Mirandolina

28.2.06

Casey Orr: Portraits of Anarchists

Η φωτογράφος που συνεργάστηκε με τους Chumbawamba για τα καταπληκτικά «Πορτραίτα Αναρχικών» μιλάει στη Μιραντολίνα για τη δουλειά της τότε και τώρα, την σχέση της με την Ελλάδα, επιλέγει και σχολιάζει τα πιο αγαπημένα της πορτραίτα.

Ξέρω τη δουλειά της χρόνια. Και την αγαπάω. Σε μια πολύ δύσκολη καμπή της πολιτικής μου υπάρξεως, ο δίσκος και κυρίως οι φωτογραφίες του Τσαμπαγουαμπικού Portraits of Anarchists στάθηκαν στήριγμα και μου προσέφεραν απαντήσεις.

«Αυτή είναι η dj κολλεκτίβα DIY. Ήταν μια κρύα μέρα στο Νόττιγχαμ και αγωνιζόμασταν να βγάλουμε μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία όταν κάποιοι φίλοι πέρασαν να μας δουν, μαζί με το καινούριο τους μωρό. Ήταν η πρώτη έξοδος του μωρού από το σπίτι. Η συμμετοχή του στη φωτογραφία έφερε στο πορτραίτο, ότι φέρνει και ένα μωρό -- αισιοδοξία, ζεστασιά και αγνότητα»

Ξαναθυμήθηκα ότι η Casey Orr ανήκει στους ανθρώπους που όφειλα ένα ευχαριστώ και πάντα ήθελα να γνωρίσω, όταν, χάρη στον Κάπταιν Κουκ και τον Αλβέριχο χώθηκα ξανά στους ήχους των Τσάμπα. Το When Alexander met Emma μου θύμισε το ζεύγος Solomon και τη δουλειά της Casey. Συνειρμοί... Αποφάσισα, λοιπόν, να δοκιμάσω την τύχη μου. Στο κάτω κάτω, ένας αναρχικός είναι πολύ πιο «συγγενής» με τα ευλογ και πολύ πιο εύκολα θα μιλήσει σε ένα από αυτά. Έστειλα μέηλ και περίμενα. Μόλις δυό μέρες! Με ενθουσιασμό και γλυκύτητα, η Casey δέχθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις και να επιλέξει κάποια από τα περίφημα πορτραίτα της, όχι μόνο για να στολίσουν το ευλόγ, αλλά και για να μας τα παρουσιάσει ως σύλληψη και εκτέλεση, να θυμηθεί τι την οδήγησε στη συγκεκριμένη φωτογραφία.

Ποια ήταν η ιδέα πίσω από τα «Πορτραίτα των Αναρχικών»;

Τόσο οι Chumbawamba όσο κι εγώ, θέλαμε να δουλέψουμε σε ένα κοινό project κι αυτό το θέμα ήταν η προφανέστερη επιλογή. Τότε έκανα κυρίως πορτραίτα και λάτρεψα την ιδέα να «μιλήσω» για πολιτική μέσα από τα φωτογραφικά μου πορτραίτα. Η Alice Nutter έκανε τις περισσότερες συνεντεύξεις, οι Boff και Dunst σχεδίασαν το βιβλίο, οι Chumbawamba γράψαν τη μουσική που συνόδεψε την εικόνα. Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα cd και η μπάντα (οι Chumbawamba) έπαιξε σε όλες τις εκθέσεις των πορτραίτων.

Τι σε οδήγησε να επιλέξεις να φωτογραφήσεις συγκεκριμένους ανθρώπους;

Αρχίσαμε να συζητάμε το θέμα με γνωστούς που ήξεραν κόσμο που ήξερε κόσμο. Θέλαμε ποικιλία, να αποτυπώσουμε την εντύπωση ότι οι Αναρχικοί είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο, είναι πολλών ειδών κι όχι το στερεότυπο που έχει ξεπηδήσει από το πανκ.

Μία από τις πιο αγαπημένες μου φωτογραφίες είναι αυτή της Clara Solomon, ένα πολύ αριστοκρατικό πορτραίτο μιας γηραιάς κυρίας με πέρλες στο λαιμό. Λατρεύω τον τρόπο της, να είναι ριζοσπαστική χωρίς να φορά κάποιο είδος στολής ή να φέρει τα συνήθη σημαίνοντα του πολιτικοποιημένου ανθρώπου.

Η Paula Emery (που έκανε τις συνεντεύξεις στην Αμερική) κι εγώ, περάσαμε την πρωτοχρονιά με την Clara και το Sidney Solomon, στο διαμέρισμά τους στη Νέα Υόρκη. Η αφοσίωσή τους στην πολιτική, την τέχνη, την ομορφιά και του ενός προς τον άλλο ήταν ότι πιο υπέροχο γύρω μας. το πάθος τους αποτελούσε έμπνευση. Έχουν φύγει κι οι δύο από τη ζωή, πια.

Το να κουβαλάω μια κάμερα, για μένα είναι συχνά η αφορμή που χρειάζομαι για να γνωρίσω κάποιους, μια δικαιολογία για να πλησιάσω ενδιαφέροντες ανθρώπους και να περάσω λίγη ώρα μαζί τους. Η φωτογραφία είναι αφήγηση μιας ιστορίας, ποίηση (αν έχει γίνει σωστά) και παράλληλα ντοκουμέντο. Αγαπάω τα πορτραίτα για τον απλό τρόπο που δρουν, φαινομενικά ως ντοκουμέντα, οικογενειακά κειμήλια, αλλά ουσιαστικά σαν η αιτία να συζητήσεις μια σύλληψη, μια ιδέα κι ότι άλλο σου δείχνει, όνειρα και παραδόσεις και διαφορές μεταξύ γενεών…

Αυτή η ποικιλότητα προσωπικοτήτων, οι ιστορίες τους, ακόμη κι οι διαφορετικοί τρόποι που βλέπουν την αναρχία, ήταν κάτι που επεδίωξες; Πόσο δύσκολα το βρήκες;

Μου αρέσει να προκαλώ όσα αξιωματικά αποδέχονται οι άνθρωποι, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση όλη αυτή η ποικιλότητα ήταν ήδη παρούσα κι όταν αποφάσισα να την αποτυπώσω ανακαλύψαμε ότι τελικά ο εντοπισμός αυτών των ανθρώπων δεν ήταν και τόσο δύσκολος.


«Αυτή είναι η Paula Emery, από το Βερμόντ των ΗΠΑ. Η Paula είναι η πιο λαμπερή αναρχική που ξέρω. Πάντα ντυμένη στην τρίχα, όπως πρέπει, με τουαλέτα ή ρούχο περιπάτου, στο χιόνι ή στο κατακαλόκαιρο, στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας. Της έχω στείλει μέηλ ’στην Βασίλισσα του Πεδινού Βερμόντ’ κι έφτασε στα χέρια της». Να ομολογήσω πως κι εμένα πολύ μου άρεσε η Πώλα. Αμέσως μετά την Κλάρα Σόλομον είναι η πιο αγαπημένη μου – έχει τον πρέποντα χαρακτήρα (ελληνιστί άτιτιουντ).

Πόσο σημαντική ήταν η βοήθεια των Chumbawamba?

Ήταν μια συνεργασία. Θέλαμε επίσης να κάνουμε κάτι που θα «ανακατέψει» τα κοινά, που θα προσελκύσει ανθρώπους που ποτέ δεν τους απασχόλησε η τέχνη ή κάτι σχετικό.

Φαίνεται ότι η δουλειά σου έχει να κάνει κυρίως με ανθρώπους και, από ότι έχω δει, μάλλον αγαπάς γενικά περισσότερο τα πορτραίτα. Τι σε οδηγεί να τα προτιμάς;


Η αλήθεια είναι ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια δουλεύω πολύ και με τοπία. Νομίζω ότι πέρασα από τα πορτραίτα στα τοπία και τώρα βρήκα ένα σημείο να σταθώ μεταξύ τους, ενώνοντάς τα. Το θέμα που με απασχολεί περισσότερο σήμερα είναι η Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το Αμερικάνικο Όνειρο κι η Ιστορία των ΗΠΑ και οι άνθρωποί τους. Έζησα στην Αγγλία για 13 χρόνια. Νομίζω ότι τώρα προσπαθώ να καταλάβω από πού είμαι και πως ο τόπος μου αλλάζει. Η ιδέα του σπιτιού σου είναι πάντα τυλιγμένη νοσταλγία, παιδικότητα, όνειρα. Οι αστροναύτες έλεγαν ότι ήθελαν να αφήσουν τη γη για να δουν πως φαίνεται από το διάστημα. Ίσως εγκαταλείπουμε το σπίτι μας για να ανακαλύψουμε ποιο είναι στ αλήθεια.

Πες μου και για την Πάρο και την ελληνική σου εμπειρία.

Σπούδασα φωτογραφία και στην Πάρο, το 1989, στο Κέντρο Τεχνών Αιγαίου. Έμεινα εκεί έξι μήνες. Στενά στριφτά δρομάκια με λευκούς τοίχους, γαλάζιος ουρανός, πεινασμένοι σκύλοι. Θέλω τόσο να ξανάρθω στα νησιά! Έχω έρθει αρκετές φορές στην Αθήνα αλλά δεν κατάφερα να ξαναπάω στην Πάρο.

«Vi Subversa. Πως βγήκε αυτή η φωτογραφία; Ούτε θυμάμαι ποιού ήταν η ιδέα να φωτογραφήσω γυμνό. Κάποιες φορές χρειάζεται απλά να τολμάς και να προτείνεις πράγματα ακόμη κι αν εκ πρώτης φαίνεται ότι δε θα δουλέψουν»

H φωτογραφία της Κλάρα Σόλομον είναι της Κάσυ αλλά δική μου επιλογή. Οι τρεις που επέλεξε για να δημοσιευτούν η Casey είναι αυτές που έχουν και το προσωπικό της σχόλιο στα μολου γράμματα. Κράτησα τα ονόματα στα αγγλικά, αν και δεν το συνηθίζω, για να χαρεί κάτι απ το ποστ η γλυκύτατη και προσηνής κομπανιέρα φωτογράφος, που δεν ομιλεί τη γλώσσα μας. Αν κάποια ερώτηση σας φαίνεται να οδηγεί σε απάντηση- επανάληψη, είναι γιατί τις έστειλα όλες μαζί και δεν ήξερα πως θα απαντήσει.

Σύντομο Βιογραφικό
Η Casey Orr είναι επαγγελματίας φωτογράφος. Σήμερα έχει επιστρέψει στην πατρίδα της και φωτογραφίζει κυρίως στην Πενσυλβανία και το Δελαουέερ. Έζησε στο Ληηντζ της Αγγλίας τα τελευταία 13 χρόνια, και δίδαξε φωτογραφία στο εκεί πανεπιστήμιο. Έχει εκθέσει στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η δουλειά της έχει τύχει την αποδοχής κι υποστήριξης του βρετανικού Συμβουλίου Τεχνών (Arts Council England). Μεταξύ των πελατών της είναι η EMI, η Universal Records και το BBC.

27.2.06

Στελεχώνοντας την Παράδεισο

Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.

Aς το δροσίση πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.


Εις το βουνό, ψηλά, εκεί, ένας από τους παραμυθένιους πρίγκηπες που αγάπησα για πάντα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, εις την εκκλησούλα ψηλά εκεί, κάποια απ’ τα αγόρια τα πιο όμορφα του κόσμου και της καρδιάς μου σήμερα, σιγά μη κάθομαι ν ασχοληθώ με νέα και παλιά ημερολόγια, σήμερα μνημονέψαμε την καλωσύνη του άρα σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, ξεκινούσαν να ελευθερώσουν την πατρίδα.

Ήτανε θεϊκά κωλόπαιδα πριν, ξέρετε. Γυρνούσαν τα βραδυα στους κοιτώνες του πανεπιστημίου τραγουδώντας δυνατά, ξέραν όλα τα popάκια της εποχής απέξω, σαχλοτράγουδα που τα λέγαν τσαχπίνες να τις πιείς στο ποτήρι, ερωτεύονταν για μια βραδυά, γύριζαν στους δρόμους πιωμένοι κάποτε, τραβάγαν το σπαθάκι τους για ψύλλου πήδημα, το γάντι το πετούσαν ολόλευκο και φρεσκοκολλαρισμένο, κλέβαν φιλιά από κοράσια σαν τα κρύα τα νερά, καμμιά φορά ξεχνούσαν να ’ναι κύριοι και περηφανεύονταν στους φίλους...

Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον

σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.


Φορούσαν τα πιο όμορφα πουκάμισα, ραμμένα από τον ίδιο ράφτη που έφτιαχνε και του τσάρου, παραγγελία πάνω στο λυγερό κορμάκι τους -- χαρά του νά χει να ράβει αγγέλους. Φορούσαν ρούχα δυτικά, παντελόνια και τα τοιαύτα, βρίζαν στα ρώσικα, αλλάζαν αστεία στα γαλλικά, απήγγειλαν γερμανικά αφηρημένα στίχους για κάποια Ελλάδα που ο χάρτης δεν την χώρεσε ακόμη, τρώγαν με τις πεταλουδίτσες τα λεφτά του μπαμπά, παίζαν χαρτιά και βάζανε στοιχήματα, σχεδιάζαν κι εκτελούσαν καζούρες στους καθηγητές - κάποιους τους είχαν αποβάλλει κιόλας, κι έπρεπε ο πατέρας να βάλει λυτούς και δεμένους για τούτη την ντροπή της οικογένειας κι αναρωτιόταν ο πατέρας πότε θα γίνει άντρας, πότε... Ήτανε νέοι στην πιο όμορφη άνοιξη. Ήτανε ελληνάκια πριν γίνουν Ωραίοι Έλληνες.

Αλλα αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.


Έλληνες της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;

Ήταν και μερικοί σπασίκλες, βουτυρόπαιδα. Με ένα βιβλίο στο χέρι όλη μέρα, λιμοκοντόροι, nerds τελείως, με κάτι γυαλάκια στρογγυλά, ατσούμπαλα ντυμένοι, που ούτε ένα ποτήρι αψέντι δεν κατέβασαν στη ζωή τους, με ένα βλέμμα που όσοι ποτέ το αντίκρυσαν εμ τράβα το μανούλα μου από το βιβλίο, κοίτα και τον κόσμο γύρω σου πια! όσοι το αντίκρυσαν το είπανε ονειροπαρμένο, το είπανε αλλού αλλού σε κάποιο όνειρο που ακόμη πρόσωπο δεν είχε μα εκείνοι θα του το διναν και κάνανε τη γνωστή χειρονομία, έλα μωρέ τον τρόμπα τον ακοινώνητο, χέστωνα!

Ο Γέρων φθονερός
και των έργων εχθρός
και πάσης μνήμης έρχεται
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην.

Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κ' έθνη.


Ήτανε και τα καλά παιδιά βαρέθηκα κιόλας προορισμένοι να τελειώσουν τις σπουδές, να πάρουν το καλό κορίτσι που αρραβωνιάστηκαν μικροί καπάρο για την ενοποίηση των περιουσιών δυό δαχτυλίδια, να αναλάβουν τις δουλειές του μπαμπά, να κάνουν παιδιά κι εγγόνια, τα δυο τρία εξώγαμα με την ζουμπουρλού υπηρέτρια και να πεθάνουν σε βαθιά γεράματα. Ήταν κι αυτοί που λες. Αυτοί τώρα αφήναν τη φωτιά να καίει γιατί στην ηλικία τους ήταν κοινωνικώς αποδεκτό, μια τρέλλα νεανική πριν όλα μπουν σε μια σειρά Δόξα τω Θεώ τους βρήκε ο έρωτας για την πατρίδα εκεί, ευθεία στην καρδιά, πριν βίαια τους θεραπεύσουν οι συνθήκες.

Αλλ' ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων
.
Έτσι είναι η φλόγα, καρδούλα μου άμαθη. Αν την αφήσεις ανεξέλεγκτη θα φάει τα πάντα, τους γύρω, τη ζωή σου, πεινάει και διψάει και τίποτε δεν την χορταίνει και τίποτε να τη σβήσει δε μπορεί, ώσπου να βρει το δρόμο της ευλογία το λέμε αυτό να βρει το δρόμο της και να πεινάει και να διψάει χορτασμένη και να γιγαντώνει όπως γλυκαίνει και γίνεται εις τον αιώνα των αιώνων αμήν Φως εκ Φωτός και ζεστασιά στα κρύα βραδυα της ζωής μας που μοιάζουν ατελείωτα που τα βαραίνει η σκιά της απελπισίας.

Αυτού, αφού την αρχαίαν
πορφυρίδα και σκήπτρον
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα,

και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν:
τον ένδοξον Λόχον,
τέκνα, μιμήσατε,
Λόχον Ηρώων.


Στο γιό μου - μακάρι τόσο όμορφος να υπάρξει. Και στον Τσέλιγκα - στη Ρουμανία πήγα να περπατήσω όπου περπάτησαν, να τους κάνω μνημόσυνο, να κλάψω τις αγάπες μου τις παντοτεινές και να θυμηθώ τα ωραία των νεανικά πρόσωπα, το υψηλό γενναίο παράστημά των, την ομορφιά που άνθισε και νίκησε την φρίκη του θανάτου, όπως μου παραδόθηκαν.
Ύστερα, γύρισα τουρίστας την Τρανσυλβανία. Μα η αλήθεια μου απ το ταξίδι είναι τούτη εδώ.

24.2.06

The Bang Bang Club

Στο Μαύρο Γάτο
και
στους της ίδιας μίζερης κι άτυχης φυλής*


«Ελπίζω να πεθάνω με την καλύτερη γαμημένη φωτογραφία ρεπορτάζ όλων των εποχών στα αρνητικά μου – αλλοιώς δεν αξίζει» Κεν Όστερμπρεκ

«Έφτασα σε ένα σημείο που ο πόνος της ζωής ξεπερνά τόσο τη χαρά ώστε η χαρά δεν υπάρχει… Με στοιχειώνουν οι ζωντανές μνήμες σκοτωμών και πτωμάτων και θυμού και πόνου» Κέβιν Κάρτερ

«Η λύτρωση έρχεται όταν ζήσεις με τον εαυτό σου» Ζουάου Σίλβα

«Μάθαινα γρήγορα. Ήταν η ευκαιρία μου να αφήσω το δικό μου σημάδι στον κόσμο του φωτορεπορτάζ. Μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω, χάρη στην άγρια δολοφονία ενός ανθρώπου» Γκρεγκ Μαρίνοβιτς
«Η Λέσχη Μπανγκ-Μπανγκ των Νοτιοαφρικανών φωτορεπόρτερ, αποτέλεσε συχνό θέμα στα μέσα, την περίοδο της βίας που σημάδεψε το τέλος του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική. Το όνομα δίνει την νοητή εικόνα μιας ομάδας σκληραγωγημένων ανδρών που δούλεψαν, έπαιξαν κι αλήτεψαν σχεδόν πάντα μαζί. Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο δημιούργημα, δεν υπήρξε ποτέ τέτοια λέσχη και ποτέ οι τέσσερίς μας δεν ανήκαμε σε κάποια μυστική καλτ του αλογονιδίου του αργύρου- δεκάδες δημοσιογράφοι κάλυψαν τη βία εκείνη την περίοδο, από την αποφυλάκιση του Νέλσονα Μαντέλα ως τις πρώτες αληθινά δημοκρατικές εκλογές».

Μονάχα να μπορούσα να ρθω
Στης μάνας σου τον κλήρο, Χάρε
Αχ, κόρη μου, εκεί
Να ΄φτιαχνα έναν πυρσό, μεγάλο, χορταρένιο
Όλα να καταστρέψω πέρα ως πέρα

Παραδοσιακό μοιρολόι των Ατσόλι

Ανακαλύψαμε ότι ένας από τους ισχυρότερους μεταξύ μας δεσμούς ήταν η ηθική σε όσα κάναμε: πότε πατάς ν’ ανοίξει το διάφραγμα και πότε παύεις να είσαι φωτορεπόρτερ; Ανακαλύψαμε ότι η κάμερα δεν αποτελεί κάποιο φίλτρο που μας προφυλάσσει από τα χειρότερα εξ όσων μαρτυρήσαμε και φωτογραφίσαμε. Μάλλον το αντίθετο – φαίνεται ότι οι εικόνες έκαψαν το μυαλό μας όσο και το φιλμ. Μας συνέδεε φιλία, αλλά δεν ήταν δεσμευτική αμοιβαία φιλία όλων μας. Ήταν ξεχωριστές φιλίες που πολλές φορές υπερκάλυπταν η μία την άλλη. Αλλά υπήρχε κι ένας κοινός παρονομαστής: καλύψαμε όλοι μας εκείνα τα γεγονότα του ’90 με μιαν αίσθηση ιστορίας και σκοπού και φτάσαμε να αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο με τον οποίο, στο τρίτο μάτι, αυτό το εύκολο παρατσούκλι (σσ the bang bang club) έφτασε να θεωρείται πραγματικότητα».

Ο Χάρος πήρε τους πιο όμορφους
Ο Χάρος πήρε τους ευτυχισμένους
Ο Χάρος πήρε και την μεγάλη μου ελπίδα

Παραδοσιακό μοιρολόι των Ατσόλι

Θοκόζα, Νότιος Αφρική, 18 Απριλίου 1994

«’’Γαμώτο, χτυπήθηκα! Χτυπήθηκα! Γάμα τα, γάμα τα, γάμα τα!’’ . Καθώς τα πυρά των αυτόματων συνέχιζαν να ξεσπούν παράλληλα με τον τοίχο, ο Ζουάου κι ο Τζιμ με τραβούσαν απελπισμένα από το φωτογραφικό μου γιλέκο προς τον τοίχο, δίνοντάς μου καταφύγιο δίπλα στους στρατιώτες κι έξω από τη γραμμή πυρός. Κι ύστερα μια αγχωμένη φωνή έσπασε την κακοφωνία των όπλων: ’’Ο Κεν Οου χτυπήθηκε!’’ Λίγες γυάρδες δεξιά, μπορούσα να δω ένα ζευγάρι μακριά αδύνατα πόδια που δεν μπορούσαν να είναι παρά του Κεν – ήταν ακίνητα σε μια αφύσικη γωνία. Ο Τζιμ έτρεξε ενώ ήδη ο Γκάρυ ταρακούναγε τον Κεν για να προκαλέσει κάποιο σημείο ζωής.

Οι σποραδικοί ήχοι των υψηλής ταχύτητας βολών από τα αυτόματα αντηχούσαν στον αέρα, γύρω από τους δημοσιογράφους και όσους στρατιώτες είχαν γίνει ένα με τον τοίχο. Αίμα πετάχτηκε από μια τρύπα στο μπλουζάκι μου. Κράτησα σφιχτά με το χέρι μου να σταματήσω το αίμα. Φανταζόμουν την έξοδο της σφαίρας σα μια θανάσιμη, χάσκουσα πληγή στην πλάτη μου. ’’Κοίτα για την έξοδο’’, είπα στο Ζουάου. Με αγνόησε. ’’Θα γίνεις περδίκι’’ είπε. Σκέφτηκα πως θα πρέπει να ήταν απαίσιο για να μη θέλει ούτε να κοιτάξει και ότι αν αυτό συνέβαινε σε καμμιά ταινία δεύτερης διαλογής τώρα θα του ζητούσα να μεταφέρει ένα μήνυμα στην κοπέλα μου. ’’Πες στη Χάιντυ ότι λυπάμαι κι ότι την αγαπώ’’, του είπα. ''Να της το πεις μόνος σου, ρε!'' μου αντιγύρισε.
Ξαφνικά με πλημμύρισε ένα αίσθημα εσωτερικής ηρεμίας. Αυτό ήταν. Είχα ξεπληρώσει τα χρέη μου. Είχα εξιλεωθεί για τις δεκάδες φορές που κάποιος άλλος, δίπλα μου, πληγώνονταν ή σκοτωνόταν ενώ εγώ άφηνα τη σκηνή της καταστροφής χωρίς γρατζουνιά, με τις φωτογραφίες στο χέρι, έχοντας διαπράξει το έγκλημα του τζάμπα ματάκια. Ο Τζιμ γύρισε, σκύβοντας να αποφύγει τα πυρά και μουρμούρισε ήσυχα στο αυτί μου: ’’Ο Κεν πέθανε. Εσύ θα γίνεις καλά’’. Ο Ζουάου τον άκουσε και σηκώθηκε κι έτρεξε προς τον Κεν σηκώνοντας την κάμερα. ’’Ο Κεν θα θέλει να τις δει αυτές μετά’’ είπε μιλώντας στον εαυτό του. Φαινόταν ενοχλημένος γιατί τα μαλλιά του Κεν είχαν πέσει στο πρόσωπό του και κατέστρεφαν την εικόνα. Ύστερα μας έβγαλε και τους δυό φωτογραφίες, δύο από τους πιο καλούς του φίλους, εμένα να σέρνομαι πάνω στο σπασμένο τσιμέντο κρατώντας το στήθος μου, τον Κεν να τον φορτώνουν άτσαλα στην καρότσα ενός στρατιωτικού οχήματος, το κεφάλι του χαλαρό να κρέμεται σα μιας υφασμάτινης κούκλας και τις φωτογραφικές του να κρέμονται άχρηστες από το λαιμό του. […]

Lets go get some bang-bang!
Κέβιν Κάρτερ

Αυτή τη φορά, ο Κέβιν δεν ήταν μαζί μας όταν άρχισαν οι σφαίρες. Είχε αφήσει την Θοκόζα για να δώσει μια συνέντευξη σε έναν ντόπιο δημοσιογράφο, για το Πούλιτζερ που χε κερδίσει για κείνη τη σοκαριστική φωτογραφία από το Σουδάν, τη φωτογραφία ενός παιδιού που πέθαινε από την πείνα ενώ το παραμόνευε ένα όρνεο. Στην αρχή δεν φαινόταν να θέλει να πάει. Ο Ζουάου του έλεγε να μείνει, γιατί όσο κι αν είχαν ηρεμήσει τα πράγματα ήταν σίγουρο ότι οι φασαρίες μας περίμεναν στη γωνία. Ο Κέβιν, όπως αποδείχθηκε, απολάμβανε το νεόκοπο στάτους του και πήγε εν τέλει. […]

Ενώ γύριζε στην Θοκόζα, κάπου 16 χιλιόμετρα από το Γιοχάνεσμπουργκ, άκουσε στο ραδιόφωνο ότι εγώ κι ο Κεν είχαμε χτυπηθεί κι ότι ο Κεν εξέπνευσε. Έστριψε επιτόπου και πήρε το δρόμο για το τοπικό νοσοκομείο, όπου μας είχαν πάει. Ο Κέβιν δε φορούσε αλεξίσφαιρο, κανείς μας δε φορούσε κι ο Ζουάου ήταν ο πιο κάθετος εναντίον της χρήσης του. Όμως, μπαίνοντας στην πόλη, πριν φτάσει στο νοσοκομείο, ο Κέβιν έβγαλε το αλεξίσφαιρό του από την τσάντα και το φόρεσε. Για πρώτη φορά ένοιωθε φόβο. Τα αγόρια δεν ήταν πια στο απυρόβλητο και, πριν οι κηλίδες του αίματος σβήσουν απ το τσιμέντο, ένας ακόμη από μας θα έπεφτε νεκρός.

Σε μετάφραση της ταπεινότητός μου από το βιβλίο The Bang-Bang Club, Snapsots from a Hidden War, των Greg Marinovich και Joao Silva, επιζώντων. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις William Heinemann, Λονδίνο 2000. Τα μοιρολόγια από έτερα σημεία του βιβλίου. Η φράση του Κέβιν Κάρτερ, κάτι σα σήμα κατατεθέν, έδωσε το όνομα στην ομάδα. Ο Κέβιν είχε πάρει το πούλιτζερ για τη φωτό που έβαλε στο ευλογ του ο Μαύρος Γάτος

*Στις φωτογραφίες, από πάνω προς τα κάτω, Γκρεγκ, Κεν, Γκάρυ και Ζουάου, Κέβιν. Κι οι πέντε της φυλής στην οποία παραδοσιακά θεωρούν ότι ανήκουν οι πολεμικοί ανταποκριτές.

22.2.06

Η προσφορά του τόπλες στην κβαντομηχανική


Της Κοπίτο και του Τελαμώνα - οι λόγοι στην Αιωνιότητα

Ο Άντζελο Τζανόνε ήταν πρωτοπόρος. Το μαγαζί του ήταν από τα πρώτα του είδους, που απευθύνονταν σε ένα μορφωμένο κοινό. Ένα τόπλες μπαρ ΚαιΛοιπέςΥπηρεσίες για μορφωμένους. Βοηθούσε κι η τοποθεσία – ήταν κοντά στο περίφημο ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας, το Caltech.

Το ευαγές ίδρυμα του Άντζελο, λειτουργούσε ήδη επιτυχώς, το 1969, όταν η συντηρητική κοινωνία της περιοχής αντέδρασε, ζητώντας να κλείσει. Όλοι ήξεραν ότι το τόπλες ήταν η επίσημη αναφορά, αλλά το μπότομλες ήταν ο κανόνας.

Η αστυνομία άλλο που δεν ήθελε. Το θέαμα που προσέφεραν τα όμορφα κορίτσια του Αντζελο Τζανόνε ήταν, λέει, προσβλητικό για τα ήθη. Κι αποπάνω, παρασύρονταν οι νεαροί φοιτητές του Caltech. Εγκατέλειπαν τα θρανία και τις βιβλιοθήκες, ακολουθώντας τον δρόμο της απωλείας. Το κατάστημα ήταν επικίνδυνο και καταστροφικό για το μέλλον των «χρυσών νέων» της Αμερικής. Ναι, έπρεπε να κλείσει αμέσως.

Η δίκη ορίστηκε για μιαν κρύα μέρα του Νοέμβρη του 1969. Οι φοιτητές κι οι εργαζόμενοι της περιοχής, παρ ότι διασκέδαζαν συχνότατα στο μαγαζί του Αντζελο, δεν στάθηκαν στο πλευρό του. Ο ιδιοκτήτης του στριπτηζάδικου είχε προσπαθήσει να πείσει κάποιους από τους καλύτερους πελάτες του, κάποιους που θεωρούσε φίλους μετά τόσο καιρό, να καταθέσουν υπέρ του, αλλά οι προσπάθειές του δεν απέδωσαν καρπούς. Βρήκε τις πόρτες κλειστές. Ο μόνος που του απέμενε ήταν εκείνος ο παράξενος καθηγητής. Εκείνος, ντε, που ερχόταν στο μαγαζί και δεν κοιτούσε τα κορίτσια, αλλά άρπαζε καμμιά εικοσαριά χάρτινα σουβέρ, ζητούσε μια κανάτα φρεσκοστιμένη πορτοκαλάδα, έβγαζε ένα στυλό και, καθισμένος πάντα στο ίδιο τραπέζι, στο βάθος, έγραφε. Έγραφε όλο το βράδυ, κι από τη μια κι από την άλλη πλευρά των σουβέρ.

Γέμιζε την «κορνίζα» τους κατι περίεργα σχήματα, αριθμούς, διαγράμματα, σφιχτά κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ύστερα, αριθμούσε το σουβέρ και το έβαζε στην άκρη. Ημερομηνία και «1», «2»… στο τέλος της βραδυάς, αρκετά αργά συνήθως, έπαιρνε τα σουβέρ, τα τακτοποιούσε προσεκτικά, χαιρετούσε, πάντα λίγο αφηρημένα, τον Άντζελο στο μπαρ και τη σερβιτόρα, κι έφευγε από το μαγαζί.

Την ημέρα της δίκης, ο Ρίτσαρντ Φέυνμαν, καθηγητής στο Καλτεκ, κάτοχος Νόμπελ Φυσικής, θεωρούμενος «ο πιο χαρισματικός φυσικός του 20ου αιώνα μετά τον Αϊνστάιν», κάποτε νεώτερο μέλος της θρυλικής ομάδας του Αλαμο, παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ως μάρτυρας υπεράσπισης του Αντζελο Τζανόνε. Εξήγησε σαφώς στον κύριο πρόεδρο, ότι ποτέ δε θα είχε φτάσει στα περίφημα «διαγράμματα Φέυνμαν», που του χάρισαν το Νόμπελ, αν δεν υπήρχε το συγκεκριμένο μαγαζί κι οι φρεσκοστιμμένες του πορτοκαλάδες. Όσα προσέφερε στην επιστήμη, τόνισε, ήταν αποτέλεσμα του σωστού περιβάλλοντος. Ως πειστήριο της σημασίας του στριπτηζάδικου του Άντζελο Τζανόνε στην ιστορία της κβαντομηχανικής, προσφέρθηκε να καταθέσει τα σουβέρ, που παρέδιδε σε στοίβες στη γραμματέα του, κάθε πρωί, για να του τα καθαρογράψει- δεν πετάχθηκε ποτέ κανένα. Ο Ριχάρδος ο Αγαθός εξήγησε, ακόμη, γιατί στο συγκεκριμένο κατάστημα, «μπορούσε να συγκεντρωθεί πολύ καλύτερα στις εξισώσεις του, απ ότι στο Caltech». «Εκεί, όταν οι υπολογισμοί δε μου έβγαιναν, κοιτούσα τα κορίτσια», είπε κοιτώντας αθώα στους δικαστές.

Η απόφαση του δικαστηρίου απετέλεσε μια μεγάλη νίκη της επιστήμης επί της μικροαστικής ηθικής και κατ ουσίαν αναγνώρισε την προσφορά του γυμνού στην σύγχρονη φυσική. Όσο για τον καθηγητή Φέυνμαν, κέρδισε τζάμπα φρεσκοστιμμένες πορτοκαλάδες για όλη του τη ζωή.

Στη φωτό ο άτακτος Ντικ μας (ο κύριος καθηγητής, ντε!)
Μια αυτόπτης μάρτυς σας περιμένει εδώ

20.2.06

Ajaxilicious - Ένα υπέροχο καινούριο παιγνίδι!

Δύο δαιμόνιοι φίλοι του κομπανιέρου Ουαλεντίνου, o Ιάκωβος κι ο Μάριος, έφτιαξαν ένα φοβερό μηχανάκι, το Αιανόστιμο ή Ajaxilicious που και είναι πανευκολούρα, και σου επιτρέπει να χτίσεις μιαν δαταβάση των ταινιών που αγαπάς χρησιμοποιώντας την μεγάλη δαταβάση του IMDB.

Είναι ένα υπέροχο παιγνιδάκι, έπαιζα δυό ώρες σήμερα και με αποτέλεσμα, παρακαλώ - δηλαδή κάτι να μοιραστούμε!

Ξέρω ότι κι άλλοι έγραψαν γι αυτό, αλλά όφειλα το δημόσιο ευχαριστώ σε αυτά τα δυό τρομερά παιδιά που το έφτιαξαν για να παίζουμε, ε;

ΕΥ ΧΑΡΙ ΣΤΩ για το Αιανόστιμον, παίδες!

19.2.06

Πως η Άνοιξη συνδράμει τα όνειρά μας

Για τον κομπανιέρο Ουαλεντίνο Κοντογιάννη και το Μιχάλη . Επειδή, ενωνόμαστε με άθραυστες αραχνένιες ίνες. Τις λέμε παράδοση, τις λέμε λαό, τις λέμε τέχνη, κι ούτε καν καταλαβαίνουμε τι λέμε μ αυτές τις λασπωμένες λέξεις.

Ο ρωσσικός μαξιμαλισμός

Ο περίφημος ρωσσικός μαξιμαλισμός, η ακαταμάχητη τάση να καταλύσεις κάθε όριο και να ατενίσεις την άβυσσο, δεν είναι τίποτε άλλο από τη σταθερή και άσβεστη δίψα για το Απόλυτο. Για το Ρώσσο η ρίζα της ψυχής, ακριβώς όπως και για τον Πλάτωνα, κρέμεται απ το άπειρο. Ο Ντοστογιέφσκι είναι κατηγορηματικός: χωρίς το «εν ου τινός εστι χρεία», χωρίς το αιώνιο, το άπειρο, το απόλυτο, αργά ή γρήγορα, ο Ρώσσος θα απορρίψει το δευτερεύον, το καιρικό, το σχετικό: στην ανάγκη θα καταστρέψει την Ιστορία και θα καταποντιστεί θεληματικά στο Μηδέν. […]

Η Αγία Ρωσσία
Βγαίνοντας από τα ρείθρα του βαπτίσματος, ο ρωσσικός λαός αποκτά συνείδηση και ονομάζει τη Ρωσσία όχι Ωραία, όχι Μεγάλη, αλλά Αγία. Το όνομα αυτό δεν αναφέρεται καθόλου στην αγιότητα των ίδιων των Ρώσσων• εκφράζει όμως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία τους. Σύμφωνα με το Ντοστογιέφσκι, σημαίνει πως η διάσταση του Απόλυτου είναι η μόνη δύναμη που κινεί τους λαούς. Οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί του κόσμου είναι οι Ρώσσοι• αμαρτάνοντας χώνονται βαθειά μέσα στα γήινα. Αντίθετα, με ιδεώδες την αγιότητα, βρίσκονται, σε μεγάλο βαθμό, χωρίς κανένα μέτρο και κανένα συμβιβασμό, στο βάθος του ουρανού.
Αυτό βεβαιώνεται ήδη στο σημείο αφετηρίας της εθνικής συνείδησης. Στα 1050, ο μητροπολίτης του Κιέβου Ιλαρίων στην περίφημη ομιλία του «Νόμος και Χάρη», θεωρεί το ρωσσικό λαό ορθόδοξο, ο οποίος εκλήθη να πάρει ενεργό μέρος στην παγκόσμια ιστορία της σωτηρίας. Ο λαός αποκτά συνείδηση του γεγονότος και ενώνει σε μία και την ίδια λέξη τις έννοιες χριστιανός και χωρικός. Αν στη Δύση ο χωρικός – λατινικά paganus – και ο παγανιστής είναι συνώνυμα, στις πράξεις των ρώσσων πριγκήπων, ο βαπτισμένος λαός ονομάζεται χωρικοί-χριστιανοί, αντιδιαστέλλοντάς τον στα ακάθαρτα στοιχεία που προέρχονται από αλλοδόξους. Η ταύτιση αυτή για μια χώρα αγροτική δείχνει την πίστη κι ως εκ τούτου την Εκκλησία ως πηγή αναβράζουσα κάθε τι αυθεντικά εθνικό, αληθινά ρωσσικό. […]

Η ιδιαίτερη αντίληψη περί της εξουσίας και της ιδιοκτησίας
[…] Η εμπειρία σειράς γενεών του ρωσσικού λαού, αφήνει βαθιά ίχνη και δημιουργεί την πεποίθηση πως η εξουσία, όπως κι η ιδιοκτησία, είναι πάντοτε κηλιδωμένες από την αμαρτία. Ούτε η εξουσία ούτε ο πλούτος βρήκαν ποτέ θρησκευτική δικαίωση. Η Ρωσσία είχε την κοινωνική τάξη των διοικητικών υπαλλήλων, των ιδιοκτητών και των εμπόρων, χωρίς ποτέ να γνωρίσει καμμία «αστική ιδεολογία». Οι ιδιοκτήτες ευγενείς ή οι πλούσιοι έμποροι, απέναντι στην αλήθεια (Pravda*) των Ευαγγελίων, ένοιωθαν βαθιά στην ψυχή τους πως άξιζε καλύτερα να μοιράσουν την περιουσία τους στους φτωχούς και να πάρουν τη μεγάλη στράτα, να γίνουν προσκυνητές. […]

Στο λαό αναπτύσσεται η βαθιά πεποίθηση πως η γη – alma mater, μητέρα τροφός – δεν ανήκει παρά στο Θεό, πως δεν μπορεί κανείς να κερδοσκοπήσει με τη γη, να την πουλά ή να την αγοράζει. Η Σύνοδος της Μόσχας τον 16ο αι. λέγει το ίδιο πράγμα σχετικά με τις εικόνες• δεν είναι καθόλου εμπόρευμα, η πώλησή τους είναι απαγορευμένη.

Εξ άλλου, δεν εμφανίστηκε ποτέ κανένα είδος λατρείας της δύναμης και της εξουσίας της. Ο Ροζανώφ, παίρνοντας αφορμή από το λόγο του Νίτσε «αν δεις κάποιον ανήμπορο που πάει να πέσει, σπρώξε τον», σημειώνει πως ο ρωσσικός λαός θα έλεγε αμέσως: «Τι παλιάνθρωπος• αλλά τι να περιμένεις από ένα Γερμανό!».

Τα γαλόνια κι οι τίτλοι δεν ασκούσαν ποτέ ιδιαίτερη γοητεία στη ρωσσική ζωή. Στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ το γεγονός πως ο Μύσκιν είναι πρίγκηπας δεν έχει καμμία σημασία ως τίτλος, όσο για να υπογραμμίσει έναν κάποιο εκφυλισμό. Οι πρώτοι ρώσσοι επαναστάτες ήταν όλοι ευγενείς – οι «δεκεμβριστές» τα εποχής του Νικολάου του Ι, Ναβικώφ, Ριλέεφ, ο πρίγκηπας Κροπότκιν, ο κόμης Τολστόυ, ο Μπακούνιν, ο Λαβρώφ, ακόμη κι αυτός ο Λένιν, ήταν ρώσσοι ευγενείς – κάτι που αντιφάσκει προς την μαρξιστική αρχή της οικονομικής προέλευσης των κοινωνικών τάξεων, αφού οι ρώσσοι ευγενείς αντιστρατεύονται τα ίδια τους τα οικονομικά συμφέροντα.

«Το συναξάρι του Αλεξάνδρου του Ι» βεβαιώνει πως ο ενταφιασμός του ήταν εικονικός και πως ο Αλέξανδρος, για να εξιλεωθεί για το αμάρτημα της κυβέρνησης, το αμάρτημα της αυτοκρατορικής εξουσίας, έγινε στάρετς** στη Σιβηρία. Το συναξάρι αυτό θεωρείται σήμερα από πολλούς ιστορικούς ως ιστορική αλήθεια. Οι μπολσεβίκοι άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν το φέρετρο του Τσάρου κενό. Σύμφωνα με τη θεωρία των σλαβοφίλων, ο λαός απαλλάσσεται από την εξουσία, που είναι μια αναγκαιότητα της εθνικής ζωής – χωρίς να παύει να είναι και αμαρτία- και την φορτώνει στους ώμους ενός μονάχα – κι αυτός είναι ο Τσάρος.

Στο πνεύμα του λαού η αληθινή εξουσία, κυρίως πνευματική, δεν είναι μια δύναμη που καταπιέζει αλλά η αλήθεια που ελευθερώνει. Γι αυτό δεν είναι ποτέ θεσμική αλλά πάντοτε προσωπική. Τέτοιος είναι ο θεσμός των στάρετς, απλών μοναχών ή λαϊκών ή ακόμη «δια Χριστόν σαλών», οι οποίοι οδηγούν τους πιστούς καθώς τους κατευθύνει άμεσα το Άγιο Πνεύμα, και δεν είναι κάτοχοι ιερατικού αξιώματος ούτε καμιάς εξουσίας. Πατριάρχες και επίσκοποι πηγαίνουν να τους βρουν, γυρεύοντας να τους συμβουλευθούν και να τους φωτίσουν με τη χαρισματική τους αγιότητα. Στο επίπεδο αυτό η μοναδική πραγματική δύναμη είναι η δύναμη της αγάπης, η μόνη εξουσία είναι η εξουσία του μάρτυρος.
[…]
Κάθε τι τυπικό, νομικό, δε λέει τίποτε στη ρώσσικη ψυχή. Στολή, θεσμός, διοίκηση, στερούνται ψυχής, είναι απρόσωπα. Οι ξένοι ταξιδιώτες έμεναν κατάπληκτοι από την ξεχωριστή φιλευσπλαχνία του ρωσσικού λαού για τους κατάδικους και τους εγκληματίες, τους οποίους πάντοτε αποκαλούσε «δυστυχισμένους». Η βαθύτερη έννοια του Ευαγγελίου απορρίπτει κάθε τυπική ικανοποίηση της δικαιοσύνης. Για τη ρωσική συνείδηση το ζήτημα της κόλασης είναι καίριο. Η εικόνα των δικαίων που απολαμβάνουν την μακαριότητά τους ατενίζοντας την κόλαση είναι απαράδεκτη. Ο Μπερντιάγεφ αναφέρει ότι ο απλός Ρώσσος θα έλεγε πως σ αυτήν την περίπτωση θα ήταν καλύτερα να πάμε όλο στην κόλαση παρά να χωριστούμε.

*Pravda: λέξη που, κατά το συγγραφέα, δεν μεταφράζεται. Σημαίνει την Αλήθεια του Χριστού, στην οποία η δικαιοσύνη ολοκληρώνεται με την φιλευσπλαχνία. Στη μετάφραση βάζω το «αλήθεια» διότι έτσι μας σύστησαν τη λέξη οι λενινοσταλινικοί.

** Και πάλι δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση. Χοντρικά: ασκητής, ρώσσος ερημίτης


Ο τίτλος δικός μου, πάνω σ ένα στίχο του Νίκου Καρούζου – ουδεμία σχέση με το πρωτότυπο ή τις προθέσεις του συγγραφέα, μεγάλη σχέση με όσα μου είπε ο Καρούζος και το άρθρο (και τα οποία δεν φαίνεται να είχαν καν περάσει από το μυαλό του Ευδοκίμωφ, παρά τις αναφορές στους ρώσσους αναρχικούς πατέρες κι αδελφούς). Δικές μου κι οι γραμμές της αφιέρωσης.

Άπαν το κυρίως κείμενο είναι αποσπάσματα από το βιβλίο του Παύλου Ευδοκίμωφ, Le Christ dans la pensee russe, Εκδ. Cerf, Παρίσι 1970. Συγκεκριμένα, από τη μετάφραση της Ζωής Πλιάκου για το περιοδικό Σύναξη, τεύχος 28, Φθινόπωρο 1988, αφιέρωμα με τίτλο «Ρωσία: Χίλια Χρόνια Πνευματικής Ιστορίας». Τολμώ να πω ότι σημάδεψε τη ζωή μου - ήταν η στιγμή που μπόρεσα πάλι να κοιμηθώ ήσυχη, που η αναρχική μου φύση κι η (τότε) νεαρή μου πίστη αγκαλιάστηκαν και έγιναν σάρκα μία.

Το σύμβολο των αναρχοχριστιανών, ΑΩ, από το χεράκι μου. Η ύψωσις του Τιμίου Σταυρού, αγνώστου του αγιογράφου, σχολή του Νοβγορόδ. Ο Λέων Τολστόυς είναι από τα "Πρόσωπα". Η Κόλαση κι ο Άγιος Πέτρος ο Αλεούτιος, δηλαδή ο εσκιμώος άγιος και πρώτος μάρτυρας της Ορθοδοξίας επί αμερικανικού εδάφους, δολοφονηθείς υπό ρωμαιοκαθολικών μισσιονάριων, είναι από δω.

Ουαλεντίνε, το φιγίτ´αδύνατον σχολιάζειν. Δεν γίνεται να το κάμετε πιο κοινωνικό, αδελφέ;


Chumbawamba η συνοδεία της δακτυλογράφησης. Έχω κολλήσει. Απ όταν ξαναθυμήθηκα το When Alexander met Emma παίζει όλη μέρα, εναλλάξ με την Ωραία Τσάο (ιταλοκινέζα θα ήτανε) και τη Σκάλα του Ιακώβ.

16.2.06

Το Γκα του κυρίου Γκάους

Είχε πει ότι «τα μαθηματικά είναι η βασίλισσα των επιστημών και η αριθμητική η βασίλισσα των μαθηματικών». Απέφυγε να πει ότι εκείνος ήταν ο πιο πιστός σύντροφος της βασίλισσας, ο αναγνωρισμένος Κύριος των Αριθμών.Μαθηματικός. Φυσικός. Αστρονόμος. Πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες μαθηματικούς και φυσικούς που ακολούθησαν. Κάρολος Φρειδερίκος Γκάους. Γεννηθείς στη Βόρεια Γερμανία το 1777. Ένας από τους δέκα σημαντικότερους επιστήμονες της τελευταίας χιλιετίας. Το όνομά του φιγουράρει δίπλα σε αυτά του Νεύτωνα και του Αϊνστάιν. Ο τελευταίος, μάλιστα, τον χαρακτήριζε αιώνια πρόκληση, «φρεσκάρισμα» του νου.

Μερικά αγόρια δε μεγαλώνουν ποτέ για να μας διδάξουν τον κόσμο παίζοντας. Όπως αυτά τα δύο αγόρια, ο Καρολος κι ο Αλβερτος, που τα χώρισαν εποχές και τα ένωσε η «Λέσχη της διασκέδασης». Είναι μοναδικός ο τρόπος που, μέσω του παιγνιδιού, οι όντως μεγάλοι μετατρέπουν την επιστήμη σε Τέχνη. Ένας εμπνευσμένος εικαστικός δάσκαλος, ο Ηλίας Δεκουλάκος, είχε πει πως καλλιτέχνες είν’ εκείνοι που «κέρδισαν το δικαίωμα να παίζουν για πάντα». Ο Πικάσσο ανέφερε πως πολλές φορές, βαριέται ένα έργο και το αφήνει, όπως ο πιτσιρικάς που χόρτασε κάποιο συγκεκριμένο παιγνίδι. Πολύ πριν, ο Γκάους, όριζε με τη γλώσσα της εποχής του, πως το παιγνίδι των αριθμών είναι γι αυτόν παιγνίδι Τέχνης: «Δεν είναι η γνώση αλλά η πράξη της μάθησης που προσφέρει τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Οταν έχω αποσαφηνίσει και εξαντλήσει ένα θέμα, απομακρύνομαι από αυτό για να βρεθώ στο σκοτάδι».

Όταν τελείωνε ένα παιγνίδι των αριθμών, το εγκατέλειπε. Και το βαριόταν. Αποτέλεσμα: περνούσε μεν καλά με τους αριθμούς του αλλά άφησε σε συρτάρια, αδημοσίευτο, το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών κι ερευνών του. Υπήρξε μέγας ερευνητής. Όπως υπήρξε και κάκιστος πανεπιστημιακός δάσκαλος. Όχι γιατί δεν μπορούσε. Απλώς γιατί βαριόταν. Βαριόταν τους φοιτητές που δεν είχαν ταλέντο, θεωρούσε ότι όσοι είχαν ταλέντο δεν χρειάζονταν δασκάλους και χαρακτήριζε τη διδασκαλία χαμένο χρόνο, ένα υποχρεωτικό κι απεχθές διάλειμμα από τις έρευνές του, τις πολύτιμες, γοητευτικές και προκλητικές έρευνές του. Ομοίως βαριόταν και τους φιλοσόφους. Για έναν κυρίως λόγο: δε γνώριζαν μαθηματικά και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πέρα από την ευκλείδια γεωμετρία.

Αυτή η αγάπη του για τους αριθμούς, αυτό το πάθος του για το παιγνίδι, ήταν που δικαιολόγησε ιστορικά το μεγαλύτερό του αμάρτημα.

Σωτήριον έτος 1809. Ο Κάρολος Φρειδερίκος ζει με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους στο Γκέτιγκεν, όπου έχει αναλάβει καθήκοντα διευθυντή του Αστεροσκοπείου και καθηγητή στο πανεπιστήμιο της πόλης. Μετά τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού, η φράου Γκάους ασθένησε σοβαρά. Οι γιατροί μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Η κατάστασή της πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Υπηρέτες, γιατροί, νοσοκόμοι, φοιτητές,τα παιδιά ήταν συνεχώς κοντά της. Όλοι ανήσυχοι. Όλοι; Ε, όχι όλοι. Στο ρόλο του μικρού γαλατικού χωριού, ο σύζυγός της.

Τίποτε δεν μπορούσε να κλέψει τον Κάρολο Φρειδερίκο από τους αριθμούς του. Τίποτε. Έτσι, όταν η υπηρέτρια της οικογένειας όρμησε μες στο γραφείο του για να του ανακοινώσει ότι, είχε πια φτάσει το τέλος, κι η άμοιρη φράου Γκάους θα εγκατέλειπε οσονούπω τον μάταιο τούτο κόσμο, ο κύριος καθηγητής, χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι του από τα χαρτιά του, συνεχίζοντας να γράφει, έστειλε βιαστικό μήνυμα στην ετοιμοθάνατη:

«Α, όχι, όχι! Παρακαλώ, ειδοποιείστε την να περιμένει λίγο! Σε ένα λεπτάκι τελειώνω!».

Μια ιστορία χαμόγελο για όλους τους φιλτάτους φίλους.

15.2.06

"My name is Matsas, Artemis Matsas..."

Ζούμε σε εποχή σκληρού ανταγωνισμού. Γεγονός. Τόσο σκληρού που ακόμη και μια λοκαντιέρα αποκτά την προσωπική της βόνταφον. Αποκτά, δηλαδή, ατομάκι τι με όλα τα χρειαζούμενα υψηλής τεχνολογίας αξέσοριζ (προσωπικό ευλόγ και άλλα τινά), το οποίο ατομάκι δηλώνει φίλος/η της σε τρίτους και πουλά ως εξυπηρέτηση και επίφαση εμπιστοσύνης τα στοιχεία της λοκαντιέρας, ζητώντας ως προκαταβολή μόλις μια στάλα ετερόφωτης αποδοχής. Τα υπόλοιπα με δόσεις. Πουλάει επί πιστώσει! Το αφεντικό τρελλάθηκε και επειδή είναι λίγο το δικό του εμπόρευμα, πουλάει εμένα: ονοματεπώνυμο, τι δουλειά κάνω όταν δεν κρατάω τη λοκάντα, τι τάχαμου λέω για τούτο και για κείνο και άλλα συναφή.

Δύσκολα τα πράγματα. Ζούμε εποχή ιδιαίτερα σκληρού ανταγωνισμού. Πως να επιβιώσουμε σε αυτή την αγορά, κυρίες και κύριοι; Θα ανταπεξέλθουμε όμως. Γι αυτό και οφείλω να πουλήσω τον εαυτό μου πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, που λέει και μια ψυχή, ώστε να ανταγωνιστώ την πώληση στοιχείων περί εμού της ιδίας από τους εμπόρους της φτήνειας (που ελπίζουν να φάνε τον παρά κανενός κακομοίρη). Τι να κάνω κι εγώ, για να βρω διέξοδο στο αδιέξοδο; Προχωρώ σε μεγάλη προσφορά, παρ ότι ξέρω πως το μαγαζί μπαίνει μέσα -- όλα δείχνουν πως δε μου μένει άλλη λύση παρά να ενδώσω στη μικρότητα για να επιβιώσω στη συγκεκριμένη αγορά. Μετά ταύτα, Ευλογοχωρίτες κι Ευλογοχωρίτισσες, από σήμερα και κάθε μέρα

ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ! ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΣΕ ΟΛΑ ΜΑΣ ΤΑ ΗΘΗ!

Προσπαθώντας να χτυπήσω τον αθέμιτο και απο μηνών δραστήριο ανταγωνισμό, προσφέρω τα στοιχεία μου σε όποιον δεν μπορεί να κοιμηθεί από την αγωνία και ξενυχτάει αναρωτούμενος ποια είμαι, τι δουλειά κάνω κι άλλα που άπτονται του stalking. Αρκεί να μου στείλει ένα μεηλάκι.

Κι η προσφορά δεν τελειώνει εδώ!

Σε όσους βιάστηκαν να ενδώσουν στη μικρότητα και τη χυδαιότητα ενώ δηλώνουν υποστηρικτές της διαδικτυακής ελευθερίας,

Και ένας φάκελλος δώρο!

Ναι, δε διαβάσατε λάθος! Σε όσους ενέδωσαν, αποστέλλεται δωρεάν αντίγραφο του πλουσίου αστυνομικού φακέλου μου, πλήρες, συνοδευόμενο από φωτογραφίες μου από διαδηλώσεις, πορείες, καθιστικές διαμαρτυρίες, καταλήψεις κ.α. Για μια συνολική ασφαλίτικη εμπειρία που θα τους μείνει αξέχαστη.

ΌΟΧΙ, δεν τελειώσαμε εδώ! Αυτά είναι για τους απλούς αγοραστές - για το ασφαλιτάκι έχουμε και μπόνους απόδοσης μία σακκούλα με τρύπες για τα μάτια και, όταν φτάσει στα 100 καρφώματα, το δώρο έκπληξη, ένα περιβραχιόνιο-αντίκα, μουσειακό κομμάτι με όλες τις εγγυήσεις!

Γαμωτ, αν ήξερα ότι όλα αυτά έχουν τόση σημασία, θα την έκανα σαν τους πραιτωριανούς, και θα τα έβγαζα εγκαίρως σε δημοπρασία – έχω και δάνειο να ξεχρεώσω. Τώρα πάει – το ντίτζιταλ ασφαλιτάκι πρόλαβε να τα πουλήσει πρώτο….

Υγ Μη τολμήσεις να με ενοχλήσεις. Άμα έχει μείνει σε κάποια απ τις περσόνες σου μια στάλα τσίπα, μη ξαναπιάσεις το όνομά μου στο στόμα σου. Ζήσε την κόλασή σου μακρυά από μένα.
Αν ξαναγίνει κάτι ανάλογο, θα σου μείνω αξέχαστη.


Το "Εκπτώσεις σε όλα μας τα ήθη" από την Καρατρανσαβαγουάρδια. To "ατομάκι" κλεμένο από τα Ημιζ. Η φωτογραφία από εδώ.

13.2.06

Ο Ιερώνυμος Μπος και τα καινούρια ρούχα του βασιληά

Συνηθίζω να το λέω «βισινόματο». Μάτι καθαρισμένο με βισίν, τον βασιληά των κολλυρίων. Το μάτι εκείνο που έχει καθαρίσει από το φόρτωμα, από την «παιδεία» και το διδαχθέν ψεύδος, από τα φορτία που του φοράνε οι μαρίνες λαμπράκες πλάκα (σχωρνάτε με αν σας βρίσκω στο φαγητό) του κόσμου τούτου. Είναι πολύ δύσκολη υπόθεση το βισινόματο. Και επώδυνη. Σημαίνει να πλησιάζεις την εικόνα χωρίς κανένα φορτίο. Όχι να βρεις πάνω της όσα σου είπανε ότι κουβαλάει. Να τη δεις καθαρά, καινή. Να είσαι, κάθε φορά και πάντα, εκείνο το θεϊκό τσογλάνι που φώναξε "ο Βασιληάς είναι γυμνός".

Τα σκεφτόμουν πάλι όλα αυτά, λόγω του Αλέξη Σταμάτη και των σημειωμάτων του για το έργο που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Kήπο των Hδονών» του Ιερώνυμου Μπος. Λέω ότι συνηθίσαμε να ονομάζουμε έτσι, διότι, όπως δεν είναι και πολύ γνωστό, πολλοί μαϊστορες δεν βάφτιζαν τα έργα τους. Πάει να πει, το έργο δεν το βάφτισε έτσι ο Ιερώνυμος Μπος. Το βάφτισε έτσι κάποιος από την άθλια φάρα των κριτικών, αποδίδοντας έτσι στον μαϊστορα προθέσεις και θέσεις. Ύστερα, το δέσανε πολλοί. Κάποιοι το ανέλυσαν κιόλας.
Η κριτική, λοιπόν, αποφάσισε τι πρέπει να βλέπουμε στον τρίπτυχο. Λέρωσε το βλέμμα μας κι αφαίρεσε από το έργο την επαναστατικότητά του – η κριτική συνήθως υπηρετεί την καθεστηκυία τάξη. Η κριτική αποφάσισε να μην αναγνωρίσει την φρίκη του κόσμου μας εκεί που πιθανώς τη διηγείται ο μεγάλος φλαμανδός. Αποφάσισε δηλαδή αυτό το καθάριο και κοφτερό σα γυαλί βλέμμα του Ιερώνυμου να το αποκρύψει και να το σκεπάσει κάτω από θεωρητικούρες και μεγαλοστομίες.
«Συνολικά στο παρεξηγημένο πολλές φορές έργο του ο έμπειρος αυτός σκηνοθέτης δρώμενων (ο Μπος) που γνωρίζει καλά ποιος είναι ο θεατρίνος κάτω από τα ψιμύθια του και τους θεατρινισμούς του, ξεσκεπάζει και ξεγυμνώνει τον σύγχρονό του άνθρωπο (το σημερινό κυρίαρχο) και ζωγραφίζει με σιγουριά και καθαρότερα τη ζωή του μες στην κόλαση της συνωμοσίας με τους δαίμονες, το άδικο, τη βία, τη διαφθορά, την ηλιθιότητα, την ωμότητα τον κυνισμό. Να οδηγείται μες απ τους φόβους του, τις αγωνίες του, τη φιλοδοξία του, την απληστία του, στην εκμηδένιση της ελευθερίας του. Ο Μποντλέρ είπε πως η μεγαλύτερη νίκη του διαβόλου κατά του ανθρώπου ήταν ότι τον έπεισε ότι δεν υπάρχει (ο διάβολος). Ε, λοιπόν, όταν στην υπόλοιπη Δύση οι ζωγράφοι αφιέρωναν τα πινέλα τους στην υπηρεσία του φτιασιδώματος αυτού του τυφλού συνέταιρου-διαβόλου σε ελεύθερο και φωτισμένο πολίτη, ο μεγάλος φλαμανδός ζωγράφος χειρουργούσε την ανθρώπινη κοινωνία αποκαλύπτοντάς της ποια ακριβώς ήταν κάτω από την επιφάνεια».

Το κυριότερο: αυτό το έκανε με αγάπη.

«Μικρή θα ήταν η αξία μιας πικρόχολης και μισάνθρωπης μαρτυρίας για την εποχή του αν ο καλός αυτός άνθρωπος (κάτι παραπάνω από το «μεγαλειώδης ζωγράφος») δεν αντιπαρέβαλε στην υπάρχουσα κατάσταση ένα όραμα, αν κακιασμένα στερούσε την ελπίδα από τον κόσμο του, κι αν δε συνέδεε με αρχαίες μνήμες μιας χαμένης ευτυχίας το όνομά του».

Στο έργο τώρα

Η κρατούσα άποψη είναι ότι ο Μπος στο πρώτο (αριστερό) πίνακα, παρουσιάζει τον Παράδεισο, στον τρίτο (δεξιό) την Κόλαση και στο δεύτερο και κύριο (μεσαίο) τον κόσμο των ηδονών, που ανάλογα με τη θέση τους άλλοι θεωρούν προθάλαμο και εισαγωγή για το αριστερό κι άλλοι για τον δεξιό, δηλ. για τον Παράδεισο ή την Κόλαση. Αυτή η άποψη, είπαμε, διατυπώνεται ερήμην του Μπος. Ο Ιερώνυμος ήταν ένας πιστός, θρησκευόμενος χριστιανός, πιθανότατα πολύ κοντά στην ορθόδοξη παράδοση. Αν κάποιος αποφασίσει να πλησιάσει το έργο μ αυτή την οπτική, θα δει πολύ διαφορετικά κάθε τμήμα του τριπτύχου.

«Το προπατορικό αμάρτημα (αριστερό)

Κατά τη γνώμη μου, το αριστερό κομμάτι του τριπτύχου, αυτό που ονομάζουν Παράδεισο, δεν παρουσιάζει αυτό το θέμα, αλλά τον έλεγχο του ανθρώπου από το Θεό μετά το προπατορικό αμάρτημα, όταν πλέον ο άνθρωπος έχει πέσει, και μαζί του η Κτίση. Αν προσέξει θα δει κανείς ζώα, να τρώει το ένα το άλλο, πράγμα που δεν γινόταν στον Παράδεισο. Ο έλεγχος εδώ από το Θεό δεν είναι φοβερός. Γίνεται με αγάπη προς το πεσμένο πλάσμα, μιας και το πρόσωπο του Θεού που εμφανίζεται είναι (σύγχρονα με τις αρχαίες μας εικονογραφικές παραδόσεις) το Πρόσωπο που από αγάπη σαρκώθηκε, μαρτύρησε και θριάμβευσε για χάρη του ανθρώπου, δηλαδή ο Χριστός.


Η Χώρα των Ζώντων (μεσαίο)


Έχω την εντύπωση ότι εδώ φανερώνεται στον άνθρωπο που πλέον έχει τη γνώση του καλού και του κακού, ο κόσμος που έχασε, ο κόσμος της άγνοιας της ενοχής, ο κόσμος που καλείται να κατακτήσει κι ο τρόπος να ζήσει μετά την απελευθέρωσή του από τη φθορά, με την ενανθρώπιση του Θεού. Πολύ απλά, αν παρατηρήσει κανείς τον μεσαίο πίνακα που αποκαλείται «λαγνεία» ή «κήπος των ηδονών» θα δει ότι δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος ντροπής, ερεθισμού, αμηχανίας ή έκστασης στις εκατοντάδες γυμνές φιγούρες. Καμμιά διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, μια παιδική άνεση χαρακτηρίζει τη γύμνια και την επαφή των σωμάτων. Εδώ πραγματικά ο άνθρωπος ζει προπτωτικά, και τρέφεται μόνο με την ευλογημένη τροφή που χαρίζει η θάλασσα και καρπούς (ο ιχθύς εδώ είναι η μόνη σάρκα-τροφή κι η συμβολική του δύναμη που παραμένει αναλλοίωτη στο χριστιανικό κόσμο κάνει το αίνιγμα εύκολο.) Τα ζώα δεν σπαράζουν το ένα το άλλο, η δε αινιγματική συνύπαρξη ανθρώπων και πουλιών είναι ευκολόλυτο «μυστήριο» αρκεί να θυμηθεί κανείς την προτροπή του Θεού μας να ζήσουμε στον κόσμο χωρίς ίδια μέριμνα, παραδειγματίζοντάς μας με τα πετεινά του ουρανού. Η μέριμνα για τα επίγεια πραγματικά απουσιάζει από ένα κόσμο παιδιών ενός Πατέρα, που ‘χει φροντίσει για όλα όσα εμείς τώρα «έχουμε πάρει στα χέρια μας».

Η ιστορία του ανθρώπου (δεξί)

Αυτό είναι και το κλειδί για την ερμηνεία του τρίτου (δεξιού) μέρους. Δεν πρόκειται για την κόλαση αλλά, απλά, για τον «κόσμο» μας. Εδώ γίνεται μια παράθεση των ανθρωπίνων επιτευγμάτων, που, «μυστηριωδώς» για πολλούς, απουσιάζουν από τον κήπο των ηδονών, όπως π.χ. η μουσική. Αν παρατηρήσει κανείς νηφάλια χωρίς αισθήματα ενοχής πρόκειται σε αυτό τον κόσμο να αναγνωρίσει τα κύρια συστατικά της ιστορίας του αυτονομημένου ανθρώπου: τον πόλεμο, τον αγώνα για εξουσία, τα κολαστήρια, τα παιγνίδια, την επιστήμη και τις τέχνες, τη διαφθορά και την τιμωρία, την εκμετάλλευση και το βιασμό της φύσης κ.α. Η καθαρότητα και η διεισδυτικότητα της σκέψης αλλά και της έκφρασης του ζωγράφου είναι αυτή που κάνει το έργο σύγχρονο σε όλες τις εποχές (όπως λέμε και για το αρχαίο ελληνικό δράμα). Το ότι όσο περισσότερο βαδίζουμε στο δρόμο της Δύσης τόσο περισσότερο αυτό το έργο μοιάζει με την πραγματικότητα αλλά και με την κόλαση μαζί, είναι γιατί απλούστατα αυτός είναι ο δρόμος του αυτονομημένου ατομοκεντρικού κόσμου».

Ότι βρίσκεται σε εισαγωγικά είναι αποσπάσματα από άρθρο με θέμα το τρίπτυχο, που δημοσιεύτηκε στη στήλη «Το γεφύρι της Αρτ» του Γιάννη Γίγα στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», το Δεκέμβριο του 1999. Αφορμή είχε σταθεί άρθρο του Τζων Μπέργκερ στην Guardian της 20ης Νοεμβρίου 1999, στο οποίο επιχειρούνταν πολιτική ανάλυση της σημερινής νέας τάξης μέσα από κείμενα του σουμπκομαντάντε Μάρκος. Τα κείμενα του βισινόματου σουμπκομαντάντε, οδήγησαν τον δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας να αναγνωρίσει στο δεξί τμήμα του έργου τον κόσμο μας και μαζί τη βαρβαρότητα της (κάθε) νέας τάξης.

Το πρώτο έργο είναι του άλλου φλαμανδού επαναστάτη, του Τζέημς Ένσορ. Λέγεται: Οι Κριτικοί. Ακολουθεί το τρίπτυχο κλειστό και κατόπιν τα τρία τμήματα με τη σειρά που αναφέρονται.

12.2.06

Ιουλιανός ο Παραδάκης

ένα σχόλιο πάνω στην εξουσία και τη διαφθορά

Ο Πόπλιος Έλβιος Περτίναξ (Publius Helvius Pertinax) ανέβηκε στο θρόνο των Καισάρων μετά τη δολοφονία του Κόμμοδου, του αυτοκράτορα μονομάχου. Μορφωμένος, γενναίος και έντιμος, ήταν λογικό να μη κρατηθεί πολύ τη θέση. Αν και, τη χαριστική βολή δεν του την έδωσε κάποια απόφαση συγκλητικών ή κύκλων της επισήμου εξουσίας, αλλά τα άδεια ταμεία της αιώνιας πόλης. Χωρίς χρήματα ήταν αδύνατον να κερδίσει την πίστη των πραιτωριανών φρουρών. Τον δολοφόνησαν στις 28 του Μαρτίου του 193 μ.Χ.. Είχε κυβερνήσει μόλις 87 ημέρες.

Λίγες ώρες είχαν περάσει από τη δολοφονία του Περτίνακα, όταν ο Φλάβιος Σουλπικιανός, ο πεθερός του, πήγε να βρει τους δολοφόνους. Όχι βεβαίως για να ζητήσει τα ρέστα - ήταν πολιτισμένος άνθρωπος. Σκοπός του ήταν να πείσει την πραιτωριανή φρουρά να τον ανακηρύξει αυτοκράτορα. Βιάστηκε να τους βρει πριν τον προλάβει κάποιος άλλος, δηλαδή. Βιάστηκε να τους υποσχεθεί αδρότατες αμοιβές.

Αν αυτός δεν είχε τσίπα πάνω του, στους πραιτωριανούς κάτι είχε απομείνει. Φοβήθηκαν ότι απώτερος στόχος του ήταν να τους εκδικηθεί, αφού τους καθησυχάσει ότι τάχαμου θα πληρωθούν. Φοβήθηκαν ότι πρώτα θα ανέβει στο θρόνο κι ύστερα θα τους πάρει τα κεφάλια. Φυλάσσοντας τους χιτώνες τους για να έχουν τους μισούς, λοιπόν, οι προνομιούχοι στρατιώτες του παλατιού αποφάσισαν πως έπρεπε να απευθυνθούν και στους λοιπούς πλουσίους της πόλης. Έστειλαν πάραυτα στους έχοντες και κατέχοντες αγγελιοφόρους για να τους ανακοινώσουν πως, όποιος έδινε τα περισσότερα θα κέρδιζε την υποστήριξή τους και θα ανέρχονταν στο θρόνο. Έπρεπε, έλεγαν, να βιαστούν, καθώς ο πρώτος των υποψηφίων αυτοκρατόρων ήταν ήδη στο στρατόπεδό τους.

Ο μόνος που συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την πρόσκληση, ήταν ο Δίδιος Ιουλιανός.

Ο Μάρκος Δίδιος Σεβήρος Ιουλιανός (Marcus Didius Severus Julianus), ήταν από παλιά, αριστοκρατική οικογένεια της Ρώμης. Γεννημένος τον Ιανουάριο του 137 μ.Χ., προστατευόμενος της μητέρας του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, Δομιτίας Λουκίλλας (Domitia Lucilla), ανήλθε γρήγορα σε υψηλά διοικητικά αξιώματα. Υψηλά αλλά όχι από αυτά που σε βάζανε στη ρότα για το θρόνο.

Παρότι εξορίστηκε από τον Κόμμοδο για ένα μικρό διάστημα, ως συνωμότης, επέστρεψε γρήγορα στη Ρώμη, χάρη στην κινητοποίηση της οικογένειάς του. Δεν ήταν πάντως από τις προσωπικότητες που συμπαθούσαν οι ρωμαίοι: ο ρωμαϊκός λαός, παρά την γενική εντύπωση, δεν σέβονταν καθόλου τους ηδυπαθείς ούτε όσους είχαν πλουτίσει εύκολα.
Τα ανεμομαζώματα της περιουσίας του Δίδιου Ιουλιανού, θα αποδεικνύονταν διαολοσκορπίσματα. Ο πλούσιος και φιλόδοξος, αν και όχι ιδιαίτερα ευφυής, άνδρας κατέφθασε στα ανάκτορα, ακολουθώντας τους πραιτωριανούς απεσταλμένους. Στάθηκε εξω από τις πύλες του στρατοπέδου των πραιτωριανών, ενώ ο Φλάβιος Σουλπικιανός ήταν εντός. Οι δύο άνδρες άρχισαν να «μονομαχούν», δίνοντας στην ιστορία την ευκαιρία να καταγράψει την μοναδική ως τώρα Ανοικτή Δημοπράτηση μιας Αυτοκρατορίας.

Η τιμή εκκίνησης ορίστηκε σε 10.000 σεστέρσιους ανά πραιτωριανό. Ο Σουλπικιανός πίστεψε ότι είχε κερδίσει όταν, γενναιόδωρα, προσέφερε 20.000 - τα διπλά. Ένα ποσό πέρα από κάθε προσδοκία ακόμη και αυτών των στρατιωτών. Ο Ιουλιανός παρέμεινε για λίγο σιωπηλός. Κι ύστερα έκανε μία αντιπροσφορά που δεν μπορούσε ο αντίπαλός του να χτυπήσει, που κανείς στη Ρώμη δε μπορούσε να χτυπήσει: προσέφερε 25.000 σεστέρσιους σε κάθε στρατιώτη, ποσό αντίστοιχο με πλήρεις μισθούς είκοσι (20) ετών. Έστρεψε μάλιστα την ανοιχτή του παλάμη προς τους στρατιώτες, δείχνοντας "πέντε" - δείχνοντας πόσο ψηλά ανέβαζε τον πήχη, καθώς φοβόταν ότι η φωνή του θα καλύπτονταν από το θόρυβο.

Πάραυτα, η αυτοκρατορία κατακυρώθηκε στο Δίδιο Ιουλιανό. Τους αυτοκράτορες, βέβαια, επισήμως δεν τους εξέλεγε ή αποδέχονταν η πραιτωριανή φρουρά. Τον τυπικό λόγο είχε η Σύγκλητος. Η διαλυμένη και φοβισμένη Σύγκλητος, που ήταν αδύνατον να αντιδράσει. Ακριβώς αυτή η αποδοχή της Συγκλήτου, είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο ο Ιουλιανός περιελήφθη στη λίστα των αυτοκρατόρων. Αντεξε στο θρόνο μόλις εξηνταέξι ημέρες. Από την πρώτη του μέρα, ο λαός της Ρώμης είχε βγει στους δρόμους απαιτώντας να εγκαταλείψει ο καταχραστής. Η τρομοκρατημένη Σύγκλητος, όμως, υπάκουσε στο λαϊκό αίσθημα μόνο όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος έφτασε με τις λεγεώνες του προ των πυλών. Τότε και μόνον τότε δόθηκε η εντολή για την εκτέλεση του πλούσιου κι ανόητου Δίδιου Ιουλιανού.Στις προτομές, Περτίνακας και Δίδιος στη σειρά. Η πεταλούδα: κάποιος τη βάφτισε με το οικογενειακό όνομα του τελευταίου. Μου φάνηκε ωραίο σχόλιο.

Για όσους ξέρουν λατινικά, περισσότερα
εδώ. Για τους αγγλομαθείς, περισσότερα εδώ.

9.2.06

Ο ζωγράφος που τον έλεγα Άλογο

Γνωριστήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Πιθανώς στο Μπερλίν. Πιθανότερα έξω από το Μπερλίν. Ήταν φίλος δύο φίλων μου καλοτεχνιτών. Αγία τριάς, από την Ομάδα Κατάληψη του Αριστοτελείου. Η «κατάληψη» αφορούσε ένα από τα λυόμενα στα οποία η μαμά Ελλάς στέγαζε το λαμπρότερο μέλλον της. Μόνο που ούτε το γνώριζε ούτε επρόκειτο να το μάθει ποτέ της.

Που ήμουν; Α, ναι. Γνωριστήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Στο Μπερλίν. Και τον συμπάθησα αμέσως. Ήθελα να γίνω φίλη με το Γιώργο Νουβάκη, τον ζωγράφο που τον έλεγα Άλογο.
Τώρα το μαθαίνει το παρατσούκλι που του χα χαρίσει – κι ελπίζω να με σκέφτεται ακόμη τρυφερά, εμένα και τις μηλόπιττές μου, κι όχι να θέλει να μου τις πετάξει στα μούτρα (και τουρτοπόλεμο παίζουμε, κομπανιέρο!). Τον έλεγα Άλογο αγαπώντας τα άλογα όσο κανένα άλλο ζώο επί στεριάς. Τον έλεγα έτσι, πέρα από το κάπως μακρύ πρόσωπό του, γιατί ο Γιώργος έδινε την αίσθηση ήρεμης δύναμης των ωραίων αράβικων με τις καλοφροντισμένες χαίτες (επίσης, οι μπότες του θέλαν σπηρούνια για να αναδειχθούν).

Αναμνήσεις φάρμακο και φαρμάκι μαζί.

Αυτή η παρέα, η Ομάδα Κατάληψη, ήταν υπέροχη. Δουλευταρού, παραγωγική, δημιουργική, λαμπερή. Έκαναν δουλειά, όχι αστεία. Ο ένας φίλος, αν ήταν εδώ θα ήταν από τους μεγαλύτερους της γενιάς του (ε, Γιώργο;). Ερχόταν στο σπίτι, ένα παλιό καταρρέον αλλ’ ολόφωτο νεοκλασσικό, με έργα, έργα, έργα. Να σου δείξω; Να μου δείξεις! Στην κουζίνα - εκεί είχε το περισσότερο φως.

Έφυγε για πάντα.

Ο Γιώργος, ίδια κλάση και πάντα εδώ, Δόξα τω Θεώ. Τον θυμάμαι έξω από το Μπερλίν, μέσα στο Μπερλίν, στο Σνουπυ, στο σπίτι, τον θυμάμαι και το μυαλό μου γεμίζει μουσική – οι Κακοί Σπόροι του Νικ παίζουνε πάλι.

Η ομάδα. Μόνο μια φορά είχα δει δουλειά τους, αλλά τους ήξερα. Ήξερα πως φόρτωσαν σε ένα βαγόνι το μεράκι τους και γυρνούσαν, με τα τραίνα, τη βόρειο Ελλάδα, δείχνοντας στους ερχόμενους την ομορφιά του να λερώνεις τα χέρια σου. Πως δούλευαν σαν ομάδα – πως υπενθύμιζαν ότι το προσωπικό και το ατομικό είναι δύο διαφορετικά πράγματα: το προσωπικό έχει ανάγκη από το σύνολο. Εκεί, στην τότε Σαλονίκη των τότε ομάδων και της παρέας, εξέθεταν όλοι μαζί, δημιουργούσαν όλοι μαζί, είχαν αφήσει πολλούς άλλους πολύ πίσω όλοι μαζί.
Μετά, ο Γιώργος έφυγε για τη Βαρκελώνη. Πρώτα για σπουδές, μετά γιατί ήθελε (κι η μαμά πατρίς τον ήθελε). Χαθήκαμε. Τον σκεφτόμουν με πολύ αγάπη. Μάθαινα νέα του, άκουγα με χαρά πως προχωρούσε. Αλλά δουλειά του δεν είχα δει. Είδα, κατά τύχην, πριν λίγες μέρες. Μαθαίνοντας κατα τύχην την ιστοσελίδα του (ο φίλος μου έχει ιστοσελίδα, υπέροχη και καταπληκτική και την έκανε μονάχος του!), τα έργα που εξέθετε στη Βαρκελώνη, που το Μάρτη θα εκθέτει στην Ιταλία. Και χάρηκα. Και με έδεσα στην καρέκλα διότι οι υποχρεώσεις. Τι περνάω! Λέω πάντα πως στο αληθινό έργο πρέπει να βαράς προσοχή, να σου τρώει όλα τα δαχτυλίδια για να το δεις από κοντά (δε με νοιάζει για τα δαχτυλίδια ούτε που κοιμάμαι τώρα στα σανίδια). Κι όμως ήμουν υποχρεωμένη να μείνω μακρυά από την εξαίρετη αυτή έκθεση και μάλιστα από το έργο ενός φίλου μου!

Χάρηκα όμως. Χαρηκα πολύ. Χάρηκα που ο φίλος μου είναι πάντα νέος, με τον τρόπο που οι αυτόφωτοι δημιουργοί είναι πάντα νέοι. Χάρηκα που είναι συνεπής και που δεν είχα πέσει έξω (τι άθλια εγωκεντρική κουβέντα - αλλα ειναι αλήθεια, τι να κάνω;). Χάρηκα που είδα το δικό του λόγο πεντακάθαρα αρθρωμένο, χάρηκα που έχει ακόμη τόσο χιούμορ, που αγαπάει ακόμη τα κόμικς και του φαίνεται, που δεν πρόδωσε τίποτε και που κάθε του έργο είναι απόδειξη της εντιμότητάς του αλλά και της οικουμενικότητάς του – η διαδρομή κι η εμπειρία των άλλων ανθρώπων και της άλλης κουλτούρας είναι εμφανή – μιας οικουμενικότητας που αποτελεί το ψηφιδωτό όσων έζησε και είναι και που πολλές φορές εκφράζουν αυτή την οικουμενική ελληνικότητά του.

Ο Γιώργος Νουβάκης συνθέτει κάτι καινούργιο και παραμένει στην πρωτοπορία, ως άγριο παιδί της. Ως έλλογος και ως άλογο. Ως ένας αληθινός μαχητής – αλλά που να καταλάβει η μαμά Ελλάς.

Έτσι, του έγραψα, του είπα πόσο χάρηκα που τον ξαναβρήκα τόσο όμορφο, και ζήτησα να μου κάνει τη χάρη να μας παρουσιάσει τα έργα του, αυτή την τελευταία του έκθεση στη Βαρκελώνη. Όπως θα δείτε, ο φίλος μου είναι πολύ σεμνός. Επίσης, είναι ένας άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Ακριβής, στο στόχο.

«Η δουλειά μου μέχρι σήμερα στηρίχτηκε στην προσπάθεια ένταξης αντιφατικών μεταξύ τους στοιχείων σε έναν αυτόνομο οργανισμό, αφήνοντας να διαφαίνονται όλες οι επιμέρους ισορροπίες σε υλικά, υφές και φόρμες, στα όρια θεματικού και abstract, ζωγραφικής και τρίτης διάστασης, άδειου και γεμάτου.

Το αποτέλεσμα, αν και συνήθως τρισδιάστατο, αφήνει μια αίσθηση ζωγραφικής, με θεματικές αναφορές οι οποίες αυτοαναιρούνται, καθώς εντάσσονται στο σύνολο σαν πλαστικά καθαρά στοιχεία.

Η τελευταία σειρά fisHeads, ξεκίνησε στα μέσα του 2003 και, σε γενικές γραμμές, πρόκειται για τρισδιάστατη ζωγραφική, στην οποία ένα θεματικό περίγραμμα περικλείει την προσωπική μου άποψη για το abstract. Θα μπορούσε να θεωρηθεί μια διασκεδαστική πλαστική φάρσα, όπου ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με μοναδικό του θέμα την συνθετική αλλά και συναισθηματική ισορροπία παραδοσιακού-σύγχρονου, γεμάτου-άδειου, όγκου-επίπεδου, αλλά και άλλων επιμέρους σχέσεων, μετατρέπεται σε ένα «ψαράκι» χρησιμοποιώντας ένα απλοϊκό περίγραμμα ή θεματικές αναφορές που θυμίζουν comics ή ναίφ ζωγραφική.
Σ’ αυτήν επίσης τη σειρά προστέθηκαν οι ψηφιακές εικόνες, δημιουργώντας μια ακόμα αντίθεση, με την τραχύτητα ενός οργανικού υλικού, όπως το ξύλο.

Χαριτολογώντας, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για οργανωμένη και προμελετημένη σύγχυση, αλλά θα μπορούσε να είναι και ένα παράδειγμα για το πώς μια πιο «απρόσιτη» εικαστική πρακτική, μπορεί να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό.

Αυτή η φαινομενική και συχνά υβριστική απλοϊκότητα περικλείει από μόνη της το χιούμορ και την ειρωνεία, αλλά και το κάθε αποτέλεσμα, έχει τις δικές του κοινωνικές και πολιτικές αναφορές, με έντονα τα παραπάνω στοιχεία.

Πιο συγκεκριμένα, ανεκδοτολογικά και grotesco στοιχεία, συνθήματα, φράσεις και στίχοι τραγουδιών, αναφορές σε άλλους πολιτισμούς, καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές πρακτικές, ζωγραφικά «λάθη», κιτς, γκραφίτι, κόμικς, είναι μόνο κάποια από τα συστατικά αυτής της καυτής σούπας, όπου κολυμπούν τα «ψαροκέφαλα».»

Αγαπητέ κύριε, υποκλίνομαι και είμαι ευτυχής που σας γνωρίζω.


Τα έργα, με τη σειρα

AUTOFOLLABLE-HIDROREPELENTE (Αυτογαμήσιμο-Υδροαπωθητικό) ref: P179 - 385 x 181 x 29 cm.- Ξύλο, ύφασμα με πούλιες, δέρμα, παντελόνια, μέταλλο, πλαστικοποιημένη ψηφιακή εικόνα, ακρυλικά, βερνίκι (Μάιος 2005)

PEZ-PAZ, FISH-FUCK (HIPÓCRITA) ref: P166 -170 x 150 cm.- Ακρυλικά, κιμωλία, μέταλλο, κρυστάλλινοι μεγεθυντικοί φακοί και ψηφιακές εικόνες, σε πανί (Apr.2004) Απο δω κι η λεπτομέρεια - το μάτι

Χωρίς Τίτλο (ref: P180) 152 x 85 x 5 cm.- Ξύλο, ψηφιακές φωτογραφίες, μολύβια, φωτοτυπίες σε διαφάνεια, βερνίκι (Ιούνιος 2005)

ΤΡΟΠΑΙΟ (ref: P188) 62 x 63 x 54 cm.- Ξύλο, Ακρυλικά, Ψηφιακή εικόνα, Χρυσή μπογιά, Βερνίκι. (Δεκέμβριος 2005)

Για το φίλο μας που έφυγε, πήγαινε εδώ και επέλεξε από το "Συμμετέχοντες" τον Κώστα Καρούσο. Ο Γιώργος έφτιαξε την ιστοσελίδα. Το ανακάλυψα προχτές και του χρωστω.

7.2.06

Απεικονίζοντας το ανεικονικό

Για το Μαύρο Γάτο, τον Ελέφαντα, τον ανώνυμο με τ όνομα, τον Αλβέριχο κι όσους ακόμη τάραξα με αποσπασματικές απόψεις αυτές τις μέρες

«Είναι το βλέμμα μας που φυλακίζει συχνά τους άλλους στις στενές τους υπαγωγές, κι είναι πάλι το βλέμμα μας που μπορεί να τους απελευθερώσει»
Αμίν Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, εκδ. Ωκεανίδα

Υπάρχουν πολιτισμοί που απεικονίζουν το Θεό, τους αγίους, όπως ας πούμε ο δικός μας, αφού πάλεψε πολύ και χύθηκε αδελφικό αίμα. Το λέμε εικονομαχία. Υπάρχουν πολιτισμοί ανεικονικοί - όπως ο εβραϊκός κι ο μουσουλμανικός. Οι εβραίοι λιθοβολούσαν, μάλιστα, όποιον τολμούσε καν να πει το όνομα του Θεού - που να τον ζωγραφίσεις... Παρ ότι ανεικονικοί, όμως, ορισμένοι εκ των πολιτισμών αυτών κατά περιόδους -τις ωραίες των περιόδους- έχουν απεικονίσει το απαγορευμένο πρόσωπο. Όπως, ας πούμε, οι μουσουλμάνοι, μογγόλοι και οθωμανοί, στις μικρογραφίες τους. Όπως, ας πούμε, στις μικρογραφίες που, αληθινά στολίδια, ομορφαίνουν σήμερα την λοκάντα μου. Αυτό το μουσουλμανικό κόσμο επιτρέψαμε στο φανατικό ισλάμ να τον ξεχάσει.

Υπάρχει και το κόμικς. Παλιά, διαβάσαμε ένα κόμικς (πήρα τους φίλους και αποφασίσαμε ότι μάλλον είναι στα πρώτα 80ς που το διαβάσαμε και μάλλον ήταν του Γκότλιμπ). Απεικόνιζε όλους τους θεούς των μεγάλων θρησκειών και τους άλλαζε τα φώτα. Και το Μωάμεθ. Τότε, λοιπόν, τίποτε δεν είχε γίνει. Ησυχία. Ούτε ένας φετφάς, βρε παιδί μου, να βγει ο Γκότλιμπ να κάνει τον διωκόμενο ήρωα. Στο ντούκου πέρασε. Και άντε εδώ – στο ντουκου πέρασε και στη Γαλλία, που δεν πρωτόδε τώρα μουσουλμάνους στην πόρτα της.

Γιατί, λοιπόν, τώρα οι φασαρίες; Γιατί τώρα οι ακρότητες, η εκφρασμένη αυτή βαρβαρότητα; Τι έγινε μέσα σε 20 χρόνια και αυτό που γνωρίζαμε δεν το αναγνωρίζουμε πια; Τι έγινε και μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια η βαρβαρότητα πήρε το πάνω χέρι κι από το να μετράμε εξεγερμένους, από το να βλέπουμε με συμπάθεια και να κατανοούμε κάποιες μορφές βίας, φτάσαμε να μετράμε Μπους με διαφορετικά καπέλα και να βλέπουμε την πιο ωμή βία να κλιμακώνεται;

Γιατί τώρα; Τι έγινε;

Νομίζω ότι το πρώτο και βασικότερο είναι πως, τώρα εξελέγη η Χαμάς στην Παλαιστίνη. Κι όπως είπε ο αδελφός σήμερα, πάντα σοφότερος και περισσότερο ψύχραιμος, «πρώτη φορά κοιτάω τους Παλαιστίνιους και δε βλέπω Παλαιστίνιους, βλέπω μουσουλμάνους». Για όλους μας, στο ρωμέικο, οι παλαιστίνιοι ήταν αυτό μόνον: ένας πονεμένος λαός που είχε, που έχει ακόμη, την αγάπη και τη στήριξή μας. Αυτό αλλάζει. Αυτό βγάζει παντού στο δρόμο όλους τους φανατικούς κι ακραίους μουσουλμάνους, που νοιώθουν δυνατότεροι.

Οι φασαρίες ξεκίνησαν, η βαρβαρότητα εκδηλώθηκε για δύο λόγους, λοιπόν, λέω. Ο ένας είναι ότι απέναντι στο Μπους οι λαοί παρατάσσουν Μπους ή ο Μπους φροντίζει να έχει απέναντί του τα αντίγραφά του – ανθρώπους με την ίδια οπτική, το ίδιο βάρβαρους. Τείνω προς το πρώτο. Απέναντι στη βαρβαρότητα οι λαοί που ο πολιτισμός τους στηρίζεται εν πολλοίς στο «οφθαλμός αντί οφθαλμού», οι λαοί που βουλιάζουν στη φτώχεια και την αμάθεια και γίνονται στόχος, επιλέγουν να παραθέσουν τη βαρβαρότητα. Ή, αντιδρούν βάρβαρα γιατί δεν βλέπουν άλλη διέξοδο -- γιατί μοιάζει να μη παράγουμε πια ανθρώπους που στέκονται στα αδιέξοδα και γίνονται η διέξοδος.

Ο άλλος είναι ότι ο νόμος από μόνος του δεν μπορεί να λύσει τα ουσιαστικά προβλήματα, τα προβλήματα της ταυτότητας, ο νόμος δεν μπορεί να μας δώσει το βλέμμα που ελευθερώνει τους άλλους από τις στενές υπαγωγές τους. Ο νόμος βάζει όρια αλλά μόνο σε όποιον τον δέχεται (εδώ ο νόμος ως παράγωγο της τράπεζας του κοινού βιώματος – ο νόμος της Αντιγόνης). Μπορώ να δικαιολογήσω τις απόψεις μου, αλλά δεν υπάρχει λόγος γι σεντόνια. Συντομα, λοιπόν:

Θεωρώ ότι η Ευρώπη έχει αντιμετωπίσει με λάθος τρόπο τους μουσουλμάνους.

Θεωρώ ότι ο δανός τύπος που αποφάσισε να δημοσιεύσει αυτές τις μετριότατες ως κακές γελοιογραφίες ήθελε όντως να προκαλέσει και πίστευε ότι το θέμα δε θα έβγαινε πιο έξω.

Θεωρώ πως αν ο γάλλος δεν αναδημοσίευε τις γελοιογραφίες «για να στηρίξει», το πράγμα θα είχε μείνει εκεί. Φέρνοντας στη Γαλλία με το βεβαρυμένο παρελθόν το ζήτημα ήταν λογικό να προκληθούν φασαρίες. Και, δεν το έκανε για να στηρίξει, το έκανε για να πουλήσει. Είχε δικαίωμα; Αν ο νόμος είναι το μόνο κριτήριο, ναι είχε. Αν το έννομο εμπορικό κέρδος είναι το μόνο κριτήριό του, ναι είχε – σε τούτο τον κόσμο τουλάχιστον.

Όμως: αυτά δε σημαίνουν ότι δε βλέπω τη βαρβαρότητα. Είναι βαρβαρότητα οι αντιδράσεις όσων αποκεφαλίζουν ομοιώματα με μάτια γεμάτα μίσος, καίνε κτίρια βάζοντας ανθρώπους σε κίνδυνο, επιτρέπουν στον εαυτό τους να γίνουν όχλος. Οι φανατικοί μουσουλμάνοι αντιδρούν βάρβαρα. Αγνοώντας την ίδια τους την ιστορία, την πορεία και την πίστη. Σιγά τη διαπίστωση. Αυτό, όμως, δεν αθωώνει το δυτικό κόσμο. Σωστότερα: δεν αθωώνει τους κυρίαρχους και κατέχοντας την εξουσίαν.

Η ιστορία λέει ότι η βαρβαρότητα έρχεται να μας καταπιεί κάθε που μια νέα τάξη πραγμάτων γεννιέται, αποφασίζεται. Η νέα τάξη βαφτίζει τον εαυτό της «πολιτισμό» και τους απέναντι «βαρβάρους». Αν δεν είναι, φροντίζει να τους κάνει – υπερτονίζοντας τις μερικές ταυτότητες που την βολεύουν. Άρα, όπου ακούω νέα τάξη, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει. Τι επιδιώκει να καταστρέψει η εκάστοτε νέα τάξη; Τους συνεργατικούς πολιτισμούς (πιο ευάλωτοι, δυστυχώς), τις κοινωνίες ή κοινότητες με ισχυρή παράδοση και τις κοινωνίες που βαδίζουν/αν προς μεγαλύτερη δημοκρατία. Αυτοί είναι οι εχθροί της.

Η νέα τάξη δεν είναι φορέας δημοκρατίας. Ακόμη κι αν εμφανίζεται να πουλάει δημοκρατία με το καντάρι, όπως πάει να κάνει ο Μπους, η εκάστοτε νέα τάξη μισεί τη δημοκρατία. Στην τωρινή συγκυρία, η μάσκα πέφτει όταν κοιτάξεις στην κοιλιά του θηρίου, στις ίδιες τις ΗΠΑ. Η δημοκρατία πεθαίνει στα χέρια της δυναστικής εξουσίας. Όσοι μιλούν για τις δυτικές κοινωνίες ως προπύργια κάποιας θολής δημοκρατίας, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι αν και όση δημοκρατία υπάρχει σήμερα δεν έχει φίλους στα υψηλά κλιμάκια. Τα υψηλά κλιμάκια επιδιώκουν, και στη δύση, την ανάκληση όσων κερδίσαμε με το αίμα των πολλών και τους κοινούς αγώνες.

Άρα, το ζητούμενο για τις εξουσίες στη Δύση δεν είναι ο εκδημοκρατισμός οποιουδήποτε. Αν σε νοιάζει η δημοκρατία, ξεκινάς από το σπίτι σου. Η δημοκρατία είναι άλλοθι. Και ισχυροποιείται όλο και περισσότερο ακριβώς γιατί τα ακραία ισλαμικά στοιχεία παίρνουν το πάνω χέρι και η βαρβαρότητα τους δένει υπέροχα τη συνταγή. Το λέει ο ποιητής μας. Οι βάρβαροι είναι χρησιμότατοι. Κι επειδή εγώ, δηλαδή εμείς, δεν είμαι υπεύθυνη πολίτις, επειδή εγώ, δηλαδή εμείς, δεν αντιδρώ και αφήνομαι στην ευκολία της παντοδύναμης αδράνειας, επειδή το βλέμμα μου σκλαβώνει, το ψέμμα του εξουσιαστή μου που επιθυμεί να εκβαρβαρίσει τον αντίπαλό του, γίνεται δικό μου ζωτικό ψεύδος. Βολεύει, αδελφέ, πώς να το κάνουμε.

Αυτό ακριβώς λέω, που καταλάβατε. Φαύλος κύκλος που σπάει μόνο αν εμείς, δηλαδή εγώ, αρνηθούμε τη βαρβαρότητα, αρνηθούμε τη γοητεία της βαρβαρότητας, αρνηθούμε το ισχυρό ναρκωτικό των συνειδήσεων που είναι η βαρβαρότητα και τις ξυπνήσουμε και τις απεξαρτήσουμε με το ζόρι.

Προσωπικά, βλέπω την απάντηση στην οικουμενική ρίζα του τόπου μου και των λοιπών τόπων του όντως πολιτισμού. Δηλαδή, όπως ο εμείς Μααλούφ, τη βλέπω στο βλέμμα που ελευθερώνει. Αναγνωρίζω τη βαρβαρότητα κι επιμένω να βλέπω τα αίτιά της. Με ξεβολεύει. Πονάει. Με εξοργίζει. Αλλά θέλω, δηλαδή θέλουμε, άμα μεγαλώσουμε να μοιάσουμε λίγο του Σεφέρη και του Τζώννυ: κάποιος, ένας φτάνει, να πει πως στο αδιέξοδο γίναμε οι άνθρωποι-διέξοδος.

Έβαλα τον αδελφό να σκανάρει νυχτιάτικο, γιατί βρήκα μεν αυτές τις εικόνες στο ουέμπ, αλλά είδα με έκπληξη ότι ο ιδιοκτήτης του σάιτ είχε σβήσει το πρόσωπο του προφήτη (σβήνοντας μιαν αλήθεια για κάποιους εκ των προγόνων του: υπήρξαν ανεικονικοί αλλά και ελαστικοί, άνθρωποι της ευρείας ταυτότητας). Ένα ευχαριστώ σε αυτόν που ξενύχτησε πάλι με τις εμμονές της αδελφής του.

Κλικ στις εικόνες, για να διαβάσετε τις λεζάντες και να γνωρίσετε τον Μωάμεθ αυτοπροσώπως.

Ελπίζω τώρα να μη μου κάψουν εξαγριωμένοι μουσουλμάνοι τη λοκάντα, επειδή εκθέτω έργα με το πρόσωπο του Προφήτη. ..

6.2.06

Lay off of my blue suede shoes.

Στα τέσσερα αγόρια που μόνο αυτά φορούσαν Shelly's Chelsea boots– χωρίς το μέταλλο. Και σε όλα τα κορίτσια που το πρόσεξαν

Το ροκ είναι υπόθεση των άκρων. From scratch, Lord forbid. Δηλαδή, από τότε που ο Καρλ Πέρκινς τραγούδησε ένα ζευγάρι μπλε σουέτ παπούτσια. Ο Καρλ βγαίνει παραπονούμενος στην αναφορά, γιατί τα πιο διάσημα παπούτσια του ροκ εν ρολ του τα πήρε ο βασιληάς που χρειαζόταν ένα φλιπ σάιντ.

Μ αρέσει πάντα αυτή η επαναλαμβανόμενη ιστορία του παραπεταμένου τραγουδιού, αυτού που γραφτηκε σε είκοσι λεπτά ή του τυχαίου φλιπ σάιντ που γίνεται κλασσικό, σημείο αναφοράς, ιστορία γιατί έτσι επιλέγουν μια χούφτα πιτσιρικάδες τίγκα στην ορμόνη.

Ο βασιληάς φόρεσε τα μπλε σουέντ παπούτσια to boldly go where no white man has gone before. Μάης του 1956, ένα εκατομμύριο 45άρια, νούμερο πέντε στα τσαρτς της ποπ, της κάντρυ, του ρυδμ εν μπουζ. Ο Άλαν το έλεγε ΡοκενΡολ αλλά οι άλλοι δεν το χαν μάθει ακόμη.

Τώρα θα πουν ότι με τυφλώνει η αγάπη- ας είναι.

Η ροκ μυθολογία θέλει ο πρωτεργάτης των μπλε σουέντ παπουτσιών να είναι ένας τρίτος: ο Τζώννυ που αγαπάω περισσότερο απ όλους τους Τζώννυδες. Στεκόταν σε κάποια τεράστια, πυκνή ουρά παρέα με τον Καρλ όταν κάποιος, λίγο πιο μπροστά, φώναξε έντρομος στο διπλανό του: «Μη πατάς τα μπλε σουέντ παπούτσια μου!». Και τότε είπε ο Τζώννυ που αγαπάω πιο πολύ απ όλους τους Τζώννυδες: «Ει, Καρλ, καλούτσικο αυτό για τίτλος τραγουδιού, ε; τι λες κι εσύ;». Φάγανε, πήγανε για χορό, είδανε πόσο προσεκτικά οι έφηβοι είχαν διαλέξει τα παπούτσια τους, χωρίσανε και το πρωί ο Καρλ ξύπνησε με ένα τραγούδι στο μυαλό του.

Well, it’s one for the money,
Two for the show,
Three to get ready,
Now go, cat, go.

Πέρασε ο καιρός κι ο βασιληάς βρέθηκε αιχμάλωτος. Καλό παιδί, δηλαδή. Αλλά, τον αφήνανε να παίζει το κάπως κακό παιδί στις χολλυγουντιανές ταινίες. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του πρώτου αληθινά ροκ παπουτσιού. Ο βασιλιάς στη φυλακή άλλαξε τα μπλε σουέντ παπούτσια του με ένα ζευγάρι converse. Jailhouse Rock. Ο πιο σεξυ φυλακισμένος στην ιστορία. Ποιος δε θυμάται την αφίσσα – τι φιγούρα! Πέρασα μέρες στον καθρέφτη προσπαθώντας να μιμηθώ τις φιγούρες του βασιληά – το ίδιο κι η kd lang που όμως μεταμορφώθηκε σε βασιλικό κλώνο. Εγώ τίποτε. Το μόνο που μου έμεινε είναι η συλλογή converse. Τα φούξια Chucks τα έχω ακόμη. Ο βασιληάς έχει λειώσει, αυτά άλειωτα. Έχουν γίνει ροζ. Κάθε άνοιξη την υποδεχόμαστε μαζί. Δεν τα αλλάζω με τίποτε. Καλά, μπορεί. Τα αλλάζω με τα Chucks που φορούσε ο Μικ Τζάγγερ όταν έβγαλε πρώτη φορά τη γλώσσα στους δημοσιογράφους. Ή με τις άσπρες αστραφτερές ελβιέλες των πρώτων μου γυμναστικών επιδείξεων.

Well, you can knock me down,
Step on my face,
Slander my name
All over the place

Μετά, τον βασιληά τον κλείσανε στο παλάτι οι κακοί σύμβουλοι και τον δηλητηρίαζαν μέρα με τη μέρα. Δεν πρόλαβα να μεγαλώσω, να καβαλήσω τη Νόρτον και να φτάσω και να τον σώσω, ακουμπώντας τη μαύρη βακέρο μπότα μου στο χώμα, σηκώνοντας ψηλά το γιακά μου, έτσι που πριν καν αναλάβω δράση οι τρομοκρατημένοι κακοί να το βάλουν στα πόδια. Νταμν! Ούτε ο Μάρλον πρόλαβε. Με το Μάρλον φορούσαμε τις ίδιες μπότες την ημέρα που έπρεπε να σώσουμε το βασιληά. Τις δικές του τις δάνεισε στο Τζέρρυ Λη, τελικά. Βακέρο μανιασμένη πάνω στα ασπρόμαυρα πλήκτρα. Ερωτευμένος σχιζοφρενής.

Σημείωση: μη ξεχάσω τα παπούτσια που φορούσε ο θείος Νώντας. Ξέρεις, εκείνα με τις τρυπίτσες.

Και τώρα το καθιερωμένο μας διάλειμμα

Οι χίππυδες ποτέ δεν έμαθαν από παπούτσια. Ήτανε ξυπόλυτοι και κάπνιζαν ραδίκια. Δε θέλω να σκέφτομαι εκείνη την περίοδο – χωρίς παπούτσια κι ελαφρόπετρες, αυτά τα κορίτσια…

Γκονγκ!

Ευτυχώς ήρθε το γκλαμ ροκ κι ανέβασε το παπούτσι σε νέα ύψη. Η χαρά της μέσης ελληνοπούλας. Αλλά όχι και του μέσου έλληνος. Αβάντι μαέστρο ένα ραπτοπούλειον μεταρεμπέτικο για να μη λένε ότι δεν φέρνουμε αποδείξεις.

Τις πολυκατοικίες σου
παπούτσια σα φορέσεις
σε μένα και στους φίλους μου
καθόλου δεν αρέσεις

Γκονγκ! Γκονγκ!

Κουτσομπολιό: Το Shellyz είναι μαγαζί με ιδιαίτερο ρόλο στην παπουτσοϊστορία του βρετανικού RnR από τα 60ς ακόμη. Σχετικώς: οι Chelsea boots της τετράδας ήταν για τα 80ς ότι οι πλατφόρμες για τα πρώτα 70ς ότι τα κονβερς για τα 50ς. Περισσότερα για τις μπότες δε θα πω, γιατί μια νύχτα κρύα μπορει και οι φροϋδισταί να ’ρθουν στην εξουσία.

Γκονγκ! Γκονγκ! Γκονγκ! Πρόσεξε, έτσι όπως σπρώχνουν θα σου πέσει το ποπ κορν!

Από τα 60ς κιόλας πολλά βρετανόπουλα τα φορούσαν. Αχώνευτα βρετανόπουλα – σκίνχεντς. Όταν ήρθε, όμως, η καινούρια άγρια μουσική της πόλης, το πανκ, τα Doc Martens γίναν τα δικα μας παπούτσια. Βαριά, σε κάναν να νοιώθεις έτοιμος να κλωτσήσεις στον κώλο όλους αυτούς που ήταν πάνω από τριάντα. Αυτούς που δεν έπρεπε να εμπιστευτείς ποτέ. Μη κάνω τη σκληρή: δεν τα φόρεσα μέχρι να ανθίσουν.

You can burn my house,
Steal my car,
Drink my liquor
From an old fruit jar.

Οι Public Enemy και οι Run DMC έτρεχαν με adidas. Κόλλημα. Ειδικά αυτά με τις λαμέ ρίγες. Κόκκινες, χρυσές, ασημένιες, πράσσινες. Walk this Way – My Adidas. Ύμνος. Ένας ακόμη. Τι δεν είχαμε τραγουδήσει. Left shoe shuffle, right shoe muffle, Sinking in the sand. Blue Suede Shoes by Jimi Hendrix. Life's a dance, put on your dancing shoes, take a chance. Blue Suede Shoes by Frank Zappa. And yes, there's something you can send back to me, Spanish boots of Spanish leather. Blue Suede Shoes by The Black Sabbath. Brown Shoes Don't Make It. Blue Suede Shoes by the Residents. Red Shoes By the Drugstore. Blue Suede Shoes by… Who´s next, guys?

Do anything that you want to do, but
huh hoh,
honey, lay off of my shoes

Don’t you step on my blue suede shoes.


You can do anything but lay off of my blue suede shoes.

Στις μπότες τον ύμνο τον τραγουδούσε η Νάνσυ Σινάτρα. Άφτερ – ύμνος. Όταν τα τουέντυζ άρχισαν να προχωράνε με βήμα ταχύ. These boots are made for walking, and that's just what they'll do, one of these days these boots are gonna walk all over you. Πρώην φίλοι, πρώην εραστές, πέτρες που δεν κυλάνε. Φεύγω γειά σου, γειά σου, λοιπόν. Στην αναχώρηση αλλάζω παπούτσια. Οι μπότες στο κουτί ως την άλλη φορά. Στο μεταξύ, φοράω τα παλιά μου ροκενρολ σhουζ.

Honey my heart was not born to be tamed
And goodbye, so long, the road calls me dear
And your tears cannot bind me anymore,
And farewell to the boy with the moon in his eyes
Can I kiss you, and then I'll be gone

Ήταν ρρρροκ κι ήταν σκα κι ήταν άσπρα με μαύρα τρουκ στις οκτώ τρυπίτσες και μαύρα κορδόνια, ήταν παπούτσια για να χορεύεις rock around the clock. Πήγαινα για φλίππερ και ένοιωθα πως δεν υπήρχε κανείς ικανός να μου πάρει παιγνίδι γιατί φορούσα τα παπούτσια που δεν επέτρεπαν σε κανέναν να σου πάρει παιγνίδι. Περπατούσα έξω από τα μαγαζιά και δεν άκουγα τη μουσική γιατί την άκουγαν τα παπούτσια μου και αρχίζαν να χορεύουν. Πήγαινα στα μπαράκια με την Ειρήνη και τα παπούτσια άρχιζαν να do the twist που goes like this και φορούσα και ένα ζευγάρι γυαλιά α-κρι-βώς σαν του Μπάντυ Χόλλυ, όμως α-κρι-βώς!, κι ήξερα πως μόνο τα πιο όμορφα και πιο γενναία αγόρια θα ερχόταν να μου πουν τι ωραία παπούτσια φορούσα και που τα βρήκα αυτά τα γυαλιά και ύστερα θα με ρωτούσαν αν θέλω να twist again.

Τα χε φτιάξει ο Μοσχούτης. Στη βιτρίνα του στην Πατησίων συναντηθήκαμε. Φυσικά, δεν ήξεραν τι θησαυρό είχαν στα χέρια τους. Τα είχαν στις προσφορές. Μπήκα μέσα και τα φυγάδευσα, τα πληγωμένα ροκ εν ρολ παραμύθια μου. Θα τα είχα ακόμη αλλά η μαμά τα πέταξε κρυφά. Ότι απόμεινε, είναι αυτή η φωτογραφία. Το λέω και θυμάμαι τον Θωμά που Περιμένει, τον θυμάμαι σε κείνη την ταινία, το Down By Law, στους τίτλους, που εκείνη η κουκλίτσα του πετάει τις μπότες και τα δισκάκια απ το παράθυρο (ροκ κορίτσι – ξέρει να σε πονέσει) κι εκείνος ήρεμα φοράει τις μπότες του στη μέση του δρόμου και φεύγει. Τα δισκάκια σπασμένες φτερούγες του έρωτα που έπεσε απ το παράθυρο. Οι μπότες- υπενθύμιση: he wasn’t born to be tamed.

I just want to rock and roll
I don't want to hang up
σhου μποπ σhου μποπ
my rock and roll shoes
Something happens to me
Every time I hear the blues

Η φωτό των μπλε σουέτ παπουτσιών του Καρλ Πέρκινς είναι από δω. Η ροκαμπιλού αγελαδίτσα είναι από την αγελαδοπαρέλαση που έρχεται συντόμως και στην Αθήνα.

Το Hang up My Rock'n Roll Shoes το έγραψε ο Τσακ Ουίλλιζ αλλά η ταπεινότης μου το άκουσε πρώτη φορά από Την Μπάντα. Όμως: η ηχογράφηση του Τσακ ήταν η πρώτη στέρεο ηχογράφηση ροκ δισκου στην ιστορία.

Ο Θωμάς που Περιμένει τραγουδάει Red Shoes By The Drugstore.

Γράφοντας άκουγα το Rockin Days.