με τον Τσάρλυ στα σαξόφωνα και την Κατρίνα ηττημένηΜια Καρτ Ποστάλ
για
τον Αλόβαρο που με πήρε από τις μηχανές και μου ’βαλε στα χέρια το λύχνο του Αλλαδίνου
και
τον Ακίνδυνο που ζήτησε να γράψω ένα δυό πράγματα που ξέρω γι αυτήν
και
Τον που μου ταξε ταξίδι να με πάει
Now, won't you batter down by Baton Rouge, River Queen, roll it on.Take that woman on down to New Orleans, New Orleans.Go on, I've had enough; dump my blues down in the gulf.She loves you, Big River, more than me...Στη
Νέα Ορλεάνη, δεν ισχύει σχεδόν τίποτε από αυτά που ισχύουν στην υπόλοιπη ΟΥΖΑ. Στην αγγλοαμερική σερβίρουν αλκοόλ ως τις 12, άντε ως τις 2 το πρωί κι αυτό στις ανεκτικές πολιτείες. Στη
Νέα Ορλεάνη, όμως, χτυπάει 24ωρο το πιοτί, σε πολλά μαγαζιά μάλιστα, μετά τις 2, που η κατανάλωση πέφτει κάπως, προσφέρουν δύο ποτά στην τιμή του ενός. Και βεβαίως, μουσική, τόση μουσική, τόση μουσική – περπατούσα με ρυθμό, χαμογελούσα και δάκρυζα με ρυθμό και τραγουδούσα και ήλπιζα με ρυθμό, ήλπιζα με ρυθμό πως αν ήταν να πάω από τραμ σαν τον μαρμαρωμένο
Αντώνη, θα με πατήσει ένα της γραμμής Σαιν Τσαρλς που το πληγωμένο
αγόρι το ’πε
Α στρηητκαρ νέημντ ντηζάια’…Στην Μπέρμπον στρητ κυκλοφορούν συνέχεια τουρίστες, μα ακόμη μ αρέσει. Μαγαζιά στη σειρά, το εκπληκτικό
Γαλλικό Τετράγωνο, αρχιτεκτονική, κάγκελα στολίδια και «η παρθένα με το σατανά» λίτεραλλυ. Τζαζ, μαγαζιά με κορίτσια, ροκιές, φαγητό, όλα το ένα δίπλα στο άλλο. Σε ένα πορνείο με παράθυρο, το κορίτσι, όχι και τόσο κορίτσι πια, είχε βάλει μια κούνια στο δωμάτιο που έβλεπε στο δρόμο. Με θανατερό στιλέτο, μαύρη διχτυωτή κάλτσα και
ζαρτιέρα με ένα
τριανταφυλλάκι στολισμένη, έκανε κούνια. Κάθε που ερχόταν προς τα μπρος, δύο γυναικεία πόδια, έτσι στολισμένα, παρουσιάζονταν για λίγο στο δρόμο, βγαίναν απ το παράθυρο κι ύστερα γύριζαν πίσω για να τα πεθυμήσεις. Τέχνη αλήθεια.
Σε αυτη την άκρη, όλα είναι μουσική -- ως κι οι γκαλερί μοστράρουν όσους ζωγραφίζουν τη μουσική, τους μουσικούς, τις κιθάρες, τα πνευστά, τα κρουστά, τον αέρα που πάλλεται. Είναι γεμάτος γκαλερί ο πεζόδρομος που κατεβαίνει στην γαλλική αγορά. Πιο πέρα αρχίζει η περατζάδα στα πόδια του θεϊκού
ποταμού, και αράζει ένα ποταμόπλοιο με ρόδα σαν αυτά που δούλευε μικρός ο
Σαμουήλ ο Επιεικής, το ποταμόπλοιο Σάντσες, που σε πάει βόλτα τη νύχτα στο ποτάμι, με μπάντα να παίζει και ατμόσφαιρα άγριας δύσης. Στην όχθη είναι κι ένα υπέροχο
Ακουάριουμ. Εδώ είναι ακίνδυνα. Λίγο πιο κάτω, στην πόλη, βρίσκεται το σημείο των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη πέτυ κράημ εγκληματικότητα: ο τάφος του Λούις Άρμστρογκ.
Ένα μαγαζί ταύτισα με τα πρωινά στην Νέα Ορλεάνη. Είναι ένα καφενείο, στο δρόμο που βγάζει από την Κανάλ στη Γαλλική Αγορά, απέναντι από το κυβερνείο, σε ανοιχτωσιά –αν και δε βλέπεις το ποτάμι. Το καφενείο μου λέγεται
Καφέ ντι Μοντ, κι έχει μεγάλες
πράσινες τέντες. Είναι ουσιαστικά μια μικρή –για τα αμερικάνικα δεδομένα- αίθουσα με μια μεγάλη αυλή σκεπαστή. Ακριβώς απ’ έξω, στο πεζοδρόμιο, κάθονται τρεις μεσήλικες τζαζίστες, που παίζουν ολλ τάημ κλάσσικς απ’ το πρωί ως το βράδυ, για να βγάλουν το μεροκάματο. Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν σε αυστηρά φιξαρισμένες ώρες –ακόμη έχω την απορία αν σερβίρουν ποτέ πρωινό τα ξενοδοχεία της Νέας Ορλεάνης ή έχουν βρει έναν ωραίο τρόπο να σε βάζουν να το πληρώνεις ξέροντας ότι ποτέ δε θα προλάβεις.
Καθημερινώς, λοιπόν, μετά το (τύπου άμα και όποτε γουστάρω) ξύπνημα, έβαζα
my adidas, έκανα το ρυθμό της σφυγμό μου και ξεκινούσα. Σταθερή πρώτη στάση το καφέ ντι μοντ. Λουκουμάδες και καφές με τσίκορι, η σπεσιαλιτέ του. Παρά τη γαλλοθρεμένη παράδοση, και στη Νέα Ορλεάνη ο καφές δε γλίτωσε την αμερικανιά. Είναι νερόπλυμα – απλώς του προσθέσανε τσίκορι. Πιο γευστικός, αν σ αρες αυτό το πράμμα ίσως τον πεις και νόστιμο, αλλά δε σε ξυπνάει γαμωτ’. Την ώρα λοιπόν που καταναλώνω ωραίους λουκουμάδες κι αγωνίζομαι να μη γίνω χιονάνθρωπος από την άχνη, οι τρεις μεσήλικες τζαζίστες παίζουν λούις, πόρτερ, μπιμποπ. Παίζουν καλά, παίζουν κεφάτα, έχουν τη σκανταλιά στο μάτι κάθε φορά που συνεννοούνται για κάποιαν έκπληξη προς το αξιότιμο ακροατήριο.
Ε, φεύγοντας παίρνω μερικά σεντσια από τα ρέστα και τα ρίχνω στο
θηκάρι που έχουν ακουμπισμένο μπρος τους οι κύριοι του τρίο. Μία, δύο, τρεις, την τέταρτη φορά ήρθε το κομπλιμέντο (γι αυτό τα κάνω όλα…). Την τέταρτη μέρα, λοιπόν, ο στρηητ αρχιμουσικός με τα πνευστά, με ρώτησε από που είμαι, σταματώντας να παίζει. Από την
Ελλάδα, είπα, κοκκινίζοντας σαν
αστακός –πατζάρια δεν έχει στη Λουϊζιάνα, αστακούς και
μπλε καβούρια έχει. Κι εκείνος με έβγαλε βούκινο: «Ορίστε, κυρίες και κύριοι, το κορίτσι ήρθε από την Ελλάδα κι αγαπάει τη τζαζ, κάθε μέρα έρχεται να μας ακούσει, γιατί η Νέα Ορλεάνη είναι αυτό που ζεις στους δρόμους της», βροντοφώναζε ενώ εγώ παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί αλλά χαιρόμουν κιόλας και τον θυμάμαι ακόμη, αν τον δω στο δρόμο θα τον γνωρίσω…
Εκεί έγινε κι η συνάντηση με το Γιατρό το Γιάννη: ένα από εκείνα τα πρωινά ή μεσημέρια, θα σας γελάσω, που έπινα καφέ στο καφέ ντι μοντ, εκεί, στο
φανάρι, ακριβώς απέναντι, είδα να περιμένει στη διάβαση το μεγαλοφυές αγόρι της Νέας Ορλεάνης, που όχι μόνο θεραπεύει πάσαν νόσο και πάσα μαλακία, αλλά του χρωστάω και μερικές ζημιές από τις πιο όμορφες της ζωής μου…
Τις υπόλοιπες μέρες καθόμουν σε τραπεζάκι σχεδόν απέναντι από το
φανάρι, μπας και ξαναδώ εκείνο το μαγικό βάδισμα, και το μπαστουνάκι του, αλλά, τίποτε. Ήξερα ότι τον περισσότερο καιρό ζει στη Νέα Υόρκη κι ότι εδώ ερχόταν μόνο για να ηχογραφήσει - άρα εκείνη την εποχή κάτι ετοίμαζε. Δεν είναι πως δε σκέφτηκα να τον πλησιάσω - αλλά
πάγωσα. Άλλο στις συναυλίες, στη χώρα μου αβάδιστα, αβίαστα, αβασάνιστα, άλλο στη δική του πατρίδα που τότε γινόταν πατρίδα μου. Αν και, ακόμη με μαλώνω που δεν του μίλησα. (Χρόνια αργότερα, όταν πήγα να του φιλήσω το χεράκι κι έσκυψε κείνος και φίλησε το δικό μου, όταν μου φόρεσε ένα φτερό στα μαλλιά και έχασα το γοβάκι μου όχι όπως η σταχτοπούτα μα όπως οι αρχαίες μάγισσες στην πανσέληνο, με μάλωσε κι αυτός.).
Τα βράδυα τα γέμιζε η μουσική.
Στο πρεζερβέισον χωλ, ικανοί μουσικοί βάζουν τη τζαζ σε κονσέρβες ποιότητος. Βρίσκεται σε μια κάθετο της Μπέρμπον, και απαγορεύεται όταν ακούς εκεί τζαζ να πίνεις και να
καπνίζεις. Έλεος, κομπανιέροι, αυτό είναι διαστροφή, τους λέω, τίποτε αυτοί. Τους αφήνω κι εγώ, πάω σε άλλο μαγαζί όπου οι κακές συνήθειες αποθεώνονται και περνάω καλά χορεύοντας και χαμογελώντας στους
ερωτευμένους. Όταν η ώρα χτύπησε τρεις το ξημέρωμα, κι άρχισα να φοβάμαι ότι η άμαξα θα γίνει
κολοκύθα, πήρα το δρόμο για το ξενοδοχείο, που ήταν στην όχθη του Μισισιπή, και είχε και δωμάτια καπνιζόντων και παράθυρο στο Θεό.
Τόση μουσική –πληγή…
Η Κανάλ βγάζει κατευθείαν στο ποτάμι κι είναι δρόμος πολύ φαρδύς, σαν ένα ποτάμι ασφάλτου προς το ποτάμι της λάσπης. Γωνία οδών Μπέρμπον και Κανάλ παίζει σαξόφωνο ένας νεαρός –μάλλον μιγάς- παίζει καλά και παίζει το χάρλεμ νοκτυρν. Μόλις στρίβω την Κανάλ, προς τη μεριά του ποταμούπατέρα, τσουπ! ένα φεγγάρι τεράστιο, κατακίτρινο, μουν ρίβερ, το φεγγάρι των Νέβιλ μπράδερς... Γύρισα δίπλα μου, να βρω ένα ζευγάρι μάτια. Δε ήταν κανείς. Ακόμη με γεμίζει θλίψη… είναι η πιο έντονη μνήμη από την Ορλεάνη μου.
Ακριβώς την επόμενη νύχτα, επειδή ένα Χίλτον είναι χτισμένο μέσα στο ποτάμι (τα εστιατόρια και τα σχετικά δηλαδή), μου λέω, ντήαρεστ, επειδή μου μελαγχόλησες, θα σε πάω εκεί να σου κάνω το τραπέζι, να τα πείτε λίγο με το φεγγάρι, να τα βρείτε εσείς οι δυό, που σε πλήγωσε το τέρας! Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που με υπάκουσα κι άξιζε τον κόπο -- δε θα με κατηγορήσω.
«Πόσοι είστε;». Εγώ η ίδια αυτοπροσώπως. Πληγώθηκε το αγόρι – το είδα στα μάτια του. Αποφάσισε λοιπόν να με περιποιηθεί. Με βάζει δίπλα σε ένα παράθυρο που βλέπεις το ποτάμι και τον ουρανό και τα φώτα της πόλης, όλα μαζί ομού και ταυτοχρόνως και παραλλήλως δεν έχεις επαφή με το λοιπό κοινό. Πως λέμε «μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα»; Έτσι.
Πίσω η μπάντα παίζει – μπιμποπ. Του λέω, δεν ξέρω τι θα φάω, θέλω κρασάκι. Μου φέρνει το wine list και τι ανακαλύπτω; Τι; Ότι, ότι κι αν θες, σερβίρεται ποτήρι –ακόμη και κρασιά 20 και 30 ετών παλαιωμένα. Λοιπόν, να μη τα πολυλογώ, του λέω του σομελιέ, διάλεξέ μου τα τρία καλύτερα και διάλεξέ μου και κάτι ελαφρύ που να πηγαίνει με το πρώτο –ποιος θέλει φαγητό στην παράδεισο του κρασιού; Κι αρχίζει η ιστορία… Ήπια τα 6 καλύτερα κρασιά της λίστας, φίλιωσα με το φεγγάρι, μουρμούρισα τα μινορακια μι μου, τσάκισα την πιστωτική, και γύρισα στο ξενοδοχείο μου νοιώθοντας ένα με τον κόσμο όλο.
Άλλη μία φορά, έξω από
αυτή, ήμουν η μόνη λευκή στην παρέα, όσο βρισκόμουν στη Νέα Ορλεάνη. Ήταν όταν αποφάσισα να κάνω τη βόλτα “Μαύρη Κληρονομιά” –black heritage tour εις την αγγλική- την πιο blues βόλτα στον πλανήτη. Ανεβαίνεις σε ένα λεωφορείο, κι ύστερα σε ένα πλατύ βαρκάκι, και, όση ώρα διασχίζεις πόλη, the bayou, ποταμό, η φωνή του ξεναγού με την έντονη ντόπια προφορά, σου εξηγεί πόσες χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει προσπαθώντας να αποδράσουν, έχουν δολοφονηθεί, βιαστεί, θαφτεί ζωντανοί, στην land of the free και home of the brave. (Όταν ο ξεναγός, κοιτώντας με, είπε ότι “η λάσπη του Μισισιπή είναι φτιαγμένη από τα κορμιά των μαύρων που πνίγηκαν προσπαθώντας να αποδράσουν από την ζωή των φυτειών” ντράπηκα κι ας μην έφταιξε κανείς από μας… Ευτυχώς μετά, στις μπύρες, λύθηκαν οι παρεξηγήσεις).
Παραλίγο να το ξεχάσω… Οι πιο ωραίες μουσικές στην πόλη γεννιούνται στο μαιευτήριον
Τιπιτίνα. Μου το πε ο γιατρός ο Γιάννης όταν μου χάρισε φτερά.
Πάντα νοιώθω ελάχιστη όταν πρέπει να διηγηθώ αυτή την πατρίδα. Ελπίζω να μη την πρόδωσα.
Για το φαγητό και το ποτό άλλη φορά -- θέλει πολλές ώρες ένα σοβαρό ποστ για την κουζίνα της Λουιζιάνας. Τις κάρτες ταχυδρομείου που στόλισαν το κείμενο δανείστηκα από εδώ κι από δω