Τα κεράσματα του χρόνου
Μικρή. Τοσηδά.
Ο μπαμπάς λείπει. Η μαμά, κοριτσάκι, ούτε τριάντα ακόμη, με δύο παιδιά, πρωτοχρονιάτικο. Δεν ξέρω αν την πείραξε που θα ήταν μόνη. Η αγωνία της που κατάλαβα ήταν μήπως νοιώσουμε την έλλειψη του μπαμπά.
Αλλάξαμε οι τρεις μας το χρόνο. Ντυμένοι τα καλά μας. Παίξαμε μονά ζυγά με φουντούκια. Κόψαμε τη βασιλόπιττα. Ο μπαμπάς πήρε τηλέφωνο από τη Μυτιλήνη. Είχε περάσει γιορτές στη μοναξιά του ξενοδοχείου. Δε μου είχε λείψει. Νομίζω μόνο στη μαμά έλειπε, μόνο η μαμά έβλεπε αυτή την έλλειψη της μιας, βαρύτατα συμβολικής, γιορτής, σημαντική. Για μένα… είναι σαν ο μπαμπάς να μην έλειψε ποτέ από τη ζωή μας, όσο κι αν έλειψε κάποιες μέρες. Γιατί τότε οι μέρες δε φορτίζονταν σημεία - οι μέρες απλώς ήταν. Όλες μαζί. Αδιαχώριστες.
Η μαμά φορούσε εκείνο το φόρεμα το ολόμαλλο, ύφασμα λεπτό και ζεστό, κεντημένο στο χέρι σ' όλο το λαιμό γύρω γύρω, ραμμένο από μοδίστρα ξακουστή. Το 'χω φυλαγμένο, μες στην ειδική θήκη. Κάποτε βρήκα ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια, μαύρα μεταξωτά, ολοκέντητα, στο χέρι, που το κεντρικό τους μοτίβο ήταν το ίδιο με το κεντρικό μοτίβο στο φόρεμα της μαμάς. Τα αγόρασα κι ας κάναν μια περιουσία - για μένα, δηλαδή. Είναι στο υφασμάτινο σακκουλάκι τους φυλαγμένα, μες σε μεταξωτό χαρτί. Αφόρετα. Στο λαιμό της κρεμάστρας του φορέματος, της ειδικής θήκης. Δεν της το έχω πει, ποτέ δεν της τα έδειξα, μα νομίζω τα πήρα δώρο της μαμάς.
Ο μπαμπάς μεγαλώνει. Οι φίλοι του που φεύγουν. Τους μελετούσε έναν έναν ανήμερα τη γιορτή του. Μες στο χρόνο πόσοι φίλοι του φύγαν. Μεγαλώνει. Το μυαλό φυραίνει, το λέει συνέχεια. Καλά που έχει την εφημερίδα, να ασχολείται. Οι δημοσιογράφοι της δικής του γενιάς γυρίζουν στο χωριό και βγάζουν την τοπική εφημερίδα. Οι αληθινές τους σχέσεις είναι αυτές. Το χωριό κι η εφημερίδα. Όσο περνάει ο καιρός γίνεται πιο ευσυγκίνητος. Βουρκώνει με το παραμικρό. Η ζωή τον συγκινεί όπως ποτέ. Ή όπως τα παιδιά. Βουρκώνει με τις μνήμες του, βουρκώνει αγκαλιάζοντας τα εγγόνια. Τι μένει;
Προχτές, θυμόταν το Μελά. Ήταν ο δάσκαλός του στη σχολή δημοσιογραφίας του Ομήρου. Την Ελληνοαμερικανική - έτσι την έλεγαν. Έχει φυλαγμένα τα μπλοκάκια του με τις σημειώσεις. Απόφοιτος της Ζωσιμαίας αποφοιτήσας μετ' επαίνων, αγαπημένος μαθητής του Μελά, ηπειρώτης ανέσπερος. Τι μένει;
Έλεγε για το Μελά και του έλεγα για τον φίλο μου τον Πάνο, που πολύ τον αγαπάω. Τι μένει; Ο πατέρας του Πάνου. Τη μια χρονιά τα δώρα, τα τηλέφωνα, οι ρεβεράντζες στον παντοδύναμο δευθυντή. Την άλλη, τρία τηλέφωνα όλα κι όλα στον απολυμένο δημοσιογράφο. "Και, ξέρεις, κι οι τρεις που πήραν ήταν πολιτικοί του αντίπαλοι. Κι αυτοί μόνο νοιάστηκαν να τον βοηθήσουν". Τον αριστερό απολυμένο δημοσιογράφο. Τι μένει;
Ο θείος κι η θεία, όταν έρχονταν στο σπίτι τέτοιες μέρες, έφερναν πέτιφούρ. Έτσι. Πέ-τι-φούρ. Δίτονα. Πέτιφούρ στα χρώματα-σημεία της αθωότητας. Τότε που η αθωότητα δεν φορτίζονταν σημεία - η αθωότητα απλώς ήταν.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη, πού υπάρχουν, ποιός κι άν τα πουλά. Έχω χρόνια να τα δω στα ζαχαροπλαστεία. Δεν τα ψάχνω, είναι αλήθεια. Ούτε θα τα ζαχάρωνα (τι ωραία λέξη) αν τα έβλεπα ξανά μπροστά μου. Θα συνεκινούμην όμως. Όπως την ώρα που μάζευα φωτογραφίες από το ιντερνέτι, για να σας ετοιμάσω τα κεράσματα.
Το μικρό μου έχει 39,2 σήμερα. Κρατάει σφιχτά το χέρι, τα ματάκια του είναι κόκκινα, παίρνει ήσυχος το φάρμακό του. Δεν πέφτει ο πυρετός. Ο μπαμπάς του κρατάει το χέρι. Τα μάτια κόκκινα, το δάκρυ κρυφό. Τι μένει;
Ο μπαμπάς λείπει. Η μαμά, κοριτσάκι, ούτε τριάντα ακόμη, με δύο παιδιά, πρωτοχρονιάτικο. Δεν ξέρω αν την πείραξε που θα ήταν μόνη. Η αγωνία της που κατάλαβα ήταν μήπως νοιώσουμε την έλλειψη του μπαμπά.
Αλλάξαμε οι τρεις μας το χρόνο. Ντυμένοι τα καλά μας. Παίξαμε μονά ζυγά με φουντούκια. Κόψαμε τη βασιλόπιττα. Ο μπαμπάς πήρε τηλέφωνο από τη Μυτιλήνη. Είχε περάσει γιορτές στη μοναξιά του ξενοδοχείου. Δε μου είχε λείψει. Νομίζω μόνο στη μαμά έλειπε, μόνο η μαμά έβλεπε αυτή την έλλειψη της μιας, βαρύτατα συμβολικής, γιορτής, σημαντική. Για μένα… είναι σαν ο μπαμπάς να μην έλειψε ποτέ από τη ζωή μας, όσο κι αν έλειψε κάποιες μέρες. Γιατί τότε οι μέρες δε φορτίζονταν σημεία - οι μέρες απλώς ήταν. Όλες μαζί. Αδιαχώριστες.
Η μαμά φορούσε εκείνο το φόρεμα το ολόμαλλο, ύφασμα λεπτό και ζεστό, κεντημένο στο χέρι σ' όλο το λαιμό γύρω γύρω, ραμμένο από μοδίστρα ξακουστή. Το 'χω φυλαγμένο, μες στην ειδική θήκη. Κάποτε βρήκα ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια, μαύρα μεταξωτά, ολοκέντητα, στο χέρι, που το κεντρικό τους μοτίβο ήταν το ίδιο με το κεντρικό μοτίβο στο φόρεμα της μαμάς. Τα αγόρασα κι ας κάναν μια περιουσία - για μένα, δηλαδή. Είναι στο υφασμάτινο σακκουλάκι τους φυλαγμένα, μες σε μεταξωτό χαρτί. Αφόρετα. Στο λαιμό της κρεμάστρας του φορέματος, της ειδικής θήκης. Δεν της το έχω πει, ποτέ δεν της τα έδειξα, μα νομίζω τα πήρα δώρο της μαμάς.
Ο μπαμπάς μεγαλώνει. Οι φίλοι του που φεύγουν. Τους μελετούσε έναν έναν ανήμερα τη γιορτή του. Μες στο χρόνο πόσοι φίλοι του φύγαν. Μεγαλώνει. Το μυαλό φυραίνει, το λέει συνέχεια. Καλά που έχει την εφημερίδα, να ασχολείται. Οι δημοσιογράφοι της δικής του γενιάς γυρίζουν στο χωριό και βγάζουν την τοπική εφημερίδα. Οι αληθινές τους σχέσεις είναι αυτές. Το χωριό κι η εφημερίδα. Όσο περνάει ο καιρός γίνεται πιο ευσυγκίνητος. Βουρκώνει με το παραμικρό. Η ζωή τον συγκινεί όπως ποτέ. Ή όπως τα παιδιά. Βουρκώνει με τις μνήμες του, βουρκώνει αγκαλιάζοντας τα εγγόνια. Τι μένει;
Προχτές, θυμόταν το Μελά. Ήταν ο δάσκαλός του στη σχολή δημοσιογραφίας του Ομήρου. Την Ελληνοαμερικανική - έτσι την έλεγαν. Έχει φυλαγμένα τα μπλοκάκια του με τις σημειώσεις. Απόφοιτος της Ζωσιμαίας αποφοιτήσας μετ' επαίνων, αγαπημένος μαθητής του Μελά, ηπειρώτης ανέσπερος. Τι μένει;
Έλεγε για το Μελά και του έλεγα για τον φίλο μου τον Πάνο, που πολύ τον αγαπάω. Τι μένει; Ο πατέρας του Πάνου. Τη μια χρονιά τα δώρα, τα τηλέφωνα, οι ρεβεράντζες στον παντοδύναμο δευθυντή. Την άλλη, τρία τηλέφωνα όλα κι όλα στον απολυμένο δημοσιογράφο. "Και, ξέρεις, κι οι τρεις που πήραν ήταν πολιτικοί του αντίπαλοι. Κι αυτοί μόνο νοιάστηκαν να τον βοηθήσουν". Τον αριστερό απολυμένο δημοσιογράφο. Τι μένει;
Ο θείος κι η θεία, όταν έρχονταν στο σπίτι τέτοιες μέρες, έφερναν πέτιφούρ. Έτσι. Πέ-τι-φούρ. Δίτονα. Πέτιφούρ στα χρώματα-σημεία της αθωότητας. Τότε που η αθωότητα δεν φορτίζονταν σημεία - η αθωότητα απλώς ήταν.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη, πού υπάρχουν, ποιός κι άν τα πουλά. Έχω χρόνια να τα δω στα ζαχαροπλαστεία. Δεν τα ψάχνω, είναι αλήθεια. Ούτε θα τα ζαχάρωνα (τι ωραία λέξη) αν τα έβλεπα ξανά μπροστά μου. Θα συνεκινούμην όμως. Όπως την ώρα που μάζευα φωτογραφίες από το ιντερνέτι, για να σας ετοιμάσω τα κεράσματα.
Το μικρό μου έχει 39,2 σήμερα. Κρατάει σφιχτά το χέρι, τα ματάκια του είναι κόκκινα, παίρνει ήσυχος το φάρμακό του. Δεν πέφτει ο πυρετός. Ο μπαμπάς του κρατάει το χέρι. Τα μάτια κόκκινα, το δάκρυ κρυφό. Τι μένει;