Gracias, maestro!
όποιος την πόλη γνώρισε το ξέρει. Εκεί που οι τουρίστες χαζολογάνε τις καταλανές με τα μακρυά, γεροδεμένα πόδια και τα μελαχροινά αγόρια με το κορμί μαχαίρι, εκεί τη νύχτα βγαίνουν τα κορίτσια για πελάτες, ακουμπισμένα στις αρχαίες πέτρες, το πόδι προτεταμένο, όπως στις ζωγραφιές της χάρτινης τέχνης, με το μέηκ απ βαρύ - κάποτε όχι - τα μίνι, το δίχτυ, τα στερεότυπα του ξωφλιμένου κόσμου που αγοράζει ανθρώπους και κάνει και παζάρι χωρίς να κοκκινίζει.
στη ράμπα, λοιπόν, στο καφέ ντελ οπερά, το αρ νουβώ, με τους καθρέφτες, στο τραπέζι στο βάθος δεξιά, όταν δεν εύρισκα -και συνήθως δεν εύρισκα- τραπέζι έξω -δυό όλα κι όλα-, έγραφα κι έστελνα στον ΗΧΟ τη στήλη.
εκείνο το βράδυ βρήκαμε τραπέζι έξω. ο αδελφός με ακουμπισμένη την παλιά Ζενίτ στο στήθος κοιτούσε - όπως κοιτούν όσοι γνωρίζουν να κοιτούν - εγώ έγραφα, ήτανε μία ή δύο το πρωί, θα σε γελάσω, έγραφα όταν άρχισε η φασαρία, η γιορτή, το χειροκρότημα, και τα άφησα όλα, τα χαρτιά, την μικρή μου ολοκόκκινη φορητή μπράδερ, σήκωσα το βλέμμα, ο αδελφός σήκωσε τη μηχανή, να απαθανατίσει το Μαέστρο στη μέγιστη αποθέωση
το Μαέστρο που, αφού είχε φύγει το κοινό που 'χε την ευτυχία να τον χαρεί, αφού χάρηκε την λεπτότητα του κτιρίου και την οσμή των άνθεων φαντάζομαι, στο μεστό λουλούδια καμαρίνι του φαντάζομαι, είχε βγει από την όπερα απέναντι, είχε βγει στο δρόμο ήρεμος νόμιζε, μόνος κι ήσυχος νόμιζε, να χαρεί τη πόλη χωρίς φανφάρες νόμιζε
μα η πόλη ποτέ δεν κοιμάται κι ας νόμιζε κι έτσι τον είδαν τα κορίτσια, τον αναγνώρισαν οι πουτάνες, αυτές οι πόρνες της Βαρκελώνης της κλασσικής και του Πικάσσο κι άρχισαν να χειροκροτούν και να τον πλησιάζουν οι πρώτες κι ύστερα κι άλλες κι άλλες και ένα κορίτσι μεγαλόσωμο, δίμετρο, ζουμπουρλούδικο, με στήθη ολόλευκα δεν άντεξε και τα έγδυσε μπροστά του, δωρεάν, ωσάν αυτή που έλαβε, κι έτσι μαζευτήκανε καμμιά εικοσαριά πόρνες να χειροκροτούν και τότε τρεις τέσσερις τον πιάσανε και τον σηκώσανε στα χέρια, τον χαμογελαστό, ευτυχισμένο Μαέστρο που ολοφάνερα το απολάμβανε και το τσέλο του, για το οποίο στιγμή δεν ανησύχησε -μονάχα εγώ γαμώ τον μικροαστισμό που με πιάνει ώρες ώρες, μονάχα εγώ ανησύχησα μη του το κλέψουν, μα εκείνος ήξερε, κι έτσι διέσχισε τη ράμπλα, ψηλά, στα χέρια των πορνών της ράμπλας, με τα χειροκροτήματα τα τους και τα μας, με το τσέλο γυροβολιά και τους που τον συνόδευαν να χαμογελάν και να ακολουθούν σε κάποια απόσταση το χορικό της ράμπλας.
Ψάχνω τις φωτογραφίες μα δεν τις βρίσκω. Θα ξαναδώ, να τις βρω, να τις ανεβάσω. Νομίζω, ήμουν παρούσα σε μία από τις πιο όμορφες νύχτες του κόσμου και του Ροστραπόβιτς.