι φίλοι του που φεύγουν. Τους μελετούσε έναν έναν ανήμερα τη γιορτή του. Μες στο χρόνο πόσοι φίλοι του φύγαν. Μεγαλώνει. Το μυαλό φυραίνει, το λέει συνέχεια. Καλά που έχει την εφημερίδα, να ασχολείται. Οι δημοσιογράφοι της δικής του γενιάς γυρίζουν στο χωριό και βγάζουν την τοπική εφημερίδα. Οι αληθινές τους σχέσεις είναι αυτές. Το χωριό κι η εφημερίδα. Όσο περνάει ο καιρός γίνεται πιο ευσυγκίνητος. Βουρκώνει με το παραμικρό. Η ζωή τον συγκινεί όπως ποτέ. Ή όπως τα παιδιά. Βουρκώνει με τις μνήμες του, βουρκώνει αγκαλιάζοντας τα εγγόνια. Τι μένει;

Προχτές, θυμόταν το Μελά. Ήταν ο δάσκαλός του στη σχολή δημοσιογραφίας του Ομήρου. Την Ελληνοαμερικανική - έτσι την έλεγαν. Έχει φυλαγμένα τα μπλοκάκια του με τις σημειώσεις. Απόφοιτος της Ζωσιμαίας αποφοιτήσας μετ' επαίνων, αγαπημένος μαθητής του Μελά, ηπειρώτης ανέσπερος. Τι μένει;

Έλεγε για το Μελά και του έλεγα για τον φίλο μου τον Πάνο, που πολύ τον αγαπάω. Τι μένει; Ο πατέρας του Πάνου. Τη μια χρονιά τα δώρα, τα τηλέφωνα, οι ρεβεράντζες στον παντοδύναμο δευθυντή. Την άλλη, τρία τηλέφωνα όλα κι όλα στον απολυμένο δημοσιογράφο. "Και, ξέρεις, κι οι τρεις που πήραν ήταν πολιτικοί του αντίπαλοι. Κι αυτοί μόνο νοιάστηκαν να τον βοηθήσουν". Τον αριστερό απολυμένο δημοσιογράφο. Τι μένει;
Ο θείος κι η θεία, όταν έρχονταν στο σπίτι τέτοιες μέρες, έφερναν πέτιφούρ. Έτσι. Πέ-τι-φούρ. Δίτονα. Πέτιφούρ στα χρώματα-σημεία της αθωότητας. Τότε που η αθωότητα δεν φορτίζονταν σημεία - η αθωότητα απλώς ήταν.

Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη, πού υπάρχουν, ποιός κι άν τα πουλά. Έχω χρόνια να τα δω στα ζαχαροπλαστεία. Δεν τα ψάχνω, είναι αλήθεια. Ούτε θα τα ζαχάρωνα (τι ωραία λέξη) αν τα έβλεπα ξανά μπροστά μου. Θα συνεκινούμην όμως. Όπως την ώρα που μάζευα φωτογραφίες από το ιντερνέτι, για να σας ετοιμάσω τα κεράσματα.
Το μικρό μου έχει 39,2 σήμερα. Κρατάει σφιχτά το χέρι, τα ματάκια του είναι κόκκινα, παίρνει ήσυχος το φάρμακό του. Δεν πέφτει ο πυρετός. Ο μπαμπάς του κρατάει το χέρι. Τα μάτια κόκκινα, το δάκρυ κρυφό. Τι μένει;
Καλή χρονιά να έχουμε. Αγαπητικήν. Και μιαν ευχή στην υγεία του πατέρα. Όλων των μπαμπάδων μας. Και απύρετο το 2007.

22.12.06

Χριστός Γεννάται

με την προσευχή στη διαπασών.. έτσι...



Καλά Χριστούγεννα σε όλους! Ότι ποθείτε!

18.12.06

Η διαθήκη του

Επιθυμώ να ταφώ με τρόπο απλό, όπως έζησα. Δεν θέλω επικήδειους. Μονάχα λίγα λουλούδια θα «ζήταγα» από τους συμμαθητές του Δημοτικού, που μαζί μεγαλώσαμε τρείς - τρεις στα θρανία.

Κανένα περιουσιακό στοιχείο δεν επεδίωξα και δεν απόκτησα ποτέ. Και δεν έχω να αφήσω τίποτα σε κανέναν. Οι αγώνες μου - που έδωσα μαζί με τόσους άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες - φοιτητικοί, πολιτικοί, συνδικαλιστικοί, καλλιτεχνικοί, πολιτιστικοί, αντιπολεμικοί, αισθητικοί και δημοσιογραφικοί αποτελούν μία παρακαταθήκη. Αυτή όμως υπάρχει και στα τρία βιβλία μου - και το τέταρτο το υπό .. .έκδοση- που δεν έτυχαν πάντως (με ευθύνη μου) μιας σωστής επιμέλειας.

Όσο για το βιβλίο του πατέρα θα ήθελα από τις πωλήσεις να περισσέψουν κάποια χρήματα για να προβληθεί ο αντιαποικιοκρατικός, αντιιμπεριαλιστικός, λαϊκός, πατριωτικός και σοσιαλιστικός αγώνας του ΕΜΠΑ(Εθνικό Μέτωπο Πανδωδεκανησιακής Απελευθέρωσης) στα Δωδεκάνησα.

Θάθελα πολύ οι συγγενείς, οι φίλοι και οι σύντροφοι που τόσο με αγάπησαν και τους αγάπησα να αγαπούν από εδώ και πέρα ακόμη περισσότερο τη μητέρα και τον αδελφό μου, αλλά και τις δύο κυρίες που βοηθούν στο πατρικό σπίτι, την κυρία Κική και την Ευγενία.

Θα επιθυμούσα, τέλος, το πιάνο μου να δοθεί στο Δημοτικό Ωδείο της Σύμης. Κάποια βιβλία που θα επέλεγε ο αδελφός μου θα ήθελα να πήγαιναν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πάτρας και το Πανεπιστήμιο Πατρών. Και για το αρχείο, τα υπόλοιπα βιβλία, τη «μουσική βιβλιοθήκη», τα όμορφα λιγοστά λουλούδια μου να αποφασίσει ο αδελφός μου Δημήτρης, συμβουλευόμενος τους αγαπημένους συγγενείς και φίλους για το πού θα μπορούσε - όσα δεν θα κρατούσε - να προσφέρει.

Ταξίδεψα, αγάπησα, με αγάπησαν, πάλεψα, συγκρούσθηκα. Ήμουν τυχερός!

Σας χαιρετώ
Γιάννης Ε. Διακογιάννης, 23.3.2006

Και για το κόπυ πέηστ, Μιραντολίνα

16.12.06

δουλειά, δουλειά, δουλειά



δουλειά.

μετράω τις λέξεις μου σαν πυρετό.

δουλειά.

εκατό επί διακόσια - λέξεις της διαφήμισης

τριακόσια επί πέντε συν πεντακόσια επί δέκα

δύο χιλιάδες ακόμη κάθε Κυριακή

διορθώσεις τη Δευτέρα

δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω, θέλει συμπλήρωμα

να ενημερώσω τη ντάταμπέης: αλλαγές κοντακτ ντητέηλζ της φρηη λανσερ

φρηη;; σιγά μην είμαι λεύτερη

δουλειά δουλειά δουλειά

κλέβω δευτερόλεπτα για να μετρήσω τις ανάσες του αυτοκράτορα στην αγκαλιά μου
τικ τακ
δεν έχω άλλα
τικ τακ
δευτερόλεπτα
τικ τακ
δεν έχω δευτερόλεπτα
τικ τακ
δευτερόλεπτα να σας χαρώ
τικ τακ κάνω πως βάζω καφέ τικ να κλέψω τη μικρή σας προσευχή τακ ο αμβροζ μου τικ, ο ακίνδυνος τακ, ο λεΝονς, το σπουργιτάκι, τικ τακ τικ τακ ο ιωάννης κι ο δάσκαλός του, ο γεώργιος κι ο εσκί μας, τικ τακ ο καπετάνιος κι ο κάπταιν, ο σκύλος κι η γάτα, τικ τακ τικ τακ τι να κάνουν; λίγο γάλα, έχω ευλογία τικ τι κάνουν τα άλλα παιδιά; η χουανίτα, η γιάννα, η νιφάδα, το φωτόσπαθο κι η ντισκολάτα; τα κορίτσια μας τι κάνουν; τι μαγειρεύεις πάλι Κική; τικ θα το κάψω τακ. ο έντεκας έγινε δώδεκας ή ακόμη να κάνει κοκοράκια η φωνή; ένα ανακάτεμα ακόμη τικ το μαύρο πρόβατο να το καλέσουμε στις Βρυξέλλες; Πρέπει να βρω σπίτι - γραφείο σπίτι σπίτι δουλειά δουλειά σπίτι γραφείο - τι να κάνουν τικ τακ οι φίλοι τικ δεν προλαβαίνω τακ στη δουλειά τικ ρουφηξιά και τελευταία σκέψη πριν τακ τικ τακ

κλεμμένα δευτερόλεπτα στην άκρη του γκρεμού
να θυμηθώ να τους στείλω κάρτα:

Αγαπημένοι μου,

σας γράφω με μάτια στεγνά - ξέρετε πόσο σιχαίνομαι τα μάτια στεγνά.

Αγαπημένοι μου,

με εξορίσανε στη χώρα της δουλειάς. Πόνος πολύ και μοναξιά και νόστος ανήμερος που είναι δω κι ας μην τολμάω να τον αντικρύσω.

Αγαπημένοι μου,

με πνίγει ο επιούσιος, κι ας είμαι απ τους τυχερούς που επιτηςουσίας ονειρεύονται τη γιορτή που ζουν

δουλειά, αγαπημένοι μου, δουλειά

με βουρδουλίζω πρωί βράδυ, τσούζουν τα μάτια, ξεραϊλα, με καίει η λάμπα της ανάκρισης από πάνω, επαναστατώ, εμπρός της γης οι κολασμένοι, θέλω να ζητήσω το οκτάωρο, πότε είναι αυτή η διαδήλωση του χέυμάρκετ να πάω κι εγω; Να απαιτήσουμε το οκτάωρο. Πρέπει να κερδίσουμε το οκτάωρο. Ίσως και το εξαήμερο. Που ξέρεις; μπορεί κάποτε, μπορεί...

δευτερόλεπτα

είμαι κουρασμένη, γεννιούνται όμορφα πράγματα, διόλου κουρασμένα - ίσως γιατί τα βουτάω στη δροσιά το πρωί να τα χαρείτε οι φίλοι, που μου λείπετε οι φίλοι, που θα χαρείτε οι φίλοι. Να ξέρετε οι φίλοι πως δεν ξεχνιούνται οι φίλοι. Δώρο εορτών. Να στείλω δωράκι, μη χαθούμε, να σκορπίσω ψίχουλα και πετραδάκια πετραδάκια. Τι να στείλω; να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραζώνει.. να στείλω λόγια της καρδιάς;

του μπη κοντινιουντ

10.12.06

Ένα Γουρούνι Λιγότερο

Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που σκέφτομαι πως,
αν δεν υπάρχει (που δεν υπάρχει) η Κόλαση,
θα έπρεπε να την εφεύρουμε.


Στα τσακίδια.
Σκατά στον τάφο του.

Aς μη ξεχάσουμε ποτέ.

4.12.06

Αλτσχάιμερ

Αμαρτία εξομολογημένη: τότε που ήμουν μικρή και άμαθη και one of the boys (πολύ πριν ιδρύσω το κλαμπ των μεγαλοκοπελλών και προσχωρήσω δια παντός στις επαναστατικές δυνάμεις, δηλαδή) φλέρταρα για λίγο με την κοινοβουλευτική αριστερά (δεν το ξανακάνω). Και επειδή η σταλινοαριστερά δεν ήταν του γούστου μου, πήγαινα και σε συγκεντρώσεις του ΚΚΕεσ... Ουφ, τα είπα και ησύχασα!

Ομοίως, τα είπε και ο Λεωνίδας (Λεωνίδας;;; κάποιος νονός είχε πολύ χιούμορ!) Κύρκος στον Αλέξη Παπαχελά και την Καθημερινή:

"Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν".

Λέει κι άλλα ονόματα ο σοβαρός άνθρωπος (αζ οποουζντ του γελοίος, γιου νόου...). Και μετά, κάνει τη σούμα:

"Ανθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν»
Εγώ τον Κύρκο, λοιπόν, τότε που, μικρή κι αθώα, φλέρταρα με την γελοιοδημοκρατία, τον είδα πιο κοντά από τα είκοσι μέτρα. Και κατάλαβα ότι ακόμη κι ως παίκτης πνευστών μια μετριότης ήταν. Προ-Ανδρουλάκης με φυσαρμόνικα μι εις την νι. Από την άλλη, είχε παιδεία για το ρόλο που εκλήθη να αναλάβει, όπως και να το κάμεις. Δες πόση ήτο η ΕΔΑ και δες που έφερε τον επίγονό της! Εμ βέβαια! Δεν ήταν σαν κάτι περίεργους εξωτικούς κι απαίδευτους - δεν ξέρω καν που πάω και τους θυμάμαι κάτι τύπους σαν το Ζαπάτα και τον Πάντσο Βίγια, σαν το Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, και, το χειρότερο, σαν εκείνον τον τρομοκράτη τον Άρη Βελουχιώτη, που συνεργάστηκε και με την "Ε.Ο. 17Ν" (ειδικότερον, συνεργάστηκε η φωτογραφία του, δηλαδή είναι ένοχος βάσει των κανόνων της σίας ί έι).

Ο Μάρκος Β. δεν είναι εδώ να απαντήσει στα τρομερά και φοβερά του κυρίου Κύρκου. Είναι ο άλλος Μάρκος - ο Σουμπκομαντάντε- στο πόδι του. Αυτός των "απαίδευτων" και "γελοίων" ιθαγενών. Αυτός που είπε κάποτε σε κάτι τουρίστες κάτι που ο συνονυμ του δε μπορεί να πει στον Λεωνίδα:

Να με συγχωρείτε που σας ξεβολεύω, αλλά πρόκειται για επανάσταση.

Επανάσταση. Γιου νόου;

1.12.06

Επ! Τι βλέπω;

Μα είναι δυνατόν; Μα, πως μπορείς; Απο και κλείεται να το δεχθώ στο λέω. Ή είναι Σάββατο ή δεν είναι. Ή είναι 2η του Δεκέμβρη ή δεν είναι. Είναι; Ε, βέβαια είναι. Κι αφού είναι, άντε, ποδαράκια μου. Τώρα αμέσως - α με σως! - να πας πίσω στο περίπτερο. Και να την απαιτήσεις.
Από δω και πέρα, Σάββατο χωρίς την χάρη της είναι ένα άγευστο, μεσοβέζικο Σάββατο.
Τι θέλω να σου πω; Να τι θέλω να σου πω: Από αυτό το Σαββατο και κάθε δεύτερο Σάββατο, μη ξεχνάς τη Ρήξη!