Στον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας, ανοξείδωτοι και αντικολλητικοί, όπως μας παραδόθηκε.
Στην Ουρμπάνα Σαμπέιν, το καλοκαίρι, μείναμε σε μιαν
αναρχοχριστιανική κομμούνα. Μία από τις πολλές που υπάρχουν στις ΗΠΑ. Η δική μου κοντινή αμερική - τα ολόφωτα παιδιά, που λέγανε σεμνά και ήρεμα τις ελληνικές τους λέξεις. Ο Λόγος, en archi en o Logos. Μας περίμεναν - είχαν προηγηθεί ηλεκτρονικές επαφές και συζητήσεις, όπως και με τους συντρόφους στην Αυστραλία. Μας είχαν προσφέρει φιλοξενία στην κομμούνα και τη δεχθήκαμε.
Το σπίτι. Μεγάλο, ξύλινο, ενός αιώνα. Κεντρικό κτίριο και δύο μικρότερα. Εμείς, σε καμαρούλα μια σταλιά. Μεγάλη, επαγελματική κουζίνα για τα συσσίτια. Σχεδόν όλοι τους χορτοφάγοι - στρώσανε με σαλάτες και μακαρονάδα. Ρωτούσαν όλο χαρά, πόσοι είναι οι αναρχοχριστιανοί στην Ελλάδα, πόσοι οι κοσμικοί αναρχικοί, από ποιά δόγματα προερχόμαστε..
Το σπίτι ήταν ενός αναρχοχριστιανού γιατρού στο μεσοπόλεμο. Το παραχωρούσε στην ομάδα των
Καθολικών Εργατών του Ουρμπάνα Σαμπέιν για τις συνελεύσεις τους και, όταν πέθανε, τους το άφησε κληρονομιά. Η ομάδα μετεξελίχθηκε σε πλήρως αναρχοχριστιανική. Το σπίτι έγινε κομμούνα.
Μένουν οι σύντροφοι, προσφέρουν χώρους σε άστεγους, σε κακοποιημένες γυναίκες, σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Θυμούνται πόσο αλλάζει το σπίτι όταν έρχονται παιδιά, πόσο πιο δύσκολα και πιο όμορφα είναι όλα τότε. Τα μεσημέρια οργανώνουν συσσίτια. Δουλεύουν όλοι - φοιτητές και μη. Οπως το όρισαν ο Παύλος κι ο Ντουρούτι. Κοιμούνται νωρίς τις καθημερινές. Τα κορίτσια εργάζονται σε μια μεγάλη γαλακτοπαραγωγική μονάδα, πέντε η ώρα πιάνουν δουλειά.
Τα έξοδα και μέρος των προσφερομένων στους έχοντες ανάγκη καλύπτονται από τη δουλειά των παιδιών. Τα υπόλοιπα από τις πιστές γιαγιάδες. "Έρχονται και φέρνουν τρόφιμα, δίνουν χρήματα. Δε ρωτάμε τι πρεσβεύουν πολιτικά, ούτε αυτές ρωτούν πολλά, συνήθως τους αρκεί που ξέρουν ότι όλα όσα προσφέρουν φτάνουν εκεί που πρέπει".
Δεν έχουν τηλεόραση. Έχουν ασύρματο ίντερνετ για όλους. Τα απογεύματα, μια ωρίτσα, συζητούν επί του ευαγγελίου ή επί του Κροπότκιν. Περάσαμε μαζί το απόγευμα τη μέρα του ευαγγελίου.
Οι δυό μας, έξι σύντροφοι από την κομμούνα και τρεις εξωτερικοί, συμπαθούντες. Οι δύο προέρχονται από την κοινότητα των Άμις, την οποία εγκατέλειψαν. Ο τρίτος είναι μεγάλη φάτσα. Πανέξυπνος, γελαστός και γήινος σαν το ξύλο που δουλεύει. Μαραγκός κι επιπλάς. Του χειροποίητου και του αχειροποίητου. Με κόκκινο ντάτσουν και δυνατό, παλιομοδίτικο γέλιο. Μάι κάιντ ο' γκάι.
Η κομπανιέρα, 23 ετών, η γαλατού μου, είχε απορίες. Μα, πως μπορεί ο Χριστός να ξέρανε τη συκιά που δεν του έδωσε καρπό; Ένα υπέροχο απόγευμα κουβέντας, αγγιγμάτων, ματιών που έλαμπαν, χαμόγελων. Ερμηνεύτηκαν τα ανερμήνευτα.
Δυό μέρες μείναμε. Κλεμμένες από αλλού. Μέρες που μας γέμισαν αγάπη. Τις θυμάμαι και χαμογελάω. Θυμάμαι τους συντρόφους μου των ελληνικών λέξεων, logos and anarchy, yeap! Και αηδιάζω με τον επαρχιωτισμό και την αρτηριοσκλήρωση της σημερινής ρωμέικης αριστεράς, με τον όμοιο επαρχιωτισμό και την αρτηριοσκλήρωση της δήθεν ορθοδόξου στάσεως όσων επιλέγουν να κοιτάνε αλλού όταν χρειάζεται να πάρουν θέση. Αηδιάζω με τα μειράκια που τολμούν να εκστομίζουν ότι ένας αναρχικός δεν μπορεί να ομιλεί περί πνευματικών δικαιωμάτων, αποχαρακτηρίζοντας (αυτά! αντάρτες της πορδής...) ανθρώπους της επανάστασης και της αφοσίωσης, σαν τον Παζ του "Οπλισμένου Λαού". Αηδιάζω με τους μεταπασόκους που τους έπιασε ο πόνος για την αριστερά, για τον αναρχισμό και για την ιδεολογική καθαρότητα - αυτούς, τους μπάσταρδους εργολάβους του δημοσίου, τους ασπόνδυλους υπαλλήλους των πολυεθνικών και τους επιγόνους τους. Κι ύστερα, θυμάμαι.
Ω, ναι, υπάρχει η ομορφιά, την είδα. Μου διηγήθηκε:
Κάποτε ο αναρχικός και ορθόδοξος αμάρτησε σωτήρια, αναζητώντας τις πληγές ενός φασίστα - εκείνου που το νερό δεν τονε δρόσισε, εκείνου που το νερό τον έπνιγε μονάχα.
Ήταν κι οι δύο ποιητές. Η φωνή μου.
Μαθηματική απόδειξη του Ezra PoundIn tempore senectutis ένας άνθρωπος
φουντωμένος απ τις λαλιές ερημωμένος
αντιλαλεί στα βρεφικά χαράματα- που ο ήλιος
άβγαλτος ωθεί τη διαύγεια
καταπάνω με ουράνια δύναμη-
πιασμένος απ την ερινύα ο γενειοφόρος πετεινός
αντιλαλεί: Mortalitas, τον πιο καθάριο ήχο.
Ένας άνθρωπος αληθειανός κι αντρειωμένος.
Όταν πηγαίνω στο ποτάμι τον βλέπω πάντα εκεί
κανείς ακόμη δεν τον έβγαλε απ το νερό-
με τα ρούχα του
τα παπούτσια του
το καπέλο του
τον βλέπω πάντα εκεί
πνιγμένο.
Νίκος Καρούζος, "Η Δεύτερη Εποχή"