Στον γνωμοδότη - πόση χαρά μου έδωσε δε μπορώ να σας περιγράψω!Pero no quiero mundo ni sueno, voz divina,
quiero mi libertad, mi amor humano
en el rincon mas oscuro de la brisa que nadie quiera.
!Mi amor humano!*Ο κύριος Παύλος έχει μιαν γάτα περσική, ανατολίτισσα, νωχελική. Κάποτε την φοράει σαν κασκόλ γύρω από το λαιμό του. Είναι πολύ ευαίσθητα τα λαιμά του, πολύ. Ο κύριος Παύλος έχει μια γάτα πέρσικη. Της ζωγραφίζει ψάρια να χορτάσει. Έχει μια γάτα καλομαθημένη. Της ζωγραφίζει χρυσόψαρα σπάνια, όμοια πολύ με εκείνα που χάζευε ο Χουντερβάσσερ στις γιαπωνέζικες λιμνούλες. Της ζωγραφίζει ψάρια πολύχρωμα- Τροπικά.
Ο κύριος Παύλος έχει μια γάτα που τη λένε Μπίμπο. Την έχει πριν οι αμερικάνοι βαρύνουν ηθικά τη λέξη. Προ βαβαβουμ ακόμη, πριν απ τα τζιουκ μποξ, τα τζιουκ τζόιντς, τα τζόιντς, το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέως. Είναι μια γάτα πέρσικη, γερμανίδα του λυσεργικού οξέως και του κυρίου Παύλου. Ονειρεύεται ψάρια. Ο κύριος Παύλος βλέπει τα ψάρια, τα πουλιά στο μυαλό της και τα ζωγραφίζει.
Τα απογεύματα, πριν δεχθούν επισκέψεις, ο κύριος κι η κυρία Κλέε βγάζουν τη γάτα τους βόλτα στους ροδόκηπους. Είχαν τάξει ο ένας στον άλλο ροδόκηπους στα ερείπια.
Ο κόσμος κοιλοπόνεσε τη βαρβαρότητα με υπομονή. Δύσκολη εγκυμοσύνη. Οι ροδόκηποι στάθηκαν το μόνο αποτελεσματικό όπλο εναντίον της, είπε ο κύριος Παύλος.
Το πικάπ παίζει I beg your pardon, I've never promised you a rose garden καταστρέφοντας το μέλλον μαςΗ Μπίμπο δεν είχε δικαίωμα να ξύνει με τα νύχια της τις τριανταφυλλιές. Αντιθέτως, μπορούσε να γρατσουνά ελεύθερα τα τελάρα που χρησιμοποιούσε ο κύριος Παύλος στο ροδόκηπο τις μακρυές νύχτες του χειμώνα. Κρατούσαν ζεστά τα ερείπια τριαντάφυλλα και τους περαστικούς γαλάζιους καβαλάρηδες, ελεύθερους καλπάζουν ελεύθερους καλπάζουν ελεύθερους στην παράδεισο χωρίς ροδόκηπους.
Τα βράδυα, όταν γυρίζουν στο σπίτι, ο κύριος Παύλος ζωγραφίζει πίξελς. Οι μηχανικοί λογισμικού που ονειρεύομαι τις νύχτες δίπλα μου βλέπουν πως, ολοφάνερα ο κύριος Παύλος εφηύρε τα πίξελς πριν ανακαλυφθούν τα πίξελς.
Ο κύριος Παύλος είναι μια μαγική μηχανή πριν οι μηχανές χάσουν τη μαγεία τους. Πάνω από εννέα χιλιάδες τελάρα πρώτης ποιότητος. Το άιζο το έχει σίγουρο, όταν ανακαλυφθεί. Άλλωστε, το προϊόν του είναι μοναδικό.
cuando todas las rosas manaban de mi lengua*Κανένα κίνημα δεν τόλμησε να τον διεκδικήσει. Όλα αναγνώρισαν την εικόνα τους στις εικόνες του.
Είναι αναπαραστατικός, είναι «αφηρημένος» γαμώ την εξουσία τους μέσα, την πονηρία τους με τις λέξεις μέσα γαμώ,
είναι δηλαδή συμπυκνωμένος και πολύ συγκεκριμένος,
κάνει μικρά έργα, χαρτόνια, τελάρα, χαρτιά φτενά, ξύλα,
μικρά έργα
τραβά γραμμές, δεν τραβά γραμμές, αφήνει το νερό να κυλήσει χρώμα,
το λάδι,
το μελάνι,
και ξαφνικά βγάζει τη γλώσσα στους ντανταϊστας μου, αυτός, ένας αληθινός κύριος βγάζει σκανταλιάρικα τη γλώσσα στο χαμένο έργο με τον πίθηκο –
είναι ένα έργο που μόνο μια φορά είδα σε ένα ιταλικό αλμανάκ για το νταντά που δεν ήταν δικό μου, μου φαίνεται ήταν πικάμπια, πικατερπίλαρ– ο μυστηριώδης αρχαιοελληνικός στίχος Πίκατε Πίλαρ, μόνο οι δρυίδηδες κι οι ντανταϊστας αγνοούν γνωρίζοντας υποσυνειδήτως ακόμη ακόμη --
όλα μου φαίνονταν Πικάμπια τότε οπότε ανοησίες λέω,όμως
το έργο ήταν αληθινό, ήταν ένας βαλσαμωμένος πίθηκος καρφωμένος στο κέντρο του τελάρου, ή μάλλον ξύλου,
είναι ο καλλιτέχνης που δημιουργεί, που πιθηκίζει, που γνωρίζει ότι η τέχνη είναι μια παραβολή της Δημιουργίας, δηλαδή είναι ο κύριος Παύλος.
Έχει πολύ χιούμορ. Εγκεφαλικό – όπως όλα του. Ακόμη κι η τρυφερότητά του είναι εγκεφαλική. Δεν ξέρω άλλον να καταφέρει τέτοιο οξύμωρον. Ξέρω, Κύριε, ξέρω. Είναι εκλεκτός ο κύριος Παύλος, όμως, ότι κι αν πεις.
Αγαπά πολύ τη μουσική, επίσης. Παίζει, ναι, το έχουν οικογενειακό. Τον μεγάλωσαν δυό μουσικοί μες στη μουσική. Τη ζωγραφίζει όπως εκείνοι ποτέ.
Τη ζωγραφίζει καλύτερα. Όχι θέμα, τέλος στο θέμα. Όχι αφεντάδες, τέλος οι αφεντάδες.
Είναι ο Σπάρτακος. Κίνηση, ενέργεια, φως κι αθωότητα. Πίσω στην απλότητα
δηλαδή στη μουσική
που
δε με νοιάζει τι λένε όλοι με νοιάζει που χωρά η μουσική παντού μυθική κι αρχαία
Το πικάπ παίζει giving me head on the unmade bed προκαλώντας μου πόνοη όπερα, η μουσική, οι μουσικοί, το πεντάγραμμο που έγινε τελάρο και δες, δες αγάπη μου που θα περπατήσουμε,
δες, εκεί γαδε το χωραφάκι κεζονί είναι του αστεριού μου,
τα στιχάκια, τα τραγούδια και τα λόγια τους, οι ποιητές κι οι συγγραφείς είναι η μουσική,
η μουσική που ζωγραφίζει, η μουσική που γεννά το βιολί το πινέλο δες
μόνο εσύ είδες που με ζωγράφισε, ω, κι άλλα αγόρια ποιήματα με γνώρισαν, κι άλλα αγόρια ζωγραφιστά ή με νότες, όμως μόνο εσύ είπες «δε χρειαζόταν, σε ζωγράφισε ο Κλέε» και μου φόρεσες τη μουσική στο λαιμό μου μια στιγμή μουσική εσύ κόσμημα για να μπορέσει να λάμψει το ρούχο
με ξαναζωγράφισε μα δε στο είπα, με ζωγράφισε σε κείνα τα τελάρα, τα μικρά ως συνήθως τελάρα που ήταν στο Ντυσσελντορφ κι ήταν εγώ, το ένα το λέγαν Blooming το άλλο Dangerous, blooming dangerous
μα ύστερα ίσως να ήταν κι αυτοπροσωπογραφία για βιολί και ορχήστρα
Κάπταιν μου, Κουκ σκαμμένε κήπε κι αφράτο χώμα, μαθαίνω ότι ο Βολταίρος έγραψε Κανδίδ για να ζωγραφίσει ο Παύλος, για να ανακαλύψει ο κόσμος τον Παύλο κι έτσι χρωστώ κι εγώ στον Βολταίρο, σημειώστε
και βεβαίως χρωστώ στην κυρία Λίλυ Κλέε που έδιδε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου σε νέους μαθητές, σε σπαστικά κωλόπαιδα, σε καλότροπα μαθητούδια, για να μπορεί ο κύριος Παύλος να ζωγραφίζει, να σκιτσάρει
Ευχαριστώ, κυρία Λίλυστην κυρία Λίλυ που του πήρε δώρο την πρωτοχρονιά σινική μελάνι και μύτες για το πενάκι και χοντρό ραφινάτο χαρτί και είπε «Συνέχισε να είσαι ο σαγαπάω μου»
Ασπάζομαι τη δεξιά σας, διδασκάλισσα Λίλυπου του έδωσε μια σπρωξιά και του είπε «σε παρακαλώ να με αφήνεις μόνη τα βράδυα και να τριγυρνάς με το
Βασίλη και το
Φραντς και με τον
Αύγουστο γιατί είναι στήριγμα
γαλάζιων καβαλάρηδων»
στην υγειά σου Λίλυ, στην καρδιά σου Λίλυ, ας πιούμε ένα τώρα που τα αγόρια είναι στην Τυνησία και τόχουν ρίξει στο νερόχρωμα, ας πιούμε ένα δυνατό και κανόνισε να βγούμε ένα βράδυ ψυχή μου!Ο κύριος Παύλος – τι ειρωνικό αλλά κι αναμενόμενο αν το σκεφτείς – άρχισε να πουλάει στο
μεγάλο πόλεμο. Ζωγραφιές γλυκές, απλές, ήρεμες, εκείνης της παιδικότητας που καλλιέργησε με τόσο πόνο, πουλούσαν σα ζεστό ψωμί καθώς οι ακρωτηριασμένοι γύριζαν σπίτι καθώς οι περισσότεροι κομματιάζονταν στο ηρωικόν πεδίον της μάχης καθώς ο κύριος Παύλος ανακάλυπτε το
νταντά.
Πόσο ευτυχή με κάνετε, κύριε Παύλο, τα σέβη μου, ένα ζεστό φιλί στην κυρία σας, πόσο ευτυχή με κάνετε στη Ζυρίχη της καταγωγής σας στο καμπαρέ της νίκης του ανθρώπου
κύριε Παύλο, μη σας καθυστερώ έχετε χιλιάδες τελάρα να ζωγραφίσετε, μαθαίνω ξεκινήσατε τα λάδια πια, κερδίσατε τη σιγουριά, διώξατε την ανασφάλεια, μαθαίνω αγαπάτε ακόμη το μελάνι αλλά χοντρύναν οι γραμμές, πόσο μ αρέσουν, ειδικά ετούτη η αγκαλιά, έτσι το λέτε «αγκαλιά» και με χώρεσε κι ευχαριστώ, είστε γενναιόδωρος άνδρας Παύλο, είστε μουσικός ζωγράφος ποιητής, Είστε αυτός που κάνει τα αηδόνια να κελαηδούν, αυτοκράτορα.
Ο κύριος Παύλος έφυγε. Έφυγε για τη Βαϊμάρη, να διδάξει. Ο
Βάλτερ Γκρόπιους τον κάλεσε, μαζί και το
Βασίλη και τον
Λάσλονα διδάξει τους μηχανισμούς της τέχνης. Ο κύριος Παύλος έγραψε το αλφαβητάρι της ζωγραφικής, της καινούριας τίμιας κι απλής ζωγραφικής, της ζωγραφικής μουσική και της ζωγραφικής ποίημα και της ζωγραφικής τραγούδι και της ζωγραφικής κίνηση τόση κίνηση και της ζωγραφικής του ανθρώπου που δεν γνώρισε την πτώση
Ο κύριος Παύλος έγραψε 3.300 σελίδες θεωρία της αθωότητας, τις έβαλε δίπλα στις 9.000 τελάρα του και είπε γεια χαρά σου στον Βάλτερ κι άφησε ξωπίσω του μια τρύπα κι ανακάλυψε τα πίξελς ο
Entartete Kunst, ένας ακόμη Entartete Kunst και μάλιστα σπαρτακιστήςζων
Όλα τα ξέρει η Γκεστάπο, ποτέ δε χρειάστηκε κάμερες και μικροτσίπ, όλα τα ξέρει ανέκαθεν, προδότες χρειάστηκε
Τους εκδικήθηκε καταφεύγοντας στην Ελβετία, τους εκδικήθηκε άρρωστος με
σκληροδερμία, τους εκδικήθηκε υγιής με τρυφεροκαρδία, τους εκδικήθηκε χαϊδεύοντας τα πλήκτρα της Λίλυς, πονώντας τους εκδικήθηκε, με δύσπνοια, με εμετούς, ζωγραφίζοντας δυνατά τους εκδικήθηκε, με εφηβική οργή, με τόλμη και χρώμα, επιτέλους χρώμα άγριο σαν την εποχή, επιτέλους γραμμές που προφήτευαν τη νίκη μας επί του θανάτου.
Ο κύριος Παύλος ζωγράφιζε τη μουσική
Ζωγραφίζοντας τη μουσική,
Ο κύριος Παύλος νίκησε το θάνατο.------*
Μα ούτε τον κόσμο πόθησα ούτε το όνειρο, θεία φωνή,
Πόθησα τη λευτεριά μου, την ανθρώπινή μου αγάπη,
Κρυμμένη στης αύρας την απόμερη γωνιά που ουδείς επόθησε.
Την ανθρώπινή μου αγάπη!*
Όταν όλα τα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν απ’ τη γλώσσα μου* (την εικαστική, εν προκειμένω)Του Φεδερίκου Γαρθία Λόρκα, Διπλό ποίημα στη λίμνη της Εδέμ. Η μετάφραση δική μου άρα άσταναπανε.---------------Πέρυσι, στα επτά, έφερε τρέχοντας τη ζωγραφιά που δεν είμασταν αυτός κι εγώ κι ο ήλιος και τα λουλούδια αλλά ήταν το τζάκι μας "ζωγράφισα το τζάκι μας" και του είπα "μου θύμισες Κλέε" κιέτσι μάθαμε κι οι δυό κάτι για τον κύριο Παύλο. Θα θέλαμε να καθίσετε μπρος στο τζάκι μας να σας τρατάρουμε τσουρεκάκι και κασέρι με καφέ βαρύγλυκό. Ορίστε και χρόνια σας πολλά!